Το απόγευμα της 7ης Σεπτεμβρίου του 1973, στο άνετο, περιποιημένο σπίτι της οικογένειας Γκάλβιν, στο Κολοράντο Σπρινγκς στις ΗΠΑ, χτύπησε ξαφνικά το τηλέφωνο. Το σήκωσε η μητέρα, η Μίμι. Αυτό που άκουσε όχι μόνο θα το θυμόταν μέχρι τον θάνατό της ως το ισχυρότερο πλήγμα της ζωής της, αλλά επιπλέον εξανάγκασε όλους στην οικογένεια να αντιμετωπίσουν έναν «εχθρό» που μέχρι τότε υποκρίνονταν ότι δεν έβλεπαν ή δεν μπορούσαν να δουν. Τη σχιζοφρένεια.
Η Μίμι και ο άνδρας της, Ντον Γκάλβιν, ήταν ζευγάρι-πρότυπο στα αστραφτερά μεταπολεμικά χρόνια των ΗΠΑ. Εκείνος διακεκριμένος στρατιωτικός, εκείνη καλλιεργημένη, αφοσιωμένη μητέρα. Όλοι τους θαυμάζουν, τους ζηλεύουν. Από το 1945 μέχρι το 1965 αποκτούν δώδεκα παιδιά. Όμως έξι από αυτά, αγόρια, το ένα μετά το άλλο, αναπτύσσουν ψυχωσική, αλλοπρόσαλλη, συχνά και βίαιη συμπεριφορά. Οι γονείς, τρομοκρατημένοι και «χαμένοι» στις φιλοδοξίες και τις αδυναμίες τους, αλλά και στον φόβο του τρομερού στίγματος της ψυχοπάθειας, κάνουν ότι δεν βλέπουν. Μέχρι που εκείνο τον Σεπτέμβρη, ο πιο χαρισματικός και ταλαντούχος γιος δολοφονεί την εικοσάχρονη συνομήλικη σύντροφό του, που μόλις τον είχε χωρίσει, και αυτοκτονεί.
Η ιστορία των Γκάλβιν θα μπορούσε να τελειώνει εδώ. Θα μιλούσαμε για μια όχι και τόσο σπάνια στη ζωή ιστορία «ατυχίας», «κατάρρευσης»… και όμως, η συνέχεια αποδεικνύεται κυριολεκτικά εκπληκτική. Η οικογένεια όχι μόνο επιβιώνει από μικρές και μεγάλες τραγωδίες –συνέπεια του πολύπλοκου μυστηρίου της ανθρώπινης ύπαρξης, της σχιζοφρένειας–, αλλά και αργότερα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην επιστημονική έρευνα για την ασθένεια. Ενώ η Μάργκαρετ και η Λίντσι, τα μοναδικά και μικρότερα κορίτσια Γκάλβιν, αν και έχουν υπάρξει αθέλητοι μάρτυρες και ανυπεράσπιστα θύματα της αλληλουχίας των τραγωδιών, όχι μόνο αντέχουν και θεραπεύονται, καθεμία με τον τρόπο της, αλλά και αποφασίζουν να αφηγηθούν την ιστορία τους.
Ο συγγραφέας Ρόμπερτ Κόλκερ βρέθηκε στον δρόμο τους όταν αναζητούσαν τρόπο να μιλήσουν. Αποτέλεσμα, το βιβλίο-φαινόμενο Οι γυναίκες που επιβίωσαν. Κατέκτησε την κορυφή της λίστας των ευπώλητων των New York Times το 2020, κέρδισε μια θέση στα 10 βιβλία της χρονιάς των εφημερίδων Washington Post και Wall Street Journal και μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά (εκδόσεις Ίκαρος). Με την ιδιότητα του μεταφραστή του βιβλίου, είχα την ευκαιρία να συζητήσω με τον Ρόμπερτ Κόλκερ για λογαριασμό του «Κ» για μια συναρπαστική ιστορία, που μας αποκαλύπτει την πραγματικότητα σε δύο θέματα που φοβόμαστε, σχεδόν μεταφυσικά, να κουβεντιάσουμε: τη σχιζοφρένεια και την τοξικότητα της οικογένειάς μας. Και ανατρέπει ριζικά την άποψή μας για το φαινόμενο «άνθρωπος» και τις αντοχές του.
Πώς εξηγείτε την εντυπωσιακή επιτυχία του βιβλίου σας την εποχή της Covid-19 και των δραματικών επιπτώσεών της στη ζωή μας; Γιατί τόσο πολλοί αναγνώστες διεθνώς αγάπησαν βαθιά ένα βιβλίο για τη σχιζοφρένεια, την κακοποίηση, τις επιστημονικές προσπάθειες και αποτυχίες;
Ήταν μια υπέροχη, συγκινητική έκπληξη. Από τότε που επιλέχθηκε στο Oprah’s Book Club, έχω εντυπωσιαστεί από την υποδοχή όλων – με αγγίζουν ιδιαίτερα τα μηνύματα από οικογένειες με σχιζοφρένεια. Πριν, ομολογώ είχα διαθέσει πολλή ενέργεια για να εξασφαλίσω ότι η πληροφορία στο βιβλίο είναι κατανοητή –και επιστημονικά ακριβής– ώστε δεν είχα χρόνο να αναρωτηθώ αν και πόσοι αναγνώστες θα ταυτιστούν τόσο με αυτό. Έχω καταλήξει πως, ακόμη και αν η οικογένειά σου δεν αντιμετωπίζει κάποια ψυχική διαταραχή, βρίσκεις ουσία στην ιστορία της οικογένειας Γκάλβιν, ειδικά σε δύσκολες καταστάσεις. Μπορεί να μας μάθει πολλά για το πώς να διαχειριστούμε και να αντέξουμε τραγωδίες. Οι Γυναίκες που επιβίωσαν είναι ένα βιβλίο για τους ανθρώπους που τραυματίζονται βαριά και βρίσκουν τρόπο να το επεξεργαστούν, να το ξεπεράσουν. Για το πώς να ανακαλύπτουμε την ανθρωπιά στην τραγωδία. Για την άρνηση να κατεβάσεις διακόπτες ή να πάψεις να σχετίζεσαι με τους άλλους. Και, παρά τα όσα πέρασαν οι Γκάλβιν, πιστεύω πως το πραγματικό θέμα του είναι η ελπίδα.
Παιδοφιλία, κακοποίηση, γυναικοκτονία, αυτοκτονία, ασθένεια, αμάθεια… αλλά και επιμονή, πίστη, αλληλεγγύη, καλοσύνη, ειλικρίνεια, αγάπη. Οι χειρότερες και οι καλύτερες ανθρώπινες ιδιότητες συνυπάρχουν στο βιβλίο. Είστε αισιόδοξος για το μέλλον μας;
Ναι! Μόχθησα να βρω τις αισιόδοξες πτυχές της ιστορίας των Γκάλβιν, να εξασφαλίσω ότι τις βλέπουν και οι αναγνώστες. Όλοι υποφέρουμε στη ζωή μας –αναπόφευκτο!– και έτσι ίσως να μας δίνει ελπίδα να βλέπουμε μια οικογένεια να βιώνει τόσο απόλυτη οδύνη και να επιβιώνει.
Οι Γυναίκες που επιβίωσαν είναι οικογενειακό saga, ιατρικό μυστήριο αλλά και αφήγηση για την Pax Americana. Πώς διαμορφώσατε αυτή τη σύνθεση;
Τα δώδεκα παιδιά Γκάλβιν καλύπτουν πλήρως το baby boom, τις απαρχές του γεμάτου αισιοδοξία –τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια– αμερικανικού αιώνα, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, δόμησα την αφήγηση ως saga. Αρχίζω από τους γονείς, που παντρεύονται, μετακομίζουν στο Κολοράντο, αναθρέφουν παιδιά. Βλέπουν προειδοποιητικά σημάδια πως κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν φαντάζονται τη συνέχεια. Τα αγόρια έχουν τα πρώτα ψυχωσικά επεισόδια στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ομολογώ πως όσο έγραφα σκεφτόμουν πολύ το Αμερικανικό ειδύλλιο, το συναρπαστικό μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ για την οικογένεια που πίστευε στο αμερικανικό όνειρο, ένιωθε άτρωτη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, αλλά τελικά διαλύθηκε.
Το σημείο όπου η Μέρι/Λίντσι με την ψυχοθεραπεία καταφέρνει να θεραπευτεί από τα τρομερά τραύματα της παιδικής ηλικίας μού φαίνεται κομβικό σημείο της ιστορίας.
Πολλοί αναγνώστες λένε ότι είναι το αγαπημένο τους – το να βλέπουν πώς η Λίντσι επεξεργάστηκε το τραύμα μαζί με την ψυχοθεραπεύτριά της, Λουίζ Σίλβερν, στην οποία είμαι ευγνώμων για την ευκαιρία να της πάρω συνεντεύξεις. Το ότι μου αποκάλυψαν πώς ξεπερνιέται το τραύμα, όχι μόνο η ίδια, αλλά και η ψυχοθεραπεύτριά της, είναι σπάνιο δημοσιογραφικό προνόμιο. Οι περισσότεροι κρατάμε κρυφές τέτοιες ιστορίες. Το ότι έμαθα κάθε ανατροπή αυτής της χρονοβόρας εμπειρίας ήταν πραγματικά αποκαλυπτικό και ελπίζω να βοηθήσει και άλλους.
Έχετε «αγαπημένο μέλος» των Γκάλβιν;
Όχι! Αλλά αν με απειλήσετε με περίστροφο, θα πω τη Μίμι, την τόσο πολυδιάστατη αρχηγό-μητέρα· εύκολο να την κατακρίνεις, αδύνατο να μην τη θαυμάσεις.
Στο βιβλίο οι γυναίκες είναι οι μόνες δυνατές. Αντέχουν μικρές ή μεγάλες τραγωδίες, μα και βοηθούν ουσιαστικά και στηρίζουν τους άλλους.
Πιστεύω πως η ακριβής απάντηση είναι ότι τα αγόρια Γκάλβιν νοσούσαν σε μια εποχή που οι ψυχικές διαταραχές ήταν πρόβλημα που έπρεπε να κρύβεις στο σπίτι και ότι πολλοί άνδρες δεν είχαν πρόβλημα να θάβουν τις οδυνηρές καταστάσεις, τη σχιζοφρένεια, το σύνδρομο Down, τον αυτισμό. Η Μίμι αντιστάθηκε στο να κλειστούν τα παιδιά της σε ιδρύματα, αποφάσισε να τα φροντίζει εκείνη για όσο μπορούσε. Ο άνδρας της δεν το ήθελε, εκείνη επέμενε.
Το βιβλίο διαβάζεται και ως μια μαρτυρία της διαχρονικής επιρροής της οικογένειας (που δεν επιλέγουμε) συγκριτικά με τις μεταφορικές «οικογένειες» που διαλέγουμε, αλλά συχνά μας προδίδουν – αναφέρεστε και εσείς στην Εκκλησία, στον στρατό.
Η ιστορία όντως αναφέρεται συχνά στην καταστροφική επιρροή της αγελαίας σκέψης σε διαφορετικές περιστάσεις. Όχι μόνο της Εκκλησίας που προστατεύει βιαστές, αλλά και των ψυχιάτρων που είχαν αποφασίσει για δεκαετίες, χωρίς αποδείξεις, ότι το φταίξιμο της μητέρας για τη σχιζοφρένεια είναι αδιαμφισβήτητο. Συχνά η οικογένειά μας είναι το μοναδικό μέσο προστασίας από τα «καπρίτσια» άλλων θεσμών. Ωστόσο, το βιβλίο πραγματεύεται το τι συμβαίνει όταν η οικογένειά μας γίνεται τοξική, ολέθρια και αν είναι εφικτό να βρούμε τρόπο να παραμείνουμε δεμένοι μαζί της.
Έχετε πει πως ένα κουτάβι και η μαγειρική βοήθησαν να διατηρήσετε ισορροπίες σε αυτό το εξαιρετικά απαιτητικό εγχείρημα. Δεν απέφυγα τον συσχετισμό: ενδέχεται το ενδιαφέρον για τους άλλους, το να τους φροντίζεις, να αποτελεί νόημα και μονοπάτι, να μας καθοδηγεί;
Πολύ ωραία επισήμανση. Δεν νομίζω πως συνειδητά αποφάσισα να διαχειριστώ το άγχος μου με πράξεις φροντίδας. Όμως, αποφάσισα να έχω ισορροπημένη ζωή. Μετά την ψυχοφθόρα εμπειρία της συγγραφής του πρώτου μου βιβλίου, ήθελα να σιγουρευτώ πως το επόμενο δεν θα είναι σαν να κάνω διαστημικό ταξίδι ή τον γύρο του θανάτου με μηχανή. Επιθυμούσα να είναι μέρος της εργάσιμης ημέρας μου, όχι να καταπιεί όλη τη ζωή μου. Αυτή η ισορροπία με βοήθησε, πιστεύω, να επεξεργαστώ, να αφομοιώσω κάποια από τα δυσκολότερα κομμάτια της ιστορίας των Γκάλβιν.
Η γλώσσα σας είναι απλή, άμεση, σαγηνευτική δεδομένης της επιστημονικής φύσης του θέματος. Πώς το πετύχατε;
Χαίρομαι ιδιαίτερα για το σχόλιό σας. Στην πρώτη γραφή, τα επιστημονικά κεφάλαια είχαν πολύ πιο ακαδημαϊκό ύφος, μάλλον επειδή ήμουν ανασφαλής και ήθελα να περάσω το μήνυμα πως είμαι ικανός να γράφω για τέτοια θέματα. Στις επιμέλειες, προσπάθησα να τα απλοποιήσω και να εξασφαλίσω ότι η επιστήμη στο βιβλίο αναδεικνύει το οικογενειακό saga.
Υπάρχει μια τσεχοφική ποιότητα στο γράψιμό σας – αποφεύγετε τις ερμηνείες των αντιδράσεων των προσώπων. Απλώς παραθέτετε γεγονότα. Πώς καταφέρατε να μη δείχνετε επικριτικός, να μην υπονοείτε καν «αυτό, τώρα, είναι τρομερό λάθος»;
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η ιστορία δεν έχει καλούς και κακούς. Έχει ατελή πρόσωπα που κάνουν το καλύτερο που μπορούν, που σφάλλουν, που κινούνται από μια τραυματική εμπειρία σε μια επόμενη, και μαζί, αλλά και μόνα. Υπάρχουν βέβαια σημεία, ελάχιστα, όπου είχα ανάγκη να δηλώσω ποιον θεωρώ ορθότερο τρόπο να δούμε κάτι που συνέβη στην οικογένεια. Αλλά ο ρόλος μου δεν είναι αυτός, είναι να βοηθήσω τους αναγνώστες να καταλάβουν πώς ήταν να είσαι μέλος της οικογένειας Γκάλβιν. Κάθε διατύπωση συγγραφικής γνώμης δυσκολεύει τη διαδικασία σκέψης του αναγνώστη.
Γράφατε πέντε χρόνια το βιβλίο. Μελετήσατε ψυχιατρική, «ανακρίνατε» πολλούς Γκάλβιν, ξεψαχνίσατε ημερολόγια. Τι σας δυσκόλεψε και τι απολαύσατε περισσότερο στη διαδρομή;
Πέρα από το να αφηγηθώ πιστά την οικογενειακή ιστορία, ήταν πρόκληση να καταφέρω να πω την ιστορία της επιστήμης της σχιζοφρένειας χωρίς να ακούγομαι διδακτικός, σαν σχολικό βιβλίο. Στόχος ήταν να καταλάβει ο αναγνώστης όσα ήταν απαραίτητο να γνωρίζει, ακριβώς τη στιγμή που ήταν απαραίτητο, ώστε τίποτε να μην ακούγεται ως μάθημα. Ξεκίνησα βάζοντας σε χρονολογική σειρά αποσπάσματα βιβλίων, έρευνες, άρθρα, αποκόμματα εφημερίδων και πασίγνωστα κείμενα και ερευνητικές αναφορές, ώστε να μπορέσω μετά να αφηγηθώ απλώς την εξέλιξη της επιστήμης της ασθένειας. Έπειτα αποφάσισα να κάνω άξονα της επιστημονικής αφήγησης την αντιπαράθεση «φύση ή ανατροφή». Μόλις κατέληξα σε αυτό, τα υπόλοιπα τα απόλαυσα.
Πολλοί συγγραφείς ερωτευόμαστε την έρευνά μας, προσπαθούμε να βάλουμε όσο περισσότερη γίνεται στα βιβλία μας, για να δείξουμε πόσο μοχθήσαμε. Το θυμόμουν αυτό όταν επεξεργαζόμουν το βιβλίο (με τον εξαιρετικό επιμελητή μου στην Doubleday, Κρις Πουόπολο). Έθεσα κανόνα οι αναφορές στην επιστήμη να αναδεικνύουν την ιστορία των Γκάλβιν. Ελπίζω να το διαπιστώσετε όταν διαβάσετε τα επιστημονικά κεφάλαια.
Η δοκιμή και η αποτυχία είναι θεμελιώδες στάδιο της επιστήμης – έτσι μαθαίνουμε, λύνουμε προβλήματα, θεραπεύουμε φρικτές ασθένειες. Η πρόοδος, όμως, στη σχιζοφρένεια είναι πολύ αργή, παρά τον μόχθο κάποιων ηρώων στο βιβλίο σας. Υπάρχει ελπίδα;
Πιστεύω ναι! Μετά από δεκαετίες αντιπαραθέσεων, πλέον είμαστε βέβαιοι πως η νόσος έχει γενετική πτυχή – δεν γίνεται να «πάθει» σχιζοφρένεια κάποιος δίχως γενετική προδιάθεση. Η αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας ως αναπτυξιακής διαταραχής αποτελεί τεράστιο βήμα προόδου.
Τι θέλετε να πείτε στις οικογένειες που μάχονται με το στίγμα της σχιζοφρένειας, που νιώθουν την πίεση να υποκριθούν πως όλα είναι τέλεια στη ζωή τους;
Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν κατάματα τη σχιζοφρένεια, περισσότερο από τη διπολική διαταραχή ή το Alzheimer. Αλλά θεωρώ πως στη διάρκεια της ζωής μας πολλές ψυχιατρικές παθήσεις αποστιγματίστηκαν σημαντικά: η διπολική και η αγχώδης διαταραχή, η κατάθλιψη. Τις κουβεντιάζουμε χωρίς την επικριτική διάθεση και τη μυστικότητα του παρελθόντος. Πιστεύω πως και η σχιζοφρένεια θα έπρεπε καιρό τώρα να αντιμετωπίζεται έτσι. Θα είναι υπέροχο εάν Οι γυναίκες που επιβίωσαν συμβάλουν σε αυτό, αν βοηθήσουν τις οικογένειες να μη νιώθουν ντροπή ή στιγματισμένες, καθώς και να προσπαθήσουν να βρουν μια κοινότητα που θα μπορεί να τις στηρίξει στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
Το βιβλίο Οι γυναίκες που επιβίωσαν του Ρόμπερτ Κόλκερ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Βαγγέλη Προβιά.
Βαγγέλης Προβιάς
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου