Σε αυτό το κείμενο θα γράψω για τα εκτάκια μας, που αυτές τις ημέρες δεν ξέρουν πού πατούν και πού βρίσκονται. Αλλά πρώτα μια μικρή εισαγωγή.
Εδώ και ενάμιση περίπου μήνα, από τότε που ο κορονοϊός στάθηκε απειλητικά πάνω από τα κεφάλια των Ελλήνων, έχω γράψει και επιμεληθεί και ανεβάσει στο www.talcmag.gr περίπου 370 άρθρα. 9,κάτι/μέρα. Δεν έχω σηκώσει κεφάλι. Διαβάζω, σκέφτομαι και γράφω. Έχω μελετήσει ξένη και εντόπια αρθρογραφία, blogs, fora και facebook groups, βλέπω ευλαβικά Τσιόδρα και Χαρδαλιά κάθε απόγευμα στις 18:00 και 18:02 έχει ανέβει το πρώτο κείμενο, έχω πάρει συνεντεύξεις από γονείς, από ψυχολόγους, από εκπαιδευτικούς κάθε βαθμίδας, από γιατρούς, έχω γράψει για βιβλία, ταινίες, παιχνίδια και λοιπές προτάσεις διασκέδασης, έχω μαγειρέψει και προτείνει συνταγές, έχω στηρίξει το έργο ΜΚΟ, έχω προτείνει online παραστάσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα και τηλεοπτικές σειρές, έχω οργανώσει βιντεοπροβολές, έχω μιλήσει για γιαγιάδες και παππούδες, έχω ταξιδέψει νοητά σε άλλες χώρες, ώστε να ενημερωθώ για το πώς περνούν εκεί οι δύσκολες μέρες, έχω ανακρίνει συγγραφείς και χάρτινους ήρωες, έχω γράψει ως και για τον Τομ Χάρντι που αφηγείται παραμύθια, ως παρηγοριά σε παιδιά ή μάλλον σε μαμάδες, έχω γράψει μπιούτι τιπς εν μέσω καραντίνας, έχω γράψει amber alerts, που δεν έχουν σταματήσει, έχω καταγράψει τις τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας, έχω προβάλει την εκπαιδευτική τηλεόραση, έχω καταγράψει τα νέα μέτρα και τις αναβολές των αγώνων, έχω γράψει για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση και για την ύλη των πανελληνίων, έχω επισκεφτεί εικονικά μουσεία, έχω γράψει για τους νονούς σε καραντίνα, έχω προτείνει πασχαλινά δώρα, έχω αναφερθεί στο παράξενο φετινό Πάσχα, στην ενδοοικογενειακή βία που θερίζει, έχω μιλήσει για μουσικές, έχω ανεβάσει διαγωνισμούς, έχω προωθήσει online εργαστήρια και δημιουργικές δράσεις, έχω δώσει συμβουλές για τους εφήβους, που δεν τους κρατά το σπίτι τους, έχω εξετάσει τι γίνεται με την εξωσωματική γονιμοποίηση, έχω μιλήσει για online βιβλιοπωλεία, έχω αναφερθεί στα τετράποδά μας που κι αυτά είναι μπερδεμένα, έχω δώσει συμβουλές για το πώς θα διατηρήσουμε το αυτοκίνητό μας σε καλή κατάσταση όσο βρίσκεται σε ακινησία, έχω προτείνει τη διατροφή που πρέπει να ακολουθούμε και τις ασκήσεις που πρέπει να κάνουμε ώστε να ενδυναμώσουμε το ανοσοποιητικό μας, έχω απευθυνθεί στις εγκυμονούσες και στις μωρομάνες, έχω μιλήσει για ενσυνειδητότητα και ευτυχία, έχω δώσει οδηγίες ταχτοποίησης του παιδικού δωματίου, έχω προτείνει θέματα ζωγραφικής, λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και σταυρόλεξα, έχω γίνει πολύ αυστηρή όσον αφορά το πλύσιμο των χεριών, την τήρηση των αποστάσεων και για θεία κοινωνία, έχω τσιτάρει Μόσιαλο και Κεραμέως και Ζαχαράκη και Πέτσα, μην πω ότι έχω τσιτάρει ως και Κικίλια…
Ένα μόνο πράγμα δεν έχω κάνει. Δεν έχω γράψει, συνειδητά, οτιδήποτε βιωματικό: Ελάχιστα έως καθόλου πράγματα σχετικά με το πώς περνάει η Πελιώ και η οικογένειά της στην καραντίνα δεν έχουν βρει θέση στο Τaλκ, κι αυτό γιατί δεν ήθελα σε καμία περίπτωση ούτε να εκθέσω τους δικούς μου ανθρώπους, ούτε να χρησιμοποιήσω το συναίσθημα και την μπλογκική λογική της κλειδαρότρυπας προς άγραν κλικς, αν και είχα καθημερινά δεκάδες ιστορίες (γι’ αγρίους) να αφηγηθώ και να μοιραστώ με το πανελλήνιο. Αυτό, όμως, μέχρι σήμερα, χαράματα της 21ης Απριλίου, όταν ένιωσα την ανάγκη να αρπαχτώ από ένα προσωπικό βίωμα, για να μιλήσω για κάτι για το οποίο, νομίζω, δεν έχει μιλήσει κανείς ως τώρα: Για τα παιδιά που βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικής και εφηβικής ηλικίας, για τα δωδεκάχρονα, για τα εκτάκια μας, που τα ‘χει πάρει η μπάλα και βρίσκονται χαμένα μέσα στο σύνολο των απανταχού μαθητών, πλην αυτών της Γ’ Λυκείου, για τους οποίους μιλούν πολύ και μιλούν όλοι (και δίκαια).
Η πρώτη σκέψη για το κείμενο αυτό φώλιασε στο μυαλό μου πριν από λίγες ημέρες, όταν ο γιος μου έκλεισε τα 12. Ναι, τα 12. Μια ηλικία- σταθμό που σηματοδοτεί το πέρασμά του από παιδί σε έφηβο, αν όχι βιολογικά, τουλάχιστον συμβολικά. Ένα παιδί που κλείνει τα 12 δικαιούται μάλλον ένα μεγάλο πάρτι, με όλους τους φίλους του, με τους γονείς απόντες ή εξ αποστάσεως παρόντες. Ένα παιδί που κλείνει τα 12 αξίζει μια περιποιημένη σούπερ ουάου τούρτα. Ένα παιδί που κλείνει τα 12 μπορεί να γιορτάσει παίζοντας μπάλα με τους φίλους του στην πλατεία, πηγαίνοντας σινεμά με τους φίλους του, πηγαίνοντας για φαγητό με την παρέα του, παίζοντας τις πρώτες μπουκάλες ή πυθίες μέσα σε σκοτεινά δωμάτια, απουσία γονέων, ακούγοντας τις άθλιες μουσικές που ακούει, παίζοντας λίγο παραπάνω στο tablet, αποκτώντας το δικό του κινητό, βγαίνοντας με το αγόρι ή με το κορίτσι που γουστάρει, αλλά δεν ξέρει ακόμα τι ακριβώς είναι αυτό που αισθάνεται να του γαργαλάει το στομάχι, ψωνίζοντας καινούργια ρούχα και παπούτσια, μια και δεν χωράει πλέον στα παλιά του, αποτολμώντας μια μικρή βόλτα πέραν από τα στενά σύνορα της γειτονιάς του, κάνοντας όνειρα για το καλοκαίρι του και κυρίως για το δεύτερο μεγάλο σχολείο που υψώνεται σταδιακά μπροστά του, το Γυμνάσιο.
Όμως, ο Δημήτρης, που ονειρευόταν μήνες πριν αυτά και άλλα τόσα, γιόρτασε σε καραντίνα μόνο με τους γονείς, τη γιαγιά και την αδελφή του, έλαβε διαδικτυακές ευχές διαμεσολαβημένες από τα φίλτρα του instagram, έσβησε 12 γαλάζια κεράκια χωρίς βεγγαλικά πάνω σε μια ταπεινή homemade τουρτίτσα, δεν πήρε κανένα δώρο, γιατί τα κούριερ είναι υπερφορτωμένα και οι παραγγελίες μας, που είχαν γίνει τουλάχιστον 3 εβδομάδες πριν αναπαύονται (και θα συνεχίσουν να αναπαύονται) χαμένα σε κάποια γραφεία της ACS, ή της Speedex, ή της Γενικής Ταχυδρομικής, δεν πήγε ούτε μια βόλτα γιατί η μαμά και ο μπαμπάς του δούλευαν μέχρι αργά (η δουλειά στο σπίτι δεν έχει ωράριο), έπαιξε βόλεϊ στη βεράντα με τη μικρή αδελφή του κι η μπάλα έφυγε κι η μάνα την κυνήγαγε στο μαγευτικό Παγκράτι, δεν ψώνισε τίποτα, έφαγε μια άθλια κατεψυγμένη πίτσα από το σούπερ μάρκετ (τηρούμε ευλαβικά την καραντίνα και δεν παραγγέλνουμε απ’ έξω φαγητό), έχει σχεδόν ξεχάσει ποια και γιατί του άρεσε ενάμιση μήνα πριν, προπονήθηκε μόνος του στη μπάλα στον κηπάκο μας, κλαίγοντας σχεδόν, γιατί ήθελε ποδοσφαιροπάρτι φέτος, δεν ξέσπασε, δεν αποσυμφορήθηκε, δεν γιόρτασε το πέρασμα στην εφηβεία όπως θα έπρεπε και πλέον συνεχίζει έγκλειστος να φαντάζεται το γυμνάσιο ακόμα πιο τρομακτικό απ’ όσο το φανταζόταν. Πέρασε όμορφα στα γενέθλιά του, το είπε, το ξέρω, το είδα και το ένιωσα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πέρασε όπως του άξιζε να περάσει… Ούτε όπως ήθελε να περάσει…
Λίγο πριν από την καραντίνα κι αυτός και οι φίλοι του βρίσκονταν μπροστά σε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ζωής τους. Είχαν αρχίσει δειλά δειλά τις βόλτες στην πλατεία της Παρασκευές το μεσημέρι μετά το σχόλασμα και τα Σάββατα το απόγευμα μετά το βόλεϊ, είχαν ήδη πάει τα πρώτα τους σινεμά και τα πρώτα τους φαστφουντάδικα μόνοι τους, αποκτούσαν τα πρώτα κινητά τους, που θα έδιναν σε εμάς τους γονείς την ψευδαίσθηση του ελέγχου, είχαν αρχίσει να «τα φτιάχνουν», ετοίμαζαν μια γιορτή υπερπαραγωγή για την 25η Μαρτίου κι άλλη μια, ακόμα πιο grande, για το τέλος της σχολικής τους πορείας ως μαθητών δημοτικού, ανυπομονούσαν για μια ημερήσια και μια διήμερη εκδρομή αποκλειστικά για εκτάκια στις Μυκήνες και στο Αγκίστρι, ονειρεύονταν τα πρώτα τους μπάνια, τους καλοκαιρινούς αγώνες στα σπορ που εξασκούσαν, την αλλαγή της ώρας που θα τους επέτρεπε να μένουν έξω μέχρι λίγο πιο αργά και να πηγαινοέρχονται στις δραστηριότητές τους χωρίς εμάς, τα πρώτα 5χ5 και μπασκετάκια στο γήπεδο του Caravel άνευ γονέων, τα πρώτα ψώνια άνευ γονέων, τα πρώτα φιλιά και χαμουρεματάκια (που δεν θα μας αποκάλυπταν, βέβαια, ποτέ, αλλά εμείς κάπως θα τα μαθαίναμε), τα πρώτα στάδια μιας ανεξαρτησίας την οποία είχαν ήδη αρχίσει δειλά να διεκδικούν και να κατακτούν βήμα βήμα. Γιατί πώς θα γίνονταν σε λίγους μήνες τα εκτάκια γυμνασιάκια αν δεν τα είχαν κάνει όλα αυτά;
Η ύλη και τα σχολικά μαθήματα ήταν μάλλον το τελευταίο που τους απασχολούσε και φυσικά είχαν δίκιο. Τα 12 χρόνια είναι για τα μικρά-μεγάλα μας ένα αναπτυξιακό στάδιο που ξεφεύγει κατά πολύ από τους τοίχους των αιθουσών και τα παρακάλια των δασκάλων -που έχουν κι αυτοί ένα Υπουργείο να τους πιέζει να τελειώνουν- να συγκεντρωθούν. Η ουσιαστική ύλη της έκτης δημοτικού, κυρίως από τα μέσα της κι έπειτα, είναι τα πρώτα βήματα που κάνουν τα εκτάκια εκτός σπιτιού, χωρίς τους γονείς τους. Τα πρώτα σοβαρά μυστικά, ερωτικού περιεχομένου, βεβαίως βεβαίως. Οι πρώτες ανόητες μαλακιούλες. Οι πρώτες γριές που θα κοιτάξουν τα παιδιά αποδοκιμαστικά και θα πουν «Τς τς τς», κουνώντας το κεφάλι τους κι εκείνα θα σκάσουν στα γέλια. Και βέβαια, τα πρώτα τεστ αντοχής των μπαμπάδων και των μαμάδων απέναντι στη νέα πραγματικότητα, σε αυτή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου κανένας γονιός δεν τολμάει να συνοδεύσει το παιδί του προς και από το σχολείο ή να είναι κρεμασμένος έξω από τα κάγκελα ή παρών στα πάρτι ή να μη δώσει μια άδεια εξόδου, έστω και υπό προϋποθέσεις.
Πού πήγαν όλα αυτά για τον Δημήτρη και τα άλλα εκτάκια; Κλείστηκαν μέσα στα σπίτια υπό τον φόβο του κορονοϊού, που μπορεί μεν να μην απειλεί άμεσα τα ίδια, απειλεί όμως αγαπημένα τους πρόσωπα και τα παιδιά δεν μπορούν να διαχειριστούν αυτή τη μεγάλη ευθύνη: Ότι αν δεν προσέξουν, πιθανόν θα βλάψουν (ή θα σκοτώσουν) τον παππού και τη γιαγιά ή ακόμα και τους γονείς τους. Έτσι, η πρωταρχική χαρά και ο ενθουσιασμός που ακολούθησε το λουκέτο στα σχολεία, στα δωδεκάχρονα παιδιά αντικαταστάθηκε από μια βαθιά μελαγχολία για όσα έχασαν, χάνουν και θα χάσουν. Πόσο να καλύψουν τις καύλες (για τη συμμαθήτριά τους ή τον συμμαθητή τους, για τις εξόδους, για τη σωματική επαφή παντός τύπου, για το τρέξιμο, για την ανεμελιά, για την ανεξαρτησία, για το μέλλον, που λίγους μήνες πριν διαγραφόταν λαμπρό κι ολάνοιχτο) οι βιντεοκλήσεις και το viber; Πόσο μπορούν να αντικαταστήσουν το διά ζώσης παιχνίδι τα χαζά βιντεάκια στο tik tok και τα ακόμα πιο χαζά stories στο instagram; Πώς θα γιορτάσουν την άνοιξη και τις μυρωδιές της και το καλοκαίρι και την ανεμελιά του τα παιδιά που βλέπουν καθημερινά τα σώματά τους να αλλάζουν, που αισθάνονται άνω κάτω μέσα τους (γιατί τα πάρτι των ορμονών δεν τα μπάναρε ο Χαρδαλιάς), που λίγες ημέρες πριν μετρούσαν τις μέρες για να κλείσουν μια εξαετία-ορόσημο και να προχωρήσουν ένα μεγάλο βήμα μπροστά;
Απόψε που γράφω δεν ξέρω αν και πότε θα ανοίξουν τα σχολεία (κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να ανοίξουν). Δεν ξέρω καν αν ο Δημήτρης θα ξαναβρεθεί στην ίδια τάξη με τους συμμαθητές του, με τα εκτάκια του, με αυτούς που πέρασε μια όμορφη παιδική ηλικία, η οποία ΕΠΡΕΠΕ να κλείσει ομαλά, ρε γαμώτο! Κι αν θα ξαναβρεθούν τα παιδιά μας στις τάξεις και στα προαύλια, έστω και για λίγες ημέρες, δεν θα μπορούν να αγγίζονται (μα πώς θα γίνει αυτό; ), θα φοράνε πιθανόν μάσκες, θα απολυμαίνονται με την πρώτη ευκαιρία και θα έχουν ελάχιστο χρόνο για να καλύψουν όχι τη σχολική ύλη (αυτή ειλικρινά ΔΕΝ με νοιάζει) αλλά την ψυχική φθορά του εγκλεισμού, του φόβου, των οικογενειακών προβλημάτων και της κοινωνικής αποστασιοποίησης, που τους τσάκισαν το τέλος της -κατά γενική ομολογία- πιο ανέμελης περιόδου της ζωής τους.
Τα μικρότερα και τα μεγαλύτερα παιδιά, όποτε κι αν ανοίξουν τα σχολεία, θα ξαναβρεθούν με τους συμμαθητές τους και θα έχουν χρόνο να επουλώσουν παρέα τις πληγές. Όσο για τα δεκαοχτάχρονα, μετά το τέλος του εφιαλτικού πανηγυριού των πανελληνίων, θα δουν μπροστά τους να απλώνεται η ζωή ολάκερη και το γεγονός της ελευθερίας της ενηλικίωσης μάλλον θα τα βοηθήσει να γιατρέψουν ευκολότερα τα τραύματά τους. Τα εκτάκια μας, όμως; Αυτά θα προσγειωθούν ξαφνικά σε ένα νέο, αφιλόξενο περιβάλλον, διασκορπισμένα σε 3 ή 4 ή 5 διαφορετικά σχολεία, χωρίς τα σημεία αναφοράς τους, χωρίς όλους τους φίλους τους και κυρίως χωρίς να έχουν ζήσει όπως θα τους έπρεπε το τέλος της παιδικότητάς τους και την αρχή της εφηβείας τους.
Στα εκτάκια μας, λοιπόν, αφιερώνω αυτό το κείμενο, και πρώτα απ’ όλα στον Δημήτρη μου, στον Δημήτρη που ξαφνικά έγινε από Δημήτρης ο μαθητής a713661, μέσα σε ένα χαώδες ηλεκτρονικό σχολείο, το οποίο, πέραν όλων των άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει, είναι ανθρωπίνως αδύνατον να είναι ανθρώπινο, γιατί του λείπει… η ανθρώπινη παρουσία, τα γέλια, τα πειράγματα, οι τσακωμοί, οι έρωτες, οι φυσικές κοινωνικές σχέσεις. Και στον Φίλιππο, στη Δανάη, στη Νιόβη, στον Αλέξανδρο, στον Ματέο, στον Κωνσταντίνο, στον Κωνσταντίνο, στον Ανδρέα, στην Υβόννη, στη Μαρία, στον Βίκτωρα, στον Στέφανο, στον Θαλή, στον Νίκο, στη Σοφία, στην Άρτεμη, στην Έμη, στον Σωτήρη, στον Γιώργο, στην Ελένη, στη Θεανώ, στον Θάνο, στον Μεχμέτ, στον Ηλία, στον Ηλία, στον Αντώνη, στην Ελευθερία, στον Ορφέα, στον Νικόλα, στη Μαριάμ, στη Βάλια, στον Χαράλαμπο, στον Σπύρο, στην Εσρά, στον Παναγιώτη, στον Διονύση, στη Νία, στον Γιώργο, στον Θοδωρή, στον Δημήτρη, στον Ερκάν…
Εσείς, τα εκτάκια, ήσασταν ίσως οι πιο άτυχοι υγιείς αυτής της συγκυρίας, εσείς και οι συμμαθητές σας στις άλλες έκτες τάξεις όλης της χώρας. Και σας υπόσχομαι πως όσο μπορώ κι εγώ και -υποθέτω- και οι γονείς σας θα σας βοηθήσουμε να πατήσετε ξανά γερά στα πόδια σας και να ξανακερδίσετε τον χαμένο χρόνο. Μην ανησυχείτε, δεν μιλώ για τα σχολικά μαθήματα, γι’ αυτά θα φροντίσουν οι δάσκαλοί σας και -ελπίζω- του χρόνου οι καθηγητές σας. Και δεν πειράζει και να μη μάθετε και κάτι. Δεν θα αλλάξει το μέλλον σας αν δεν καλύψατε τα τελευταία κεφάλαια της γλώσσας, της ιστορίας και των μαθηματικών. Μιλώ για τα μαθήματα ζωής τα οποία ξαφνικά σταμάτησαν και μείνατε πίσω με το ένα πόδι στον αέρα, μετέωρο, χωρίς να το έχετε ακόμα συνειδητοποιήσει. Εμείς θα είμαστε κοντά σας και θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για ν’ αρπάξετε την εφηβεία από τα κέρατα και να μπείτε ορμητικά μέσα της. Κι ύστερα, θα κάνουμε ένα δυο βήματα πίσω και θα σας αφήσουμε να την απολαύσετε και να φάτε τα μούτρα σας, όπως όλοι πάθαμε (και μάθαμε). Αλλά μην ξεχνάτε, όταν θα πέφτετε κάτω, το (καλά πλυμένο) χέρι μας θα είναι κάπου εκεί κοντά. Θα σας σηκώνουμε, θα σας συμβουλεύουμε, θα σας ξεσκονίζουμε, ποιος ξέρει, ίσως και να σας απολυμαίνουμε και λίγο (δεν γιατρεύονται εύκολα τα τραύματα, μικρά μου) και θα σας δίνουμε ξανά μια απαλή σπρωξιά προς τη ζωή, που δεν θα έπρεπε να μπαίνει ποτέ σε καραντίνα, ιδιαίτερα για εσάς. Καλή σας δύναμη!
Πηγή: τaλκ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου