Της Μαργαρίτας Κουλεντιανού
Δυο παιδιά που παίζουν, συχνά αρχίζουν να σπρώχνονται ή να δέρνονται. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο ανάμεσα στα αδέρφια, αλλά και στην παιδική χαρά ή στη σχολική αυλή. Οι μεγάλοι συνήθως παρεμβαίνουν όταν οξύνονται τα πράγματα (π.χ. όταν το ένα παιδάκι αρχίζει να κλαίει). Οι ψυχολόγοι συνιστούν στους γονείς να αφήνουν τα παιδιά να «τα βρουν μόνα τους» και να μην παίρνουν μεροληπτικά μέρος στον καβγά, εκτός αν τα πράγματα γίνουν επικίνδυνα. Στην περίπτωση αυτή, η πειθαρχία θα πρέπει να επιβάλλεται εξίσου στους καβγατζήδες.
Οταν δυο παιδιά σπρώχνονται στη σχολική αυλή, οι δάσκαλοι συνήθως παρεμβαίνουν: «Σταματήστε να μαλώνετε». Και τα παιδιά συνήθως συνεχίζουν: «Θα το πω στον μπαμπά μου που είναι πυροσβέστης». «Εγώ στον παππού μου που είναι αστυνόμος». Τα παλιά χρόνια, βέβαια, τα παιδιά δεν τολμούσαν να πάνε στο σπίτι τους και να πουν ότι έπαιξαν ξύλο στο σχολείο, γιατί τότε έπεφτε τιμωρία από τους γονείς. Ακόμα και στις διαμαρτυρίες του τιμωρημένου τους παιδιού, «μα δεν έφταιγα εγώ, ο άλλος με έδειρε», οι γονείς απαντούσαν με τη μόνιμη επωδό: «Σου έχω πει χίλιες φορές να μην μπλέκεις σε καβγάδες». Σήμερα, φαίνεται, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα παιδιά όλο και λιγότερο μαθαίνουν να τα βγάζουν μόνα τους πέρα, και όλο περισσότερο καταφεύγουν στον γονιό ή σε κάποιον ενήλικο για να ζητήσουν προστασία.
Παρ' όλο που αυτό το τελευταίο θα έπρεπε να μας προβληματίζει, μέχρι εδώ αυτή η αφήγηση ταιριάζει στα σημεία με την πραγματικότητα. Αρχίζει να γίνεται εξωπραγματική όταν το παιδάκι λέει για τον καβγά στον μπαμπά του και ο μπαμπάς πάει στην αστυνομία. Ξεπερνάει τα όρια και της πιο τρελής φαντασίας, όταν η αστυνομία πάει στο σχολείο να συλλάβει το «αντίπαλο» παιδάκι.
Φαίνεται πως αυτό συνέβη σε δημοτικό σχολείο, όπως καταγγέλλουν ο σύλλογος δασκάλων και ο σύλλογος γονέων. Τσακώθηκαν δυο παιδιά, και την άλλη μέρα ο πατέρας του ενός πήγε στο σχολείο με την αστυνομία, που ήθελε να «συλλάβει» το άλλο παιδί, μέχρι που παρενέβη η διευθύντρια. Η ιστορία αυτή, πίσω από τα γέλια που προκαλεί σε πρώτο επίπεδο, κρύβει φοβερά σημεία των καιρών που θα έπρεπε να μας απασχολήσουν όλους.
Το πρώτο είναι το τραύμα, ο χαρακτηρισμός και η κοινωνική απομόνωση που απειλούν το παιδί του αψίμαχου πατέρα. Ποιος θα ξαναπαίξει, θα συναναστραφεί, θα μιλήσει έστω με ένα παιδί, όταν ξέρει ότι ο μπαμπάς του φωνάζει την αστυνομία; Η στολή, το περιπολικό, το όπλο που φαίνεται ότι δεν φρόντισε να κρύψει ο ένας από τους δύο αστυνομικούς που εισέβαλαν στο σχολείο, τρόμαξαν τα παιδιά. Τα μικρότερα, έκλαψαν. Τα άλλα μαζεύτηκαν και περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Αν υπήρχαν συμβουλευτικές υπηρεσίες, θα έπρεπε να παραπεμφθεί αυτός ο πατέρας, για να μάθει τι πρέπει να κάνει για τον εαυτό του, αλλά και για να υποστηρίξει το παιδί από τις συνέπειες των πατρικών ενεργειών.
Το δεύτερο και ακόμα σημαντικότερο, όμως, εκείνο που μας αφορά όλους, είναι τι δουλειά είχε η αστυνομία στο σχολείο. Ποιος είπε στα όργανα της τάξης ότι μπορούν να συνοδεύουν γονείς ενοχλημένους από τη συμπεριφορά άλλων παιδιών, ποιος τους είπε ότι μπορούν να μπαίνουν στην αυλή ενός σχολείου και να απειλούν ένα δεκάχρονο παιδί με σύλληψη; Πώς μπορεί ένας ιδιώτης να παίρνει μαζί του την αστυνομία για να πάει να λύσει τις διαφορές του, πολύ περισσότερο όταν οι διαφορές του είναι με ένα δεκάχρονο παιδί και επιχειρεί να τις λύσει στην αυλή του σχολείου; Νομίζω ότι μια ΕΔΕ που θα απαντούσε σε αυτά τα ερωτήματα θα αποκαθιστούσε την τάξη που διασαλεύεται με τέτοιες ανάρμοστες ενέργειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου