Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

Η καθημερινότητα ενός τυφλού κοριτσιού στην Ελλάδα σήμερα

Πώς είναι να είσαι τυφλός και μάλιστα στην Ελλάδα; Μήπως άραγε είναι δυσκολότερο στη χώρα μας από όσο σε μία άλλη δυτική χώρα; Μπορεί ένας τυφλός να βρει “τα μάτια του”; Και αν ναι πώς και πού; Ποια είναι η καθημερινότητά του; Η τεχνολογία τι ρόλο διαδραματίζει σε όλο αυτό;

***Για όλα αυτά μιλάει στα Μικροπράγματα της LiFO η Ιωάννα-Μαρία Γκέρτσου

Είναι ψυχολόγος και η ιδρύτρια της Σχολής Σκύλων-Οδηγών «Λάρα», της 1ης ελληνική σχολή που εκπαιδεύει ομάδες χειριστών και σκύλων- οδηγών τυφλών ακολουθώντας απαρέγκλιτα τα υψηλότερα διεθνή στάνταρ εκπαίδευσης και μοναδική με επικεφαλής τυφλή χειρίστρια. Έχασε την όρασή της στη θερμοκοιτίδα ως πρόωρο βρέφος.

Πόσο δύσκολο είναι να είσαι τυφλή στην Ελλάδα; Σε άλλες χώρες είναι ίσως ευκολότερο;

Δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι τυφλή ή τυφλός στην Ελλάδα. Το κράτος δεν είναι οργανωμένο ως προς τους τυφλούς και τις τυφλές και δεν μας προσφέρει καμία ουσιαστική εκπαίδευση ή κάποιας μορφής υποστήριξη, πέρα από το μηνιαίο επίδομα του ΟΠΕΚΑ, το οποίο, σημειωτέων δεν έχει αυξηθεί εδώ και αρκετά χρόνια ενώ όλα γύρω, ακριβαίνουν.

Ένα μεγάλο πρόβλημα είναι, ότι στην Ελλάδα, υπάρχουν ελάχιστοι επαγγελματίες που να έχουν εξειδίκευση στους ανθρώπους με αισθητηριακές βλάβες. Έτσι, τυφλά παιδιά και τυφλοί ενήλικες δεν έχουν την εκπαίδευση και την υποστήριξη που θα έπρεπε να έχουν.

Στα σχολεία, εφαρμόζονται δυστυχώς, πολιτικές «κονσέρβα». Πχ., ενώ υπάρχει η πρόβλεψη για την παράλληλη στήριξη παιδιών με κινητικές, αισθητηριακές ή αναπτυξιακές βλάβες στα τυπικά σχολεία ώστε να ενθαρρυνθεί η συμπερίληψη, οι εκπαιδευτικοί «ειδικής» αγωγής, συνήθως δεν εξειδικεύονται στις ανάγκες μιας συγκεκριμένης βλάβης αλλά εκπαιδεύονται να εργάζονται με οποιαδήποτε βλάβη. Επιπλέον, οι παροχές που δικαιούνται τα τυφλά παιδιά, όπως είναι τα σχολικά βιβλία στη γραφή braille, συνήθως καθυστερούν ενώ δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες που χρειάζονται πέρα από αυτήν της υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης, όπως είναι η εκμάθηση κινητικότητας και προσανατολισμού με το λευκό μπαστούνι ή/και η εκπαίδευση στη χρήση των υπολογιστών.

Αυτό ισχύει και για τους/τις ενήλικες. Οι τυφλοί και οι τυφλές, θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση σε εξατομικευμένες υπηρεσίες κινητικότητας και προσανατολισμού με λευκό μπαστούνι, σε υπηρεσίες εκμάθησης δεξιοτήτων καθημερινής διαβίωσης, σε υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης, από ειδικευμένους επαγγελματίες οποιαδήποτε ηλικία κι αν έχουν, οπουδήποτε κι αν διαμένουν στην Ελλάδα, οποτεδήποτε κι αν έχασαν την όρασή τους. Ειδικότερα όσοι κι όσες ζουν στην επαρχία, είναι παντελώς εγκαταλελειμμένοι/ες.

Οι δήμοι και οι κοινότητες δεν έχουν κατά τόπους υπηρεσίες που να υποστηρίζουν τους τυφλούς, τις τυφλές και τις οικογένειές τους, στον τόπο κατοικίας τους με υπηρεσίες που να αντιστοιχούν στις εκπαιδευτικές και ψυχικές τους ανάγκες. Δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία που να αναγράφουν πόσα τυφλά παιδιά κι ενήλικες υπάρχουν στην Ελλάδα, αν πηγαίνουν σχολείο, αν έχουν βοήθεια, αν εργάζονται, αν κακοποιούνται… κλπ.

Οι εξιδεικευμένοι επαγγελματίες, πχ οι εκπαιδευτές στην κινητικότητα με το λευκό μπαστούνι, οι ψυχολόγοι, οι εργοθεραπευτές, οι εκπαιδευτές σκύλων οδηγών, είναι ελάχιστοι/ελάχιστες και όχι μόνο αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες ολόκληρης της χώρας, αλλά κάποιες ειδικότητες, πχ οι εκπαιδευτές σκύλων οδηγών, δεν είναι καν αναγνωρισμένες από το κράτος.

Κι έπειτα, πέρα από την παντελή έλλειψη κοινοτικών, πρωτοβάθμιων υπηρεσιών για τους τυφλούς και τις τυφλές, παραμένει το γνωστό πρόβλημα της πρόσβασης/κίνησης στις ελληνικές πόλεις, που είναι διαχρονικά άλυτο, έχοντας πια γίνει μέρος της κουλτούρας μας και κοινώς αποδεκτό. Η κατάσταση των πεζοδρομίων της Αττικής, είναι πολύ χειρότερη από πολλές φτωχές χώρες που έχω επισκεφτεί. Δεν υπάρχει καμία πρόθεση οι δήμοι να φτιάξουν τα πεζοδρόμια, ούτε καν να τοποθετηθούν προσβάσιμα, ηχητικά φανάρια στις διαβάσεις. Έχουμε φτάσει στο 2022 στην εποχή, όπου όλοι και όλες έχουμε πανεύκολα πρόσβαση σε άπειρη πληροφορία, στην παλάμη μας και δεν έχουμε ηχητικά φανάρια στους δρόμους, των οποίων ο μηχανισμός, είναι φθηνός, απλός και δεν αποτελεί πλέον τεχνολογικό θαύμα αφού στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, τα φανάρια είναι προσβάσιμα από το 1960 ενώ στις ΗΠΑ από το 1920.

Εμείς στη σχολή σκύλων-οδηγών «Λάρα», κάνουμε ό,τι μπορούμε αλλά δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να κάνουμε πολλά. Πρόσφατα, παρείχαμε μαθήματα κινητικότητας και προσανατολισμού με λευκό μπαστούνι για τυφλά παιδιά κι ενήλικες στην επαρχία. Τα μαθήματα ήταν δωρεάν με την ευγενική χορηγία αρκετών εταιριών που μας στήριξαν. Οι ανάγκες όμως, είναι πάρα πολλές και το ανθρώπινο δυναμικό μας, ελάχιστο.

Θέλει γερά νεύρα για να είσαι τυφλή ή τυφλός στην Ελλάδα. Να αγωνίζεσαι καθημερινά, και να αντέχεις κάθε ρατσιστική επίθεση που δέχεσαι, κάθε αγνοημένη κλήση σου στην αστυνομία, καταγγελίες που δεν έχουν ποτέ έκβαση, να καταλήγει η ψυχολογία σου διαλυμένη.. εγώ, έφτασα εδώ που έφτασα, διότι εκτέθηκα και άντεξα την έκθεση απέναντι στην αμορφωσιά και τον ρατσισμό των «συμπατριωτών μου». Προκάλεσα την τύχη μου κι εκείνη, ανταποκρίθηκε. Ήθελα να σπουδάσω, ήθελα να έχω πρόσβαση στην εξειδικευμένη υπηρεσία του σκύλου οδηγού την οποία και δημιούργησα κι αγωνίζομαι για αυτήν. Θέλω όσο μεγαλώνω, να γίνομαι εξυπνότερη, να κάνω τη ζωή μου ευκολότερη, να αναγνωρίζεται η επαγγελματική και η επιστημονική μου ιδιότητα.

Όμως, αυτά δεν γίνονται χωρίς κόστος και κατανοώ πως πολλοί τυφλοί και πολλές τυφλές δεν έχουν το κουράγιο να εκτεθούν. Δεν έχουν χτίσει ψυχική ανθεκτικότητα, δεν έχουν μεγαλώσει σε υποστηρικτικές οικογένειες και το κράτος, η κοινωνία δεν τους δίνουν κίνητρα. Οι περισσότεροι τυφλοί και οι περισσότερες τυφλές, είναι άνεργοι και άνεργες. Στο Ε.Σ.Υ. είμαι η μοναδική τυφλή που εργάζεται σε επιστημονική θέση και όχι σε τηλεφωνικό κέντρο.

Ένας από τους λόγους που συνεχώς προσπαθώ, πέρα από την προσωπική μου εξέλιξη, είναι επειδή θέλω να δείχνω στην κοινωνία, μα κυρίως στους/στις υπόλοιπους τυφλούς και τις υπόλοιπες τυφλές, πως τίποτα δεν είναι αδύνατο όταν το θέλουμε. Πως όταν δεν αλλάζουν οι άλλοι, κάπως πρέπει να προσαρμοζόμαστε για να προχωράμε εμείς, αλλιώς υποκύπτουμε στην κατάφορη παραβίαση ακόμα και των απλούστερων ελευθεριών, όπως είναι η αυτόνομη μετακίνηση.

Στο εξωτερικό, σαφώς είναι καλύτερα τα πράγματα, τουλάχιστον στο επίπεδο που έχω βιώσει εγώ. Έχω ταξιδέψει σε όλη την Ευρώπη. Από τη βόρεια Ευρώπη, μέχρι τα Βαλκάνια. Έχουν κι εκεί προβλήματα προσβασιμότητας κι άλλα, όπως πχ αυξημένα ποσοστά ανεργίας των τυφλών. Όμως δεν υπάρχει αυτό το χάος και η παντελής έλλειψη παντός τύπου υποδομών, που υπάρχει εδώ. Θυμάμαι είχα πάει στο Άμστερνταμ και περπάτησα σε μια μέρα, 16 χλμ. Στο Χαλάνδρι όπου μένω, βγαίνω για περπάτημα με τον σκύλο να ασκηθώ και βρίζω. Στο Μόναχο, στην Κολονία, στη Βασιλεία, δεν είδα ούτε ένα υπερυψωμένο πεζοδρόμιο, ούτε ένα σκαλί στις πόρτες των καταστημάτων. Η Ιταλική σχολή σκύλων-οδηγών, ιδρύθηκε το 1929 και το 1979, κρατικοποιήθηκε. Στη Ρουμανία, δεν είδα ούτε ένα εμπόδιο στα πεζοδρόμια ενώ όλοι οι υπόλοιποι πεζοί και πεζές με πρόσεχαν. Στη Βουλγαρία, σταματούσαν μόλις με έβλεπαν σε διάβαση. Στο Τελ Αβίβ, η σχολή σκύλων οδηγών του Ισραήλ, μετράει ελάχιστα παραπάνω χρόνια ζωής από τη σχολή σκύλων οδηγών «Λάρα», μα όταν είδα τον τοίχο με τις πλακέτες των δωρεών, τρελάθηκα και έκλαψα που στην Ελλάδα δεν αλληλοϋποστηριζόμαστε έτσι. Που έχουμε ιδρύσει σχολή σκύλων οδηγών εδώ και 15 χρόνια μα ακόμα προσπαθούμε να εξηγήσουμε πως «δεν είμαστε ελέφαντες».

Πώς θα μπορούσε να γίνει ευκολότερη η καθημερινότητα ενός ανθρώπου αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης;

Θα πρέπει να γκρεμιστούν οι πόλεις και να ξαναχτιστούν από την αρχή. Να χαμηλώσει το ύψος των πεζοδρομίων, να ξεριζωθούν δέντρα (συγνώμη), να τοποθετηθούν ηχητικά φανάρια, οδηγοί όδευσης τυφλών με αρχή, μέση και τέλος, ανάγλυφες σημάνσεις στις διαβάσεις… να εκπαιδευτεί ο κόσμος ώστε να μην παρκάρει όπου να ναι, να μην αναγκαζόμαστε να βγαίνουμε σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας με κίνδυνο της ζωής μας. Ξέρετε, τώρα που τα γράφω για πολλοστή φορά, νιώθω κουρασμένη και χαζή, πια. Αφού όσοι κι όσες μιλάμε για τα αυτονόητα, θεωρούμαστε γραφικοί/γραφικές. Νιώθω σαν να μιλάω στον τοίχο.

Θα πρέπει να μας παρέχεται περισσότερη πληροφορία σε ηχητική ή/και απτική μορφή. Πχ., χάρτες πόλεων, ταμπέλες, ετικέτες προϊόντων, βιβλία…

Να δημιουργηθούν υπηρεσίες πανελλαδικά και να υποστηρίζονται οι οργανισμοί που εξυπηρετούν τυφλούς και τυφλές, όπως είναι και η Σχολή Σκύλων – Οδηγών «Λάρα».

Η συνεχής και ολιστική υποστήριξη των τυφλών και των οικογενειών τους, είναι πολύ σημαντική. Οι άνθρωποι, κάπως θα πρέπει να δουλεύουν τις δεξιότητες αλλά και την ψυχή τους. Το πρόβλημα, πηγάζει από την ήδη υπάρχουσα ψυχοπαθολογία των γονιών πριν εξελιχθεί. Οι γονείς, βιώνουν επίπονα τον ερχομό ενός τυφλού παιδιού. Μα δυστυχώς, αυτός ο πόνος αντί να μετουσιωθεί σε αποδοχή, συνήθως εντείνεται σε μια χρόνια, παθογόνα κατάσταση που δύσκολα αντιμετωπίζεται αφού σταδιακά, η άρνησή τους να ζητήσουν βοήθεια, μεγαλώνει. Έτσι, μεταφέρουν τα προβλήματά τους στα τυφλά παιδιά τους.

Εάν υποθέσουμε πως οι ενστικτώδεις αντιδράσεις των ανηλίκων, η εμπιστοσύνη τους στους ανθρώπους που τους μεγαλώνουν, η προσαρμογή τους στον κόσμο, τα είδη των δεσμών που συνάπτουν, καθορίζονται στην παιδική ηλικία από τους γονείς τους, τα τυφλά παιδιά, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να μεγαλώσουν σε ένα περιορισμένο, υπερπροστατευτικό γονικό περιβάλλον, με περιορισμένη την γνώση του κόσμου και ουσιαστικά να μην αυτονομηθούν ποτέ.

Δεν φτάνει μόνο η εκπαίδευση και η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης του γενικού πληθυσμού. Μεγαλώνοντας μέσα στις παλαιότερες και νεότερες γενιές των τυφλών, διαπιστώνω με λύπη μου, πως με τα χρόνια η εξέλιξή μας είναι εξαιρετικά αργή όσον αφορά την αυτονομία, την εργασία και το μορφωτικό μας επίπεδο. Το ψυχολογικό δεν το αναφέρω καν αφού τα θέματα ψυχικής υγείας, συχνά αγνοούνται, μέσα από την ωραιοποίηση της βλάβης (ήρωες της ζωής, παιδιά θαύματα κλπ). Εάν δεν αλλάξουμε οι ίδιοι οι τυφλοί και οι τυφλές ώστε να διεκδικήσουμε μια καλύτερη ποιότητα ζωής, οι ανάγκες μας δεν θα φανούν ποτέ κι ούτε θα μπορούμε να τις διεκδικήσουμε.

Τι ρόλο παίζει η τεχνολογία στη ζωή σας;

Υπήρξα αρωγός της προσβάσιμης τεχνολογίας κι εξελίχθηκα τρόπον τινά μαζί της αφού είχα την τύχη να εργάζομαι στο Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας, την εποχή που η Ελλάδα, έπαιρνε κοινοτικά έργα για την εδραίωσή της στην καθημερινότητα, την εκπαίδευση και τις δημόσιες υπηρεσίες. Έτσι, διεξήγαμε έρευνα για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων με βλάβες, μέσα από την τεχνολογία. Αντικείμενα, έννοιες και ιδέες που ήρθαν στη ζωή μας, λίγα χρόνια αργότερα, εμείς τα γνωρίζαμε ήδη.

Ένας καλά εκπαιδευμένος τυφλός, μια εκπαιδευμένη τυφλή, μπορεί να έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε υπηρεσία, χρησιμοποιεί κι ένας μη-τυφλός, μια μη-τυφλή σε έναν υπολογιστή ή ένα smartphone. Πχ να διαβάσει ένα βιβλίο, να συντάξει ένα κείμενο, να καλέσει ένα ταξί, να διαβάσει το μενού ενός εστιατορίου ή να περιηγηθεί στο διαδίκτυο και να χρησιμοποιήσει υπηρεσίες όπως το gov.gr.

Αυτό, επιτυγχάνεται μέσα από λογισμικά που μετατρέπουν ουσιαστικά το κείμενο σε ομιλία, τους «αναγνώστες οθόνης» που είναι πλέον εγκατεστημένοι στα περισσότερα smartphones, tablets και υπολογιστές. Προϋπόθεση για την πρόσβαση στην πληροφορία, πέρα από τη συσκευή και το λογισμικό που θα πρέπει να έχει ο χρήστης ή η χρήστρια, είναι η εκάστοτε εφαρμογή ή ιστοσελίδα, να είναι προσβάσιμη. Να έχει φτιαχτεί δηλαδή με τέτοιο τρόπο ώστε ο χρήστης ή η χρήστρια να μπορεί να προηγηθεί σε αυτήν, μέσω του ήχου, χωρίς να βλέπει.

Επιπρόσθετα, κάποιοι και κάποιες από εμάς, χρησιμοποιούμε τις λεγόμενες «οθόνες Braille». Πρόκειται για μηχανήματα που μετατρέπουν το ηλεκτρονικό κείμενο στη γραφή Braille κι έτσι ο χρήστης ή η χρήστρια, μπορεί να διαβάσει το αναπαραγόμενο κείμενο αντί να το ακούσει. Οι οθόνες braille, είναι ιδιαίτερα χρήσιμες σε μαθητές και μαθήτριες, φοιτητές και φοιτήτριες και επαγγελματίες ή επιστήμονες, όμως δυστυχώς είναι αρκετά ακριβές με τιμές που κυμαίνονται σε μερικές χιλιάδες ευρώ ενώ δεν μεταφέρονται εύκολα. Τέλος στην Ελλάδα δεν υπάρχει επίσημη αντιπροσωπεία και σέρβις για αυτές.

Ομοίως, υπάρχουν και οι εκτυπωτές Braille, οι οποίοι λειτουργούν όπως οι κοινοί εκτυπωτές. Συνδέονται με έναν υπολογιστή κι εκτυπώνουν κείμενα στη γραφή Braille. Κι αυτές οι συσκευές είναι εξαιρετικά ακριβές ενώ χρειάζονται ειδικές γνώσεις επεξεργασίας κειμένου ώστε αυτό να μπορέσει να εκτυπωθεί στη Braille.

Ενώ η τεχνολογία μας έχει βοηθήσει πολύ στην καθημερινότητά μας, σε επιστήμες, όπως είναι πχ τα μαθηματικά, η στατιστική, η φυσική ή οπτικά στοιχεία που υπάρχουν σε ηλεκτρονικές συσκευές, όπως πχ χάρτες, η πρόσβαση δεν έχει επιτευχθεί ακόμα.

Συνοψίζοντας θα έλεγα πως ενώ έχει γίνει πρόοδος, έχουμε αρκετό δρόμο ακόμα. Διότι τα μέσα υπάρχουν απλά πρέπει να εφαρμοστούν παντού πχ στα σχολεία ώστε τα τυφλά παιδιά να έχουν πρόσβαση πχ σε εικόνες ή μαθηματικούς τύπους, στα σούπερ-μάρκετ για να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα προϊόντα στα ράφια, στη βιομηχανία των videogames που έχει ξεχάσει τους τυφλούς και τις τυφλές, στις πόλεις, όπου σκανάροντας ένα QR code σε έναν δρόμο, ένας τυφλός ή μια τυφλή θα μπορεί να διαβάσει μια ταμπέλα, στα βιβλία, τα οποία είναι στην πλειονότητά τους μη προσβάσιμα και πολλά άλλα. Επίσης, πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αυτήν όλοι και όλες, και να λαμβάνουν την κατάλληλη εκπαίδευση. Στην Ελλάδα, προϊόντα όπως η οθόνη αφής Braille, θεωρούνται σπάνια και πολυτελή.

Πώς και από πότε χρησιμοποιείτε την εφαρμογή “Βe my eyes”;

Η εφαρμογή “Βe my eyes” δημιουργήθηκε το 2015. Ουσιαστικά, συνδέει έναν τυφλό χρήστη ή μια τυφλή χρήστρια, μέσω βιντεοκλήσης με κάποιον μη – τυφλό ή μη-τυφλή ώστε να τον / την βοηθήσει με μια οπτική πληροφορία στην οποία, αδυνατεί να έχει πρόσβαση. Πχ., είσαι στο σουπερμάρκετ και θέλεις να αγοράσεις μια συγκεκριμένη μάρκα, πατατάκια. Προσωπικά δεν την χρησιμοποιώ πολύ. Με ξενίζει κάπως το γεγονός πως απαντούν άγνωστοι ή άγνωστες, πως δεν γνωρίζω κάθε φορά ποιος ή ποιά θα ανταποκριθεί και πως συνήθως οι άνθρωποι αυτοί δεν βρίσκονται στην Ελλάδα, οπότε αν θέλω κάποιον να μου διαβάσει κάτι στα Ελληνικά, όπως μια ταμπέλα, μια ημερομηνία λήξης, έναν τίτλο βιβλίου, δυσκολεύομαι. Την έχω χρησιμοποιήσει ελάχιστες φορές. Συνήθως κάνω μια βιντεοκλήση μέσω Μessenger ή Viber σε έναν φίλο ή μια φίλη, κάτι που πλέον με τα απεριόριστα δεδομένα στη συσκευή μου και το δίκτυο 5G, μου είναι αρκετά εύκολο. Στο σουπερμάρκετ, με βοηθούν πολύ τα προϊόντα που έχουν QR code, που σκανάρεται εύκολα πλέον από τις κάμερες των smartphones.

Υπάρχουν κι άλλες εφαρμογές σαν κι αυτήν;

Όχι από όσο γνωρίζω αλλά όπως είπα παραπάνω, υπάρχουν τα μέσα διαδικτυακής επικοινωνίας.

Έχουμε δει πως είστε πολύ ενεργή στα social media και μάλιστα δημοσιεύετε και πολλές φωτογραφίες. Πώς φωτογραφίζετε;

Η αλήθεια είναι, πως είμαι ενεργή στα social media. Η πορεία μου σε αυτά, συνέπεσε με την ίδρυση της σχολής σκύλων-οδηγών «Λάρα» αφού κάπου τότε βγήκε και στο ευρύ κοινό το Facebook! Άρχισα λοιπόν να ποστάρω διάφορα για τους σκύλους-οδηγούς, τη Λάρα, τον σκύλο-οδηγό που είχα τότε και όχι μόνο. Προώθησα τη «Λάρα» και έμαθαν όλοι και όλες στην Ελλάδα, τι είναι οι σκύλοι-οδηγοί τυφλών!

Σταδιακά μέσα από το προφίλ μου, με γνώρισαν πολλοί χορηγοί και δημοσιογράφοι μα το σημαντικότερο είναι ότι απέκτησα πολλούς και πολλές ακόλουθους που με αγαπούν σταθερά. Έχω μείνει πιστή στο Facebook. Γιατί μου αρέσει να γράφω και το κοινό εκεί, με διαβάζει. Θεωρώ πως είναι πολύ πιο ουσιαστικό κοινό και με μεγαλύτερη βαρύτητα από το κοινό των άλλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Δημοσιεύω και πολλές φωτογραφίες, ναι. Συνήθως καθημερινές φωτογραφίες που δείχνουν τα ζώα μου. Παλαιότερα, ασχολούμουν περισσότερο με τη φωτογραφία ως τέχνη. Μου άρεσε να περιπλανιέμαι, κυρίως σε φυσικά τοπία και να φωτογραφίζω την σκυλίτσα μου τη Μέη, που ήταν ο δεύτερός μου σκύλος-οδηγός σε κίνηση ή όταν πόζαρε. Μετά έδειχνα τις φωτογραφίες μου σε γνωστούς και αγνώστους και μου τις περιέγραφαν. Συχνά μου έλεγαν πως είχα φωτογραφίσει και στοιχεία που δεν ήξερα πως βρίσκονταν στο πλάνο, όπως πχ μια πατημασιά της Μέη ή μια σκιά. Όλοι ανεξαιρέτως, μου είπαν πως οι φωτογραφίες μου, δεν είναι κλειστές αλλά ανοικτές.

Καταλήγουν στην απεραντοσύνη. Έχουν ένα σημείο διαφυγής που επιτρέπει στα μάτια και στο νου να ταξιδέψουν όπου θέλουν. Με συνέπαιρνε το γεγονός πως αντιλαμβανόμουν τη στατική σκηνή, μέσα από όλα τα στοιχεία που εκείνη μου προσέδιδε, σε συνάρτηση με τη Μέη, που την είχα εκπαιδεύσει να «φλερτάρει» με τον φακό. Η κάμερα, είχε μετατραπεί σε μέσο επικοινωνίας μεταξύ μας. Ίσως να καταλάβαινε πως μέσα από τον φακό, την έβλεπα. Τώρα, δεν φωτογραφίζω πια κι ας αγόρασα μια σχετικά, καλή κάμερα… η Μέη πέθανε πέρυσι τον Οκτώβριο κι εγώ, μια με τον Covid-19, μια με το διδακτορικό που έχω ξεκινήσει, έχω πλέον καιρό να ταξιδέψω.

Η σχέση μου με την εικόνα, ξεκίνησε μέσα από την ενασχόλησή μου με την ψυχολογία. Ως φοιτήτρια, μου είχε κάνει εντύπωση ο κλάδος της πειραματικής ψυχολογίας και συγκεκριμένα, η μελέτη της οπτικής αντίληψης. Μου άρεσε που μάθαινα τόσα πολλά για την όραση, χωρίς στην ουσία να γνωρίζω πως είναι αλλά και που διαχώριζε την αντικειμενικότητα της όρασης από την υποκειμενική αίσθηση αυτής. Με άλλα λόγια, το ίδιο πράγμα φαίνεται διαφορετικά αφού ο κάθε άνθρωπος το βλέπει αλλιώς. Έτσι, σιγά σιγά έμαθα και για τη φωτογραφική μηχανή – που συχνά στα φοιτητικά εγχειρίδια, προσομοιάζεται με την όραση. Οι γνώσεις μου, σε συνδυασμό με το γεγονός πως από μικρή έκανα κάποιες απόπειρες να φωτογραφίσω γιατί ήμουν περίεργη, με έφεραν εδώ. Μπορώ να υπολογίσω πχ., με τον ήχο, πόσο μακριά ή κοντά πρέπει να στέκομαι από το μοντέλο, αναλόγως τι μέρος του μοντέλου και της σκηνής θέλω να τραβήξω. Πλέον βοηθάει και η τεχνολογία διότι η κάμερα των smartphones εστιάζει αυτόματα στα έμβια υποκείμενα, ανθρώπους και ζώα, μέσα σε μια σκηνή. Επίσης, ο αναγνώστης οθόνης, μου διαβάζει τα κουμπιά της κάμερας και μου δίνει πληροφορίες, όπως ο φωτισμός, η θολούρα και τα στοιχεία που βρίσκονται μέσα στην εικόνα καθώς και το που βρίσκονται. Μου έχουν πει ότι σκέφτομαι οπτικά, ότι έχω οπτική συναισθησία, αντιλαμβάνομαι κι αναπαριστώ δηλαδή τους ήχους με οπτικά στοιχεία. Όταν θέλω να τραβήξω μια φωτογραφία, έχω κάνει εικόνα τη σκηνή, μέσα στο κεφάλι μου. Έχω κάνει τρεις προσωπικές εκθέσεις κι έχω συμμετάσχει σε άλλες, καθώς και σε ένα φωτογραφικό λεύκωμα, από τη Μαλαισία. Έχω επίσης, διδάξει και σεμινάρια φωτογραφίας σε τυφλούς και τυφλές. Κάποτε, ονειρευόμουν να πάρω τη Μέη και να ταξιδεύω χωρίς προορισμό. Απλά να πηγαίνω, να δοκιμάζω φαγητά και να φωτογραφίζω. Ίσως κάποτε να καταφέρω να το κάνω, με τον Μπάμπου τώρα πια, τον τρίτο μου σκύλο-οδηγό.

Πηγή: LiFO

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου