Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Τα παιδιά των μεταναστών έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να καταλήξουν σε «φτωχά» σχολεία

Τα παιδιά από οικογένειες μεταναστών που μόλις έφθασαν σε μια χώρα είναι πιθανότερο να αντιμετωπίσουν διαχωρισμό και να καταλήξουν στα σχολεία με λιγότερους πόρους, σύμφωνα με νέα μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.Αυτό οδηγεί σε χαμηλότερες σχολικές επιδόσεις, ενώ υπάρχει μεγάλη πιθανότητα τα παιδιά να εγκαταλείψουν πρόωρα το σχολείο. Από τη μελέτη προκύπτει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν στοχοθετημένη υποστήριξη μέσω της εκπαίδευσης για τα παιδιά των μεταναστών, όπως εξειδικευμένους εκπαιδευτικούς και συστηματική συμμετοχή των γονέων και των κοινοτήτων προκειμένου να βελτιωθεί η ένταξή τους.

Στη μελέτη εξετάζονται οι εθνικές πολιτικές υποστήριξης των νεοαφιχθέντων παιδιών μεταναστών σε 15 χώρες όπου καταγράφηκαν σημαντικά μεταναστευτικά ρεύματα τα τελευταία χρόνια: Αυστρία, Βέλγιο (φλαμανδόφωνη κοινότητα), Τσεχική Δημοκρατία, Κύπρο, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Νορβηγία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο. Η μελέτη διαπιστώνει ότι η Δανία και η Σουηδία διαθέτουν το καλύτερο μοντέλο, που βασίζεται στην προσφορά στοχοθετημένης υποστήριξης και σε ένα λογικό βαθμό αυτονομίας των σχολείων. Οι άλλες χώρες έχουν την τάση να επικεντρώνονται σε μία μόνο από τις πτυχές αυτές, γεγονός που σημαίνει ότι δεν επιτυγχάνουν καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά την ένταξη των παιδιών μεταναστών.

Η κ. Ανδρούλλα Βασιλείου, Επίτροπος αρμόδια για θέματα εκπαίδευσης, πολιτισμού, πολυγλωσσίας και νεολαίας, δήλωσε: «Όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως προέλευσης, αξίζουν μια πραγματική ευκαιρία στον τομέα της εκπαίδευσης ώστε να αποκτήσουν τις δεξιότητες που χρειάζονται στη ζωή και να βελτιώσουν τις επαγγελματικές τους προοπτικές. Πρέπει να βελτιώσουμε τις επιδόσεις της Ευρώπης στον τομέα αυτόν και να δώσουμε μεγαλύτερη υποστήριξη σε ευάλωτες ομάδες. Πρέπει να αλλάξουμε το πνεύμα που επικρατεί ακόμη σε πάρα πολλά σχολεία. Οι μαθητές που έχουν μεγαλώσει σε μια συγκεκριμένη χώρα είναι οι πρώτοι που πρέπει να προσαρμοστούν στα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών. Θα πρέπει να ενθαρρύνονται να τα καλωσορίζουν και για να συμβεί αυτό είναι απαραίτητη η υποστήριξη των γονέων. Αν δεν καταφέρουμε να δράσουμε, υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος όπου η έλλειψη ευκαιριών θα οδηγεί σε ανεπαρκείς σχολικές επιδόσεις και σε μεγαλύτερη πιθανότητα ανεργίας και φτώχειας».

Η ανάλυση της μελέτης υπογραμμίζει τη σημασία της αυτονομίας των σχολείων και της σφαιρικής προσέγγισης στον τομέα της εκπαιδευτικής υποστήριξης για τα νεοαφιχθέντα παιδιά μεταναστών· σε αυτά περιλαμβάνονται η γλωσσική και ακαδημαϊκή υποστήριξη, η συμμετοχή γονέων και κοινοτήτων, καθώς και η διαπολιτισμική εκπαίδευση. Σύμφωνα με την ανάλυση, τα σχολεία θα πρέπει να αποφεύγουν τον διαχωρισμό καθώς και την πρόωρη επιλογή μαθητών ανάλογα με τις ικανότητές τους, δεδομένου ότι αυτό είναι δυνατόν να αποβαίνει σε βάρος των παιδιών από οικογένειες μεταναστών τα οποία βρίσκονται σε στάδιο προσαρμογής σε μια νέα γλώσσα. Η μελέτη υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη να βελτιωθεί η παρακολούθηση και η συλλογή στατιστικών στοιχείων σχετικά με την πρόσβαση, τη συμμετοχή και την επίδοση των μαθητών και φοιτητών από οικογένειες μεταναστών.

Τα πορίσματα της μελέτης αντικατοπτρίζουν τις στατιστικές του προγράμματος διεθνούς αξιολόγησης μαθητών (PISA) του ΟΟΣΑ, το οποίο εξετάζει τις δεξιότητες και τις γνώσεις των 15χρονων μαθητών. Ο ΟΟΣΑ διαπίστωσε ότι το 2010 στην Ευρώπη, το 25,9% των μαθητών που έχουν γεννηθεί σε τρίτες χώρες εγκατέλειψαν πρόωρα την εκπαίδευση ή την κατάρτιση σε σύγκριση με το 13% των μαθητών που έχουν γεννηθεί στη συγκεκριμένη χώρα.

Ιστορικό

Η μελέτη της Επιτροπής διαπιστώνει ότι, στις περισσότερες χώρες, είτε τα σχολεία είναι τα ίδια υπεύθυνα να ακολουθούν γενικές εθνικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την κατανομή των κονδυλίων ή, αντιθέτως, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη αυτονομία ώστε να προσαρμόζουν την υποστήριξη στις ατομικές ανάγκες ούτε για να προσαρμόζουν τις εθνικές πολιτικές στις τοπικές συνθήκες.

Η μελέτη διακρίνει 5 είδη συστημάτων εκπαιδευτικής υποστήριξης:

Tο μοντέλο της ολοκληρωμένης υποστήριξης (παραδείγματα: Δανία, Σουηδία)

Παρέχει συνεχή υποστήριξη στους τομείς που είναι σχετικότεροι με την ένταξη των νεοαφιχθέντων παιδιών μεταναστών: γλωσσική υποστήριξη, ακαδημαϊκή υποστήριξη, συμμετοχή των γονέων, διαπολιτισμική εκπαίδευση και περιβάλλον φιλικό προς τη μάθηση.

Tο μοντέλο της μη συστηματικής υποστήριξης (παραδείγματα: Ιταλία, Κύπρος, Ελλάδα)

Χαρακτηρίζεται από μια τυχαία προσέγγιση όσον αφορά την παρεχόμενη υποστήριξη. Οι πολιτικές δεν είναι πάντα διαρθρωμένες με σαφήνεια, δεν χρηματοδοτούνται επαρκώς ή δεν υλοποιούνται αποτελεσματικά. Οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και τοπικές κοινότητες παραμένουν σε μεγάλο βαθμό χωρίς σαφή καθοδήγηση.

Tο μοντέλο της αντισταθμιστικής υποστήριξης (παραδείγματα: Βέλγιο, Αυστρία)

Περιλαμβάνει όλα τα είδη πολιτικών υποστήριξης, με συνεχή διδασκαλία της γλώσσας της χώρας υποδοχής, αλλά με μάλλον αδύναμη ακαδημαϊκή υποστήριξη, με πρόωρο διαχωρισμό των παιδιών ανάλογα με τις ικανότητες και πρώιμη διαίρεση σε ομάδες ικανοτήτων. Αυτό το μοντέλο είναι «αντισταθμιστικό», επειδή στοχεύει περισσότερο στη διόρθωση των διαφορών, παρά στην αντιμετώπιση του αρχικού μειονεκτήματος.

Το μοντέλο ένταξης (παράδειγμα: Ιρλανδία)

Χαρακτηρίζεται από καλά ανεπτυγμένη συνεργασία και διαπολιτισμικές εκπαιδευτικές πολιτικές. Ο σύνδεσμος μεταξύ σχολείου, γονέων και της τοπικής κοινότητας είναι συστηματικός, ενώ η διαπολιτισμική μάθηση είναι καλά ενσωματωμένη στα προγράμματα σπουδών και προωθείται στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής του σχολείου. Το μοντέλο αυτό δεν επικεντρώνεται στη γλωσσική υποστήριξη.

Tο μοντέλο της κεντρικής υποστήριξης της εισόδου (παραδείγματα: Γαλλία, Λουξεμβούργο)

Επικεντρώνεται στην κεντρική υποδοχή των παιδιών που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών και στην παροχή ακαδημαϊκής υποστήριξης. Προβλέπει καλά ανεπτυγμένα στοχοθετημένα προγράμματα υποστήριξης για τους μαθητές με χαμηλές επιδόσεις, καθώς και γλωσσική υποστήριξη και προσέγγιση των γονέων.

Η ανεξάρτητη μελέτη πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής από το Ινστιτούτο δημόσιας πολιτικής και διοίκησης της Λιθουανίας.

Στο πλαίσιο της στρατηγικής της για την απασχόληση και την ανάπτυξη, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να επενδύσουν περισσότερο στην εκπαίδευση προκειμένου να ενισχύσουν τις οικονομίες τους και να παρέχουν στους νέους τις δεξιότητες που απαιτούνται στην αγορά εργασίας. Οι χώρες της ΕΕ έχουν δεσμευτεί να μειώσουν το ποσοστό των νέων με πολύ περιορισμένες βασικές δεξιότητες (ανάγνωση, μαθηματικά, θετικές επιστήμες), καθώς και των νέων που εγκαταλείπουν πρόωρα το εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι το 2020. Έχουν συμφωνήσει ότι το ποσοστό των 15χρονων με ανεπάρκειες στην ανάγνωση, στα μαθηματικά και στις θετικές επιστήμες θα πρέπει να είναι χαμηλότερο του 15% έως το 2020, ότι το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση θα πρέπει να είναι χαμηλότερο του 10% και ότι το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 30-34 ετών με τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 40%.

Η καθαρή μετανάστευση στην Ευρώπη τριπλασιάστηκε από το 1960. Η διδασκαλία των παιδιών που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών αποκτά ζωτική σημασία· για παράδειγμα, το ακαδημαϊκό έτος 2009/2010 το 17,6% των μαθητών που ήταν εγγεγραμμένοι στα αυστριακά σχολεία δεν είχαν ως πρώτη γλώσσα τα γερμανικά· στην Ελλάδα, το ποσοστό των μαθητών άλλων εθνικοτήτων στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε από 7,3% σε 12% κατά την τελευταία πεταετία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου