Τέσσερα αδέλφια από το Αφγανιστάν, ηλικίας 6 ως 12 χρόνων, έγραψαν ένα βιβλίο για την οδύσσεια που έζησαν στο μακρύ ταξίδι από την πατρίδα τους μέχρι τη Μυτιλήνη και με τα χρήματα που μάζεψαν, πουλώντας το στους κατοίκους και τους τουρίστες του νησιού, κατάφεραν να αποφυλακίσουν τον πατέρα τους, ο οποίος έμεινε έναν χρόνο στις ελληνικές φυλακές κατηγορούμενος για παράνομη διακίνηση μεταναστών και παράλληλα να εξασφαλίσουν τα εισιτήρια για τη Γερμανία.
Το δράμα της οικογένειας αυτής συγκλόνισε τη νεαρή σκηνοθέτιδα Σταυριάννα Λίτσα και το αποτύπωσε, μέσα από τις αφηγήσεις των παιδιών, στο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Παλίρροιες. Το παραμύθι της θάλασσας», διάρκειας 11 λεπτών.
Το φιλμ θα προβληθεί αυτές τις μέρες στο 38ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, ενώ θα διαγωνιστεί στο τμήμα «Ελληνικές Μικρές Ιστορίες» του 21ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας-Νύχτες Πρεμιέρας.
Η μητέρα Παστού και τα τέσσερα παιδιά της, Μαριάμ, Καντάρα, Σαντέρα, Ομέιρα, έζησαν έναν χρόνο στο Ανοιχτό Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων στη Νεάπολη Λέσβου, αναζητώντας τρόπο να φύγουν στην Ευρώπη. Από το Αφγανιστάν στο Πακιστάν κι από εκεί στην Τουρκία, τα χρήματα τελείωσαν. Στα τουρκικά παράλια οι διακινητές τούς πήραν τα τελευταία τους λεφτά για να τους περάσουν απέναντι, αλλά κάπου εκεί ο πατέρας... χάθηκε.
Τα τέσσερα αδέλφια πούλησαν το βιβλίο τους, καταφέρνοντας να αποφυλακίσουν τον πατέρα τους και να εξασφαλίσουν εισιτήρια για τη Γερμανία
Φυλακές
Η μητέρα με τα 4 παιδιά μπήκαν σε μια βάρκα και έφτασαν στη Μυτιλήνη. Για 14 μέρες δεν είχαν κανένα νέο του και είχαν πλέον απελπιστεί, όταν τελικά εκείνος επικοινώνησε μαζί τους και τους είπε ότι βρισκόταν έγκλειστος στις φυλακές. Συνελήφθη ως διακινητής μεταναστών και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους. Η οικογένεια έμεινε στη Μυτιλήνη, τα παιδιά πήγαν σχολείο και το καλοκαίρι του 2014 όταν η Σταυριάννα Λίτσα τους προσέγγισε μιλούσαν ήδη καλά τα Ελληνικά. Εκείνες τις μέρες μάλιστα είχε αποφυλακιστεί ο πατέρας και όλοι μαζί αναχώρησαν για τη Γερμανία.
Οταν έναν χρόνο νωρίτερα, τον Αύγουστο του 2013, τα τέσσερα αδέρφια βρέθηκαν μόνα με τη μητέρα τους στο Κέντρο Υποδοχής έψαχναν να βρουν τρόπο για να μαζέψουν χρήματα. Τότε συνέλαβαν την ιδέα να γράψουν ένα βιβλίο, στο οποίο θα αφηγούνταν την ιστορία τους. Το «We want our baba back» (Θέλουμε τον μπαμπά μας πίσω)... ξεπούλησε, το περασμένο καλοκαίρι ήταν κάτι σαν best seller στο νησί της Λέσβου. Από στόμα σε στόμα και από τουρίστα σε τουρίστα πούλησε εκατοντάδες αντίτυπα και όλα τα χρήματα ενίσχυσαν το... άδειο μέχρι εκείνη την ώρα πορτοφόλι της οικογένειας. Οταν έκαναν... ταμείο είδαν ότι μπορούσαν να πληρώσουν την αποφυλάκιση του πατέρα και παράλληλα να βγάλουν εισιτήρια για να φύγουν στη Γερμανία. Οπως και έγινε.
«Ηταν μια συγκλονιστική ιστορία. Αυτή η οικογένεια πέρασε πολύ δύσκολα. Εφυγε από την πατρίδα της, από το σπίτι της, από τους συγγενείς και τους φίλους κι όμως τα παιδιά μιλούσαν με μια αισιοδοξία και ένα κέφι για τη ζωή που με συντάραξε. Σήμερα που το προσφυγικό είναι ζήτημα πρώτης γραμμής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όλοι αναζητούμε ενδιαφέρουσες ιστορίες. Ακόμη και σε αυτό όμως υπάρχει μια διαβάθμιση και κάποιες είναι πολύ πολύ ενδιαφέρουσες», λέει στο «Εθνος» η 31χρονη σκηνοθέτιδα από την Καλαμάτα, που σπούδασε κινηματογράφο, με υποτροφία του τουρκικού κράτους, στο πανεπιστήμιο Mimar Sinan της Κωνσταντινούπολης, όπου έκανε και το μεταπτυχιακό της, ενώ σήμερα κινείται και εργάζεται μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης.
Το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ ξεκινά με αφηγήσεις ενηλίκων μεταναστών και φόντο μια μαύρη θάλασσα και συνεχίζει με την ιστορία της οικογένειας των Αφγανών και φόντο την καταγάλανη θάλασσα. «Για τους ενήλικες πρόσφυγες η Μυτιλήνη είναι ένα νησί που περιβάλλεται από μια μαύρη ανταριασμένη θάλασσα που τους καλεί κοντά της και παίρνει κάποιους από αυτούς στα σπλάχνα της, είναι τρόμος η επαφή με το νερό. Αντίθετα, για τα παιδιά η θάλασσα είναι μπλε, γίνεται ένα με τον ουρανό, εκπέμπει φως, είναι ένας χώρος για διασκέδαση. Ετσι βλέπουν την αποβίβασή τους στη Μυτιλήνη, έτσι βλέπουν τη νέα ζωή που τους περιμένει», μας λέει η Σταυριάννα Λίτσα.
Οι δυσκολίες και τα ρεκόρ
Χωρίς τη συνδρομή του Δήμου Δράμας το 38ο Ελληνικό και 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της πόλης δεν θα γινόταν.
Το παραδέχτηκε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του, Αντώνης Παπαδόπουλος, κατά την τελετή έναρξης, στην οποία αναφέρθηκε στις μεγάλες και κάποιες φορές ανυπέρβλητες δυσκολίες που συνάντησαν οι οργανωτές, λόγω της οικονομικής συγκυρίας.
Και τελικά όχι μόνο γίνεται, αλλά υπήρξε και ένας πολύ μεγάλος αριθμός ελληνικών συμμετοχών, αφού συνολικά υποβλήθηκαν 168 ταινίες. «Κι αυτό τη στιγμή που έχουν λείψει οι κρατικοί πυλώνες που παραδοσιακά υποστήριζαν τη μικρού μήκους ταινία.
Ο λόγος είναι πως έχουν αναπτυχθεί οι συνέργειες: οι μικρομηκάδες δουλεύουν αφιλοκερδώς ο ένας στην ταινία του άλλου», είπε ο κ. Παπαδόπουλος. Ρεκόρ καταγράφηκε και στις ξένες συμμετοχές: υποβλήθηκαν 1.500 υποψηφιότητες για 57 ταινίες.
Καινοτομίες
Στις καινοτομίες του Φεστιβάλ φέτος είναι το τμήμα Πανόραμα Βαλκανικού Κινηματογράφου, «με στόχο σε 2-3 χρόνια το Φεστιβάλ να γιγαντωθεί και η Δράμα να γίνει κινηματογραφικός κόμβος των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπη», όπως ανέφερε ο διευθυντής.
Κατά τη διάρκεια της τελετής έναρξης τιμήθηκε ο διευθυντής φωτογραφίας, Νίκος Καβουκίδης, για την 60χρονη προσφορά του στον ελληνικό κινηματογράφο και την υποστήριξή του στους νέους κινηματογραφιστές.
ΜΑΡΙΑ ΡΙΤΖΑΛΕΟΥ
Πηγή: Έθνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου