Ερωτήματα που προέκυψαν μέσα από τις πρωτόγνωρες αναταράξεις που προκάλεσε η πανδημία του COVID-19 τέθηκαν στο επίκεντρο Συνεδρίου που διοργάνωσε η Αντιδημαρχία Παιδείας του Δήμου Θεσσαλονίκης, με την εκπαιδευτική κοινότητα και το οικογενειακό περιβάλλον να μπαίνουν στο κάδρο των θεματικών, σκιαγραφώντας την κατάσταση και προτάσσοντας νέες τρόπους και διεξόδους στη διαχείριση του άγχους που δημιουργούν τα μέτρα περιορισμού.
Μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί, κλήθηκαν να υλοποιήσουν ένα νέο μοντέλο εκπαίδευσης και να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες που συνοδεύτηκαν από ψυχολογική ένταση και άγχος. Όπως εξηγεί η Δήμητρα Ακριτίδου αντιδήμαρχος Παιδείας του δήμου Θεσσαλονίκης, «σύμφωνα με κλινικές μελέτες και έρευνες, πολλά παιδιά την περίοδο της πανδημίας βιώνουν άγχος και έχουν αρνητικές σκέψεις και προβληματισμούς. Τα αρνητικά συναισθήματα, ο θυμός, η αναστάτωση, η γενικότερη αντίδραση, η δυσκολία στον ύπνο, η έντονη προσκόλληση στους γονείς τους είναι καταστάσεις που συναντώνται στα παιδιά την περίοδο αυτή που διανύουμε. Μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς έχουν πιεστεί, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως κάθε παιδί αντιμετωπίζει διαφορετικά τις αλλαγές και θέλει τον δικό του χρόνο να τις ενσωματώσει στη ζωή του. Η στάση των παιδιών πολλές φορές επηρεάζεται και συγχρονίζεται με αυτή των γονέων του, γι’ αυτό και χρειάζεται ψυχραιμία, θετική σκέψη και εγρήγορση από την πλευρά τους. Η διατήρηση της ψυχικής μας υγείας στην περίοδο της πανδημίας αποτελεί σημαντικό στόχο καθώς θα προσφέρει ποιότητα ζωής, στις δύσκολες αυτές ημέρες, αλλά και πιθανότατα ενίσχυση της ανοσολογικής μας άμυνας απέναντι στον συγκεκριμένο ιό».
Διαχείριση κρίσεων στα σχολεία
Η διαχείριση κρίσεων στα ελληνικά σχολεία αποτελεί ένα σημαντικό θέμα, το οποίο και αποτελεί πεδίο έρευνας για στο Εργαστήριο Σχολικής Ψυχολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, εδώ και πολλά χρόνια. Η καθηγήτρια Σχολικής Ψυχολογίας, διευθύντρια του Εργαστηρίου και του Μεταπτυχιακού προγράμματος Σχολικής Ψυχολογίας του τμήματος Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, Χρυσή Χατζηχρήστου, αναφέρεται στις εξειδικευμένες καταρτίσεις που πραγματοποιούνται εδώ και 20 χρόνια πάνω σε διαφορετικά μοντέλα, στοχεύοντας στον εντοπισμό και την ανάπτυξη ενός μοντέλου διαχείρισης κρίσεων για τα ελληνικά σχολεία. Το θέμα τέθηκε έντονα σύμφωνα με την κ. Χατζηχρήστου « με την έναρξη των σχολείων μετά την πυρκαγιά στην ανατολική Αττική. Οι απώλειες ήταν μεγάλες, το ίδιο και μετά τον σεισμό στη Σάμο. Κατά την περίοδο της πανδημίας εφαρμόσαμε την πολυεπίπεδη προσέγγιση, την επιμόρφωση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών καθώς και σεμινάρια για γονείς, ενώ μέσα από εξειδικευμένα έντυπά παρέχονταν χρήσιμες επισημάνσεις».
Όλα τα παραπάνω αποτελούν πεδίο έρευνας για το Εργαστήριο του ΕΚΠΑ. Για την ίδια «οι κρίσεις σχετίζονται με απώλειες και καταστροφές. Η τωρινή κρίση δεν έχει χαρακτηριστικά όμοια με οτιδήποτε προηγούμενο. Η βοήθεια προς τα παιδιά αυτή την περίοδο είναι πολυεπίπεδη. Σημαντικά εργαλεία αποτελούν η ενδυνάμωση των σχέσεων, οι πηγές στήριξης, η οικογένεια, οι εκπαιδευτικοί και οι εξωσχολικές δραστηριότητες. Μεγάλη έμφαση πρέπει να δίνεται στην οργάνωση της ημέρας ώστε τα παιδιά να έχουν τη μελέτη, την επικοινωνία, καθώς και το πιο χαλαρό, αλλά και πιο δημιουργικό κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Όλοι χρειαζόμαστε χρόνο για να προσαρμοστούμε, να αναδείξουμε τα θετικά στοιχεία στις οικογένειές μας, στις τάξεις μας, να βάλουμε μικρούς στόχους και να φροντίσουμε τον εαυτό μας».
Ο ρόλος της οικογένειας
«Το οικογενειακό περιβάλλον είναι το πρώτο μέσα στο οποίο κοινωνικοποιείται το παιδί, εντάσσεται σε μια κοινωνική ομάδα, δημιουργεί τις πρώτες σχέσεις μεταξύ ατόμων. Δημιουργούνται ισχυρές σχέσεις μεταξύ της μητέρας, του πατέρα και των παιδιών. Στη συνέχεια όμως σ’ αυτό το περιβάλλον εισέρχεται ένας καινούργιος παράγοντας που είναι η τεχνολογία, δηλαδή η τηλεόραση, η εισβολή της εικόνας στην καθημερινότητα της οικογένειας, καθώς και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η χρήση των υπολογιστών και όλα αυτά τα οποία διαμορφώνουν καινούργιες σχέσεις μεταξύ των ατόμων μέσα σε μια οικογένεια» όπως εξηγεί ο Χρήστος Ρουμπίδης, εκπαιδευτικός και πρώην σχολικός σύμβουλος. Ο ίδιος τονίζει πως χρειάζεται μεγάλη προσοχή στις εικόνες που εκτίθενται τα παιδιά όταν βλέπουν τηλεόραση, γεγονός που λειτουργεί επιβαρυντικά στο άγχος που βιώνουν αυτή την περίοδο.
«Οι σκληρές εικόνες που βλέπουμε στην τηλεόραση, από τα νοσοκομεία και τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, είναι εικόνες που πρέπει να τις διαχειριστούν οι γονείς μαζί με τα παιδιά τους, να τις συζητήσουν και να τις παρακολουθήσουν μαζί καθώς αν τα παιδιά παρακολουθήσουν μόνα τους σκληρές εικόνες, γεμάτες συναίσθημα, θα δημιουργηθούν σημαντικά αγχωτικά προβλήματα». Ο κ. Ρουμπίδης δίνει μεγάλη βαρύτητα στην ετοιμότητα των γονέων να διαχειριστούν το ψυχολογικό άγχος των παιδιών τους, τονίζοντας με νόημα πως για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει «να διαχειριστούν τη δική τους ψυχολογική κατάσταση», ενώ δίνει μεγάλη προσοχή στην επιστροφή της εκπαιδευτικής κοινότητας στα σχολεία. «Η περίοδος αυτή του εγκλεισμού μέσα στο σπίτι δημιουργεί πάρα πολλά προβλήματα. Άρα, όταν θα γυρίσουμε στο σχολείο θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και με την υποστήριξη πιο ειδικών από εμάς, εάν προκύψουν προβλήματα, δεν είναι σίγουρο ότι θα προκύψουν, είτε μεταξύ των παιδιών, είτε μεταξύ συναδέλφων, δηλαδή, να υπάρχουν οι θεσμοί εκείνοι και οι υπηρεσίες εκείνες, που υπάρχουν, και θα πρέπει να βοηθήσουν σε αυτή την κατάσταση».
Η εκπαιδευτική πραγματικότητα
«Το έργο των εκπαιδευτικών είναι πολύπλευρο, σημαντικό και απαιτητικό εξ ορισμού. Εξαιτίας των συνθηκών όλες οι αλλαγές που έπρεπε να εφαρμοστούν το μετατρέπουν σε πολύ πιο απαιτητικό και πιο αγχογόνο. Η αγωνία των εκπαιδευτικών για το εκπαιδευτικό έργο, ο τρόπος που καλούνται να διδάξουν δημιουργούν επιπλέον άγχος στους εκπαιδευτικούς», όπως τονίζει η Ζαφειρούλα Μυλωνά, διευθύντρια Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Χαλκιδικής. Στην δική της εισήγηση αναφέρθηκε στις δυσκολίες και τις πρωτόγνωρες καταστάσεις που κλήθηκαν να διαχειριστούν εκπαιδευτικοί και διευθυντές σχολικών μονάδων, ενώ αναφέρθηκε και στις γρήγορες προσαρμογές που επέβαλε η πανδημία. « Η κρίση της πανδημίας επέβαλε γρήγορες προσαρμογές και με ικανοποίηση κάποιος παρατηρεί πως πρόκειται για αλλαγές που υπό φυσιολογικές προϋποθέσεις θα χρειάζονταν μήνες και χρόνια για να υλοποιηθούν, γεγονός που τώρα γίνεται μέσα εβδομάδες και μέρες».
Έφηβοι και Covid -19
«Η παρατεταμένη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων, ο καταιγισμός δυσάρεστων ειδήσεων, ο φόβος της ασθένειας, η έλλειψη επαφής με τους συμμαθητές, φίλους και εκπαιδευτικούς, η έλλειψη προσωπικού χώρου στο σπίτι, το αυξημένο άγχος των γονέων και η μείωση του οικογενειακού εισοδήματος, είναι παράγοντες που λειτουργούν επιβαρυντικά στη ψυχολογία των εφήβων κατά την περίοδο της πανδημίας», σύμφωνα με την Αικατερίνη Σουσαμίδου- Καραμπέρη, ψυχοθεραπεύτρια γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας, διδάκτορας Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και σχολική σύμβουλος δημοτικής Εκπαίδευσης. Η ίδια επισημαίνει εκείνα τα εργαλεία που πρέπει να υιοθετηθούν και θα βοηθήσουν την καθημερινότητα των εφήβων και των οικογενειών τους. «Θα πρέπει να οργανώνουν την ημέρα τους, να φτιάξουν μια ρουτίνα με ευχάριστες δραστηριότητες, να σκεφτούν τι θετικό θα ήθελαν να αποκομίσουν από την περίοδο αυτή. Ο ρόλος των γονέων είναι σημαντικός και οι θετικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ γονέων και παιδιών μπορούν να μετριάσουν τις ψυχολογικές δυσκολίες των εφήβων, ενώ ως πρότυπα συμπεριφοράς για τα παιδιά τους, οφείλουν να υιοθετήσουν υγιείς στρατηγικές αντιμετώπισης».
Οι επιπτώσεις
Ο Κωνσταντίνος Φουντουλάκης, καθηγητής Ψυχιατρικής του ΑΠΘ μίλησε για τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποιήθηκε μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας, εκφράζοντας την πεποίθησή του ότι το δεύτερο κύμα της πανδημίας θα δώσει ακόμα υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης και στρες. «Τα δεδομένα που έχουμε ως σήμερα είναι από την περασμένη άνοιξη, δεν αποτυπώνουν αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή που πιθανότατα να είναι πιο επιβαρυμένα τα πράγματα. Μετά το τέλος της πρώτης περιόδου της πανδημίας που χαρακτηρίζεται και ως επιτυχημένη, τα αποτελέσματά μας τον Ιούνιο μας έδιναν 40% επιδείνωση του άγχους και 10% στην κλινική κατάθλιψη, που χρειάζεται θεραπεία από ειδικό».
Όπως τονίζει ο κ. Φουντουλάκης που υπηρετεί στην Γ’ Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημιακού Πανεπιστημίου ΑΧΕΠΑ τα συναισθήματα στο πρώτο κύμα της πανδημίας είναι διαφορετικά από εκείνα που εκδηλώνονται στο δεύτερο κύμα, με το έλλειμμα κοινωνικότητας και τον παράγοντα της οικονομικής δυσπραγίας να λειτουργούν επιβαρυντικά στην ψυχική υγεία των πολιτών. «Στο πρώτο κύμα ήταν το σοκ και η ελπίδα ότι θα περάσει γρήγορα. Στο δεύτερο κύμα, τον περασμένο Νοέμβριο βλέπαμε μπροστά μας μία δύσκολη πραγματικότητα για πολλούς επόμενους μήνες χωρίς διέξοδο. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό ότι για πάρα πολύ κόσμο αθροίζεται μία οικονομική δυσπραγία, μία οικονομική κρίση σαν σκιά και αυτό ίσως είναι το πιο δύσκολο από όλα όσα έχει να διαχειριστεί. Επίσης, αθροίζεται η απομόνωση που παρά το άνοιγμα της κοινωνίας το καλοκαίρι, που δεν είχε τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων ετών, έχει δημιουργηθεί ένα έλλειμμα κοινωνικότητας, μια ανικανοποίητη ανάγκη κοινωνικότητας».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 13 Δεκεμβρίου 2020
Πηγή: Μακεδονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου