Τα τελευταία χρόνια ένα «επικίνδυνος ιός» άρχισε να χτυπάει τα ελληνικά νηπιαγωγεία: η διδασκαλία της ανάγνωσης. Μέσα στην προσπάθειά τους οι γονείς να προετοιμάσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα παιδιά τους για το μέλλον, ζητούν από τους νηπιαγωγούς να αφήσουν στην άκρη το παιχνίδι και να μάθουν στα παιδιά να γράφουν και να διαβάζουν. Η απαξίωση του ελεύθερου παιχνιδιού, της εξερεύνησης και όλων γενικά των δραστηριοτήτων που αποτελούσαν εδώ και πολλές δεκαετίες το σήμα κατατεθέν του χαρούμενου και δημιουργικού χώρου του νηπιαγωγείου, δεν γνωρίζουν την απαξίωση μόνο στη χώρα μας. Πρωτοπόρος θεωρείται η Αμερική, όπου η τρέλα αυτή έχει περάσει στα επίσημα προγράμματα, επιβάλλεται δηλαδή και ενθαρρύνεται από το κράτος και φτάνει πολλούς λιλιπούτειους μαθητές στα άκρα. Διαβάστε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο που περιγράφει την νέα κατάσταση και τα προβλήματα που προκαλεί.
Τα νηπιαγωγεία και η προσχολική εκπαίδευση γενικότερα έχει αλλάξει δραματικά από τη δεκαετία του 1970, όταν άρχισα να διδάσκω μικρά παιδιά. Τα προγράμματα που βασίζονταν στο παιχνίδι και εφαρμόζονταν στο παρελθόν σπανίως πια συναντιούνται στα νηπιαγωγεία, αλλά και στις χαμηλότερες βαθμίδες προσχολικής εκπαίδευσης. Αντ' αυτού, πολλές ώρες αφιερώνονται καθημερινά στη διδασκαλία ανάγνωσης, γραφής και μαθηματικών, χορηγώντας τεστ ή προετοιμάζοντας τα παιδιά για τεστ. Ελάχιστος χρόνος πια αφιερώνεται στο παιχνίδι και σε άλλες δραστηριότητες που μπορούσαν ελεύθερα να επιλέξουν τα παιδιά.
Όταν άρχισαν να συντελούνται αυτές οι αλλαγές, ρώτησα πολλούς νηπιαγωγούς γιατί αλλάζουν με αυτό τον τρόπο το πρόγραμμα τους. Η πιο συνηθισμένη απάντηση που μου έδιναν ήταν ότι οι γονείς των παιδιών ήθελαν να μάθουν τα παιδιά τους ανάγνωση απο το νηπιαγωγείο. Σήμερα, αυτή η επιθυμία προβάλλεται και υποστηρίζεται και από πολλούς υπεύθυνους για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, στοιχείο που θέτει υπό πίεση τους παιδαγωγούς της προσχολικής ηλικίας που καλούνται να προετοιμάζουν τα νήπια έτσι ώστε να μπορούν να διαβάζουν πριν αρχίσουν το σχολείο.
Έψαξα μελέτες των τελευταίων 40 χρόνων που να υποστηρίζουν ότι η εκμάθηση της ανάγνωσης στα 5 είναι βοηθητική για την μετέπειτα πορεία του παιδιού στο σχολείο και έχει θετικές μακροχρόνιες επιπτώσεις. Ο Sebastian Suggate, στη Νέα Ζηλανδία, έκανε μια εκτεταμένη έρευνα για ποσοτικές έρευνες που θα έδειχναν μακροπρόθεσμα οφέλη στα παιδιά που μάθαιναν να διαβάζουν στα 5 σε σύγκριση με εκείνα που μάθαιναν στα 6 ή 7.
Βρήκε μόνο μια έρευνα του 1974 που υποστήριζε την υπεροχή όσων μάθαιναν ανάγνωση στα 5 χρόνια, αλλά εμφάνιζε σημαντικές μεθοδολογικές αδυναμίες. Επομένως, μια πολύ μεγάλη αλλαγή έλαβε χώρα στην Αμερικάνικη εκπαίδευση χωρίς να υπάρχει το αντίστοιχο θεωρητικό πλαίσιο (οι απαραίτητες αποδείξεις που θα υποστήριζαν και θα καθιστούσαν επιτακτική αυτή την αλλαγή). Οι βαθμολογίες στα Τεστ του Γραφείου της Εκπαίδευσης σε εθνικό επίπεδο τα τελευταία χρόνια δεν βελτιώθηκαν προκειμένου να υποστηρίξουν αυτή την αλλαγή στην εκπαίδευση, ιδίως όταν κάποιος αναλογιστεί τις αρνητικές συνέπειες και τα προβλήματα που δημιουργούνται από την επικέντρωση της προσχολικής εκπαίδευσης στο γνωστικό στοιχείο.
Πολλοί ειδικοί της ανάπτυξης του παιδιού ανησυχούν πολύ για τις νέες προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, ο Stephen Hinshaw στο Πανεπιστήμιο της California στο Barkeley, ένας ειδικός στην υπερκινητικότητα, τονίζει την ανάγκη παροχής μιας ευρύτερης εκπαίδευσης στο νηπιαγωγείο. Στο περιοδικό Time το 2003 είπε : «Πολύ πιο σημαντική από την πρώιμη κατάκτηση της ανάγνωσης είναι το να μάθει το παιδί τις ‘δεξιότητες παιχνιδιού’ οι οποίες σχηματίζουν τις βάσεις των γνωστικών δεξιοτήτων». Αναφέρει ότι στην Ευρώπη τα παιδιά δεν μαθαίνουν να διαβάζουν μέχρι τα 7 τους χρόνια. «Με το να επιμένουμε να μάθουν να διαβάζουν στα 5 τους χρόνια, ασκούμε πολύ μεγάλη πίεση στα παιδιά». Η πίεση αυτή συνεχίζει και ασκείται εδώ και 10 χρόνια στα παιδιά μας, μολονότι πολλοί γονείς, δάσκαλοι, στελέχη της εκπαίδευσης εκφράζουν τις ανησυχίες τους για τα προβλήματα που προκαλούνται από την συγκεκριμένη πρακτική.
Προκειμένου να θέσουμε την ερώτηση γιατί τα παιδιά πρέπει να μάθουν να διαβάζουν στο νηπιαγωγείο είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε γιατί τα παιδιά πρέπει να ξέρουν να διαβάζουν στο τέλος της Γ΄ Δημοτικού. Το Casey Foundation τονίζει την σπουδαιότητα κατάκτησης αυτού του στόχου στη συγκεκριμένη ηλικία στην αναφορά του «EARLY WARNING! Why Reading at the End of Third Grade Matters”, όπου αναφέρεται ότι η αναγνωστική επάρκεια σε αυτή την ηλικία – στο τέλος της Γ’ Δημοτικού- είναι καθοριστική για το μέλλον του παιδιού. Μέχρι τότε τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν. Μετά τα παιδιά διαβάζουν για να μαθαίνουν και είναι πολύ δύσκολο να κατακτήσουν τις έννοιες που αρχίζουν να παρουσιάζονται στην Δ΄Δημοτικού αν δεν έχουν ένα ικανοποιητικό για την ηλικία τους αναγνωστικό επίπεδο. Μια μελέτη του Πανεπιστημίου του Yale διαπίστωσε ότι τα ¾ των παιδιών που ήταν κακοί αναγνώστες στην Γ’ Δημοτικού, παρέμειναν κακοί αναγνώστες και στο Γυμνάσιο.
Η αναγνωστική επάρκεια στη Γ’ Δημοτικού είναι ένας ξεκάθαρος στόχος που μπορεί να κατακτηθεί από την πλειψηφία των παιδιών της συγκεκριμένης ηλικίας. Τι πρέπει να ξέρουν τα νήπια για να πετύχουν αυτό τον στόχο 3 χρόνια μετά; Το Bank Street College, ένας θεσμός που ηγείται στον τομέα της εκπαίδευσης πολύ μικρών παιδιών, έχει δημιουργήσει ένα διαδικτυακό οδηγό για την ανάπτυξη της αναγνωστικής ικανότητας στις μικρές ηλικίες. Ορίζει 3 βασικά στάδια για την ανάπτυξη δυνατών αναγνωστικών ικανοτήτων:
- Στο νηπιαγωγείο και στην Α’ Δημοτικού μιλάει για τον αναδυόμενο εγγραμματισμό.
- Στην Α΄και Β΄Δημοτικού τα παιδιά είναι αρχάριοι αναγνώστες.
- Στη Β’ και Γ΄Δημοτικού είναι νεαροί, αλλά επαρκείς αναγνώστες.
Το Bank Street περιγράφει έναν αριθμό τυπικών επιτευγμάτων για τους μελλοντικούς αναγνώστες/συγγραφείς (αναδυόμενος εγγραμματισμός). Μεταξύ των παραδειγμάτων αναφέρονται τα εξής: να είναι το παιδί σε θέση να κατανοεί ότι ένα γραπτό κείμενο μεταφέρει ένα μήνυμα, να προσποιείται ότι γράφει και ότι διαβάζει κοκ. Τα παιδιά μπορεί να γνωρίζουν τα ονόματα κάποιων γραμμάτων και την σχέση γράμματος- ήχου σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να είναι σε θέση να γράφουν κάποια γράμματα ή ακόμα και το όνομά τους.
Αυτοί οι στόχοι είναι πραγματικά κατάλληλοι για την ηλικία των παιδιών και σίγουρα είναι πολύ καταλληλότεροι από τα στάνταρντς που τίθονται τώρα τελευταία. Μιλώντας με δασκάλους, έμαθα ότι ενώ κάποια παιδιά στο νηπιαγωγείο μπορούν και δουλεύουν στο επίπεδο που επιβάλλουν τα στάνταρντς, κάποια άλλα δεν είναι ακόμη έτοιμα. Δεν υπάρχει κάτι που ξεφεύγει από το τυπικό, το αναμενόμενο στην ανάπτυξη αυτών των παιδιών. Απλώς οι απαιτήσεις μας από αυτά τα παιδιά δεν είναι κατάλληλες για την ηλικία τους. Τι συμβαίνει όμως στα παιδιά όταν μονίμως τους ζητάμε περισσότερα από όσα μπορούν να κάνουν; Ή όταν τους ζητάμε να μένουν ακίνητα και να προσέχουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα ενώ οι συμμαθητές τους δουλεύουν για να φτάσουν τα στάνταρντς;
Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής των στάνταρντς, συμπεριλαμβανομένου και των κοινωνικό- συναισθηματικών επιπτώσεών της στα παιδιά μικρής ηλικίας, σπανίως συζητούνται. Φαίνεται ότι όλοι στην εκπαίδευση είναι υπόλογοι εκτός από αυτούς που δημιουργούν αυτά τα στάνταρντς. Υπάρχει η ολοένα και αυξανόμενη ανησυχία ότι τα στάνταρντς που ισχύουν τώρα και οι πρακτικές που εφαρμόζονται ευθύνονται εν μέρει και για την επιθετικότητα και τα σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς που εμφανίζονται σε διαρκώς αυξανόμενα ποσοστά στην προσχολική εκπαίδευση.
Για παράδειγμα, τα σχολεία στο Connecticut απέβαλαν (οριστικά ή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα) 901 νήπια λόγω επιθετικής συμπεριφοράς το 2002, διπλάσιο αριθμό από τον αντίστοιχο του 2000. Ένα σχολείο στο New Haven απέδωσε επισήμως την αύξηση της βίας μεταξύ των νηπίων στην αυξανόμενη έμφαση που δίνεται στα σταθμισμένα τεστ και στην σχεδόν κατάργηση του χρόνου για χαλάρωση, γυμναστική και άλλες ευκαιρίες για παιχνίδι.
Και τα νηπιαγωγεία (preschools) γενικά εμφανίζουν περισσότερα και εντονότερα προβλήματα συμπεριφοράς. Το 2005 σε μια έρευνα σε περίπου 4000 νηπιαγωγεία από τον Walter Gilliam του Κέντρου Μελέτης του Παιδιού στην Ιατρική Σχολή του Yale διαπιστώθηκε ότι τα ποσοστά αποβολών των μαθητών ήταν υψηλότερα στα παιδιά νηπιαγωγείου παρά στα παιδιά της τάξης Κ -12. Μεταξύ των παιδιών που αποβλήθηκαν, τα αγόρια ήταν περισσότερα από τα κορίτσια (4,5 φορές)και το ποσοστό ήταν ιδιαίτερα υψηλό για τα μεγαλύτερα νήπια και τους Αφροαμερικανούς μαθητές.
Ο Gillian εντόπισε έναν αριθμό παραγόντων που συνέβαλαν σε αυτό το υψηλό ποσοστό αποβολών, μεταξύ των οποίων αναφέρονται: η αναλογία παιδιών – δασκάλων, το μέγεθος της τάξης, ο αριθμός των ωρών που τα παιδιά ήταν στα προγράμματα και τα επίπεδα άγχους των δασκάλων όπως αναφέρονταν από τους ίδιους. Παράλληλα μελέτησε και τον χρόνο που δίνονταν στα παιδιά για παιχνίδι σε σχέση με τα ποσοστά αποβολών. Διαπιστώθηκε ότι τα προγράμματα που έδιναν χρόνο στα παιδιά για δραματικό παιχνίδι κάθε μέρα είχαν πολύ χαμηλότερα ποσοστά αποβολών σε σχέση με τα προγράμματα που έδιναν στα παιδιά χρόνο για παιχνίδι μόνο 1 φορά τον μήνα ή και καθόλου- 9% σε σύγκριση με το 25%. Όλα αυτά τα στοιχεία οδηγούν στο ερώτημα σχετικά με το αν είναι λογικό να περιμένουμε να περνούν τα νήπια ώρες ολόκληρες προσπαθώντας να μάθουν να διαβάζουν, μια δεξιότητα που θα αποκτήσουν πολύ πιο εύκολα 1 ή 2 χρόνια αργότερα. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα που να αποδεικνύουν τα μακροπρόθεσμα οφέλη της ανάγνωσης από τόσο μικρή ηλικία, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που διαπιστώσαμε ότι σημιουργούνται, δείχνουν ότι ήρθε η στιγμή για μια αλλαγή. Δυστυχώς, με τα στάνταρντς που έχουν θεσπιστεί δεν είναι τόσο εύκολο να γίνει η αλλαγή προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των παιδιών. Ωστόσο, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει την δημιουργικότητά του προκειμένου να πετύχει τους στόχους του.
Για πράδειγμα, πολλά από τα στάνταρντς για την ανάγνωση μπορούν να ενσωματωθούν στα μαθήματα που εστιάζουν στα βιβλία μέσα από δραστηριότητες που έχουν μια καλλιτεχνική πλευρά, όπως η θεατρική αναπαράσταση της ιστορίας. Τα παιδιά λαρεύουν τις διαφορετικές δραστηριότητες που ξεκινούν από τις ιστορίες και έτσι αρχίζουν να αντιμετωπίζουν την ανάγνωση (και τη γραφή) σαν κομμάτι μιας πλούσιας και δημιουργικής ζωής και όχι ως μια μεμονωμένη δραστηριότητα. Το ίδιο ισχύει και για τα μαθηματικά.
Τι απαιτείται σήμερα στα νηπιαγωγεία στον τομέα της ανάγνωσης; Ποια είναι τα στάνταρντς που θέτουν; Ευτυχως έτσι γενικά όπως τίθενται τα στάνταρντς αφήνουν περιθώρια για διάφορες ερμηνείες. Λέει: «οι αναγνώστες στη φάση της αναδυόμενης ανάγνωσης πρέπει να διαβάζουν κείμενα που να μπορούν να κατανοήσουν και να έχουν κάποιο σκοπό». Τι είδους κείμενα είναι αυτά; Δεν ορίζεται ξεκάθαρα. Κάποιοι λένε ότι περιέχουν προτάσεις όπου σε κάποια σημεία έχουν αντικατασταθεί οι λέξεις από εικόνες ή σύμβολα, όπως η εικόνα ενός αλόγου αντί για τη λέξη «άλογο». Με αυτό τον τρόπο τα παιδιά χρειάζεται απλώς να γνωρίζουν λίγες λέξεις προκειμένου να μπορέσουν να διαβάσουν τις προτάσει. Αυτή η δεξιότητα μπορεί εύκολα να κατακτηθεί στο νηπιαγωγείο και να υπάρχει και χρόνος για δημιουργικό παιχνίδι και εξερευνητική μάθηση. Ένα από τα πιο λυπηρά αποτελέσματα της κίνησης των ισχύοντων στάνταρντς είναι ότι αυτά δημιουργήθηκαν για να βοηθήσουν τους απόφοιτους λυκείων να πάνε στο πανεπιστήμιο ή να βρουν δουλειά, αλλά καθιστούν σχεδόν αδύνατη την καλλιέργεια της δημιουργικότητας, την περιέργειας και της φαντασίας των παιδιών, στοιχεία που θεωρούνται απαραίτητα εφόδια για την επαγγελματική σταδιοδρομία των ατόμων. Ωστόσο, μια έρευνα της Kyung Hee Kim στο William and mary College διαπίστωσε ότι τα επίπεδα δημιουργικότητας άρχισαν να πέφτουν στην χώρα μετά το 1990, μετά από αρκετές δεκαετίες σταθερής ανόδου. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εμφανιζόταν μεταξύ των παιδιών της Κ-5. Πολλές επαγγελματικές σχολές στράφηκαν στην ερευνήτρια ζητώντας βοήθεια για να μπορέσουν να καλλιεργήσουν την δημιουργική σκέψη στους φοιτητές τους, κάτι που είναι ειρωνικό, αφού με συστηματικό τρόπο (θελημένα ή μη) την «εξαφανίζουμε» στα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Παρομοίως, τα παιδιά μικρής ηλικιας είναι πολύ περίεργα και μαθαίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό εξερευνώντας μόνα τους. Οι καθηγητές φυσικών επιστημών στο γυμνάσιο εξηγούν τώρα πια την αξία της μάθησης μέσω της εξερεύνησης, κάτι που ταυτίζεται με τον τρόπο που τα μικρά παιδια προσεγγίζουν τις καταστάσεις και μαθαίνουν όταν ενθαρρύνονται προε αυτή την κατεύθυνση.
Συνοψίζοντας, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η πίεση που ασκείται στα παιδιά για να μάθουν να διαβάζουν στα 5 τους χρόνια οδηγεί σε ανώτερες αναγνωστικές δεξιότητες στο μέλλον. Αντιθέτως μάλιστα υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τα προβλήματα που δημιουργεί. Υπάρχει πλέον πίεση για πιο αυστηρή εκπαίδευση στις πολύ μικρές ηλικίες. Αυτό σημαίνει περισσότερες ώρες συστηματικής διδασκαλίας (όπως γίνεται στο δημοτικό) και αξιολογήσεις- τεστ. Αυτό όμως που χρειαζόμαστε την πραγματικότητα είναι μια καλύτερη εκπαίδευση που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των παιδιών αυτής της ηλικίας και θα τα προετοιμάζει για τον 21ο αιώνα της δημιουργικότητας και της φαντασίας. Τα παιδιά είναι έτοιμα. Εμείς είμαστε;
Η απόδοση του άρθρου "Reading at five: why?" της Joan Almon στα ελληνικά έγινε από την Ιωάννα Αγγέλου, ειδική παιδαγωγό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου