Η ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ) στα ΑΕΙ, οι επιλογές των πανεπιστημιακών αλλά και οι ανατροπές στην αγορά εργασίας έχουν οδηγήσει τμήματα ΑΕΙ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης να έχουν όλο και περισσότερες κενές θέσεις. Η αύξηση των κενών θέσεων στα κεντρικά ΑΕΙ σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια είναι καινούργιο δεδομένο στο σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων, διότι πάντοτε τα κεντρικά ΑΕΙ αποτελούν την πρώτη επιλογή για τους περισσότερους υποψηφίους – πόσο μάλλον που η πλειονότητά τους κατάγεται από τις δύο μεγαλύτερες περιφέρειες της χώρας. Συνήθως, οι κενές θέσεις βρίσκονται στα περιφερειακά πανεπιστήμια, λόγω χαμηλής ζήτησης, αφού όσο απομακρυνόμαστε από τις μεγάλες πόλεις, τόσο μειώνεται η ζήτηση.
Ειδικότερα, οι κενές θέσεις που έμειναν στα ΑΕΙ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης έφτασαν φέτος τις 2.403, ενώ πέρυσι ήταν 2.060. Ο κύριος λόγος σχετίζεται με τις επαγγελματικές προοπτικές που έχουν τα τμήματα. «Υπάρχουν τμήματα χαμηλής ζήτησης και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, λόγω του επιστημονικού τους αντικειμένου, όπως τα τμήματα Θεολογίας, που είναι 4 στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και είχαν πάνω από 110 κενές θέσεις το καθένα από τα τέσσερα. Ο λόγος της χαμηλής ζήτησης εδώ είναι, προφανώς, οι επαγγελματικές προοπτικές των πτυχίων τους, που δεν είναι καλές», εξηγεί στην «Κ» ο μαθητικός – αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης. Μία άλλη κατηγορία τμημάτων με κενές θέσεις είναι οι λεγόμενες καθηγητικές σχολές –οι απόφοιτοί τους επιλέγουν, ως πρώτη λύση, να γίνουν καθηγητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση–, που έχουν μεγάλη ιστορία και σημαντικό και ευρύ αντικείμενο σπουδών αλλά έπεσαν «θύματα» τόσο των μειωμένων επαγγελματικών προοπτικών που έχει το πτυχίο τους όσο και του υψηλού συντελεστή που έθεσαν οι διδάσκοντες για τη διαμόρφωση της ΕΒΕ τους. Αποτέλεσμα ήταν η απαιτούμενη ΕΒΕ να διαμορφωθεί σε υψηλά επίπεδα και δύσκολα να την ξεπερνούν αρκετοί υποψήφιοι που συνήθως διεκδικούν θέση στα σχετικά τμήματα.
«Πρόκειται για τα τμήματα Μαθηματικών, Φυσικής, Φιλολογίας, Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Η μείωση της ζήτησης έφερε χαμηλές βάσεις τα τελευταία χρόνια, με τη βάση των τμημάτων να κυμαίνεται μεταξύ 13.000 και 15.000 μορίων. Σχεδόν όλα αυτά τα τμήματα έθεσαν τον υψηλότερο συντελεστή 1,2. Μοναδική εξαίρεση το Τμήμα Φιλολογίας Αθήνας που επέλεξε το 1,1. Ο υψηλός συντελεστής σε συνδυασμό με τη μείωση της ζήτησης γι’ αυτές τις σχολές, αλλά και τη μείωση συνολικά των υποψηφίων του 1ου και του 2ου πεδίου έφεραν τις κενές θέσεις, που ήταν πολλές σ’ αυτή την κατηγορία τμημάτων. Ενδεικτικά, στη Φιλολογία Θεσσαλονίκης εισήχθησαν 98 και έμειναν 92 κενές θέσεις. Στο Τμήμα Μαθηματικών Αθήνας οι αριθμοί ήταν 97 και 85 αντίστοιχα. Στο Μαθηματικών Θεσσαλονίκης ήταν 58 και 64. Το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι γιατί οι καθηγητές των τμημάτων επέλεξαν τον υψηλότερο συντελεστή καθώς γνώριζαν ότι υπάρχει κίνδυνος να μείνουν κενές θέσεις», παρατηρεί ο κ. Στρατηγάκης.
Η χαμηλή ζήτηση λόγω μειωμένων επαγγελματικών προοπτικών σε συνδυασμό με τους υψηλούς συντελεστές στην ελάχιστη βάση εισαγωγής τα «αποδεκάτισε».
Τρίτη κατηγορία τμημάτων με κενές θέσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι τα τμήματα των πρώην ΤΕΙ που ανήκουν πια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας.
«Είναι προφανές ότι δεν έχουν κερδίσει ακόμη την εμπιστοσύνη του κόσμου. Ενας από τους λόγους είναι και τα επαγγελματικά δικαιώματα των μηχανικών που δεν έχουν ακόμη ξεκαθαρίσει, αν και έχουν περάσει 4 χρόνια από τη μετατροπή τους σε πανεπιστήμια», λέει ο κ. Στρατηγάκης.
Οι συνέπειες των κενών θέσεων σε τμήματα σε κεντρικά ΑΕΙ είναι σοβαρές πρωτίστως σε κοινωνικό επίπεδο και όχι τόσο ως προς τη λειτουργία των τμημάτων. Οπως τονίζει ο κ. Στρατηγάκης, «αυτό διότι οι περισσότεροι από όσους τις διεκδικούν είναι κάτοικοι Αθήνας και Θεσσαλονίκης, συνεπώς, θα αναγκαστούν να γίνουν εσωτερικοί μετανάστες. Οι εποχές είναι δύσκολες για σπουδές σε άλλη πόλη τα ενοίκια που εκτοξεύτηκαν, η ακρίβεια των λογαριασμών και των τροφίμων, δημιουργούν ανησυχία και ανασφάλεια στους γονείς αν θα καταφέρουν δηλαδή να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις που δημιουργούν οι σπουδές σε άλλη πόλη για τα επόμενα 4-5 χρόνια».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου