Η συζήτηση για τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις έχει πάρει μια τροπή οργανωτική και τεχνοκρατική. Εκείνο που δεν συζητούμε είναι το περιεχόμενο, οι κατευθύνσεις, τα ζητήματα παιδείας – και μάλιστα ανθρωπιστικής παιδείας. Η ανθρωπιστική παιδεία κυριαρχείται ακόμη από συντηρητικές απόψεις που εγκαθιδρύθηκαν στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα και οι οποίες, παρά την κριτική που δέχτηκαν (από τον καιρό των δημοτικιστών και του Δελμούζου), συνεχίζουν να κυριαρχούν και να αναπαράγονται.
Τα σύγχρονα παιδιά, από τη στιγµή που θα γεννηθούν, βρίσκονται και µεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον οπτικού πολιτισµού που αναπαράγεται συνεχώς, επειδή ο πολιτισµός αυτός είναι και ψηφιακός. Αν σκοπός του σχολείου είναι να εξοικειώνει τα παιδιά µε την ανάγνωση, δηλαδή µε όλο εκείνο το πλέγµα που σηµαίνει κατανόηση και κριτική του πολιτισµού, τότε το ελληνικό σχολείο έχει χάσει, γιατί έχει µείνει στην εποχή του Γουτεµβέργιου. Μαθαίνουµε για να κατανοούµε κείµενα, όχι εικόνες. Ακόµη και αν χρησιµοποιούνται ηλεκτρονικά µέσα, χρησιµοποιούνται υποστηρικτικά, δεν έχουν αλλάξει τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Και στις δύο βαθµίδες τα παιδιά υποτίθεται ότι µαθαίνουν πώς να διαβάζουν και να κατανοούν λογοτεχνία, αλλά δεν γνωρίζουν καν τι σηµαίνει «µαθαίνω να διαβάζω, να κατανοώ και να απολαµβάνω» µια ταινία ή ένα ντοκιµαντέρ.
Το σχολείο δεν αγγίζει καν, γιατί δεν ξέρει πώς να το κάνει, την πλοήγηση στους ωκεανούς της ψηφιακής εικόνας στο Διαδίκτυο και στην τηλεόραση. Μια εκπαίδευση, προσδεδεµένη στο καράβι του ουµανισµού του 19ου αιώνα, προσπερνά το περιβάλλον του εικονικού πολιτισµού παραµένοντας αδιάφορη, σαν τον Οδυσσέα στο τραγούδι των Σειρήνων. Το σχολείο είναι τεχνοφοβικό και αναπτύσσεται ερήµην της κοινωνίας.
Μια κεντρική φιγούρα στο σχολείο αλλά και στη νεοελληνική κουλτούρα είναι ο φιλόλογος. Αλλά τι είναι ένας φιλόλογος; Σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή γλώσσα σηµαίνει τον ειδικό που ασχολείται µε τα κλασικά κείµενα, που τα αποκαθιστά, γράφει κριτικά υποµνήµατα κ.λπ. Τι είναι όµως ένας φιλόλογος στην Ελλάδα; Είναι η ενσάρκωση της εθνικής επιστήµης.
Της ελληνικής εθνικής επιστήµης στη διαχρονικότητά της. Διδάσκει Φιλολογία, από τον Οµηρο έως τον Ελύτη, και Ιστορία, πάλι από την αρχαϊκή εποχή έως τον 20ό αιώνα. Ο σύγχρονος πολιτισµός – Δύσης και Ανατολής – είναι ξένος προς το σχολείο. Οι µεγάλοι συγγραφείς που δηµιούργησαν τον δυτικό κανόνα πολιτισµού αγνοούνται. Μπορεί να βλέπουµε στο θέατρο Σαίξπηρ και Μπρεχτ, µπορεί να διαβάζουµε Βιρτζίνια Γουλφ και Γκίντερ Γκρας και Μπόρχες και Κούντερα, µπορεί να απολαµβάνουµε τη λογοτεχνία πάνω και πέρα από σύνορα, αλλά το σχολείο µένει εκεί, σταθερός φρουρός της ελληνικότητας.
Και βέβαια οι φιλόλογοι διαµορφώνονται στις Φιλοσοφικές Σχολές των πανεπιστηµίων, τους ναούς µιας ιδιόµορφης ελληνικής επιστήµης, το πρόβληµα των οποίων είχε διαγνώσει πριν από το 1940 ο Δελµούζος όταν έγραφε:
«Ο σκοπός της σχολής αυτής σ’ έναν τόπο είναι µεγάλος και η σηµασία της για τη ζωή του ακόµη µεγαλύτερη. Γιατί δεν τον πετυχαίνει; Ολη η σχολή και το έργο της προβάλλει σαν ένα από τα πιο βασικά προβλήµατα του πολιτισµού µας » (Αλ. Δελµούζος, «Το πρόβληµα της Φιλοσοφικής Σχολής», 1944).
Αλλεπάλληλες µεταρρυθµίσεις στα πανεπιστήµια δεν αγγίζουν αυτόν τον πυρήνα οργάνωσης των σπουδών, ο οποίος παίζει κεντρικό ρόλο στη δι αµόρφωση της νεοελληνικής κουλτούρας γιατί διαµορφώνει τους δασκάλους και τους καθηγητές. Δεν αγγίζουν τον πυρήνα ενός θεσµού που στάθηκε πάντοτε εχθρικός σε οποιαδήποτε προοδευτική µεταρρύθµιση στην εκπαίδευση, που εξουδετέρωσε και τις όποιες φωτισµένες φυσιογνωµίες πέρασαν από αυτόν, που συνεχίζει να αναπαράγει µια στενή συντεχνιακή αντίληψη στην οποία θυσιάζεται το µείζον στο έλασσον.
Συνήθως, ο κόσµος της κουλτούρας, της λογοτεχνίας και της τέχνης συζητά για τους προβληµατισµούς της νεοελληνικής κουλτούρας ερήµην των εκπαιδευτικών θεσµών ή θεωρεί ότι πράγµατα που συµβαίνουν εκεί αφορούν στενό κύκλο. Λάθος µεγάλο. Αν χρειαζόµαστε µια µεταρρύθµιση της παιδείας σήµερα, δεν είναι για να εξαντλούµαστε σε συζητήσεις για τα εσωτερικά ή τα εξωτερικά συµβούλια. Και µε τα µεν και µε τα δε ο ιδεολογικός συντηρητισµός και η αδράνεια θα βρουν τρόπο να βολευτούν. Αν χρειαζόµαστε µια µεταρρύθµιση σήµερα, δεν είναι για να κοιτάµε µονόπαντα προς την τεχνολογία, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές. Εποµένως, πρέπει να πιάσουµε τις δυο άκρες του νήµατος. Αδιαφορώντας για τα µεγάλα ζητήµατα της νεοελληνικής κουλτούρας, δεν µπορούµε να κάνουµε µεταρρυθµίσεις στην εκπαίδευση. Αδιαφορώντας για το περιεχόµενο των µεταρρυθµίσεων στην εκπαίδευση, οι συζητήσεις για τους προσανατολισµούς της νεοελληνικής κουλτούρας είναι στον αέρα. Αυτό ήταν κάτι που οι εκπαιδευτικοί µεταρρυθµιστές του δηµοτικισµού το είχαν καταλάβει και γι’ αυτό έδιναν µάχες και µέσα και έξω από τους θεσµούς (και είχαν πληρώσει βέβαια γι’ αυτό).
ο Αντώνης λιάκος είναι καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήµιο Αθηνών
Πηγή: Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου