«Για χρόνια άκουγα από το περιβάλλον μου για μια συγκεκριμένη “ψυχολόγο”. Όταν ένιωσα ότι τη χρειάζομαι και εγώ, έκλεισα ραντεβού χωρίς να την ψάξω. Τη συναντούσα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Δε φορούσε ποτέ μάσκα, δεν υπήρχαν πουθενά στον χώρο αντισηπτικά, ενώ με τον καιρό άρχισε να μου κάνει αντιεμβολιαστική προπαγάνδα. Όταν της είπα ότι σκέφτομαι να μείνω έγκυος, προσπάθησε μάλιστα να μου δημιουργήσει αμφιβολίες για το εμβόλιο και την επιρροή του στο μωρό. Ευτυχώς ήμουν πολύ καλά θωρακισμένη και δεν κατάφερε να με επηρεάσει. Φίλη μου όμως που την άκουγε, έπαθε κρίση πανικού και νοσηλεύτηκε αφότου έκανε το εμβόλιο εξαιτίας του φόβου που της είχε προκαλέσει. Όταν το έκανα και εγώ, άρχισε να μου λέει ότι χρειάζεται να μου κάνει κάποιον καθαρισμό. Ξέκοψα και δεν ξαναπήγα, αφού βέβαια είχα ξοδέψει ήδη πολλά χρήματα. Φεύγοντας παρατήρησα ξανά το κουδούνι της. Έγραφε “ψυχοθεραπεύτρια – ψυχολόγος’”. Μετά από όλα αυτά που έζησα βέβαια δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν πράγματι ήταν».
Η εμπειρία της Μαργαρίτας, όπως την εξομολογήθηκε στην «Κ», δεν είναι βέβαια μεμονωμένη. Αντίστοιχες αναφορές φτάνουν στον Σύλλογο Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ). «Αντιμετωπίζουμε δυστυχώς συχνά καταγγελίες για ψευδεπίγραφες χρήσεις του τίτλου του ψυχολόγου», περιγράφει ο νομικός σύμβουλος του ΣΕΨ, Λουκάς Αποστολίδης. «Βλέπουμε επιτήδειους να εκμεταλλεύονται το πολύτιμο αγαθό της υγείας και να παριστάνουν τον γιατρό, είτε δίνοντας συμβουλές ή δίνοντας διάφορα ματζούνια για φάρμακα. Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι ότι τα 2/3 των περιπτώσεων που υπάρχει αντιποίηση εξουσίας ή επαγγελματικής ιδιότητας αφορούν στον χώρο της υγείας, στους άλλους χώρους δεν είναι εύκολο».
Στον χώρο της ψυχικής υγείας τα περιστατικά αντιποίησης τα τελευταία 12 χρόνια έχουν αυξηθεί κατά 25%.
Συγκεκριμένα στον χώρο της ψυχικής υγείας ο κ. Αποστολίδης παρατηρεί ότι τα περιστατικά αντιποίησης τα τελευταία 12 χρόνια έχουν αυξηθεί κατά 25%. «Η κατάσταση με την ψυχική υγεία της ελληνικής κοινωνίας επιδεινώθηκε από τις απανωτές κρίσεις που βίωσε. Έπεσε φτώχεια, ανεργία στα σπίτια και στη συνέχεια με την πανδημία ο καθένας κάπου έψαχνε να βρει ένα γιατρικό, έστω και ένα γιατροσόφι. Σε συνδυασμό με αυτές τις κρίσεις έχουμε και μια αύξηση 45% στα διαζύγια σε ηλικίες 24 – 37 χρονών. Ειδικά όπου υπάρχουν παιδιά προκύπτει η ανάγκη ψυχικής υποστήριξής τους. Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζονται και οι οικογενειακοί σύμβουλοι ή και άλλες ειδικότητες συμβούλων. Άρα, καθώς τα μεγέθη των διαζυγίων και των βιαιοπραγιών μεγαλώνουν, αντίστοιχα πολλαπλασιάζονται και τα συμπληρωματικά επαγγέλματα που δεν έχουν όμως καμία νομική κατοχύρωση».
Με μια απλή δήλωση στην εφορία
Το επάγγελμα του ψυχολόγου κατοχυρώθηκε νομικά το 1979. Η Ελλάδα μάλιστα ήταν η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που όρισε με νόμο τις προϋποθέσεις για την χορήγηση της άδειας άσκησης του επαγγέλματος. Μετά από σχεδόν 20 χρόνια, το 1998, κάποιες διατάξεις τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν σε νέο νόμο. Έκτοτε τίτλοι όπως σύμβουλος, σύμβουλος ψυχικής υγείας, ψυχοθεραπευτής, ψυχαναλυτής κ.α. χρησιμοποιούνται κατά δήλωση των χρηστών τους. Εφόσον λοιπόν δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο για αυτούς τους τίτλους, μπορεί ο οποιοσδήποτε χωρίς τυπικά προσόντα ή απαραίτητους τίτλους σπουδών να κάνει έναρξη επαγγέλματος με μία απλή δήλωση στην Εφορία.
«Είναι τραγικό ότι η ελληνική πολιτεία τους δίνει αυτή τη δυνατότητα. Δηλώνουν όλοι σύμβουλοι, χρησιμοποιώντας τη μετάφραση του όρου counsellor και με μπλοκ παροχής υπηρεσιών ανοίγουν ιδιωτικά γραφεία. Από εκεί και πέρα ό,τι προκύψει…», σχολιάζει στην «Κ» η κλινική ψυχολόγος και πρόεδρος του ΣΕΨ Βασιλική Μπουκουβάλα. Διευκρινίζει, μάλιστα, ότι σε αγγλοσαξωνικές χώρες ο σύμβουλος δεν μπορεί να ανοίξει δικό του γραφείο, ούτε να δουλέψει αυτόνομα. Έχει όμως τη δυνατότητα να εργαστεί – για παράδειγμα – σε μία δομή, μόνο κάτω από εποπτεία.
Το αρρύθμιστο πλαίσιο γύρω από αυτούς τους τίτλους αφήνει απροστάτευτους πολίτες και επαγγελματίες. Όπως εξηγεί η Β. Μπουκουβάλα οι πελάτες που ζητούν συμβουλές από αυτούς τους ανθρώπους, συνήθως δεν μένουν ικανοποιημένοι και πιθανόν τραυματίζονται ακόμα περισσότερο ψυχικά, ενώ παράλληλα δυσφημείται και ο κλάδος των ψυχολόγων. Ο ΣΕΨ έχει δημοσιεύσει οδηγίες για την ενημέρωση και την προστασία των πολιτών, μέσα από τις οποίες συστήνει στο κοινό να ζητά την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του ψυχολόγου που έχει επισκεφθεί, αν δεν είναι αναρτημένη στο γραφείο του. «Δεν γίνεται να αφηνόμαστε στην ευαισθητοποίηση και την ενεργοποίηση του πολίτη. Όλες οι καταγγελίες που έχουμε έρχονται εκ των υστέρων», σχολιάζει ο νομικός σύμβουλος του συλλόγου. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει ο ίδιος συγκεντρώσει πριν από 10 χρόνια στον ΣΕΨ υπήρχαν δύο καταγγελίες τον χρόνο. Τα τελευταία πέντε χρόνια όμως έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 17 υποθέσεις, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται στα δικαστήρια και αφορούν ανθρώπους που φέρονται να έδιναν γνωμοδοτήσεις αμφιβόλου επιστημονικής τεκμηρίωσης.
Αναγκαία η συγκρότηση μητρώου
Οι καταγγελίες κάνουν σαφή την ανάγκη συγκρότησης μητρώου. Ο ΣΕΨ διαθέτει μητρώο για τα παραπάνω από 4.000 μέλη του, τα οποία για να εγγραφούν καταθέτουν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Δεν έχει όμως τη συνολική εικόνα καθώς ο νόμος δεν υποχρεώνει τους ψυχολόγους να εγγραφούν. Το αρχείο αυτό δεν μπορεί να αναρτηθεί δημόσια, ούτε μπορεί κανείς να το συμβουλευτεί για να επιβεβαιώσει την ταυτότητα ψυχολόγων, για λόγους προσωπικών δεδομένων. Γι’ αυτό ζητά επανειλημμένα – εδώ και 15 χρόνια – από το Υπουργείο Υγείας να ολοκληρώσει το μητρώο, με την προϋπόθεση ότι θα υποχρεωθούν οι Περιφέρειες να κοινοποιούν στον ΣΕΨ τις άδειες που εκδίδουν. Στο ολοκληρωμένο μητρώο πια θα έχει πρόσβαση το Υπουργείο Υγείας αλλά και όλοι οι πολίτες. «Είναι ζήτημα διαφάνειας και καθαρότητας να ξέρεις ανά πάσα στιγμή ποιον έχεις απέναντι σου», δηλώνει η πρόεδρος ενώ ξεκαθαρίζει ότι πρόθεση του ΣΕΨ είναι να αναλάβει τη δαπάνη για τη συγκρότηση και τη συντήρηση του. Το αίτημα αυτό, ωστόσο, παραμένει αναπάντητο από την πλευρά του Υπουργείου.
Ενώ ο ΣΕΨ κινεί τις διαδικασίες και προωθεί με κάθε τρόπο τη δημιουργία του μητρώου, διαφωνεί με τη σύσταση Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, κατά τα πρότυπα του Δικηγορικού και του Ιατρικού Συλλόγου. Εκεί μάλιστα, δικηγόροι και γιατροί αντίστοιχα είναι υποχρεωμένοι να εγγραφούν για να ασκήσουν το επάγγελμα τους. «Δε θα εξυπηρετούσε καθόλου το επάγγελμα του ψυχολόγου ή και την ίδια Πολιτεία να κάνει ένα κρατικοδίαιτο όργανο. Αντιστρόφως μπορεί να γίνει πιο δυσκίνητο και να προσθέσει γραφειοκρατία. Οι κακέκτυπες χρήσεις επαγγελματικών συμβούλων μπορούν να λυθούν με το μητρώο που θα ξεκαθαρίσει το τοπίο», εξηγεί η πρόεδρος του ΣΕΨ.
«Εκπαιδεύουν στην ψυχοθεραπεία ακόμη και γυμναστές, οικονομολόγους, μαθηματικούς…»
Ρευστό πάντως είναι και το πλαίσιο γύρω από την εκπαίδευση των ψυχοθεραπευτών, για τους οποίους παρότι υπάρχει ΚΑΔ στην Εφορία, δεν υπάρχει νόμος που να κατοχυρώνει το επάγγελμα και άρα ούτε τους τίτλους σπουδών. Η εκπαίδευση παρέχεται κυρίως από ιδιωτικούς φορείς αλλά και κρατικούς όπως το Αιγινήτειο που προσφέρει και αυτό σεμινάρια επί πληρωμή. Η Τσαμπίκα Μπαφίτη, κλινική ψυχολόγος και συνιδιοκτήτρια του «Λόγω Ψυχής», ινστιτούτου εκπαίδευσης και έρευνας στη συστημική ψυχοθεραπεία, εξηγεί τις προϋποθέσεις που έχουν θέσει για τους εκπαιδευόμενους τους. «Θα πρέπει να έχουν πτυχία ή και μεταπτυχιακά στην ψυχολογία, ψυχιατρική, κοινωνική εργασία, ή ψυχιατρική νοσηλευτική, να έχουν υπερβεί την ηλικία των 25 ετών, ενώ προσμετράται επίσης το να έχουν ξεκινήσει τη δική τους θεραπεία. Ωστόσο υπάρχουν και άλλα κέντρα που εκπαιδεύουν στην ψυχοθεραπεία ακόμη και γυμναστές, οικονομολόγους, μαθηματικούς…». Στην Ελληνική Εταιρεία Συστημικής Θεραπείας ανήκουν 20 εκπαιδευτικά κέντρα, που πληρούν αυτά τα κριτήρια και εκπαιδεύουν μόνο επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Το πρόγραμμα τους είναι τετραετές και περιλαμβάνει θεωρία, πρακτική με ασκήσεις προσομοιώσεων, εποπτεία στην οποία οι εκπαιδευόμενοι φέρνουν δικά τους περιστατικά και τα δουλεύουν στην ομάδα και προσωπική θεραπεία. «Άλλωστε πως είναι δυνατόν να είσαι θεραπευτής αν δεν έχεις δουλέψει εσύ με τον εαυτό σου;».
Μαριάννα Χιονά
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου