Από τις 32 σονάτες του για πιάνο, ο Μπετόβεν δεν άκουσε παρά μόνο μία να παίζεται δημόσια, ως μέρος προγράμματος ενός ρεσιτάλ: Αυτή σε λα μείζονα.
Είναι δύσκολο να χωρέσει ο νους την ειρωνία· ο άνθρωπος που έγραψε τη Χαμερκλάβιερ δεν είχε παρά μόνο μια και μόνη φορά στη ζωή του το προνόμιο να πλοηγηθεί ως ακροατής - όσο βέβαια του επέτρεπε η φθίνουσα ακοή του - στους κόσμους που χαρτογράφησε στις Σονάτες του για πιάνο. Θα ‘λεγε κανείς πως ήταν γραμμένο να συμβεί ήδη από το απόγευμα που η Μοίρα του χτύπησε την πόρτα[1], κι αυτός, αντί να σπεύσει να της ανοίξει, συνεπαρμένος από τη λακωνική μουσικότητα του συνθηματικού της χτυπηματος, το έκανε βασικό μοτίβο στη Συμφωνία που θα τον ενθρόνιζε στην κορυφή του πάνθεου της Μουσικής, αφήνοντας τη Μοίρα να ξεροσταλιάζει απ’ έξω.
Η Μοίρα δε βρήκε την αυθάδειά του ιδιαίτερα χαριτωμένη, ούτε κολακεύτηκε από την πρωτοβουλία του να την αναμείξει στο επιτευγμά του. Κι αντάμειψε το μέγα συνθέτη μ’ ό,τι ανταμείβει και τους υπόλοιπους θνητούς που τολμούν να την αψηφήσουν: το αβυσσαλέο της χιούμορ. Η μοναδική σονάτα από τις 32 που θα άκουγε ποτέ ο δημιουργός τους, έμελλε να παιχτεί σε πρώτη δημόσια εκτέλεση, όχι από έναν καταξιωμένο δεξιοτέχνη, ή έστω από κάποιο φέρελπι νέο σολίστ που θα ‘γραφε την επόμενη χρυσή σελίδα στην ιστορία της Μουσικής, αλλά από έναν τραπεζίτη, μάλλον άγνωστο στους μύστες της Τέχνης: Τον Στάινερ Φον Φέλσμπουργκ.
Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου στο gorgogol, από όπου προέρχεται και το παραπάνω απόσπασμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου