Το μάθημα των Θρησκευτικών, η διδασκαλία της Ιστορίας και η αντικατάσταση των Λατινικών με το μάθημα της Κοινωνιολογίας προφανώς και δεν είναι το «μεγάλο» πρόβλημα της χώρας. Θέτουν, ωστόσο, ένα κρίσιμο ερώτημα: τι είδους εκπαίδευση επιθυμούμε ως κοινωνία και ως Πολιτεία για τους μαθητές και αυριανούς πολίτες (του κόσμου). Σε μια κοινωνία και ένα σχολείο που όλο και περισσότερο αποκτούν διαπολιτισμικό χαρακτήρα και πολυθρησκευτική σύνθεση θα επιλέξουμε τη διδασκαλία ενός μαθήματος πίστης ή γνώσης; Η μετατροπή/αντικατάσταση του μαθήματος των Θρησκευτικών, ως ομολογιακό/κατηχητικό μάθημα που διδάσκεται σήμερα, από την Θρησκειολογία, δεν συνιστά μόνο μια αποφασιστική τομή και ενδυνάμωση της θρησκευτικής ελευθερίας στο σχολείο. Αλλάζει το πολιτισμικό κλίμα μέσα στο σχολείο, συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση του «άλλου», ο οποίος δεν βρίσκεται πλέον μακριά μας, αλλά είναι το παιδί του διπλανού θρανίου, και σιγά-σιγά βοηθά στην συνολική κατανόηση του θρησκευτικού φαινομένου, σε μια περίοδο που οι θρησκείες διαδραματίζουν πολιτισμικό και πολιτικό ρόλο.
Ανάλογες σκέψεις μπορεί να γίνουν και σε ότι αφορά το μάθημα της Ιστορίας. Επιθυμούμε οι μαθητές να ανακαλύψουν την ζώσα και διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, χωρίς εξιδανικεύσεις και φόβο για την πολυχρωμία των ταυτοτήτων, με τρόπους που ενδυναμώνουν την ικανότητά τους να ζουν εποικοδομητικά στον σημερινό κόσμο, ή θα παραμείνουμε σε ένα μονοδιάστατο, παρελθοντολογικό, μυθοπλαστικό, στα όρια του φαντασιακού, αφήγημα της Ιστορίας (μας), πολύ συχνά αντιπαραθετικό με τους «άλλους», συγκρουσιακό και μισαλλόδοξο; Ο Γάλλος Ιστορικός Μαρκ Φερό στο βιβλίο του «Πώς αφηγούνται την Ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο» σημειώνει: «[…] η εικόνα που έχουμε για τους άλλους λαούς και για εμάς τους ίδιους συνδέεται με την Ιστορία που μας έχουν αφηγηθεί όταν ήμαστε παιδιά. Η Ιστορία αυτή μας σημαδεύει σε ολόκληρη τη ζωή μας». Ειδικά, λοιπόν, σε μια περίοδο έντονων ανακατατάξεων στη Βαλκανική, την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο, η διδασκαλία της εθνικής Ιστορίας δεν μπορεί παρά να εξετάζεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο της βαλκανικής, μεσογειακής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Ιστορίας, όπου τις μεσοτοιχίες που τα έθνη έχουν μεταξύ τους (συχνά δύσκολα διακριτές) τις αντιλαμβάνεται όχι ως απειλή αλλά ως ευκαιρία επικοινωνίας και συνεργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η συζήτηση που πυροδότησε (δυστυχώς όχι πάντα επιστημονικής φύσεως) η απόφαση για αντικατάσταση του μαθήματος των Λατινικών με το μάθημα της Κοινωνιολογίας, αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον. Σε ένα κόσμο που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, όπως περιγράψαμε παραπάνω, οι μαθητές και αυριανοί πολίτες αυτού του κόσμου χρειάζονται τη διδασκαλία της μίας και «ουδέτερης» αλήθειας, ή μήπως θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία που ενδυναμώνουν την αμφισβήτηση και τον κριτικό στοχασμό, προκειμένου να κατανοήσουν ένα σύνθετο κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία και συνεχώς εγείρει νέες προκλήσεις για τα άτομα και τις κοινωνίες; Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως οι νέοι χρειάζονται κριτική κοινωνική σκέψη και μια «δεύτερη ματιά» προκειμένου να διακρίνουν, να επιχειρηματολογήσουν, να διαλεχθούν κοινωνικά και πολιτισμικά. Ακολούθως, η εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί να εξαντλείται στη διατύπωση καθολικών νόμων και μονοσήμαντων ερμηνειών, αλλά να αξιώνει σύνθετες αναλύσεις και ερμηνείες για μια σειρά κοινωνικών ζητημάτων, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η πολυπλοκότητα και ο δυναμικά μεταβαλλόμενος χαρακτήρας τους. Εν τέλει, το ερώτημα πίσω από όλη αυτή την συζήτηση για το μάθημα των Θρησκευτικών και την διδασκαλία της Ιστορίας και της Κοινωνιολογίας είναι τι είδους εκπαίδευση επιθυμούμε και για ποια κοινωνία. Δογματική σκέψη, εύπεπτη γνώση και μονοσήμαντες ερμηνείες κατηχητικού και φρονηματιστικού χαρακτήρα ή πλουραλιστική μαθησιακή διαδικασία, κριτική και αδογμάτιστη σκέψη για μια κοινωνία ανοιχτή που διαρκώς αγωνίζεται για τον εκσυγχρονισμό θεσμών και αντιλήψεων;
* Ο Χρήστος Μπαξεβάνης είναι Διδάκτωρ Νομικής στο Α.Π.Θ.
Πηγή: Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου