Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Παιδάκι στην Ευελπίδων

της Νίκης Κόλλια

Κοπανάω τα τακούνια μου στη σκάλα του 16 και πιάνω θέση στη μεγάλη ουρά. Εξήντα τόσες ομπρέλες περιμένουν μαζί με τη δική μου στα πλακάκια του δευτέρου ορόφου, άλλες όρθιες, άλλες ακουμπισμένες στους τοίχους, όλες αμίλητες, κρύες και σκυθρωπές μπροστά από το γραφείο με τον αριθμό 205. Τριάντα τετραγωνικά όλο και όλο το γραφείο, δυο κεφάλια χωρούν εντός, συντροφιά με στοιβαγμένες δικογραφίες, η μια πάνω στην άλλη και όλες μαζί στραβά να αγγίζουν κλίνοντας επί δεξιά το ταβάνι. Μάτια δεκατέσσερα, όλα προς την κατεύθυνση των φακέλων και όλα σε επαγρύπνηση, έτοιμα να πλακωθούν σώμα με σώμα μη και σου φάνε τη σειρά.

Μια γυναίκα με μαύρο μπουφάν ανεβαίνει τη σκάλα. Σώμα προς το ψηλό, προς το λεπτό, γύρω στα σαράντα, μαλλιά πιασμένα με λαστιχάκι, από εκείνα της ατημελησίας, κρατά αγκαλιά ένα παιδί και για αυτό ανεβαίνει ασθμαίνοντας με δυσκολία. Το παιδί γαντζωμένο από πάνω της, έχει κρύψει το κεφάλι του μες το μπουφάν. Είναι ένα μεγάλο σχετικά παιδί, λίγο πριν την εφηβεία. Ύστερα από πέντε λεπτά προσπάθειας, η γυναίκα καθίζει το παιδί σε έναν διθέσιο καναπέ έξω από την Εισαγγελία Ανηλίκων δίπλα σε μια συνάδελφο και περιμένει στην ουρά της.

Ξαφνικά ένα ουρλιαχτό, βαθύ, διαπεραστικό και παρατεταμένο ακούγεται και κάνει μάτια και κεφάλια της δικής μου ουράς να γυρίσουν απότομα, όλα μαζί προς το ίδιο μέρος.

Το παιδί χτυπά με τα χέρια και τα πόδια του τη συνάδελφο του καναπέ. Βγάζει κραυγές και δεν την θέλει δίπλα του. Η μητέρα του με εμφανή αγωνία που γρήγορα μετατρέπεται σε ακόμη πιο εμφανή απόγνωση, προσπαθεί να το ηρεμήσει, δεν μπορεί και βάζει τα κλάματα. Η γυναίκα της διπλανής θέσης σηκώνεται, παίρνει την ομπρέλα και τη μεγάλη δικηγορική τσάντα της και με μένος ξεστομίζει χωρίς να γυρίσει το βλέμμα της, δυνατά και άγρια ένα «μαζέψτε το επιτέλους, τι σόι μάνες είστε μερικές» και απομακρύνεται έξαλλη και κατακόκκινη μες τα νεύρα, αφού έχει διαολοστείλει μάνα και παιδί. Ενδεχομένως και το σύστημα.

Η θέση στον καναπέ αδειάζει και το παιδί αρχίζει να ηρεμεί. Η μητέρα όρθια από πάνω του, συνεχίζει μες τα δάκρυα να το χαϊδεύει στην πλάτη και τα μαλλιά του. Ύστερα από λίγη ώρα το παιδί, ήρεμο πια, την τραβά από το μπουφάν και της δείχνει την άδεια θέση δίπλα του. Χαμογελά και βγάζει μια κραυγή χαράς. Εκείνη γονατίζει στο πάτωμα, το κοιτά τρυφερά, του χαϊδεύει τα μάγουλα, το στόμα και τα μαλλιά και εκείνο ήσυχο πια ανοίγει τα χέρια και την παίρνει αγκαλιά. Την κρατά πολλή ώρα σφίγγοντάς την με δύναμη και ύστερα με τα δάχτυλά του πιάνει τα υγρά της μάγουλα και με τις παλάμες του τα σκουπίζει. Ασφαλές πια λουφάζει στον ώμο της, σε έναν καναπέ που χωρά μονάχα εκείνο και τη μαμά του.

Με τα μάτια μου μια στην ουρά, μια στο περίεργο σύμπλεγμα μητέρας-παιδιού, μένω να χαζεύω τους σωλήνες του καλοριφέρ που στρίβουν, όπως και οι ουρές, στις γωνίες.

Οι μαμάδες είναι εδώ και σηκώνουν τα παιδιά τους. Τι ποιητικό. Μερικές, όμως μαμάδες πρέπει να είναι κάθε μέρα εδώ και πρέπει να σηκώνουν κάθε μέρα τα παιδιά τους που δεν μπορούν να περπατήσουν. Γεννήθηκες τότε, ήσουν έτσι, τα γαμπάκια σου, τα μπουκλάκια στο, τα μάγουλά σου, οι φωτογραφίες σου, όλα εδώ στοιβαγμένα και όλα για σένα παιδί μου, έτσι δεν λένε οι μαμάδες; Και κάποιες άλλες συμπληρώνουν: Ποτέ δεν είπες λέξη, αλλά έστω και αν δεν έφτιαξες δυνατές προτάσεις και δεν τις ξεστόμισες προς τα εμένα ποτέ, η μαμά τις άκουσε όλες και ποτέ δεν ένιωσε την έλλειψή τους. Δεν μπόρεσες ποτέ να ψαλιδίσεις ένα χαρτί και να δέσεις μόνος τα κορδόνια, αλλά πάντα αγόρι μου σου άρεσαν οι πολύπλοκες χειροτεχνίες που έφτιαχνε η μαμά για σένα, όπως και οι βόλτες αγκαλίτσα.

Κοιτώ τα πόδια σου, πόδια που κατοικούν σε παπούτσια που δεν πάτησαν και δεν περπάτησαν μόνα τους στο χώμα ποτέ, πόδια που περπατούν πάντα αγκαλιά, στα έντεκά σου αγόρι μου χτύπησες για πρώτη φορά παλαμάκια, βάρα με αγόρι μου, βάρα με με δύναμη και με τα δυο σου χέρια, να εδώ στο μάγουλο, που δεν έχει μάτι, δεν πονώ αγόρι μου, ποτέ δεν θα πονέσεις τη μανούλα και ύστερα με τα ίδια χέρια χάιδεψε τη μαμά στα μαλλιά, τι ωραία που με χαϊδεύεις, τι ωραία που δεν σε νοιάζει που είναι ατημέλητα, άλουστα και κουρασμένα.

Τα κεφάλια της ουράς από ώρα έχουν γυρίσει στα μπροστινά τους κεφάλια, που με τη σειρά τους κοιτούν τους κατακίτρινους φακέλους που ξεπροβάλλουν στην πόρτα με τον αριθμό 205. Με μια αίτηση που συνοψίζει την ιστορία, μια υπογραφή, μια πλήρη παράσταση των 5,70 ευρώ και μια εξουσιοδότηση, φωτοτυπείς τη δικογραφία και ύστερα την απλώνεις σε ένα τραπέζι, τη μελετάς, τη σημειώνεις, την ξεσκονίζεις και έτσι κάπως βγάζεις το ψωμί σου. Άλλοι λιγότερα, άλλοι περισσότερα, αυτά έχει η ζωή. Η ουρά δεν προχωρά, αλλά έτσι συμβαίνει με όλες τις ουρές μπροστά σε μισάνοικτα γραφεία με τις ιστορίες των ανθρώπων στο πάτωμα.

Οι μαμάδες αγαπάνε τα παιδιά τους, ενεργητική φωνή με υποκείμενο τις μαμάδες και αντικείμενο τα παιδιά. Κάποτε τα παιδιά μεγαλώνουν και καταλαβαίνουν την πιο ουσιαστική πρόταση του κόσμου, τρέποντας την ενεργητική σε μέση και τον ενεστώτα διαρκείας σε παρακείμενο.

Και η πρόταση αλλάζει σχήμα και δυναμώνει. Τα παιδιά έχουν αγαπηθεί από τις μαμάδες, ό,τι τους δόθηκε απλόχερα αυτά το έλαβαν, να η δύναμη της μεταφοράς της πρότασης που αποδίδεται και γραμματικά με τη μετάβαση και την αλλαγή των φωνών και τις μαμάδες από υποκείμενα να γίνονται ποιητικά αίτια.

Η αγάπη γίνεται αντιληπτή χωρίς λέξεις. Αυτό ούρλιαξε η ουρά του 16. Απλά, να, μερικές αγάπες χάρη στα βουβά και κουρασμένα ποιητικά αίτιά τους μπαίνουν στις γραμμές ξαφνικά και αναστατώνουν τις πιο στέρεες παρατάξεις.

Πηγή: protagon

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου