Ο Jean Piaget, ο διακεκριμένος ψυχολόγος κι επιστήμονας της Εξελικτικής Ψυχολογίας, υποστήριζε πως ο στόχος ενός δασκάλου νηπιακών τμημάτων, θα πρέπει να είναι ο μαθησιακός πειραματισμός των παιδιών με φρέσκες ιδέες και σύγχρονους τρόπους αντιμετώπισης καθημερινών καταστάσεων, που θα τα βοηθήσουν να κοινωνικοποιηθούν και ταυτόχρονα να καλλιεργήσουν αυτόφωτες μελλοντικές προσωπικότητες, σε αντίθεση με το να μάθουν να αντιγράφουν πάγιες τακτικές παλαιότερων γενεών.
Το ζητούμενο, επομένως, γι’αυτόν, ήταν η διάπλαση ανθρώπων ικανών κι έτοιμων να ερευνήσουν και να ανακαλύψουν, να δημιουργήσουν και να εφεύρουν, κάνοντας χρήση των οπτικοακουστικών και κιναισθητικών μέσων που έχουν στη διάθεσή τους, στο σχολείο.
Σύμφωνα με την ψυχολόγο Δέσποινα Λιμνιωτάκη και το eyedoll.gr, ο χορός και το θεατρικό παιχνίδι, είναι δύο τέτοια σύγχρονα μέσα δημιουργικής εμπειρικής εξερεύνησης και έκφρασης που χειρίζεται το σύγχρονο σχολείο, τα οποία μάλιστα, αν συνδυαστούν αποτελεσματικά, μπορούν να οδηγήσουν στην ολόπλευρη ανάπτυξη και ψυχική ωρίμανση τόσο των παιδιών, όσο και των ενηλίκων.
Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως η εκγύμναση του σώματος είναι το μοναδικό όφελος της εμπειρίας ενός παιδιού, με το χορό. Αν όμως αυτό ήταν αλήθεια, τότε οι άνθρωποι θα περιορίζονταν στην επανάληψη μερικών ασκήσεων, με σκοπό τη βελτίωση της φυσικής τους κατάστασης.
Σε άλλες περιπτώσεις, ο χορός ταυτίζεται με την αρμονική ρυθμική κίνηση όλων των μελών του ανθρώπινου σώματος, ως πράξη που έχει καλλιτεχνική και μόνο αξία.
Μια τέτοια άποψη αγνοεί τη δυναμική του χορού και τη δυνατότητά του να διεγείρει τις αισθήσεις, να ενεργοποιεί, να αποτοξινώνει ή να θεραπεύει, ενώ κανένα από τα παραπάνω επιχειρήματα δεν θα δικαιολογούσε τη στροφή κι επιστροφή των σύγχρονων εκπαιδευτικών κοινοτήτων στο χορό, οι οποίες πλέον βλέπουν το σώμα όχι μόνο ως το δυνατότερο φορέα μηνυμάτων, αλλά και ως ένα μέσο προσωπικής ανάλυσης και ψυχικής αποφόρτισης, που έρχεται να αντισταθμίσει τους αμυντικούς μηχανισμούς που κατασκευάζουν οι άνθρωποι από πολύ μικρή ηλικία.
Πραγματικά, ο χορός είναι η γλώσσα που εξωτερικεύει τις πιο ανομολόγητες γνωστικές και συναισθηματικές εμπειρίες ενός ατόμου. Είναι μια γλώσσα που δεν γνωρίζει σύνορα, που φέρνει τους ανθρώπους κοντά και τους βοηθάει να συνάψουν ισχυρούς διαπροσωπικούς δεσμούς.
Γι’ αυτό και ο χορός είναι παρών παντού, σε κάθε κοινωνική εκδήλωση του ανθρώπου και στις πιο προσωπικές του στιγμές, όπως για παράδειγμα όταν γιορτάζει, όταν θρηνεί (μέσα από το ρυθμικό μοιρολόι και την σπαρακτική ακολουθία του σώματος), όταν παίρνει μέρος σε κάποια λατρευτική εκδήλωση, ακόμα κι όταν κοιμάται.
Το 1872, στο βιβλίο του «Η Έκφραση των Συναισθημάτων στον Άνθρωπο και τα Ζώα», ο Δαρβίνος μιλάει για τον τεράστιο όγκο πληροφοριών που μπορεί κανείς να αντλήσει από τις εκφράσεις του προσώπου και τη στάση του σώματος των ανθρώπων, οπουδήποτε στον κόσμο.
Επιπλέον, ο χορός αποκαλύπτει προθέσεις και μαρτυρά τις διαθέσεις των ανθρώπων ανεξαρτήτου φύλου, φυλής, κουλτούρας ή ηλικίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο χορός είναι αναγκαίο κομμάτι της εκπαίδευσης.
Συνδυάζοντας σωματική και νοητική δραστηριότητα, ο χορός παρακινεί και εμπνέει τα παιδιά να ψάξουν για απαντήσεις σε καθημερινά ερωτήματα.
Το μάθημα χορού δεν απαιτεί από τους μικρούς μαθητές να ακολουθούν τυφλά κανόνες που έχουν θέσει κάποιοι άλλοι, μεγαλύτεροί τους.
Ο χορός μπορεί να απαιτεί πειθαρχία, αλλά ταυτόχρονα ενθαρρύνει τον αυτοσχεδιασμό και την ατομική έρευνα.
Επιπλέον, οι χορευτικές φιγούρες είναι σημάδια καλής υγείας: θέτουν σε κίνηση σώμα και μυαλό, απομακρύνουν τις δυσάρεστες σκέψεις.
Γι’ αυτό άλλωστε και όταν οι άνθρωποι είναι αγχωμένοι, θέλουν να κινηθούν!
Ο χορός διώχνει την ένταση που δημιουργείται από την πολύωρη ακινησία των παιδιών μέσα στην τάξη, διαλύει το θυμό και χαλαρώνει τους μύες.
Τέλος, δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να δημιουργήσουν τον κόσμο που τους αρέσει και τους εκφράζει και να αποκαλύψουν μέσα από την κίνηση, πράγματα που ίσως φοβούνται να δείξουν ή να παραδεχτούν δημοσίως.
Με αυτή την έννοια, ο χορός έχει θεραπευτική σημασία.
Ωστόσο, τα προγράμματα χορού δεν τυγχάνουν της αναγνώρισης ή του σεβασμού που εισπράττουν άλλες δραστηριότητες, όπως ο αθλητισμός, γι’ αυτό και ο χορός είναι αποκομμένος από το ωρολόγιο πρόγραμμα των σχολείων, ενώ διδάσκεται αποσπασματικά και μόνο σε όσα παιδιά το επιθυμούν.
Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι δεν υπάρχει ξεχωριστός χώρος μέσα στο σχολείο για να στεγάσει μια τάξη χορού, αλλά αντίθετα, οι καθηγητές φυσικής αγωγής έχουν την ευθύνη να διδάξουν κάποια βήματα στην αυλή του σχολείου.
Επιπλέον, ο χορός ως δραστηριότητα είναι συνδεδεμένος με τα κορίτσια –τα αγόρια δεν ενθαρρύνονται να χορέψουν, στον ίδιο βαθμό.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά τα μαθήματα χορού έχουν λανθασμένα θεωρηθεί μια ελιτίστικη πρακτική, μια αστική συνήθεια, μια τάση των γόνων της υψηλής κοινωνίας, για προβολή.
Με όλες αυτές τις προκαταλήψεις που πλήττουν την τέχνη του χορού, είναι επόμενο αυτή να μη μπορεί να βρει τη θέση που της αξίζει.
Πηγή: creteplus
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου