Πόσο τρομάζετε, άραγε, στο άκουσμα της λέξης «εφηβεία»; Πώς προετοιμάζεται ένας γονέας για τη λεγόμενη «ζώνη του λυκόφωτος» και πώς προετοιμάζει το παιδί του για χαμηλές πτήσεις και μεγάλες αναταράξεις; Υπάρχουν, τελικά, αυτές οι αναταράξεις ή μήπως απλώς είναι ακόμα ένα στερεότυπο που αυτόχρημα συνοδεύεται από ένα… ωχ; Και πώς μεγαλώνει αυτή η γενιά που τα πιο ευαίσθητα χρόνια της τα πέρασε έγκλειστη λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού;
Οι τρεις γονείς και οι ισάριθμοι έφηβοι που συναντήσαμε έχουν να πουν, μεν, διαφορετικές ιστορίες, οι συγκλίσεις όμως είναι πολλές. Οπως, για παράδειγμα, ότι είναι μάλλον αδύνατον να προετοιμαστείς ως γονέας γι’ αυτή τη φάση, αλλά φαντάζει περίπου αυτονόητο ότι προετοιμάζεις το ίδιο το παιδί. Οι γονείς, μάλιστα, μοιάζουν περισσότερο τρομοκρατημένοι για τα αυτονόητα: να μην πάθει κάτι το παιδί· να είναι έτοιμο όταν θα απομακρυνθεί από τον «φάρο» του γονέα, όταν εκείνος θα το βλέπει να φεύγει από το καταφύγιο που αποκαλεί «πατρικό».
Συγκλίσεις υπάρχουν και στη διαθέσιμότητά τους, ανά πάσα στιγμή, όταν το παιδί είναι έξω με τους φίλους του. Είναι πάντα… αλέρτ για ένα τηλεφώνημά τους που μπορεί απλώς να τους ζητήσει να τον/την πάρουν από κάπου με το αυτοκίνητο· αν είναι όντως εκεί όπου έχουν πει ότι θα πάνε· αν όλα θα πάνε καλά ώσπου το παιδί να επιστρέψει στο σπίτι σώο και αβλαβές – ψυχή τε και σώματι. Δηλαδή, οι διαχρονικές ανησυχίες και φοβίες των «μεγάλων».
Δοκιμάζοντας την «ορθότητα» του μεγάλου
Συναντήσαμε τη Μαρία Αδαμάρα, φορολογική σύμβουλο πολυεθνικής εταιρείας, και τον γιο της, Θάνο, 16 ετών σήμερα, στο σπίτι τους στα Μελίσσια. Βλέποντάς τους να κάθονται δίπλα δίπλα έχεις την αίσθηση ότι μπερδεύονται οι ηλικίες, ότι η συνεννόηση μεταξύ τους μπορεί να γίνει με ένα νεύμα, μία λέξη, ένα πονηρό γελάκι. Η Μαρία συνειδητοποίησε ότι ο Θάνος εισήλθε στην εφηβεία περίπου στα 12 του, όταν άρχισε να αντιμιλάει στον αδελφό του, κάτι που έως τότε ήταν σπάνιο – «είχε αρχίσει να διεκδικεί, να δοκιμάζει την “ορθότητα” του μεγάλου», λέει η ίδια, αναφερόμενη στον μεγάλο της γιο, Νικόλα, 19 ετών σήμερα, φοιτητή στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών, κατεύθυνση που και ο Θάνος θέλει να ακολουθήσει. «Δεν μπορώ να σου πω ότι πέρασαν και οι δύο εφηβεία, δεν ξέρω πώς περνούν τα άλλα παιδιά, αλλά εδώ όλα κύλησαν ομαλά. Προσωπικά, δεν έχω ζήσει ιστορίες… φρίκης μαζί τους. Γενικότερα, δεν έχουμε δράματα σε αυτή την οικογένεια», αναφέρει η Μαρία Αδαμάρα.
Η μητέρα του Θάνου και του Νικόλα περιγράφει ότι εξαρχής είχε αποφασίσει πώς θα ήθελε να είναι η ίδια ως μητέρα: διακριτοί ρόλοι στο σπίτι, προσωπικός χώρος και χρόνος για όλους, ανάληψη ευθυνών που αρμόζει στον καθένα, ιδίως με τις σχολικές επιδόσεις. «Το σχολείο και το διάβασμα τα άφησα πάνω τους εξολοκλήρου. Ημουν παρούσα, αλλά δεν θα έκανα το διάβασμα γι’ αυτούς μετά το δημοτικό. Για εμένα είναι πιο σημαντικό να μάθουν να είναι συνεπείς σε αυτό που θέλουν να κάνουν, ακόμα κι αν νομίζουν ότι με το 15 είναι εφικτό. Θα με ενοχλήσει, αλλά, εντάξει, θα κάνουμε μια συζήτηση, θα το σπρώξουμε λίγο, θα το δεχτώ – δεν ήθελα ποτέ να επιβάλω τίποτα. Το ίδιο είχα αποφασίσει με τον προσωπικό χρόνο των παιδιών, αλλά και τον δικό μου», λέει.
Οταν κλείνει η πόρτα του δωματίου
Ο Νίκος Μουμούρης, δημοσιογράφος, και η κόρη του, Ελλη, 14 ετών, όταν τους συνάντησα στον Χολαργό, μου έδωσαν την εντύπωση της ισοτιμίας στη σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους, αν και η Ελλη φαίνεται πιο… αντιδραστική, όχι τόσο σε όσα αναφέρει ο πατέρας της, αλλά κυρίως απέναντι στον κόσμο στον οποίο προετοιμάζεται να ζήσει ως αυτόνομος άνθρωπος. Ο Νίκος εντοπίζει το πέρασμα της Ελλης στην εφηβεία όταν ξαφνικά η πόρτα του δωματίου της… έκλεισε, πριν από περίπου δύο χρόνια. Τότε είπα “να ’μαστε…”».
Τότε ήταν που ο Νίκος Μουμούρης ένιωσε ότι είχαν εισέλθει σε μία νέα φάση, γιατί την οποία ποτέ δεν είσαι προετοιμασμένος όταν έχεις παιδί. «Δεν μπαίνουν σε κουτιά οι σχέσεις γενικώς. Ξέρεις ότι στην παιδική ηλικία σε έχει ως επίκεντρο. Στην εφηβεία μεγαλώνει ο κοινωνικός κύκλος· τα ερεθίσματα που λαμβάνει εκτός σπιτιού είναι περισσότερα απ’ όσα είναι μέσα στο σπίτι», λέει ο ίδιος. «Τα βράδια κάνω αναδρομή της ημέρας μαζί της για να δω πού έκανα λάθος και πώς θα το διορθώσω. Λάθη βέβαια θα κάνεις, δεν υπάρχει περίπτωση. Δεν υπάρχει συνταγή – αν προσπαθείς, σίγουρα θα κάνεις λάθη», συμπληρώνει. «Αυτή είναι, πάντως, η θέση του γονιού, νομίζω: να βλέπει το παιδί να ξεμακραίνει και, κάθε φορά που αναζητεί ένα σημείο αναφοράς, να το βρίσκει. Εσύ είσαι το σημείο αναφοράς στον χάρτη της ζωής του· μια πυξίδα όταν δεν δουλεύει το δικό του Google Maps».
Από τα ροζ στα μαύρα
Η Φωτεινή Οικονομοπούλου, παραγωγός ταινιών, και η κόρη της Ισιδώρα, 15 ετών, που ζουν επίσης στον Χολαργό, είναι φίλες «κολλητές», όπως λέει η Ισιδώρα, που μοιάζει να της είναι ευγνώμων που είναι πάντα εκεί, που σπεύδει πάντα να τη σώσει· αλλά και η Φωτεινή λέει ότι τη συμβουλεύεται, ότι την ακούει, όπως όταν την ανάγκασε να κόψει το κάπνισμα εξαιτίας μιας ίωσης.
«Είχα συνειδητοποιήσει ότι ξεπερνά την παιδική ηλικία και εισέρχεται στην εφηβεία όταν έπαψε να τα θέλει όλα σε ροζ χρώμα και άρχισε να φοράει μαύρα. Κι αυτό, όπως μου είπε, επειδή είδε ότι είναι πολύ κουλ τα παιδιά που φορούν σκουρόχρωμα ρούχα. Περίμενα ότι θα είναι πιο δύσκολο να μεγαλώνεις έναν έφηβο, αλλά… παλεύεται. Εξαρτάται βέβαια και από τον έφηβο. Αν είναι ήρεμος, αν είναι δύσκολο παιδί, τέτοια πράγματα. Η Ισιδώρα δεν είναι έτσι. Δεν έχω δυσκολευτεί σε σημείο που να λέω “Παναγιά μου, τι συμβαίνει τώρα;”. Από την άλλη, αυτό που φοβάμαι στην εφηβεία είναι μην πάθει τίποτα το παιδί, μην το πειράξουν στον δρόμο, όλα αυτά. Αν ήμουν ήσυχη ως προς αυτό, δεν θα είχα κανένα άλλο θέμα να κάνει οτιδήποτε, ούτε να βγαίνει συχνά έξω το βράδυ. Οι γονείς εξάλλου σκεφτόμαστε διαρκώς το κακό», λέει η Φωτεινή Οικονομοπούλου.
Οι φόβοι των «μεγάλων» και η προετοιμασία των «μικρών»
Το ίδιο απασχολεί και τον Νίκο Μουμούρη, που η Ελλη τον κάνει να βλέπει, όπως λέει, τη ζωή διαφορετικά, διότι εκείνη τα βλέπει διαφορετικά τα πράγματα· ακούει και μαθαίνει νέους τρόπους προσέγγισης, απλά καθημερινά πράγματα, ψηφίδες που γίνονται τελικά μια μεγάλη κατασκευή. «Φοβάμαι όμως τα τροχαία, που είναι η πρώτη αιτία θανάτου σε αυτές τις ηλικίες στη χώρα, φοβάμαι τον θάνατο. Φοβάμαι την αναπηρία, κυρίως επειδή ζούμε σε μια πόλη που δεν ευνοεί τέτοιες καταστάσεις. Τη ίδια ώρα, φοβάμαι να μην κολλήσει με κακούς για την ίδια ανθρώπους, περιβάλλοντα, δουλειές, ελπίζοντας ότι, αν της τύχει κάτι τέτοιο, θα έχει πάντα τη δύναμη να φεύγει. Εχω κάνει ό,τι μπορώ για να την προετοιμάσω γι’ αυτόν τον κόσμο που έχει απόλυτη έλλειψη λογικής. Δεν μπορώ, δεν θέλω και δεν γίνεται να είμαι ο γονιός-ελικόπτερο, εκείνος που πάντα θα τη σηκώνει όταν πέφτει, όπως όταν ήταν μικρή. Θα είμαι εκεί, αλλά θέλω να βρίσκει τη δύναμη να σηκώνεται», αφηγείται ο ίδιος.
«Πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε να κάνουμε με τα παιδιά μας», μοιάζει να συμπληρώνει η Μαρία Αδαμάρα. «Τους κατευθύνουμε σε ένα σωρό πράγματα και μετά γινόμαστε δεκανίκι αν δεν τα καταφέρνουν. Τους δίνουμε ευκαιρίες και μετά τους κλωτσάμε τα πόδια· αυτό δεν μπορώ να το κάνω εγώ. Χαίρομαι διότι βλέπω ότι, παρά τις δύσκολες ημέρες, πατάει γερά στα πόδια του. Βλέπω πώς πλέον διαχειρίζεται τον χρόνο του. Πώς δείχνει συμπαράσταση και σεβασμό στους άλλους, πώς ξέρει να σταθεί σε οποιαδήποτε συνθήκη. Είναι ενδείξεις ωριμότητας αυτά», αναφέρει τη στιγμή που βουρκώνει, αγκαλιάζει τον Θάνο και λέει: «Είμαι περήφανη μανούλα, είμαι περήφανη και για τον εαυτό μου», με τον Θάνο να σπεύδει να συμπληρώσει: «Είμαι κι εγώ περήφανος για τη μαμά μου».
«Το παιδί το προετοιμάζεις γι’ αυτούς τους κινδύνους μιλώντας του. Είναι το μοναδικό πράγμα που μπόρεσα να κάνω», λέει η Φωτεινή Οικονομοπούλου. «Ουσιαστικά βοηθάω τα παιδιά να αποκτήσουν καλή κρίση, τι είναι καλό, κακό, πού είναι ο κίνδυνος, πού τρέχουμε, πού φωνάζουμε. Και να σέβονται τον συνάνθρωπο, την ανθρώπινη ύπαρξη, τα ζώα. Και βάσει αυτού πορευόμαστε. Από μικρή τής έλεγα ότι πρώτα θα διακρίνεις αν ο άλλος σε σέβεται, στη σκέψη και στο σώμα σου, και μετά θα αποφασίζεις αν είναι φίλος σου. Αυτό λέω και στον μικρότερο γιο μου, τον Λεωνίδα, που πάει στην Α΄ Γυμνασίου. Τα παιδιά πιστεύω ότι είναι μπερδεμένα γενικώς με το τι παρουσιάζεται ως καλό και αποδεκτό, το τι είναι αρεστό στους άλλους, με την τόση πληροφορία. Εδώ εμείς μπερδευόμαστε».
Η πολλή πληροφορία
Ο Νίκος Μουμούρης φαίνεται ότι συνηγορεί σε αυτό. «Πολλές φορές με ανησυχεί η τόση πληροφορία. Αυτό που μου προκαλεί άγχος είναι πώς θα τη διαχειριστεί η Ελλη. Διότι τα παιδιά δεν είναι δημιουργοί της πληροφορίας, είναι καταναλωτές της· προσανατολίζονται περισσότερο προς την κατανάλωση της πληροφορίας. Προσπαθώ να μην παρεμβαίνω. Καταλαβαίνω ότι οι συμβουλές έχουν μια μορφή νοσταλγίας για εσένα όταν ήσουν στην ίδια ηλικία, αλλά το αποφεύγω. Προσπαθώ μόνο με… μαθηματικά –που είναι ο συντομότερος τρόπος να περιγράψεις τον κόσμο– να της δείξω τι είναι καλό για εκείνη αλλά και για τους άλλους. Αν μπορεί να αποφύγει κάτι που κάνει ζημιά στην ίδια και στον περίγυρό της».
Αυτή η πολλή πληροφορία έρχεται σχεδόν αποκλειστικά από την οθόνη, την οποία έχουν διαρκώς μπροστά τους οι έφηβοι, αλλά που και οι τρεις –κι αυτό προκάλεσε εντύπωση– δηλώνουν κατηγορηματικά πως, όταν βρίσκονται με τους φίλους τους, τα κινητά μπαίνουν στην άκρη. Μοιραία η συζήτηση θα έφτανε κάποτε και στην υπερβολική χρήση του κινητού τηλεφώνου. «Με ενοχλεί όταν γίνεται εμμονικό. Υπάρχει κίνδυνος αποβλάκωσης, λόγω σκάρτου υλικού στο ίντερνετ», λέει η Μαρία Αδαμάρα. «Το καταχωρίζω όμως στις διαφορετικές εμπειρίες των γενεών. Δεν μπορώ να το απαγορεύσω. Μου είναι αδύνατον, διότι, έτσι κι αλλιώς, η πληροφορία είναι παντού. Για εμένα ο μοναδικός τρόπος είναι να προσπαθείς να τους δώσεις κι άλλα πράγματα και να μειώσεις τον κίνδυνο της αποβλάκωσης».
Ο λόγος στους εφήβους
Τι λένε, όμως, οι ίδιοι οι έφηβοι για όλα αυτά; Τι σημαίνει γι’ αυτούς η φάση που διανύουν; Οι γονείς ως παρουσία; Τι τους απασχολεί σήμερα και τι τους ενθουσιάζει ή τους προβληματίζει για το μέλλον;
«Είμαστε χαλαρό περιβάλλον στο σπίτι, δεν έχουμε όριο στο πώς εκφραζόμαστε – είναι safe place, καταφύγιο προστατευμένο από εξωτερικές επιρροές. Είναι πιο καθαρές, πιο ψύχραιμες οι σκέψεις εδώ μέσα. Είναι και μεγάλο το σπίτι, αν θέλουμε να είμαστε χώρια, μπορούμε», αφηγείται ο 16χρονος Θάνος. «Μόνο για τα γερμανικά με είχε κατσαδιάσει η μαμά μου. Αυτή ήταν η πίεση: να διαβάσω γερμανικά. Τώρα, μεγαλώνοντας, αδημονώ για το συναίσθημα της ελευθερίας από τη γονεϊκή παρέμβαση. Βέβαια, με προβληματίζει το μεγάλο βήμα να φύγω από το σπίτι, η ενηλικίωση, που σε βάζει σε διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο, με νέους φίλους, νέα ζωή, εδώ ή έξω. Μου αρέσει που θα είμαι ένας αυτόνομος άνθρωπος, αλλά έχω δισταγμούς: θα κάνω το σωστό, θα καταλήξω στο τελικό αποτέλεσμα που θέλω; Απευθύνομαι τότε στον εαυτό μου και λέω, “κοπιάζω τόσα χρόνια, γιατί να τα παρατήσω;”».
Η 14χρονη Ελλη, αναφερόμενη στο σχόλιο του Νίκου Μουμούρη για την πόρτα που έκλεισε στην αρχή της εφηβείας της, περιγράφει ότι «έκλεισα την πόρτα του δωματίου στην καραντίνα, επειδή ήθελα ησυχία, τη μουσική μου, τα πράγματά μου, για τα διαδικτυακά μαθήματα λόγω πανδημίας. Βέβαια, εγώ εκείνη την περίοδο δεν έμαθα τίποτα – δεν ήταν σχολείο εκείνο. Από την άλλη, δεν νιώθω ότι δεν με καταλαβαίνουν στο σπίτι· νιώθω ότι μάλλον στο σχολείο δεν με καταλαβαίνουν. Το σπίτι είναι safe place – τα δύο σπίτια δηλαδή», αναφερόμενη στους διαζευγμένους της γονείς, που είχαν αποφασίσει τη συνεπιμέλεια… before it was cool. «Εχω ανάγκη να μεγαλώσω, αλλά για τις διαφορετικές εμπειρίες που θα ακολουθήσουν, όχι απαραίτητα επειδή θα φύγω από το σπίτι. Φαντάζομαι ότι ασυναίσθητα προετοιμάζω τον εαυτό μου για την ενηλικίωση. Κάθε απόφαση που θέλω να πάρω για οτιδήποτε την παίρνω μόνη μου, αλλά θέλω να ξέρω ότι, αν κάτι πάει στραβά, θα έχω κάποιον να με ακούσει. Αναζητώ τις συμβουλές των γονέων ή των φίλων μου, αλλά σπανίως. Αυτό που δεν αντέχω είναι όταν ο πατέρας μου με επικρίνει για απλά πράγματα, όπως τα σκούρα ρούχα που φοράω, δεν μου αρέσουν τα χρώματα – τότε θέλω να κλειστώ στο δωμάτιο ή να φύγω από το σπίτι».
«Μπερδεύεσαι σήμερα, όντας έφηβος, με όλα αυτά που γίνονται, με την τεχνολογία όπως εξελίσσεται, είναι δύσκολα με τις υποχρεώσεις, είναι πολλά, σε μπλοκάρουν», λέει η 15χρονη Ισιδώρα. «Στην καραντίνα, που ήμουν Α΄ Γυμνασίου, δεν είχαμε προλάβει να αναπτυχθούμε ως άνθρωποι – και με το Webex δεν ήταν σχολείο αυτό, δεν έπαιζα βέβαια στην ώρα του μαθήματος, απλώς κοιμόμουν, ειδικά τις πρώτες ώρες! Περίπου στη Β΄ Γυμνασίου άρχισα να νιώθω ότι περνάω σε μιαν άλλη φάση. Αυτό που με απασχολεί για το μέλλον είναι πώς θα εξελιχθεί η κοινωνία, ποιος άνθρωπος θέλω εγώ να είμαι, τι δουλειά θέλω να κάνω. Ανυπομονώ, πάντως, να δω πώς είναι να μένω μόνη μου. Με ενθουσιάζει που δεν θα έχω τόσο πολύ διάβασμα (σ.σ. γέλια), η φοιτητική ζωή, που λένε όλοι ότι είναι πολύ ωραία. Με προβληματίζει λίγο που θα μου λείψει η μαμά, αλλά θα τα καταφέρω, πιστεύω».
Σε τι κόσμο θα μεγαλώσουμε;
Τα έφηβα παιδιά, σήμερα, δεν προβληματίζονται –ή ενθουσιάζονται– μόνο με το μέλλον που τους περιμένει ολόκληρο μπροστά τους· ανησυχούν για τον κόσμο στον οποίο θα αναγκαστούν να ζήσουν. Ο Θάνος είναι σε ηλικία που θα κληθεί να ψηφίσει και θέλει διαρκώς να ενημερώνεται για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και στον κόσμο· παρακολουθεί, όσο του επιτρέπει ο χρόνος του, την εξέλιξη των πολέμων, της εγχώριας πολιτικής, τις αποφάσεις που παίρνουν οι άλλοι για εκείνον.
Η Ελλη είναι πιο ανήσυχη για την κλιματική κρίση· «αυτό που με ανησυχεί περισσότερο απ’ όλα είναι ότι βγαίνουν λουλούδια στην Αλάσκα, ότι τελικά θα πνιγούμε από την κλιματική αλλαγή κι ότι θα καταλήξουμε να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον χωρίς να έχουμε κάνει τίποτα στο μεταξύ. Εγώ δεν έχω την εξουσία να κάνω κάτι, μόνο να κάνω ανακύκλωση και να χρησιμοποιώ, ξέρω ’γώ, χάρτινα καλαμάκια», λέει με μια γερή δόση νεανικού σαρκασμού, για να συμπληρώσει: «Χάρτινα καλαμάκια, που όλοι όμως αφήνουν παρατημένα στις παραλίες».
Η Ισιδώρα προβληματίζεται για την κοινωνία όπου ζούμε, «οι άνθρωποι, η βία ορισμένων εξ αυτών· δεν μπορώ να καταλάβω τον τρόπο σκέψης τους, πώς δρουν ως άνθρωποι. Υπάρχουν τόσο πολλές παράμετροι για να αναρωτηθείς ορισμένες φορές τι θα απογίνει αυτή η κοινωνία. Υπάρχουν ορισμένα παιδιά, λίγο μεγαλύτερά μου, που έχουν βίαιη συμπεριφορά – και αναρωτιέμαι πώς θα εξελιχθούν μεγαλώνοντας. Εχω αποφασίσει να μην ασχολούμαι με αυτά τα άτομα και να μένω ουδέτερη σε τέτοιες απόψεις και στάσεις».
Με ένα… μαραφέτι στο χέρι
Και με τα κινητά; Τι συμβαίνει με αυτό που οι γονείς πολλές φορές, αγανακτισμένοι, αποκαλούν «μαραφέτι»;
«Το θέλω στη ζωή μου για να επικοινωνώ», λέει ο 16χρονος Θάνος. «Να βλέπω τι κάνουν τα παιδιά στην ηλικία μου. Παίζω και παιχνίδια – κοινό σημείο αναφοράς με την παρέα μου. Είναι τρόπος να απολαύσω τον χρόνο μου, αλλά και να κοινωνικοποιηθώ με τους φίλους μου μιλώντας και, ταυτόχρονα, παίζοντας. Ψάχνω για συναυλίες που με ενδιαφέρουν, μένω ενήμερος για ό,τι αφορά τον κόσμο, τους πολέμους. Το θεωρώ σημαντικό· είμαι και σε ηλικία που ψηφίζω πια. Το θεωρώ πρέπον μια στο τόσο να μαθαίνω και κάτι. Εχω περάσει, δε, άπειρες ώρες με βίντεο εκπαιδευτικού περιεχομένου, ειδικά στην καραντίνα. Οταν, όμως, είμαστε όλη η παρέα μαζί, τα κινητά μένουν στην άκρη».
Και η Μαρία Αδαμάρα, η μητέρα του, συμπληρώνει: «Δεν είμαι πάντα ήσυχη με τη χρήση που κάνει. Δεν είναι όλες οι ημέρες ίδιες. Είναι δικό του όμως. Εγώ θα πλαισιώσω με άλλες προσλαμβάνουσες για να έχει άλλα πράγματα να μάθει. Αλλά δεν παρεμβαίνω, θα εκνευριστώ, θα πατήσω μια φωνή, αλλά έως εκεί. Είναι στο πλαίσιο της καλλιέργειας ενός αυτόνομου ανθρώπου. Εχω αποφασίσει από νωρίς ότι εγώ δεν θα το κάνω αυτό το πράγμα». Ο Θάνος δεν χάνει την ευκαιρία: «Είμαστε στην Αθήνα, είναι μεγάλη πόλη, δεν υπάρχει η “πλατεία” όπως στα χρόνια της μαμάς. Για εμένα είναι τρόπος επικοινωνίας με όσους είναι στην άλλη άκρη της πόλης».
Η 14χρονη Ελλη θεωρεί ότι ένα μεγάλο κομμάτι της πολλής χρήσης του κινητού είναι η επικοινωνία. «Μαθαίνω πράγματα ή ξεκουράζεται ο εγκέφαλός μου. Βέβαια, για να δω αν κάτι είναι αλήθεια απ’ όσα βλέπω, βάζω κάτω τη λογική μου και μετά το ψάχνω, διότι έτσι θα μάθω πολλά πράγματα. Πολλά κομμάτια πληροφορίας δεν τα παίρνω από το κινητό – όπως το πώς να επικοινωνήσεις με έναν άνθρωπο. Θα πάω να επικοινωνήσω μαζί του απευθείας. Και, επίσης, όταν είμαστε φίλες και φίλοι έξω, μαζί, δεν δίνουμε καμία σημασία στα κινητά μας, εκτός κι αν είναι να… κουτσομπολέψουμε λιγάκι», αφηγείται γελώντας.
Ο πατέρας της, Νίκος Μουμούρης, τη συμπληρώνει: «Μπορούμε να μιλάμε για πολιτική, για το κλίμα, για τον πόλεμο – με εντυπωσιάζουν οι παρατηρήσεις της, αλλά είναι μέσα σε έναν κόσμο πολλής πληροφορίας, που φαίνεται όμως ότι τον φιλτράρει σωστά. Με εντυπωσιάζει η διατύπωσή της πολλές φορές. Θέλω να είναι πολίτης με άποψη, όχι καταναλωτής. Αλλά πώς το παιδί θα πάρει στα σοβαρά το σχολείο όταν βλέπει στο βιβλίο της Πολιτικής Αγωγής ότι Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ακόμη ο Προκόπης Παυλόπουλος, αλλά στα σόσιαλ μίντια βλέπει ότι είναι η Κατερίνα Σακελλαροπούλου;».
Η Ισιδώρα, από πλευράς της, περιγράφει ότι «στο κινητό ασχολούμαι με τα σόσιαλ μίντια, κυρίως Instagram και TikTok, παίζω, μιλάω με συμμαθητές και φίλους. Είναι τρόπος καθημερινότητας. Οταν είμαι, όμως, με τους φίλους μου δεν είμαστε όλη την ώρα στα κινητά. Υπάρχουν περιπτώσεις που κάποιοι το κάνουν, αλλά αυτό είναι σπάνιο. Το κινητό το έχω διαρκώς στα χέρια μου διότι δεν μπορώ να είμαι συνεχώς με τους φίλους μου. Ενημερώνομαι για κάποια πράγματα, για το σχολείο κυρίως, για εργασίες, για έρευνα – και για το σχολείο και για τα αγγλικά. Παρακολουθώ και μία ινφλουένσερ, κυρίως για θέματα μόδας, αλλά παίρνω έμπνευση και από το πώς έχει διακοσμήσει το δωμάτιό της».
Μαθαίνοντας τους νέους κώδικες επικοινωνίας
«Για τα παιδιά σήμερα, που έχουν άλλη επικοινωνία, πολλές φορές αναφύεται το ζήτημα αν αυτός που λέει κάτι είναι έτσι όπως το λέει, έχουν έναν κώδικα, αν ο άλλος δεν απαντήσει στα πέντε λεπτά, σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρεται. Τώρα αποκωδικοποιούνται οι σχέσεις αλλιώς – παλεύουμε κι εμείς να μάθουμε. Τι σημαίνει να μη σου απαντήσει κάποιος μία ολόκληρη ημέρα, όταν εμείς, στην εφηβεία μας, περιμέναμε ένα απλώς ένα τηλέφωνο μία ολόκληρη ημέρα», λέει η Φωτεινή Οικονομοπούλου.
Σήμερα, τα παιδιά –βασικά, τα παιδιά.. κάθε ηλικίας– παλεύουν με το «διαβάστηκε». Με την απόρριψη, έστω και παροδική, με την εικόνα τους στον κόσμο και πώς εκείνη θα τους καθορίσει στα χρόνια που έρχονται. Οι γονείς έχουν περάσει αυτή τη φάση πριν από 25 ή 30 χρόνια, αλλά επιμένουν ότι την εφηβεία δεν πρέπει να τη φοβόμαστε. Χρειάζεται μόνο να την καταλάβουμε, να την αφήσουμε ν’ ανθήσει και να την παρακολουθούμε – εκ του σύνεγγυς ή μακρόθεν. Και να είμαστε, λένε, πάντα εκεί. Με κάθε τρόπο – κυρίως εκείνον τον ελεύθερο, τον διακριτικό.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου