Της Ζωής Παρμάκη
«Εκατό ζευγάρια μάτια θυμάμαι να είναι καρφωμένα πάνω μου, τίποτε άλλο από την πρώτη ημέρα, από την πρώτη συνάντηση με τα κορίτσια του Εθνικού Ορφανοτροφείου Λάρισας», λέει η τελευταία διευθύντρια του Ορφανοτροφείου Μίτσα Βορβή, κοιτώντας τις φωτογραφίες από τις εκδρομές, τις εκδηλώσεις, τους περιπάτους, τις παρελάσεις και τις γιορτές με τις μαθήτριές της.
Μιλά με τόση αγάπη για τα παιδιά, για τη θέση της κοντά τους και πώς από το Κολωνάκι της Αθήνας που ήταν η σχολή της βρέθηκε στα 21 της χρόνια το 1961 ως παιδαγωγός στο Ορφανοτροφείο Θηλέων της Λάρισας. «Από ένα πείσμα και για τους λουκουμάδες του ζαχαροπλαστείου “Ρόμβος” κατάφερα να μείνω στην πόλη. Μου ήταν πολύ δύσκολο. Ήρθα μόνη μου χωρίς να έχω κανέναν εδώ στα 21 μου για να υπηρετήσω ως παιδαγωγός στο Ορφανοτροφείο. Το ίδρυμα φιλοξενούσε τότε περισσότερα από εκατό παιδιά, όλα κορίτσια από 9 έως και 21 ετών».
Ο ρόλος του Εθνικού Ορφανοτροφείου Θηλέων υπήρξε καθοριστικός, ιδιαίτερα σε εποχές μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν χιλιάδες παιδιά βρέθηκαν στην Ελλάδα έχοντας χάσει τις οικογένειές τους. Συνέβαλε στην κοινωνική ένταξη πολλών παιδιών προσφέροντάς τους τα απαραίτητα εφόδια για τη μετέπειτα ζωή τους. Η ιστορία του Εθνικού Ορφανοτροφείου Λάρισας δεν είναι από τις πιο γνωστές στην πόλη, η Μίτσα Βορβή διετέλεσε επί πολλά έτη δασκάλα και ήταν η τελευταία διευθύντρια του ιδρύματος.
Το Ορφανοτροφείο Θηλέων Λάρισας άρχισε να λειτουργεί το 1937 για να φιλοξενήσει ορφανά, παιδιά που δεν είχαν και τους δύο γονείς ή από οικογένειες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα οι γονείς τους να τα μεγαλώσουν. Δύο και τρία αδερφάκια μαζί έκρυβαν οι χώροι του, «θυμάμαι τις τρεις αδερφούλες. Μαζί ήταν όλα τα χρόνια στο ίδρυμα, μαζί και μετά στη ζωή. Δεν χώρισαν ποτέ», αναφέρει η κ. Βορβή. Στεγάστηκε σε κτίριο στην οδό Αιόλου και ήταν μόνο για κορίτσια ηλικίας από 9 έως 21 ετών.
Το έργο στηριζόταν από επιτροπή στην οποία συμμετείχαν οι τοπικές αρχές. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο νομάρχης, αντιπρόεδρος Α΄ ο Εισαγγελέας, αντιπρόεδρος Β΄ ο πρόεδρος Πρωτοδικών, διευθυντές υπηρεσιών και δύο ευυπόληπτα μέλη της λαρισαϊκής κοινωνίας. Η διευθύντρια απευθυνόταν σε αυτή την επιτροπή για την έγκριση οποιουδήποτε έργου. Το κτίριο της οδού Αιόλου περιλάμβανε τους θαλάμους των κοριτσιών, την τραπεζαρία και την αίθουσα εκδηλώσεων. «Οι πόρτες του ιδρύματος ήταν ανοιχτές για όλη την κοινωνία της Λάρισας αλλά κλειστές για τα κορίτσια», αναφέρει η κ. Μίτσα για να προσθέσει ότι όλο το προσωπικό έμενε στο ίδρυμα «ήταν υποχρεωτική η διαμονή όλων εντός του ιδρύματος, της διευθύντριας, των παιδαγωγών αλλά και του υπόλοιπου προσωπικού».
Εντός του ιδρύματος λειτουργούσε διθέσιο δημοτικό σχολείο, από τα 110 κορίτσια τα 40 – 50 φοιτούσαν στο δημοτικό. Κάθε μέρα τα παιδιά τηρούσαν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Το πρωί χτυπούσε το καμπανάκι για το εγερτήριο. Τα παιδιά σηκώνονταν, ετοιμάζονταν και έπαιρναν πρωινό στην τραπεζαρία. Αμέσως μετά, τα μικρά παιδιά πήγαιναν στο σχολείο, ενώ τα μεγαλύτερα παρακολουθούσαν τα εργαστήρια, όπου μάθαιναν κάποια τέχνη όπως ράψιμο, κέντημα, υφαντική. «Για τα παιδιά ήταν και σχολείο και σπίτι», αναφέρει για να προσθέσει «και αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο. Ως παιδαγωγός δεν είσαι υπεύθυνος μόνο για την εκπαίδευση του παιδιού. Ήμασταν συνέχεια μαζί με τα παιδιά. Ήμουν σε μικρή ηλικία όταν στη συνέχεια έγινα διευθύντρια έπρεπε να κερδίσω τον σεβασμό τους όχι τον φόβο τους». Στο ερώτημα αν ήταν αυστηρή ή ελαστική διευθύντρια η κ. Βορβή λέει ότι «τα παιδιά είναι σαν τα πουλάκια, αν τα έχεις στη χούφτα σου και τα σφίξεις τότε μπορεί να τα σκάσεις αν πάλι ανοίξεις το χέρι σου τότε αυτά θα φύγουν. Μέτρο χρειαζόταν, όχι αυστηρότητα. Τους χρωστώ ευγνωμοσύνη».
Πολλές εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις θρησκευτικού ή εθνικού περιεχομένου σημάδευαν τη ζωή του Ορφανοτροφείου. Τα παιδιά ετοίμαζαν εορταστικές εκδηλώσεις τα Χριστούγεννα, την 25η Μαρτίου και στη λήξη των μαθημάτων και συμμετείχαν στις παρελάσεις κατά τις εθνικές εορτές αλλά και στη γιορτή του Αγίου Αχιλλίου πάντοτε με την επίσημη στολή τους. Τα παιδιά εκκλησιάζονταν υποχρεωτικά κάθε Κυριακή, ενώ ο περίπατος στην πόλη δεν ήταν για όλες υποχρεωτικός. Η έξοδος γινόταν πάντοτε σε γραμμή συνοδευόμενες από την παιδαγωγό μαζί με άλλες κυρίες υπαλλήλους του ιδρύματος. Το Πάσχα συνήθιζαν να ψήνουν αρνιά στην αυλή του ιδρύματος και όλες οι αρχές του τόπου περνούσαν για να ευχηθούν. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις έφερναν κοντά την κοινωνία στο ίδρυμα. Μάλιστα οι προίκες πολλών Λαρισαίων γίνονταν από τα κορίτσια του Ορφανοτροφείου. Συνηθίζονταν πως όταν γεννιόταν ένα κορίτσι στη Λάρισα αμέσως η οικογένεια φρόντιζε να στείλει για να κεντήσουν την προίκα του τα κορίτσια του ιδρύματος. Μια προίκα μπορεί να περίμενε και είκοσι χρόνια για να γίνει. «Δεν υπήρχε απομόνωση. Διοργανώναμε και εκδρομές με τα μεγαλύτερα κορίτσια. Μας φιλοξενούσαν άλλα ορφανοτροφεία και η διάρκειά τους ήταν οκτώ ημέρες», διευκρινίζει κρατώντας στα χέρια της μια από τις φωτογραφίες που είναι όλα τα κορίτσια χαμογελαστά, της κρατούν το χέρι και σίγουρα λίγο πριν το κλικ του φωτογράφου θα σπρώχνονταν για το ποια θα σταθεί δίπλα της.
Οι εκπαιδευτικοί και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι είχαν το δικαίωμα δίωρης άδειας, δύο φορές την εβδομάδα «η διασκέδασή μου ήταν αν έπαιζε καμιά καλή ταινία στο σινεμά πήγαινα εκεί μέχρι που μια μέρα, ενώ έκανα τη βόλτα μου στην Κύπρου μού μύρισαν λουκουμάδες, ήταν το αγαπημένο μου γλυκό. Ακολουθώντας τη μυρωδιά έφτασα στο ζαχαροπλαστείο “Ρόμβος”. Όταν του είπα ότι θα τους έτρωγα εκεί η απάντηση που πήρα ήταν “μόνο του κορίτσι θα κάτσεις να φας εδώ λουκουμάδες;”. Του φάνηκε τόσο περίεργο για την εποχή».
Το προσωπικό του ιδρύματος περιλάμβανε τη διευθύντρια, τη διαχειρίστρια, την παιδαγωγό και τις δασκάλες των τεχνών. Υπήρχε και γιατρός, ο οποίος επισκεπτόταν τακτικά το ίδρυμα. Τα παιδιά ξεκινούσαν την εκμάθηση των τεχνών (υφαντική, ραπτική, πλεκτική) όταν τελείωναν το δημοτικό σχολείο. Στον χώρο του ορφανοτροφείου τα μικρά κορίτσια έπαιρναν τα απαραίτητα εφόδια για τη ζωή τους.
Η Μίτσα Βορβή ήρθε στη Λάρισα ως παιδαγωγός του Ορφανοτροφείου Θηλέων το 1961. Το 1970 σταμάτησε να λειτουργεί ως Ορφανοτροφείο και μετατράπηκε σε Κέντρο Παιδικής Μέριμνας. Όταν ο νόμος έκανε τη φοίτηση σε γυμνάσια υποχρεωτική, πολλά κορίτσια από τα γύρω χωριά της Θεσσαλίας βρέθηκαν στο κέντρο, καθώς δεν υπήρχαν οι υποδομές στα χωριά τους.
Το Κέντρο Παιδικής Μέριμνας ήταν στο πλευρό των κοριτσιών από την πρώτη στιγμή μέχρι και την ώρα που θα έφευγαν για σπουδές, με τα έξοδα όλα πληρωμένα από το Κέντρο.
Πηγή: Ελευθερία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου