Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Η Αλκη Ζέη με μολύβι φάμπερ

«Κουτοκούλι». Σ' αυτό το περιπαιχτικό παρατσούκλι άκουγε, παιδί, η Αλκη Ζέη. Ηταν σχεδόν παιδί όταν καθόταν στο μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας, μ' ένα καλά ξυσμένο μολύβι, κι έγραφε στις υπηρετριούλες της πολυκατοικίας γράμματα για τους αγαπημένους τους... «Το κουτοκούλι μάς προέκυψε συγγραφέας», σχολίαζαν οι δικοί της, ευχάριστα ξαφνιασμένοι.

Και δεν τους απογοήτευσε. Εκείνα τα χρόνια ζωντανεύει τώρα, στα 88 της, η Ζέη στο «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο», που κυκλοφορεί την Τρίτη από το «Μεταίχμιο». Ενα δροσερό, αυτοβιογραφικό χρονικό που ξεδιπλώνεται μεταξύ Σάμου και Πατησίων, δικτατορίας του Μεταξά και Δεκεμβριανών, δίνοντας μια σπαρταριστή πινακοθήκη ανθρώπων που έμελλε να σφραγίσουν τη μεταπολεμική Ελλάδα: από τη Διδώ Σωτηρίου, τον Κουν, τον Σεβαστίκογλου, τον Γκάτσο ώς τη Ζωρζ Σαρρή και τον Κώστα Αξελό.

Δευτερότοκη κόρη μιας πανέμορφης, κομψής Σαμιώτισσας (που η ίδια πάντα θαύμαζε κι απ' την οποία κληρονόμησε μόνο... τη φάλτσα φωνή και το κότσι στο πόδι, όπως λέει) κι ενός πολύ μεγαλύτερου, αυστηρού τραπεζικού υπαλλήλου από την Κρήτη (που πάντα φοβόταν, αλλά στον οποίο χρωστάει το χιούμορ της), η Αλκη Ζέη ευτύχησε να περάσει ανέμελα παιδικά χρόνια μέσα στη φύση, πλάι σ' έναν παππού βιβλιοφάγο, παρέα με την αδελφή της, το Λενάκι, πνιγμένη στην αγάπη και τα χάδια ενός πολυμελούς σογιού.

Οι περιπέτειες της υγείας της μητέρας τους κράτησαν τα δύο κορίτσια, στην πιο τρυφερή τους ηλικία, μακριά από το πατρικό τους, αλλά η περίοδος εκείνη αποδείχθηκε για τη Ζέη εξαιρετικά γόνιμη. «Τόση ελευθερία όση έχω νιώσει στη Σάμο, δεν την έχω ξανανιώσει ποτέ μου, ούτε μικρή ούτε μεγάλη» γράφει, ενώ και το «Καπλάνι της βιτρίνας», το πιο πολυδιαβασμένο και πολυμεταφρασμένο έργο της, ένας καθρέφτης είναι όσων έζησε στο νησί.

Η προσγείωση στην πρωτεύουσα θα 'ναι απότομη. Οι τέσσερις τοίχοι του διαμερίσματος κάνουν τις αδελφές ν' ασφυκτιούν. Ο πατέρας δεν τις αφήνει να κουνήσουν ρούπι. Ακόμα και τα εξωσχολικά τους διαβάσματα -«Γιούγκερμαν», «Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι»- δεν μπορούν να τ' απολαύσουν όπως θέλουν. Να όμως που ο θείος Πλάτων παντρεύεται τη Διδώ, κι ένα φρέσκο, επαναστατικό αεράκι αρχίζει να φυσάει στο σπίτι. Να που στο σχολείο η Αλκη αποκτά μια κολλητή κι αιώνια φιλενάδα, τη Ζωρζ, ενώ το σόι προσφέρει τώρα ευκαιρίες για εκδρομές, πολιτιστικές εξορμήσεις και πολλές, ενίοτε παράτολμες, κοινωνικές συναναστροφές.

Στη Σχολή Αηδονοπούλου, η Ζέη θα λατρέψει τη γραμματική και το συντακτικό όσο και την «Οδύσσεια», χάρη στο φιλόλογο Μιχάλη Αναστασίου, ξάδελφο του Καζαντζάκη, και θα λάμψει στον όμιλο κουκλοθεάτρου που διήθυνε η Ελένη Περράκη, σκαρώνοντας... κλαψωδίες με τον Κλούβιο, ένα ναυτάκι -μια παραλλαγή του ομηρικού ήρωα- επιρρεπές στις σκανταλιές. Ανάμεσα στους θερμότερους χειροκροτητές της πρώτης της παράστασης, θα 'ναι ο Εμπειρίκος με τον Ελύτη και τον Γκάτσο, όπως κι ο Πλωρίτης παρέα με τον Σεβαστίκογλου. Ο νεανικός έρωτας της αδελφής της με τον γαλαντόμο ποιητή της «Αμοργού» θα προικίσει την Αθήνα μ' ένα απ' τα πιο καλοβαλμένα ζευγάρια που κυκλοφόρησαν στην πόλη, αλλά ο δεσμός τους θα τελειώσει μετά την απελευθέρωση. Αντίθετα, το δέσιμο του Σεβαστίκογλου με την ίδια, από μαθήτρια ακόμη, θα κρατήσει μια ζωή.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ζέη επιστρέφει στα χρόνια της Κατοχής, ούτε η μοναδική που αναφέρεται σε διάσημα συγγενικά και φιλικά της πρόσωπα. Στο «Με μολύβι φάμπερ...», όμως, με τα μάτια και τα αισθήματα του κοριτσιού που υπήρξε τότε, αφηγείται σαν παραμύθι ό,τι συνέβαλε στη διαμόρφωσή της κι όσα -πολλά- έπιαναν οι κεραίες της από τα κρίσιμα γεγονότα της εποχής, προσφέροντας μια πολύτιμη μαρτυρία για την καθημερινότητα των Αθηναίων, της νεολαίας και των καλλιτεχνικών κύκλων, για την ίδρυση του «Ικάρου», του «Θεάτρου Τέχνης» αλλά και την οργάνωση της ΕΠΟΝ, όπως και για τις φρικιαστικές μέρες που ήρθαν μετά την αποχώρηση των Γερμανών.

Προχωρώντας το βιβλίο της, βλέπεις να ξεπροβάλλουν οι μορφές της Μέλπως Αξιώτη σε πλήρη αντιστασιακή δράση, του Μίμη Δεσποτίδη ως του πιο γλυκομίλητου κομματικού καθοδηγητή, της Ασπασίας Παπαθανασίου, της Ντιριντάουα, της Αλέκας Παΐζη και του Μάνου Ζαχαρία ως στελεχών του Θεάτρου του Λαού, του Ροζέ και της Τατιάνας Μιλιέξ ενώ δρομολογούν το φευγιό των υποτρόφων της γαλλικής κυβέρνησης, καθώς και του Κώστα Καραγιώργη, διευθυντή του «Ριζοσπάστη», την ώρα που εκμυστηρεύεται στη Διδώ Σωτηρίου πόσο λάθος ήταν οι ομηρίες των πολιτικών τους αντιπάλων στη διάρκεια των Δεκεμβριανών...

Οπως ό,τι προηγείται, έτσι και τις σελίδες με τις περιγραφές των πτωμάτων, των βαριά τραυματισμένων κι εκείνων που τρέχουν αλαφιασμένοι να σωθούν, η Ζέη τις έγραψε στις Βρυξέλλες, περιτριγυρισμένη από παιδιά κι εγγόνια, σ' ένα μεγάλο δωμάτιο με ψηλά ταβάνια, αντικρίζοντας πολύχρωμες στέγες, φροντισμένους κήπους και συμμετρικά παρκαρισμένα αυτοκίνητα. «Αν με ρωτούσαν τι θα 'θελα να εξαφανιστεί από τη ζωή μου, από τα τόσα που πέρασα, και δεν ήταν και λίγα, θ' απαντούσα αμέσως χωρίς καν να σκεφτώ: Ο Δεκέμβρης του '44. Θα 'θελα να μην είχε υπάρξει στην Ιστορία. Και τώρα που γράφω γι' αυτόν δεν ψάχνω να βρω τις αιτίες, δεν με νοιάζουν πια. Ξέρω πως κάθε μου σελίδα θα την πληρώσω μ' ένα εφιαλτικό όνειρο», διαβάζουμε. Ας ελπίσουμε πως, όταν φτάσουμε στα δικά της χρόνια, δεν θα υπάρχει τίποτε ανάλογο ν' ανακαλέσουμε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου