Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Πώς μπορούν τα παιδιά να μαγευτούν από την ποίηση; Τρία βιβλία για τη ζωή και το έργο του Σεφέρη, του Καβάφη, του Μαβίλη

Τρία βιβλία που συστήνουν στους νεαρούς αναγνώστες τρεις ποιητές, με τρόπο ξεχωριστό. «Το φάντασμα της βιβλιοθήκης: Ανακαλύπτοντας τον Λορέντζο Μαβίλη» του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου (εκδ. Καλειδοσκόπιο) και τα βιβλία «Το όνομά μου είναι... Γιώργος Σεφέρης» και «Το όνομά μου είναι... Κ.Π. Καβάφης» (εκδόσεις Ίκαρος) των Νίκου Μαθιουδάκη και Μάνου Μπονάνου.

Γράφει η Ελευθερία Ράπτου στο 018.bookpress.gr

Η ποίηση διαφέρει και διαφεύγει από τις κοινές νόρμες. Ερμητικό είδος λογοτεχνίας, ίσως αυτό που συγγενεύει περισσότερο με τη μουσική, μπορεί να συγκλονίσει τον αναγνώστη εφόσον ακόμα και ένας στίχος συντονιστεί με τα μύχια της ψυχής του. Μπορεί όμως και να τον αφήσει αδιάφορο. Η ποίηση είναι ριψοκίνδυνη. Σε κάθε περίπτωση αν η λογοτεχνία γενικώς αντιμετωπίζει ποικίλες προκλήσεις ως προς τη διάχυση και τη διδασκαλία της στο νεανικό κοινό, η ποίηση είναι ακόμα πιο απαιτητικό στοίχημα.

Πώς μπορεί ο εκπαιδευτικός να εισάγει το μαθητικό κοινό στην ποίηση και τον μυστικό της κόσμο; Πώς ένας σημερινός έφηβος γίνεται να γοητευτεί από τον Σολωμό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Καβάφη, τον Λαπαθιώτη, τον Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη και τόσους πολλούς και άξιους ποιητές, όταν η καθημερινότητά του είναι τόσο εξω-ποιητική, και οι συγκινήσεις σχεδόν σαρώνονται από το πατινάζ στην επιφάνεια της πληροφορίας, της τιποτολογίας και των ανελαστικών υποχρεώσεων;

Πώς μπορούν τα παιδιά να μαγευτούν από την ποίηση; Μήπως το κλειδί βρίσκεται στο θέατρο και τη μουσική, αλλά και τη ζωγραφική; Μήπως είναι καιρός να αφουγκραστούμε την ανάγκη της συνεργατικής διδασκαλίας σε μαθήματα όπως η λογοτεχνία, όπου η σύνθεση του μαθήματος να είναι ακριβώς αυτό που λέει η λέξη; Γιατί ακριβώς στον πυρήνα των τεχνών ο λόγος βρίσκει το προνομιακό του πεδίο. Παιδιά και έφηβοι χρειάζονται νέους τρόπους και εναλλακτικά διδακτικά σενάρια για να έρθουν κοντά στην τέχνη του λόγου και ειδικά στην ποίηση.

Το θέατρο και οι παραστασιακές τέχνες έχουν προ πολλού εστιάσει στη σύμπλοκη σχέση της ποίησης με την τέχνη. Οι τρόποι παράστασης του ποιητικού λόγου ποικίλουν, κρίνονται άλλοτε ως επιτυχημένοι και επιδραστικοί και άλλοτε ως δοκιμές που δεν ευδοκίμησαν. Ποιος άραγε από τους θεατές της δεν θυμάται με συγκίνηση τη site specific παράσταση «Καρδιά με κόκκαλα», το 2006, στην ερειπωμένη οικία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στα Εξάρχεια από την ομάδα «Όχι Παίζουμε» σε σκηνοθεσία Γιώργου Σαχίνη; Η παράσταση αυτή, με κέντρο τη ζωή και το έργο του Λαπαθιώτη, έδωσε σε πολλούς το έναυσμα ώστε να διαβάσουν και να συντονιστούν εκ νέου με τον ιδιόρρυθμο κόσμο του ποιητή.

Μήπως τελικά η ποίηση στο σχολείο χρειάζεται κάτι διαφορετικό και καινοτόμο για να συγκινήσει το μαθητικό κοινό; Μήπως είναι καιρός να σκεφτούμε «έξω από το κουτί» της κανονικότητας και του πολιτικά ορθού στη μάθηση; Σε κάθε περίπτωση το θέατρο, οι εικαστικές τέχνες, η μουσική τολμούν τον πειραματισμό και ίσως ακριβώς αυτός ο πειραματισμός, η λοξή ματιά, η «άλλη» διδασκαλία χρειάζονται όσο ποτέ άλλοτε, ώστε η ποίηση να αποκτήσει το νέο της κοινό και από αυτό να προκύψουν καινούριοι και πείσμωνες ποιητές.

Στα τρία βιβλία που ακολουθούν ανοίγονται πιθανοί δρόμοι για τη σύνθεση νέων τρόπων προσέγγισης της ποίησης με κέντρο το νεανικό κοινό. Μπορούν να διαβαστούν από εφήβους και νέους, αλλά και από όλους όσοι ενδιαφέρονται να κάνουν την ποίηση κοινό κτήμα στη νέα γενιά:

Το φάντασμα της βιβλιοθήκης: Ανακαλύπτοντας τον Λορέντζο Μαβίλη του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, σε εικονογράφηση Απόστολου Βέττα (εκδ. Καλειδοσκόπιο)

«Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη,
τὸ μοσκοβολισμένο Μάη τὸ μήνα,
καὶ ἡ ματιά της γιὰ πάντα μοῦ ἐπρομήνα
εὐτυχία, ποὺ τὸ οὐδὲν δὲν πεθυμάει». (Απόσπασμα από το σονέτο «Έρως και Θάνατος»)

Ο Διονύσης φοιτά στην έκτη δημοτικού, στην Ανωγή, το ψηλότερο χωριό της Ιθάκης, τη μακρινή δεκαετία του 1970. Οι απόδημοι του χωριού, θέλοντας να ανταποδώσουν την προκοπή τους σε άλλες χώρες, κάνουν μια μεγάλη δωρεά και επιτέλους το σχολείο αποκτά βιβλιοθήκη. Τι να την κάνουν όμως τα παιδιά τη βιβλιοθήκη; Να διαβάσουν κι άλλο όταν το μόνο που κάνουν είναι να διαβάζουν για τα μαθήματα; Με τη βοήθεια του πατέρα του, τις συζητήσεις τους, την αρωγή του δασκάλου, και την ανάγκη του να γίνει καλύτερος στον πόλεμο με τα ξύλινα σπαθιά, σιγά σιγά, ο Διονύσης αρχίζει να επισκέπτεται τη βιβλιοθήκη και να διαβάζει για όλα εκείνα που τον απασχολούν και για τα οποία ψάχνει βοήθεια.

Ο μαθητής μαγεύεται από το νέο κόσμο που ανοίγεται στις σελίδες των βιβλίων. Ο δάσκαλος, επίμονος συνοδοιπόρος στην εξερεύνηση, προτρέπει όλο και περισσότερο το μαθητή στην αναγνωστική χειραφέτησή του. Μέχρι που μια μέρα εμφανίζεται στη βιβλιοθήκη το φάντασμα ενός κυρίου με μούσι. Ενός δεινού σκακιστή, που προτείνει στο Διονύση να του μάθει σκάκι, το πιο σπουδαίο παιχνίδι στρατηγικής, έτσι ώστε να μπορέσει να νικάει στις μάχες της γειτονιάς και της ζωής ή και να συνθηκολογεί με μαεστρία.

Ο κύριος με το μούσι, που δεν είναι άλλος από τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη, μαθαίνει στο Διονύση σκάκι και συγχρόνως τον καθοδηγεί στον κόσμο των βιβλίων και της ποίησης. Ο προέφηβος μαθητής αδράχνει την ευκαιρία και μαθαίνει για τον ποιητή, τη συναρπαστική ζωή του, τον ηρωικό θάνατό του στους Βαλκανικούς Πολέμους, το 1912, ενώ διαβάζει ποίηση και μαθαίνει για τις ασκήσεις σκάκι που συνέθετε και κοινοποιούσε ο Μαβίλης. Η περιπέτεια στη σχολική βιβλιοθήκη κάπου τελειώνει, αλλά η περιπέτεια του αναγνώστη και σκακιστή πια Διονύση συνεχίζεται όσο θα διαβάζει και θα νιώθει τους ποιητικούς κόσμους να ζωντανεύουν.

Ο Γρηγόρης Χαλιακόπουλος γράφει Το Φάντασμα της Βιβλιοθήκης (εκδ. Καλειδοσκόπιο) με απλότητα και αγάπη. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα από όλους, μικρούς και μεγάλους (από 10 ετών και πάνω). Η αμεσότητα του λόγου, η ζωντάνια των διαλόγων, η οργάνωση των επιχειρημάτων στα διαλογικά μέρη, η χρήση του στοιχείου της έκπληξης και του υπερφυσικού, είναι δοσμένα με ιδιαίτερη επιμέλεια. Ο συγγραφέας στήνει την πλοκή και παρουσιάζει τα πρόσωπα με τρόπο θεατρικό και ακριβώς η εγγενής δραματουργική ροπή καθιστά το κείμενο «ζωντανό», ικανό να εξάψει την περιέργεια των νέων αναγνωστών και να ψυχαγωγήσει του μεγαλύτερους.

Στο βιβλίο οι πρωταγωνιστές δεν είναι μόνο οι ζώντες χαρακτήρες. Καθοριστικός είναι ο ρόλος που αποδίδεται στο φάντασμα του Λορέντζου Μαβίλη, όπως και στα ίδια τα βιβλία, που αποκτούν ειδικό δραματουργικό βάρος. Ο αναγνώστης εισάγεται «ήσυχα» στον κόσμο της ποίησης και της φιλαναγνωσίας, συνδυάζοντας το προφανές αλλά συχνά παραμελημένο: Η ανάγκη θα σε φέρει κοντά στο βιβλίο. Η ανάγκη για απαντήσεις, όταν δεν ικανοποιείσαι από τη μισή γνώση άλλων, όταν κάτι μένει ανεξερεύνητο αλλά σημαντικό, όταν νιώσεις ότι υπάρχει και άλλος δρόμος για το καθημερινό… Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του σημαντικού ποιητή, του σκακιστή διεθνούς φήμης, πολιτικού, φιλοσόφου, μεταφραστή και αγωνιστή Λορέντζου Μαβίλη που έζησε τις μεγάλες αλλαγές των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα στην Ελλάδα.

Το βιβλίο του Χαλιακόπουλου συνοδεύεται από τα σχέδια του Απόστολου Βέττα, που συνδιαλέγονται αρμονικά με το κείμενο. Η παραπομπή στην ποίηση του Μαβίλη, και το φωτογραφικό υλικό συμπληρώνουν την έκδοση. Πέρα από την ευχαρίστηση της ανάγνωσης, το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει και ως η βασική ύλη για δραματοποίηση της ιστορίας, ως το υπόβαθρο ενός θεατρικού σεναρίου, αλλά και ως εγχειρίδιο εναλλακτικής προσέγγισης των ποιητών και των έργων τους στην τάξη. Στην τελευταία περίπτωση είναι πολύ σημαντικό αυτό που ο συγγραφέας αναδεικνύει στο βιβλίο του: την κοινή γλώσσα με τους μαθητές, την ανάγκη να αφουγκραστούμε τις ανάγκες και τις ανησυχίες τους και με τρόπο να τους οδηγήσουμε στην χαρά της ανάγνωσης, στην πλησμονή της ποίησης και γιατί όχι, της συγγραφής.

Το όνομά μου είναι... Γιώργος Σεφέρης και Το όνομά μου είναι... Κ.Π. Καβάφης των Νίκου Μαθιουδάκη και Μάνου Μπονάνου, σε εικονογράφηση Αγγελικής Μπόζου (εκδ. Ίκαρος)

«Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω» Γιώργος Σεφέρης, «Θερινό Ηλιοστάσι ΙΑ΄»

«Ανεπαισθήτως μ’έκλεισαν από τον κόσμο έξω» Κ.Π Καβάφης, «Τείχη»

Ο Νίκος Μαθιουδάκης και ο Μάνος Μπονάνος συνεργάστηκαν για τη δημιουργία των δύο βιβλίων που αφορούν τη ζωή και το έργο δύο κορυφαίων Ελλήνων ποιητών, του Γιώργου Σεφέρη και του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, με εικονογράφηση από την Αγγελική Μπόζου, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Η αρχιτεκτονική των βιβλίων ακολουθεί μια περισσότερο ακαδημαϊκή λογική, χωρίς όμως να σημαίνει ότι αφορούν οπωσδήποτε σε ένα υψηλής ειδίκευσης κοινό. Αντιθέτως τα δύο βιβλία στοχεύουν στους αναγνώστες κάθε ηλικίας, όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο των εκδόσεων. Σε κάθε ένα από τα βιβλία ακολουθείται η δομή των κεφαλαίων-μερών. Έτσι στο «Μέρος Α» οι συγγραφείς εστιάζουν στα στοιχεία από τη ζωή των ποιητών, τα παιδικά τους χρόνια, την ενήλικη ζωή, τα μέρη που έζησαν και κατοίκησαν, την επαγγελματική και προσωπική ζωή, το τέλος τους. Στο κεφάλαιο περιλαμβάνεται και ένα μίνι χρονολόγιο σχετικό με τα όσα παρατίθενται.

Στο «Μέρος Β», ο αναγνώστης γνωρίζει ή έρχεται εκ νέου σε επαφή με ιδεολογικά και πνευματικά ρεύματα που ηγεμονεύουν την εποχή του έργου κάθε ποιητή. Έτσι σε αυτή την ενότητα, για τον Σεφέρη, γίνεται λόγος για τη γενιά του ΄30, το μοντερνισμό και τον υπερρεαλισμό, για την κριτική υποδοχή του έργου του, το μεταφραστικό έργο του, ενώ φιλοξενούνται κάποια κομμάτια από το ημερολόγιό του και επιστολές συγγενικών προσώπων προς αυτόν. Στην αντίστοιχη ενότητα για τον Καβάφη, υπάρχουν αναφορές για το συμβολισμό, τον παρνασσισμό και το ρεαλισμό, αποσπάσματα επιστολών του ποιητή, σχόλια για τις ποιητικές του συγγένειες, την κριτική υποδοχή του έργου του.

Στο «Μέρος Γ» οι πληροφορίες οργανώνονται και στα δύο βιβλία με κέντρο το ποιητικό έργο των δημιουργών. Οι πληροφορίες είναι πολλές και προσεκτικά επιλεγμένες. Συγκροτείται έτσι ένα συνοπτικός, ακριβής και περιεκτικός οδηγός για την πλοήγηση στο έργο του Σεφέρη και του Καβάφη.

Τα βιβλία ολοκληρώνονται με το «Μέρος Δ», όπου εκεί περιλαμβάνονται πληροφορίες από την απήχηση και την επιρροή του έργου των δύο ποιητών τόσο στους σύγχρονους όσο και στους μεταγενέστερους λογοτέχνες και ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, τις μεταφράσεις και τη διάχυση του έργου τους, την ποιητική τους ταυτότητα μέσα από αποσπάσματα από ποιήματά τους. Και στα δύο βιβλία ακολουθεί μικρή αλλά χρήσιμη βιβλιογραφία.

Τα βιβλία των Μαθιουδάκη και Μπονάνου λειτουργούν αυτόνομα ως μικρά μελετήματα για το έργο των δύο ποιητών, προορισμένα για το ευρύ, δια-ηλικιακό κοινό. Μπορούν να διαβαστούν ως έχουν, να χρησιμεύσουν ως εγχειρίδια που θα βοηθήσουν στο ξεκλείδωμα της γνώσης για τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και ως οδηγοί με τη βοήθεια των οποίων οι εκπαιδευτικοί θα μπορέσουν να οργανώσουν ευφάνταστα και μορφωτικά διδακτικά σενάρια.

Η νεοελληνική ποίηση είναι ένας κόσμος ανεξερεύνητος ακόμα για το ευρύ κοινό. Μπορεί οι λάτρεις της ποίησης να αποτελούν μια γεροχτισμένη κοινότητα, αλλά ας έχουμε πάντα κατά νου ότι το κοινό του μέλλοντος που θα αναγνωρίσει κάτι από τον εαυτό του, τις επιθυμίες, τα όνειρα, τις ματαιώσεις και τις αγωνίες του στην ποίηση, είναι το κοινό που βρίσκεται στις μαθητικές τάξεις. Εκεί χρειάζεται να επικεντρωθούμε με σχέδιο και όραμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου