Ρεπορτάζ ενός ρεσιτάλ από τον Τόμας Μαν
Αν για τους δικούς μας συγγραφείς με ενδιαφέρει, και ψάχνω να βρω, το «εναρκτήριο λάκτισμά» τους στη λογοτεχνία, στους ξένους θέλω να εντοπίσω το πρώτο τους μεταφρασμένο κείμενο σε ελληνικό έντυπο. Με τον Τόμας Μαν δυσκολεύτηκα κάπως γιατί υπέθετα ότι η πρώτη εμφάνισή του θα γινόταν μετά το 1929, χρόνο που πήρε το Βραβείο Νόμπελ. Κι όμως, ο εμβληματικός Νουμάς των δημοτικιστών είχε φιλοξενήσει έξι χρόνια πριν, το 1923, το πρωτότυπο διήγημά του «Το θαυματουργό παιδί».
Ήταν μια λεπταίσθητη παρουσίαση ενός ρεσιτάλ που έτυχε να παρακολουθήσει στο Μόναχο με σολίστ ένα ελληνόπουλο: «Ονομάζεται Μπίμπης Σακελλαφύλακας. Φαίνεται σαν να είναι εννέα χρονών, αλλά είναι οκτώ και τον εμφανίζουν ότι είναι επτά». Παρακολουθεί το παιδί θαύμα όταν βγαίνει από «ένα μεγαλόπρεπο παραβάν, κεντημένο με στεφάνια empire και φανταστικά λουλούδια, ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια της εξέδρας, προχωρεί ώς την άκρη, χαμογελά, σαν να το φωτογράφιζαν και ευχαριστεί μ’ ένα μικρό ντροπαλό και αξιαγάπητο γυναικείο χαιρετισμό, αν και είναι αγόρι.»
Διακόπτω για λίγο τη μετάδοση του ρεσιτάλ από τον Τόμας Μαν για να δώσω τα στοιχεία ταυτότητας του μικρού μουσικού. Ένα τόσο μεγάλο πρώιμο ταλέντο δεν θα περνούσε απαρατήρητο στην Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα. Και ο πρώτος που το πρόσεξε ήταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Στην «Αθηναϊκή επιστολή» του της 23ης Φεβρουαρίου 1902 στην Διάπλασι των Παίδων έγραφε:
Το θαυμάσιον παιδίον , το οποίον θα γνωρίσετε σήμερον, ο μικρός αυτός μουσικός είναι Έλλην και ονομάζεται Λώρης Μαργαρίτης. Εγεννήθη την 15ην Αυγούστου1895, επομένως είναι μόλις επταετής. Αλλά ιδού ότι από της ηλικίας αυτής ήρχισε να γίνεται διάσημος, και αφ’ ης ημέρας εγνώσθη η εκπληκτική του ιστορία, όλοι πλέον ομιλούν δι’ αυτόν.
Τον επόμενο χρόνο στο Ημερολόγιον, Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου, 1903, ο εκδότης σε άρθρο του αποκαλεί τον Λώρη (Λυκούργο) Μαργαρίτη «Μικρόν Μόζαρτ της Ελλάδος», όχι μόνον ως δεξιοτέχνη πιανίστα αλλά και για τις συνθέσεις του τις οποίες εκτίμησε ο διευθυντής του Ωδείου Γεώργιος Νάζος: «Όταν εξήτασε το θαυμάσιο παιδίον και ήκουσε τας συνθέσεις του εκτελουμένας με θεόπνευστον οιονεί ευχέρειαν, έμεινεν έκπληκτος αναγνωρίσας ότι ευρίσκετο ενώπιον μίας προνομιούχου μεγαλοφυΐας».
Επανέρχομαι και συνεχίζω με αποσπάσματα από το ρεπορτάζ του Τόμας Μαν. Το έργο του αυτό, των εννέα μόλις σελίδων, ο μεγάλος γερμανός συγγραφέας φαίνεται να μην είχε ποτέ ξεχάσει. Σε επιστολή του προς την κυρία Μαργαρίτη, μετά το θάνατο του συζύγου της, έγραψε: «Φυσικά θα μου κάμει μεγάλη χαρά, αν το μικρό μου διήγημα συμπεριληφθεί στο τιμητικό αφιέρωμα στον μεγάλο μουσικό… Η βραδιά του 1903 μού είναι αλησμόνητη». Επιπλέον επέλεξε να διαβάσει το «Παιδί Θαύμα» σε δίσκους της Deutsche Grammofon ο ίδιος ο συγγραφέας.
Το κρυφό ηδονικό ρίγος της μουσικής του Λώρη Μαργαρίτη
Από τον Τόμας Μαν
Στην αίθουσα δεν ακούγεται αναπνοή. Είναι αυτή η ένταση πριν από τον πρώτο ήχο… Πώς θ’ αρχίσει; Έτσι αρχίζει. Και ο Μπίμπης βγάζει με τον δείχτη τον πρώτο ήχο από το πιάνο, έναν απροσδόκητα δυνατόν ήχο στις μεσαίες νότες σαν σάλπισμα. Στον ήχο αυτόν άλλοι ακολουθούν, μια εισαγωγή ξετυλίγεται – τα μέλη των ακροατών χαλαρώνουν. […]
Τον μορφασμό του τον κάνει ο Μπίμπης για τους ανθρώπους, γιατί ξέρει ότι πρέπει να τους διασκεδάσει λίγο. Αλλά ο ίδιος από την πλευρά του έχει σιωπηλά την ιδιαίτερή του ευχαρίστηση σε τούτη την υπόθεση, μια ευχαρίστηση που δε θα μπορούσε να την περιγράψει σε κανέναν. Είναι αυτή η ερεθιστική ευτυχία, αυτό το κρυφό ηδονικό ρίγος που τον πλημμυρίζει κάθε φορά, που ξανακάθεται σ’ ένα ανοιχτό πιάνο – δε θα τη χάσει ποτέ. Πάλι του προσφέρονται τα πλήκτρα, αυτές οι εφτά ασπρόμαυρες οκτάβες, που ανάμεσά τους τόσες φορές χάθηκε σε περιπέτειες και συγκλονιστικά πεπρωμένα, που φαίνονται όμως πάλι τόσο καθαρά και ανέγγιχτα σαν ένας καθαρισμένος μαυροπίνακας με σήματα. Είναι η μουσική, ολόκληρη η μουσική, που βρίσκεται μπροστά του! Βρίσκεται απλωμένη μπροστά του σα μια θάλασσα που τον καλεί και μπορεί να ορμήσει βαθιά της και να κολυμπήσει μακάριος, ν’ αφεθεί να τον παίρνουν τα κύματά της και να χαθεί τελείως στη θύελλα, και παρ’ όλα αυτά να κρατά την κυριαρχία στα χέρια του, να κυβερνά και να ορίζει… Κρατάει το δεξί του χέρι μετέωρο. […]
Ο Μπίμπης τελειώνει με μεγάλη μεγαλοπρέπεια. Με τι δύναμη αυτό το παιδάκι μεταχειρίζεται το πιάνο! Δεν πιστεύει κανείς στ’ αυτιά του. Το θέμα του μαρς, μια παλλόμενη ενθουσιαστική μελωδία, ξεσπάει ακόμη μια φορά με τέλεια αρμονική κατάρτιση, πλατειά και προκλητική και ο Μπίμπης ρίχνει σε κάθε μουσικό μέτρο το σώμα του προς τα πίσω σα να βάδιζε ο ίδιος θριαμβευτικά σε μια πανηγυρική πομπή. Ύστερα τελειώνει με δύναμη, σκύβει και κατεβαίνει από την πολυθρόνα προς τα πλάγια και περιμένει χαμογελώντας τα χειροκροτήματα.
Το διήγημα στον Νουμά, ΚΓ΄1923, μεταφράστηκε από τον ποιητή Ι. Οικονομίδη, με τίτλο «Το παιδί θαύμα». Ξαναμεταφράστηκε από τον Ρήγα Μπέρτο στην αριθμημένη έκδοση Λώρης Μαργαρίτης, Δίφρος, 1956. Και από την ποιήτρια Όλγα Βότση στο περιοδικό Εποχές, 35/1965. Τα αποσπάσματα που παρατίθενται στηρίχθηκαν κυρίως στη μετάφραση του Ρήγα Μπέρτου.
Πηγή: booksjournal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου