Δεν ξέρω τι έγινε. Κι ό,τι κι αν έγινε, και να μου το πεις τώρα και να μου το εξηγήσεις, εγώ πάλι δε θα το καταλάβω. Δεν μπορεί να έφυγε. Ο Μιχάλης, να έφυγε έτσι; Χωρίς αντίο; Χωρίς εμένα; Ο δικός μου ο Μιχάλης; Ο αδερφός μου; “Ό,τι κι αν γίνει, δε θα χωριστείτε”, είπε η μαμά, και μου έδωσε τη φωτογραφία εκείνη την τελευταία ώρα πριν φύγουμε στο λιμάνι της Λεμεσού.
Η Άννα Κουππάνου συγκλονίζει με μια άγνωστη ιστορία, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα της Κύπρου του 1974 όταν σχεδόν 400 παιδιά έφυγαν ασυνόδευτα για την Ελλάδα, προσπαθώντας να βρουν ένα καλύτερο παρόν και μέλλον.
Περί τίνος πρόκειται
Ο διασυρμός της ανθρωπότητας είχε όνομα πριν τη Συρία, την Παλαιστίνη του τώρα ή την Ουκρανία. Λεγόταν Κύπρος αλλά ήταν πολλή η θάλασσα γύρω και μικρό το όνομα και δεν ακουγόταν η φωνή εκεί που έπρεπε. Πενήντα χρόνια (1974-2024) από το καλοκαίρι του αίσχους, της αμερικανοκίνητης Χούντας των Αθηνών, της προδοσίας και του έντεχνου διαχωρισμού της Μεγαλονήσου. Αν έχεις περπατήσει, όπως έτυχε σ’ εμένα, στη Λευκωσία, κατά μήκος της ας πούμε πράσινης γραμμής∙ αν έχεις δει τα φυλάκια ελέγχου ταυτοτήτων για να πας από τη μια μεριά της πόλης στην άλλη∙ αν έχεις δει το συρματόπλεγμα και τις φωτογραφίες πρωταγωνιστών και αγνοουμένων∙ αν έχεις δει μια κόκκινη σημαία να σκεπάζει ένα βουνό όπου σταθείς∙ αν έχεις δει τα βλέμματα των Ελληνοκυπρίων όταν κάποια συζήτηση χαίνει προς τα εκεί. Τότε ξέρεις. Έστω λίγα, αλλά ξέρεις.
Για «να μην ξεχαστεί τίποτα», λοιπόν, η βραβευμένη συγγραφέας, εκ των κορυφαίων φωνών της Μεγαλονήσου, Άννα Κουππάνου, εμπνευσμένη από μια άγνωστη στο ευρύ κοινό, ακόμα και της Κύπρου, ιστορία, δημιουργεί ένα ιδιαιτέρως συγκινητικό μυθιστόρημα, αναμφίβολα διηλικιακό με την ευρύτητα της αφήγησής του, όπου η τουρκική εισβολή στήνει ένα ζοφερό κάδρο απώλειας και βίαιου εκτοπισμού μέσα στις ίδιες τις οικογένειες που πριν λίγες μέρες ζούσαν τη γαλήνη του τόπου τους. Παιδιά που ζητούν μόνα τους να φύγουν, να πάνε στην Ελλάδα, να βρουν ζωή, να βρουν κάτι να ανασάνουν από την ασφυξία του πολέμου, καθώς πολλοί φοβόντουσαν και νέα, τρίτη κλιμάκωση, μετά το σπάσιμο από την Τουρκία της υποτιθέμενης εκεχειρίας. Τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα υπάρχουν και από τότε και από πριν το τότε, αξιότιμοι διεθνείς οργανισμοί των ανακοινώσεων.
Αναμειγνύοντας επιδέξια την ιστορική αλήθεια, το βίωμα και τις προσωπικές μαρτυρίες με τη μυθοπλασία, εγκιβωτίζοντας δεκάδες ιστορίες σε εκείνες τις ελάχιστες της μεγάλης ιστορίας, η συγγραφέας καταγράφει με ευκρίνεια και αμεσότητα τους νόμους του οδυνηρού και της σκληρής πραγματικότητας, καθώς αυτοί επικρατούν στις ζωές παιδιών και ενηλίκων. Η Κατερίνα και ο Μιχάλης, δυο αδέρφια από ένα χωριό της Κερύνειας, ταξιδεύουντον Σεπτέμβριο του 74′ με άλλα τριακόσια ενενήντα οκτώ παιδιά, μόνα τους, χωρίς ενήλικη συνοδεία στην Ελλάδα, με το πλοίο Patra, προκειμένου να φιλοξενηθούν σε ιδρύματα ή ελληνικές οικογένειες που δήλωσαν πρόθυμες να φιλοξενήσουν. Εδώ, στην Κύπρο, δεν υπάρχει τίποτα να ελπίσεις. Εκεί, είναι η Ελλάδα, μια Γη της Επαγγελίας που την ξέρουν από τα βιβλία.
Μέσα από αυτό το συντριπτικό γεγονός, διερευνώνται η οικογένεια, η αδερφικότητα, οι δεσμοί αίματος, ανθρωπιάς και φιλίας, η αλληλεγγύη,η πίκρα της απώλειας της πατρίδας και των παιδικών χρόνων που συνθλίβονται, καθώς η ελληνική γη, οικεία, αλλά σε κάθε περίπτωση ξένη για ένα παιδί, υποδέχεται παιδιά-δραπέτες, ένα αλλιώτικο “ξυπόλυτο τάγμα”, που αναζητεί ταυτότητα σε έναν νέο τόπο.
“[…] Εκεί που θα πάτε, θα είστε ασφαλείς. Το υπόσχομαι”
Ο κυνισμός της πραγματικότητας συναντά την ευαισθησία των ανθρώπων σε μια γραφή που ακροβατεί κάπου μεταξύ ποίησης, συντριβής και ιστορικής καταγραφής, καθώς το προσωπικό τραύμα συναντά το συλλογικό, ενώ η προσφυγιά γίνεται a blessing in disguise, ένα καθοριστικό Χ γεγονός που από τις απροσμέτρητες δυσκολίες της αρχής μετατρέπεται σε λανθάνοντα θησαυρό. Το μοτίβο της ιστορίας της Κουππάνου στο σκάκι λέγεται Forced Move, μια αναγκαστική κίνηση. Πρόκειται για μια κίνηση που πρέπει να κάνει ένας παίκτης για να απαντήσει σε μια απειλή που τίθεται από έναν αντίπαλο. Για παράδειγμα, αν ο βασιλιάς του παίκτη απειλείται, τότε πρέπει απαραίτητα να κάνει μία κίνηση που να βγάζει τον βασιλιά εκτός απειλής. Κάντε τις αναγωγές στην εισβολή του 74′ και συναρτήστε τη με την ιστορία του βίαιου εκτοπισμού και των ασυνόδευτων προσφυγόπουλων προς την Ελλάδα και τον Πύργο Ηλείας. Θα αντιληφθείτε ότι η σκακιέρα του καθενός μας είναι γεμάτη από τέτοιες αναγκαστικές κινήσεις, αλλά όχι τέτοιες συντριπτικές forced moves όπως αυτή του 74′.
Αυτό το υλικό η Κουππάνου δεν το χειρίζεται απλά περίτεχνα, στο πιο συγκινητικό, διαφορετικό και ώριμο έργο της, ένα σημαντικό έργο της σύγχρονης ελληνικής/κυπριακής λογοτεχνίας. Εκκινώντας με μεστά Chapter Summaries στην αρχή εκάστου εκ των σαράντα τριών κεφαλαίων, η συγγραφέας δημιουργεί έναν συνδετικό ιστό, μέσω του οποίου ο πυρήνας της ιστορίας καρφιτσώνεται στην κορυφή και επικοινωνείς κάθε στιγμή μαζί του, κρατώντας έναν μίτο σε έναν λαβύρινθο συναισθημάτων όπως αυτός διαμορφώνεται. Ακολούθως, σε κάθε κεφάλαιο, έχουμε μια επιδέξια συναισθηματική πολικότητα, δίχως αναίτιες εξάρσεις, αλλά με εύρυθμες κλιμακώσεις, συναισθήματα συγκρουόμενα, αλληλοεξαρτώμενα, πρωτοφανή, once in a lifetime στην αρνητική του απόχρωση κι όχι ως ευκαιρία. Εναλλάσσοντας πρωτοπρόσωπη της πρωταγωνίστριας και τριτοπρόσωπη αφήγηση, όλη αυτή η λογοτεχνική γκραβούρα, ένα ταμπλό βιβάν που εγκαταλείπει την ακινησία του και μεταβάλλεται συνεχώς, δονώντας τον αναγνώστη με την αλήθεια του.
Ο μικρόκοσμος συναντά τον μεγάκοσμο, το άτομο την πληθωρική ανθρωπογεωγραφία και τα θραύσματα κάθε παιδικής ψυχής γίνονται καθολικές, πάγιες, οικουμενικές αλήθειες που περιμένουν εσένα, δέκτη, να τις λάβεις. Για να μην υπάρξει ξανά άλλο 1974.
Για αναγνώστες από 10-11 περίπου ετών.
Εκδόσεις Πατάκη.
Δείτε απόσπασμα εδώ
Όταν μας άφησε η θάλασσα
Εκδόσεις: Πατάκη, Απρίλιος 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου