Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

«Δεν θέλω να πάω στο summer camp»

Πού είναι εκείνες οι εποχές που μόλις έκλεινε το σχολείο, ένιωθες ελεύθερος και ανέμελος. Κάπου, σε ένα χωριό, σε μια επαρχιακή πόλη, σε ένα παραθαλάσσιο μέρος, σε περίμεναν μια γιαγιά κι ένας παππούς, έτοιμοι να αφιερώσουν όλον τον χρόνο τους για να σε ευχαριστήσουν. Και μαζί με σένα, τον ανήλικο επισκέπτη, να ευχαριστήσουν τα δικά τους παιδιά, τους γονείς σου, δίνοντάς τους μια ανάσα από την υποχρέωση της φύλαξής σου. Αλλά κυρίως, λύνοντας το μεγάλο τους πρόβλημα: τι θα κάνω τα τέκνα μου μέχρι να πάρω άδεια από τη δουλειά. 

Οι εποχές άλλαξαν, τα καλοκαίρια μεταλλάχθηκαν, οι άδειες συρρικνώθηκαν, τα λεφτά επίσης. Και αντιστρόφως, επιμηκύνθηκε ο χρόνος αναμονής σε μια συνθήκη εξόχως βασανιστική για όλους, μικρούς και μεγάλους. Μόλις το σχολικό κουδούνι βαρέσει λήξη, ξεκινούν να χτυπούν τα κουδούνια των summer camps, που ξεφυτρώνουν πια σαν τα μανιτάρια σε όλη την επικράτεια, με βασικό σκοπό να λύσουν το θερινό πρόβλημα των σύγχρονων οικογενειών. 

Το κεφάλι σου γίνεται καζάνι, αναζητώντας σε ποιο να στείλεις το παιδί σου, το οποίο συνήθως δεν θέλει να πάει σε κανένα. Προσπαθείς να το πείσεις ότι έτσι τα πράγματα θα είναι καλύτερα για όλους, κυρίως για το ίδιο. «Τι θα κάνεις όλη μέρα στο σπίτι; Θα κάθεσαι και θα βαριέσαι», επιχειρηματολογείς, ξέροντας κατά βάθος ότι δεν είναι η πλήξη του το θέμα (αντιθέτως, πολλοί ειδικοί λένε ότι πρέπει να του επιτρέψεις να βαρεθεί), αλλά η δική σου αδυναμία να την καλύψεις ή απλώς να την αφήσεις να υπάρξει μέσα στους τοίχους του σπιτιού. Αν είναι μικρά, δεν μπορούν να μείνουν μόνα τους, αν δουλεύεις από το σπίτι, δεν αντέχεις να το κάνεις με μικρά παιδιά γύρω σου. 

Η αναζήτηση της κατάλληλης απασχόλησης γίνεται σπαζοκεφαλιά. «Τι σου αρέσει;», ρωτάς. «Η ρομποτική», απαντά. Ψάχνεις πρόγραμμα με ρομποτική, για να διαπιστώσεις ότι το ένα είναι πολύ μακριά και το άλλο πολύ ακριβό. Κακά τα ψέματα, όσο και να θέλει ο μέσος γονιός να ακολουθήσει τα γούστα του παιδιού του σε αυτή την περίπτωση, πέφτει πάνω σε εμπόδια που τον υπερβαίνουν. Συνήθως, καταλήγεις σε μια εύκολη και συμφέρουσα, από άποψη χρόνου και χρήματος, λύση. Λες, «ένας μήνας είναι, θα περάσει». 

Βέβαια, και όλα τα λεφτά του κόσμου να έδινες, οι πιθανότητες να βαρεθεί ένα παιδί το camp, από την πρώτη κιόλας βδομάδα, είναι πολλές. Γιατί, στην τελική, έχει κουραστεί να ξυπνάει πρωί και να πηγαίνει κάπου, ακολουθώντας ένα δομημένο πρόγραμμα όπως όλη τη χρονιά, αλλά και γιατί οι πλειοψηφία αυτών των αστικών κατασκηνώσεων ολιγόωρης απασχόλησης προσφέρουν πάνω-κάτω παρόμοιες δραστηριότητες. Λίγα εικαστικά, λίγη άθληση, λίγη μουσική, καμιά εκδρομή στα πέριξ, και πολλή βαρεμάρα, συνωστισμό μέσα σε αίθουσες και παιχνίδι στην ανυπόφορη ζέστη. 

Ασφαλώς και υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να τις εντοπίσεις, μέσα στην υπερ-προσφορά θερινής απασχόλησης που έρχεται στον γονιό σαν τσουνάμι στις αρχές του καλοκαιριού. Μέχρι και τα κέντρα μελέτης της γειτονιάς έχουν κάνει ανάλογα προγράμματα. Και μετά, είναι και το πορτοφόλι, είπαμε. Πρέπει να το αντέχει και η τσέπη σου: «300 ευρώ το πρόγραμμα απασχόλησης στο τάδε ιδιωτικό σχολείο, το ένα παιδί, για δύο βδομάδες. Μέχρι και για ιππασία τα πάνε», έλεγε μια μαμά με τις τύψεις του ανθρώπου που ξέρει ότι η οικονομική του δυνατότητα φτάνει μέχρι το πρόγραμμα απασχόλησης του δήμου. Που το πολύ πολύ, να σε πάει για ποδόσφαιρο κάτω από ντάλα ήλιο, σε μια σχολική αυλή. 

«Δεν θέλω να ξαναπάω!» ξεφώνιζε ο εφτάχρονος σήμερα το πρωί, καθώς τον ξύπνησα και πάλευα να τον σηκώσω από το κρεβάτι. Και εκεί, μεταξύ επιθυμίας να του κάνω το χατίρι και αδυναμίας να το καταφέρω, αισθάνθηκα το καλοκαίρι σαν ασήκωτο βάρος στους ώμους των παιδιών μας. Ενα στρατόπεδο όπου τα βάζουμε για να σκληραγωγηθούν λίγο ακόμα στη διεκπεραίωση υποχρεώσεων, οι οποίες παρουσιάζονται σαν δημιουργική απασχόληση που τους δίνει την ευκαιρία να δραστηριοποιηθούν και να κοινωνικοποιηθούν. 

Μόνο που εγώ, ανήκοντας σε μια γενιά χορτασμένων ανήλικων παραθεριστών αλλοτινών εποχών, ξέρω καλά ότι καμία δημιουργική απασχόληση δεν θέλει ένα παιδί το καλοκαίρι. Θέλει ανεμελιά και σπιτική πλήξη, θέλει διακοπή από καθετί δομημένο. Θέλει, απλώς, την ελευθερία του.

Λίλα Σταμπούλογλου
Πηγή: Protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου