ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ
Το παρόν έντυπο εκδόθηκε σε συνεργασία με τον ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΤΥΦΛΩΝ
ΑΘΗΝΑ 2001
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΟΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ
Τα άτομα με πρόβλημα όρασης προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν στις καθημερινές ανάγκες, χρειάζονται εκπαίδευση στους τομείς της Κινητικότητας / Προσανατολισμού (Κ-Π) και των Δεξιοτήτων Καθημερινής Διαβίωσης (ΔΚΔ).
Στον τομέα της Κ/Π ο εκπαιδευόμενος αρχικά μαθαίνει τον τρόπο με τον οποίο συνοδεύεται από ένα βλέποντα, χρησιμοποιώντας ή όχι το λευκό μπαστούνι.
Εκπαιδεύεται στο να μπορεί να προσανατολίζεται και να μετακινείται με ασφάλεια και ανεξαρτησία σε γνωστό ή άγνωστο εσωτερικό χώρο. Συγκεκριμένα το άτομο με πρόβλημα όρασης εκπαιδεύεται στο τομέα της επικοινωνίας με τους βλέποντες για αναζήτηση πληροφοριών, μαθαίνει να θέτει σωστές ερωτήσεις στους βλέποντες για τον προσανατολισμό του, γεγονός που προϋποθέτει γνώση και αντίληψη των εννοιών που έχουν σχέση με το χώρο, με τη θέση του σώματος τους στο χώρο, αλλά και με τις κοινωνικές δεξιότητες.
Η εκπαίδευση ενός ατόμου με πρόβλημα όρασης στη χρήση του λευκού μπαστουνιού με τις σωστές τεχνικές και ανάλογα με την περίπτωση που αντιμετωπίζει κάθε φορά, είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής για την ανεξάρτητη μετακίνηση του. Παράλληλα μαθαίνει να χρησιμοποιεί στο μέγιστο τις υπόλοιπες αισθήσεις και κυρίως την ακοή του. Έτσι πριν ακόμα αρχίσει να μαθαίνει να κινείται με το μπαστούνι του σ' ένα εσωτερικό χώρο εκπαιδεύεται στο πώς να ακολουθεί μια επιφάνεια (τοίχο) με το χέρι του χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα, όταν αυτός το κρίνει αναγκαίο, τεχνικές αυτοπροστασίας του σώματος του.
Μαθαίνει να εξερευνεί συστηματικά ένα εσωτερικό χώρο, να μπορεί να εντοπίζει διάφορα αντικείμενα στο χώρο αυτό, ή πάνω σε μια συγκεκριμένη επιφάνεια, πχ σ' ένα τραπέζι.
Η οργάνωση και η ταξινόμηση αντικειμένων στο χώρο είναι απαραίτητη για το άτομο με πρόβλημα όρασης ώστε να είναι εύκολος ,άνετος και ασφαλής ο εντοπισμός και η χρήση τους.
Η σταθερή θέση των πραγμάτων στο χώρο κρίνεται αναγκαία τόσο στο οικογενειακό όσο και στο εργασιακό περιβάλλον.
Όταν έχει εξασκηθεί αρκετά όσον αφορά τον προσανατολισμό του αρχίζει να μαθαίνει τη χρήση του μπαστουνιού σ' ένα χώρο εσωτερικό. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης μπορεί να επιλεγεί είτε ο χώρος εργασίας του εκπαιδευόμενου, είτε ο χώρος σπουδών του, είτε οποιοδήποτε άλλο κτίριο που ο εκπαιδευτής θεωρεί κατάλληλο για εκπαίδευση.
Για να αισθάνεται ο εκπαιδευόμενος ότι αυτό που μαθαίνει τον εξυπηρετεί άμεσα στη ζωή του επιλέγεται σαν χώρος εκπαίδευσης ένα κτίριο που το χρησιμοποιεί συχνά ο εκπαιδευόμενος όμως αυτό δεν σημαίνει ότι διδάσκεται να κινείται σε συγκεκριμένα κτίρια .
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να μπορεί να κινείται σε οποιοδήποτε κλειστό χώρο, να μπορεί να εξυπηρετείται οπουδήποτε θελήσει να πάει, είτε αυτός ο χώρος είναι δημόσια υπηρεσία, είτε τράπεζα, είτε νοσοκομείο είτε εμπορικό κέντρο κ.λ.π.
Όταν κριθεί από κοινού με τον εκπαιδευόμενο, πως είναι έτοιμος να κινηθεί μόνος του σ' ένα οποιοδήποτε κλειστό χώρο η εκπαιδευτική διαδικασία προχωρά στο εξωτερικό περιβάλλον αρχίζοντας την εκπαίδευση από ήσυχες περιοχές, συνήθως από τη γειτονιά του, χωρίς όμως η εκπαίδευση να περιορίζεται μόνο σ' αυτές τις διαδρομές.
Ο εκπαιδευόμενος μαθαίνει αρχικά να χρησιμοποιεί το μπαστούνι του στο εξωτερικό περιβάλλον ανάλογα με το που κινείται και το ποιοι είναι οι στόχοι του.
Διαφορετική τεχνική χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό ενός μαγαζιού στην εσωτερική πλευρά του πεζοδρομίου και διαφορετική για τον εντοπισμό ενός αντικειμένου κάθετο στην πορεία του πχ τη στάση ενός λεωφορείου ή ενός φαναριού, ενώ διαφορετικές τεχνικές χρησιμοποιεί όταν βρίσκεται σ' ένα ήσυχο περιβάλλον και άλλες σε πολυσύχναστες περιοχές με πολλά εμπόδια.
Βέβαια η κατάκτηση των βασικών εννοιών προσανατολισμού είναι απαραίτητη για να μπορεί να κινηθεί ένα άτομο με πρόβλημα όρασης σε οποιοδήποτε περιβάλλον.
Βασικό μέρος του προσανατολισμού είναι η εκπαίδευση στη μέθοδο της μαγνητοφώνησης προφορικών οδηγιών, στη μέθοδο ανάγνωσης ανάγλυφου χάρτη, με στόχο τη δημιουργία νοητού χάρτη, αλλά και στην εκπαίδευση του ατόμου στην επαφή του με τους βλέποντες.
Τέλος μέρος της εκπαίδευσης είναι και η χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς έτσι ώστε τα άτομα με πρόβλημα όρασης να μπορούν να τα χρησιμοποιούν ελεύθερα και να μην καταφεύγουν στη δαπανηρή λύση του TAXI.
Τα άτομα με πρόβλημα όρασης για να αντεπεξέλθουν ισότιμα κοινωνικά έχουν περισσότερα έξοδα από τους βλέποντες, πολλά απ' τα οποία μπορούν να τα αποφύγουν αν εκπαιδευτούν στον τομέα των Δεξιοτήτων Καθημερινής Διαβίωσης (ΔΚΔ).
Στα πλαίσια της εκπαίδευσης αυτής ο εκπαιδευόμενος μαθαίνει να δουλεύει με τις υπόλοιπες αισθήσεις και ιδιαίτερα με την αφή του.
Ο τομέας των Δ.Κ.Δ. περιλαμβάνει όλες εκείνες τις δραστηριότητες που εκτελούνται σε ημερήσια βάση. Ο τομέας της προσωπικής υγιεινής και φροντίδας είναι ένας απ' τους βασικότερους, γιατί πολύ συχνά αποτελεί αφορμή κριτικής και οίκτου όσον αφορά την εμφάνιση. Η κακή στάση σώματος, η εμφάνιση ενός ανθρώπου ατημέλητου και βρώμικου ίσως και επιφέρει άσχημη εντύπωση.
Πολλά από τα άτομα που έχουν πρόβλημα όρασης για τον ίδιο λόγο αποφεύγουν να δεχτούν πρόσκληση σε τραπέζι, γιατί ενώ μπορούν να σταθούν σωστά σε άλλες περιστάσεις, η δυσκολία που ίσως αντιμετωπίζουν στη διαδικασία του φαγητού, τους αποτρέπει από μια τέτοιου είδους κοινωνική συναναστροφή.
Έτσι οι τεχνικές φαγητού είναι ο τομέας εκείνος των δεξιοτήτων που είναι αυστηρά προσωπικός γιατί δεν θα πρέπει το άτομο που τις διδάσκεται να νιώθει ότι γυρίζει στην παιδική ηλικία όπου οι γονείς του τον μάθαιναν να τρώει μόνος του. Ο εκπαιδευτής πρέπει να δείχνει σεβασμό στις συνήθειες του εκπαιδευόμενου απ' τη στιγμή που εξυπηρετούν τις προσωπικές ανάγκες ή δεν μπορούν να αλλάξουν.
Αλλά και στο χώρο του σπιτιού το άτομο με πρόβλημα όρασης μαθαίνει τεχνικές ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του νοικοκυριού, του μαγειρέματος κτλ, βασιζόμενος τόσο σε ειδικές τεχνικές, όσο και στη χρήση τεχνικών βοηθημάτων, όπου αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο.
Η εκμάθηση γραφής βλεπόντων για τους εκ γενετής τυφλούς, η χρήση τεχνικών και βοηθημάτων γραφής για να συνεχίσουν τη γραφή οι νεοτυφλωθέντες, η εκμάθηση Braille που είναι η γραφή των τυφλών, είναι σημαντικά θέματα της εκπαίδευσης και διευκολύνουν τη γραπτή επικοινωνία.
Βασικό κομμάτι της εκπαίδευσης στις ΔΚΔ είναι η αναγνώριση και χρήση των χρημάτων που σχετίζεται με την επικοινωνία με τους βλέποντες και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης ακόμα και για κείνους τους εκπαιδευόμενους που δεν συμμετέχουν σε μαθήματα ΔΚΔ, αλλά μόνο στην Κ-Π, γιατί, δεν έχει νόημα το να μπορεί κανείς να εντοπίζει τα μαγαζιά της γειτονιάς του αν δεν μπορεί να ψωνίζει απ' αυτά.
Τα μαθήματα στις ΔΚΔ, τουλάχιστον όσον αφορά στους ενήλικες, παρέχονται στο χώρο κατοικίας του εκπαιδευόμενου. Αυτός ο παράγοντας είναι μια πρόσθετη δυσκολία για τον εκπαιδευτή γιατί ενώ κάνει τη δουλειά του πρέπει να σέβεται τον προσωπικό χώρο του εκπαιδευόμενου, ώστε ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, να νιώσουν ότι κάποιος ξένος «εισβάλλει» στο σπίτι τους.
Ο εκπαιδευτής πρέπει να λάβει υπόψη τον τρόπο ζωής του εκπαιδευόμενου και της οικογένειας του ώστε να προτείνει τις απαραίτητες προσαρμογές που θα τους διευκολύνουν και θα τους ανακουφίσουν.
Αυτό το σημείο είναι πολύ λεπτό γιατί πολλές φορές τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας νιώθουν είτε ενοχές υιοθετώντας μια υπερπροστατευτική στάση, είτε ασυνείδητα ασκούν εξουσία στον εκπαιδευόμενο θέλοντας να ορίσουν τη ζωή του.
Τέτοιου είδους συναισθήματα πρέπει να ανιχνευθούν από τον εκπαιδευτή που θέλει το οικογενειακό περιβάλλον του εκπαιδευόμενου αρωγό στην εκπαιδευτική διαδικασία και όχι αντίπαλο.
Αντικειμενικοί αλλά και ψυχολογικοί παράγοντες υπεισέρχονται στην εκπαίδευση στους παραπάνω τομείς επηρεάζοντας τη σχέση εκπαιδευτή-εκπαιδευόμενου, εκπαιδευτή-οικογενειακού περιβάλλοντος αλλά και του ίδιου του εκπαιδευόμενου πρώτα με τον εαυτό του αλλά και με την οικογένεια του.
Οι ρόλοι των ατόμων που εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να αποσαφηνίζονται από την αρχή της συνεργασίας τους.
Η εκπαίδευση είναι εξατομικευμένη και διαφοροποιείται ανάλογα με την αιτία της απώλειας όρασης, το ποσοστό λειτουργικής όρασης, με την ηλικία εκδήλωσης του προβλήματος όρασης, με την ηλικία που ξεκινά την εκπαίδευση, με την ύπαρξη πιθανών επιπρόσθετων δυσκολιών.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα διαμορφώνεται σύμφωνα με τις ανάγκες, επιθυμίες, ενδιαφέροντα και τις δυνατότητες του εκπαιδευόμενου.
Για παράδειγμα, όταν η εκπαίδευση στην Κ-Π απευθύνεται σ' ένα εκ γενετής τυφλό άτομο πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στον προσανατολισμό αφού ο εκπαιδευόμενος δεν έχει δει σχήματα, και δεν γνωρίζει έννοιες.
Αντίθετα στους νεοτυφλωθέντες ο εκπαιδευτής έρχεται αντιμέτωπος με τα ψυχολογικά προβλήματα που δημιουργεί στο άτομο η απώλεια όρασης. Αυτά διαφοροποιούνται σε ένταση από την δομημένη προσωπικότητα του εκπαιδευόμενου, από την ηλικία του, από το αν ήταν σταδιακή ή ξαφνική η απώλεια όρασης. Ο εκπαιδευόμενος εκπαιδεύεται σε καινούργιους τρόπους για να εκτελεί αυτές τις δραστηριότητες που έκανε πριν χάσει την όραση του, ανακαλύπτει δυνατότητες που εξακολουθεί να έχει και μετά την απώλεια όρασης, συνειδητοποιώντας παράλληλα την απώλεια.
Απλές καθημερινές τεχνικές όπως είναι η «μέθοδος του ρολογιού» κυρίως στις ΔΚΔ, ενισχύουν την εικόνα του εκπαιδευόμενου για τον εαυτό του και ενισχύουν την αυτοπεποίθηση του.
Όσον αφορά την εκπαίδευση των μερικώς βλεπόντων, ο εκπαιδευτής πρέπει να έχει υπόψη το εύρος των διαφορετικών περιπτώσεων ανάλογα με το ποσοστό της εναπομείνασας όρασης. Είναι απαραίτητος ο από κοινού σχεδιασμός του εκπαιδευτικού προγράμματος, αξιολογώντας αρχικά τη λειτουργική όραση του εκπαιδευόμενου στο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον τόσο κατά την διάρκεια της ημέρας αλλά και της νύχτας και ανάλογα με τις συνθήκες φωτισμού στους χώρους τους οποίους κινείται. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι κάποιες χρωματικές αντιθέσεις που μπορεί να εξυπηρετούν ένα άτομο να μη διευκολύνουν κάποιο άλλο.
Σημαντικός ρόλος του εκπαιδευτή είναι μέσα από την παρατήρηση, η αξιολόγηση της κίνησης του εκπαιδευομένου σε πολυσύχναστα μέρη, έτσι ώστε να κρίνει το είδος του μπαστουνιού που χρειάζεται, είτε προτείνοντας το μπαστούνι σύμβολο που λειτουργεί ως ένδειξη για τους βλέποντες ότι το άτομο που κυκλοφορεί δίπλα τους έχει πρόβλημα όρασης, είτε το λευκό μακρύ μπαστούνι που χρησιμοποιούν και τα άτομα με ολική απώλεια όρασης.
Ανάλογα με τις ανάγκες και τις συνθήκες του περιβάλλοντα χώρου, το άτομο με μερική όραση χρησιμοποιεί άλλοτε το μπαστούνι σύμβολο και άλλοτε το μακρύ λευκό μπαστούνι.
Επίσης η χρήση οπτικών βοηθημάτων διευκολύνει σε σημαντικό βαθμό τις δραστηριότητες ενός ατόμου με μερική όραση.
Η εκπαίδευση στη χρήση οπτικών βοηθημάτων γίνεται σε συνεργασία του εκπαιδευτή με τον οπτομέτρη χαμηλής όρασης, που είναι ο πλέον αρμόδιος για να προτείνει τα κατάλληλα οπτικά βοηθήματα, ανάλογα με τις δραστηριότητες του κάθε ατόμου.
Η εκπαίδευση δεν απευθύνεται μόνο στα άτομα που δεν κινούνται ανεξάρτητα. Ακόμα και άτομα που μόνα τους έχουν υποχρεωθεί να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της καθημερινότητας βρίσκοντας δικές τους τεχνικές, μπορούν να επωφεληθούν με την συμμετοχή τους στην εκπαίδευση, προσαρμόζοντας τις τεχνικές τους, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν σε πόλεις και κοινωνίες που κατά μία έννοια γίνονται εχθρικές για όλους και ιδιαίτερα για τα άτομα με πρόβλημα όρασης.
Οι νέες συνθήκες όπως η λειτουργία του μετρό, το έντονο κυκλοφοριακό, η όλο και μεγαλύτερη χρήση ψηφιακών μηχανών, καθιστούν αναγκαία την συνεχή εκπαίδευση των ατόμων με πρόβλημα όρασης.
Ο εκπαιδευτής Κ-Π και ΔΚΔ είναι δίπλα του και μπορούν μαζί να συνεργαστούν για την άμεση βελτίωση της ζωής του.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΟΡΑΣΗΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Η απώλεια όρασης στην ενήλικη ζωή είτε έρχεται ξαφνικά είτε αργά, σταδιακά σημαίνει απώλεια μιας ζωής που έχει γίνει μέρος του ανθρώπου. Σημαίνει το τέλος συγκεκριμένων μεθόδων και πρακτικών στην καθημερινή του ζωή, την απώλεια σχέσεων που έχει χτίσει με άλλους ανθρώπους, με το περιβάλλον, με τον κόσμο γύρω του μέσα από τα χρόνια που έχουν περάσει.
Η απώλεια όρασης είναι ένα χτύπημα καταστρεπτικό για ολόκληρη την εικόνα του ατόμου για τον εαυτό του, μια εικόνα που έχει κατασκευάσει ασυνείδητα, αλλά πολύ προσεκτικά στη διάρκεια όλης του της ζωής. Πρόκειται για ένα χτύπημα στην ίδια του την ύπαρξη, για μια γενικότερη απώλεια όλης της μέχρι τώρα οργάνωσης της προσωπικότητας του.
Πιο συγκεκριμένα ένας άνθρωπος που χάνει την όραση του υφίσταται πολλές απώλειες, η καθεμιά από τις οποίες είναι σοβαρή από μόνη της:
Κλονίζεται η ψυχολογική του ασφάλεια: χάνει την αίσθηση της σωματικής ολότητας, νιώθει διαφορετικός από αυτό που ήταν πριν, αλλά και διαφορετικός σε σχέση με τους άλλους, χάνει την εμπιστοσύνη στις υπόλοιπες αισθήσεις, αλλά και την επαφή του με τον κόσμο γύρω του (όπως μέχρι τώρα εννοούσε την επαφή μέσω της όρασης).
Δυσκολεύεται σε βασικές δεξιότητες, σε τεχνικές καθημερινές διαβίωσης που μέχρι τώρα εφήρμοζε, παύει να κινείται ελεύθερα ή κινείται διστακτικά έχοντας κινδύνους και εμπόδια να αντιμετωπίσει, νιώθει αμηχανία περπατώντας μπροστά σε άλλους φοβούμενος μην πέσει, κλπ.
Προβλήματα αντιμετωπίζει και στον τομέα της επικοινωνίας: χάνει την άνεση του να γράφει και να διαβάζει με αποτέλεσμα ίσως να μην μπορεί να παραμείνει στην εργασία του, ενώ παράλληλα χάνει την άνεση του και στην προφορική επικοινωνία καθώς δεν έχει τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τη στάση του σώματος, τις χειρονομίες και τις εκφράσεις προσώπου του συνομιλητή του. Ταυτόχρονα χάνει τη δυνατότητα ενημέρωσης του μέσα από το διάβασμα εντύπων και την παρατήρηση ανθρώπων και πραγμάτων.
Αδυνατεί να εκτιμήσει οπτικά διάφορα πράγματα, να αντιληφθεί το ωραίο, να δει αγαπημένα πρόσωπα.
Τις περισσότερες φορές χάνει την εργασία του, την καριέρα του, τους επαγγελματικούς στόχους που είχε θέσει, καθώς έχει πια περιορισμένες ευκαιρίες. Κατά συνέπεια χάνει την οικονομική του άνεση και ανεξαρτησία, αλλά και τις δυνατότητες αναψυχής που μέχρι τώρα είχε.
Όλα όσα αναφέρθηκαν οδηγούν σε μια γενικότερη απώλεια στο σύνολο της προσωπικότητας. Χάνεται η προσωπική ανεξαρτησία, η κοινωνική επάρκεια, η θέση που είχε στην οικογένεια και στην κοινωνία. Χάνεται όμως ταυτόχρονα και η ιδιωτική ζωή, η δυνατότητα να κινείται κανείς ανάμεσα στους άλλους χωρίς να ξεχωρίζει, η δυνατότητα να περνά απαρατήρητος. Με τον τρόπο αυτό χάνεται τελικά η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμηση. Επέρχεται σταδιακά μια γενικότερη απώλεια όλης της μέχρι τώρα οργάνωσης της προσωπικότητας.
Ένας άνθρωπος που χάνει την όραση του ως ενήλικας περνά από μια διαδικασία πένθους για τη ζωή που έφυγε. Πρόκειται για μια συναισθηματική διαδικασία απαραίτητη για την αποκατάσταση του, η οποία απαιτεί όμως χρόνο, ενέργεια και κουράγιο. Η διαδικασία του πένθους ξεκινά με το σοκ στο άκουσμα της διάγνωσης, συνεχίζει με άρνηση της πραγματικότητας, ακολουθεί η προσπάθεια διατήρησης της ελπίδας, η οποία καταλήγει σε θυμό, οργή και τελικά σε κατάθλιψη και απομόνωση.
Σταδιακά όμως επέρχεται η αποδοχή της απώλειας της όρασης ως πραγματικότητας και μέσα από συναισθήματα πόνου και λύπης γίνεται τελικά η εισαγωγή στη νέα κατάσταση. Η ζωή διαμορφώνεται πλέον μέσα από νέα δεδομένα και με νέους κανόνες. Η προσωπικότητα αναδιοργανώνεται μέσα από νέα σχήματα. Η ζωή μπορεί ακόμα να είναι όμορφη.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας πένθους, όταν το άτομο έχει αποδεχθεί την κατάσταση ως πραγματικότητα και είναι έτοιμος να την αντιμετωπίσει, επιθυμεί να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης και να δεχθεί εκπαίδευση στην Κινητικότητα, τον Προσανατολισμό (Κ/Π) και τις Δεξιότητες Καθημερινής Διαβίωσης (ΔΚΔ). Τότε μόνο μπορεί να αξιολογήσει την πραγματικότητα και να κάνει προσαρμογές σε αυτήν . Μέσα από την εκπαίδευση εντοπίζει τις δυσκολίες και τις δυνατότητες του και μαθαίνει νέες τεχνικές και μεθόδους για να παραμείνει ανεξάρτητος. Μέσα από όλη αυτή την εκπαιδευτική διαδικασία προκύπτουν συναισθήματα ανακούφισης και ενδυνάμωσης, η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμηση ενισχύονται.
Η ΣΧΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ Κ-Π ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΚΔ
Σύμμαχος ενός ατόμου με πρόβλημα όρασης στην προσπάθεια του να επανακτήσει την ανεξαρτησία του είναι ο/η εκπαιδευτής/τρια Κινητικότητας / Προσανατολισμού (Κ/Π) και Δεξιοτήτων Καθημερινής Διαβίωσης (ΔΚΔ). Μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία αναπτύσσεται η σχέση εκπαιδευτή-εκπαιδευόμενου, προκύπτουν συναισθήματα, ανταλλάσσονται απόψεις. Υπάρχει μια συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ τους, η οποία επηρεάζει την εκπαιδευτική διαδικασία. Ο εκπαιδευτής γνωρίζει τη σχέση αυτή και έχει τη δυνατότητα να τη χρησιμοποιήσει θετικά προς όφελος του εκπαιδευόμενου του, διευκολύνοντας το εκπαιδευτικό έργο και συνεισφέροντας πιο αποτελεσματικά στην προσπάθεια του εκπαιδευόμενου να αποκτήσει νέες δεξιότητες.
Θετικά συναισθήματα διευκολύνουν τη διαδικασία της μάθησης. Αρνητικά τη δυσχεραίνουν. Ο εκπαιδευτής πρέπει να κρατά απόσταση από τον εκπαιδευόμενο, να λειτουργεί ουδέτερα και να ελέγχει τις αντιδράσεις του.
Συχνά ο εκπαιδευόμενος νιώθει φόβο ή άγχος κατά την εκπαίδευση. Κινείται σε ένα περιβάλλον που δεν του είναι οικείο, ίσως του είναι και απειλητικό. Καθώς μαθαίνει νέες τεχνικές για να κινείται, νιώθει φόβο μην χτυπήσει. Αυτός ο φόβος μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορα σωματικά συμπτώματα και να μπλοκάρει το λογικό τρόπο σκέψης του εκπαιδευόμενου. Συνήθως το άγχος εμφανίζεται σε καταστάσεις επικίνδυνες, σε άγνωστα μέρη ή σε πολύπλοκα σημεία. Εσφαλμένη αντίδραση του εκπαιδευόμενου μπορεί να οφείλεται στο άγχος που βιώνει εκείνη τη στιγμή και αυτό δεν πρέπει να παραβλέπεται από τον εκπαιδευτή. Η μετάβαση από ένα στάδιο εκπαίδευσης στο επόμενο δεν πρέπει να γίνεται γρήγορα, παρά μόνο όταν έχουν κατακτηθεί οι προηγούμενοι στόχοι και έχει αποκτηθεί η απαραίτητη άνεση. Ο εκπαιδευτής πρέπει να συζητά με τον εκπαιδευόμενο τονίζοντας του ότι ο φόβος είναι φυσική αντίδραση, για την οποία δεν θα πρέπει να ντρέπεται, βοηθώντας τον έτσι να ελέγχει τις συνέπειες του άγχους στην απόδοση του.
Οι εκπαιδευόμενοι ξεκινούν συχνά την εκπαίδευση σε μία κατάσταση εξάρτησης από το οικογενειακό περιβάλλον, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα στον προσανατολισμό και τη μετακίνηση τους ακόμα και μέσα στο σπίτι τους, όπως συμβαίνει κυρίως στην περίπτωση των νεοτυφλωθέντων. Στην αρχή η κίνηση χωρίς όραση τους φαίνεται αδύνατη, όμως μέσα από ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης στην Κ/Π ανακαλύπτουν τις δυνατότητες τους, αλλά και τις πραγματικές δυσκολίες τους. Στο σημείο αυτό ο εκπαιδευτής βοηθά τον εκπαιδευόμενο να αντιληφθεί και να δεχτεί τα όρια των δυνατοτήτων του παρακινώντας τον να συνεχίσει την προσπάθεια του αν είναι διστακτικός, ενώ μπορεί να καταφέρει περισσότερα, ή αντίθετα να περιοριστεί σε ότι μέχρι τώρα έχει κατακτήσει σε περίπτωση που ο εκπαιδευόμενος επιδιώκει στόχους υψηλότερους των δυνατοτήτων του. Κάτι τέτοιο θα τον οδηγούσε σε συνεχείς αποτυχίες και απογοητεύσεις. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να δέχεται το γεγονός της πραγματικής του εξάρτησης από άλλα άτομα.
Εξάρτηση συναντούμε όμως και στη σχέση του εκπαιδευόμενου με τον εκπαιδευτή του. Μπορεί αρχικά να εξαρτάται από αυτόν για να κατακτήσει νέες γνώσεις και δεξιότητες, όμως στην πορεία μέσα από την εμπιστοσύνη που αναπτύσσεται και όσο νέες δεξιότητες κατακτώνται ο εκπαιδευτής ωθεί τον εκπαιδευόμενο σε όλη και μεγαλύτερη ανεξαρτησία, καθώς η εκπαίδευση περνά από το ένα στάδιο στο επόμενο.
Ο εκπαιδευτής έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει τον εκπαιδευόμενο να διατηρήσει μια ισορροπία μεταξύ πραγματικής και μη πραγματικής εξάρτησης.
Δυσκολίες στο εκπαιδευτικό έργο προκύπτουν συχνά και από την εικόνα του εαυτού του, που έχει ο εκπαιδευόμενος σε σχέση με τον κόσμο γύρω του. Η συνεχής αίσθηση ότι είναι το κέντρο της προσοχής, ότι ίσως φέρεται με τρόπο παράξενο ή κοινωνικά μη αποδεκτό, ο φόβος μήπως πχ. δεν τρώει σωστά ή παραπατάει στο δρόμο, δυσχεραίνουν την εκπαιδευτική διαδικασία: διστάζει περισσότερο, παύει να κινείται ελεύθερα. Αυτό επιδεινώνεται με την επίγνωση του εκπαιδευόμενου για την εσφαλμένη εικόνα που έχει η πλειοψηφία των βλεπόντων σχετικά με τα άτομα με προβλήματα όρασης, που θεωρούνται ως άτομα πλήρως εξαρτημένα με συνεχή ανάγκη της βοήθειας τους.
Ένας νέος εκπαιδευόμενος δεν κινείται άνετα καθώς τώρα διδάσκεται τις τεχνικές. Επιπλέον το λευκό μπαστούνι τραβά την προσοχή. Πιστεύει ότι όλοι τον βλέπουν, ακόμα και αν δεν τον βλέπουν, αίσθηση που επηρεάζει αρνητικά το εκπαιδευτικό έργο και για πολλούς ακόμα αναστέλλει ή αποκλείει εντελώς την ιδέα να δεχτούν μια τέτοια εκπαίδευση. Η πρόοδος τους όμως στη χρήση του λευκού μπαστουνιού, οι επιτυχίες τους, η άνεση και η αυτονομία που επιτυγχάνουν σταδιακά τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν, βελτιώνοντας έτσι την εικόνα του εαυτού τους. Η προσπάθεια τους για κατάκτηση της ανεξαρτησίας ενισχύεται σημαντικά από τα ειλικρινή σχόλια των εκπαιδευτών τους με την παρουσίαση των θετικών αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης, αλλά και από τη διακριτική και ευγενική αντιμετώπιση του κόσμου.
Αναμενόμενη είναι και η αντίδραση του εκπαιδευόμενου, η οποία εκδηλώνεται είτε ως άρνηση να κρατήσει το λευκό μπαστούνι ή να δεχτεί οποιαδήποτε εκπαίδευση είτε ως συνεχείς αντιρρήσεις να εκτελέσει όσα διδάσκεται. Άλλες φορές πάλι μέσα από συνεχείς ακυρώσεις μαθημάτων διακρίνεται η απροθυμία του να συνεχίσει. Η αντίδραση αυτή προέρχεται ίσως από το φόβο του να προχωρήσει στα πιο δύσκολα ή από πιέσεις μιας υπερπροστατευτικής οικογένειας η οποία δεν συμφωνεί με την ιδέα της ανεξάρτητης κίνησης του ή απλά από την επιθυμία του ίδιου του εκπαιδευόμενου να παραμείνει εξαρτημένος αποφεύγοντας την ένταξη στο περιβάλλον γύρω του. Όποια και αν είναι η αιτία, ο εκπαιδευτής μέσα από συζήτηση μπορεί να την ανακαλύψει, να την αντιμετωπίσει και να δράσει ανάλογα.
Ο εκπαιδευτής ίσως νιώθει συχνά φόβο ή ανασφάλεια για το έργο του κυρίως όταν δεν μπορεί να ελέγχει τις συνθήκες γύρω του ή την επίδοση του εκπαιδευόμενου του. Τότε υπάρχει ο κίνδυνος να θέτει περιορισμούς στον εκπαιδευόμενο του, να γίνεται υπερπροστατευτικός και να τον εμποδίζει να κάνει μόνος του πράγματα που θα κατάφερνε.
Βασικό στοιχείο τέλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι η ικανοποίηση του εκπαιδευτή από την απόδοση του εκπαιδευόμενου του, η οποία συντηρεί το ενδιαφέρον του για τη δουλειά του και τον βοηθά να χτίζει καλές σχέσεις με τους εκπαιδευόμενους του, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στην πρόοδο τους.
Η επίγνωση της συνεισφοράς του στην ευτυχία του εκπαιδευόμενου του, καθώς και η πρόοδος που επιτυγχάνει ο εκπαιδευόμενος περνώντας από την εξάρτηση στην ανεξαρτησία, κάνουν τον εκπαιδευτή να νιώθει όμορφα με τη δουλειά του και να επικοινωνεί καλύτερα με τον εκπαιδευόμενο του, ο οποίος με τη σειρά του νιώθοντας την ικανοποίηση του εκπαιδευτή του, αποδίδει καλύτερα.
Ο εκπαιδευτής Κ/Π είναι ένας επαγγελματίας που βοηθά τον άνθρωπο με πρόβλημα όρασης να προσαρμοστεί σε μια νέα κατάσταση αναπτύσσοντας το μέγιστο των δυνατοτήτων του και αντλεί χαρά βλέποντας τον να επανακτά την ανεξαρτησία του και την αξιοπρέπεια του.
ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ Κ-Π ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΚΔ
Ο εκπαιδευτής Κ/Π πρέπει να συνεργάζεται στα πλαίσια διεπιστημονικής ομάδας με άλλους επαγγελματίες (κοινωνική λειτουργός, ψυχολόγος, εργοθεραπευτής, οπτομέτρης, κλπ), ο καθένας από τους οποίους αξιολογεί τον εκπαιδευόμενο από τη δική του οπτική γωνία έτσι ώστε αυτός να αντιμετωπίζεται σαν σύνολο και να δέχεται όλες τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για να καλύπτονται οι επιμέρους ανάγκες του.
Μέσα από τις τακτές συναντήσεις της διεπιστημονικής ομάδας, ανταλλάσσονται στοιχεία, εμπειρίες και απόψεις. Διαφορετικά, έλλειψη αυτής της ομάδας αναγκάζει τον εκπαιδευτή να παρεμβαίνει σε περιοχές που βρίσκονται πέρα από το πεδίο δράσης του. Ο εκπαιδευτής Κ/Π και ΔΚΔ πρέπει να ξεκαθαρίζει με σαφήνεια τα όρια του επαγγέλματος του και παράλληλα να έρχεται σε επαφή με άλλους επαγγελματίες της αποκατάστασης και να τους εξηγεί με ακρίβεια το περιεχόμενο της δουλειάς του. Μέσα από αυτούς μπορεί να μάθει πολλά, αλλά και εκείνοι από αυτόν, έτσι ώστε να ενεργούν όλοι μαζί προς όφελος των εκπαιδευομένων.
Στην εκπαιδευτική διαδικασία πρωτεύοντα ρόλο παίζει η στήριξη της οικογένειας, η οποία και αυτή με τη σειρά της χρειάζεται και η ίδια στήριξη, καθώς περνά από τα ίδια στάδια 'πένθους' μέχρι να φτάσει στην τελική αποδοχή του προβλήματος όρασης του μέλους της. Η οικογένεια αρχικά αρνείται το γεγονός, αισθάνεται αδύναμη και αβοήθητη, ανεπαρκής, ίσως και ένοχη. Είναι συχνό το φαινόμενο μέλη της οικογένειας να αρνούνται για καιρό το πρόβλημα, να αποτρέπουν τον εκπαιδευόμενο από την προσπάθεια του, να φοβούνται ή να μην τον εμπιστεύονται, μη δίνοντας του ευκαιρίες να εφαρμόσει σε ώρες πέρα των μαθημάτων όσα διδάσκεται από τον εκπαιδευτή του. Άλλες φορές πάλι βιάζονται και δεν του αφήνουν περιθώριο να ολοκληρώσει μόνος κάποιες δραστηριότητες ή διαδρομές.
Χρειάζεται ενημέρωση της οικογένειας για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, εκπαίδευση της σε συγκεκριμένες τεχνικές, έτσι ώστε να συνεχίζεται και στο σπίτι το έργο του εκπαιδευτή, επαφή με άλλες οικογένειες που βρίσκονται αντιμέτωπες με την ίδια κατάσταση, ανοιχτή επικοινωνία και ειλικρίνεια μεταξύ των μελών της οικογένειας και του μέλους με πρόβλημα όρασης σχετικά με τις δυσκολίες και τα συναισθήματα που προκύπτουν.
Η οικογένεια μπορεί και πρέπει να εμπλακεί ενεργά, μπορεί σίγουρα να συνεισφέρει αποτελεσματικά στην εκπαιδευτική διαδικασία εκφράζοντας στον εκπαιδευόμενο την αποδοχή και την αγάπη της, προσφέροντας του παράλληλα κίνητρα και αφήνοντας του περιθώρια να ενεργεί μόνος. Με την στήριξη, κατανόηση και προτροπή της οικογένειας του, αποδέχεται πιο εύκολα τον εαυτό του και κινητοποιείται και ο ίδιος περισσότερο για να τον βοηθήσει.
Η εκπαίδευση στην Κινητικότητα και τον Προσανατολισμό γίνεται σε συνεχή επαφή με τον κόσμο γύρω μας και μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Το γεγονός αυτό παρά τα θετικά στοιχεία που συνεπάγεται, φέρνει μαζί του και πολλά αρνητικά:
α. Ο εκπαιδευόμενος είναι διαρκώς αντικείμενο παρατήρησης από τους περαστικούς με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις που επιφέρει αυτό στην εικόνα του εαυτού του, θέμα το οποίο παρουσιάστηκε νωρίτερα.
β. Ο κόσμος γύρω, σχεδόν πάντα αγνοώντας της διαδικασία της εκπαίδευσης, επεμβαίνει για να βοηθήσει τον εκπαιδευόμενο, πολλές φορές χωρίς να ρωτήσει αν πράγματι χρειάζεται βοήθεια και σχεδόν πάντα με λάθος τρόπο, είτε σπρώχνοντας τον είτε τραβώντας τον από το χέρι. Όλοι θα πρέπει να σέβονται την προσπάθεια ενός ανθρώπου με πρόβλημα όρασης να κινείται μόνος, και πριν επέμβουν, να τον ρωτούν αν χρειάζεται βοήθεια, αφήνοντας τον πάντα να τους υποδεικνύει το σωστό τρόπο.
γ. Το εξωτερικό περιβάλλον των μεγαλουπόλεων κρύβει πολλές δυσκολίες και κινδύνους, και ένα άτομο με πρόβλημα όρασης χρειάζεται πολύ κουράγιο, υπομονή και θέληση για να αντεπεξέλθει σ' αυτό. Δεν χρειάζεται να αναφερθούν παραδείγματα. Μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας μας ενημερώνει πλήρως για την κατάσταση.
Μέσα από το διοικητικό συμβούλιο και την υπηρεσία Κ/Π και ΔΚΔ του Π.Σ.Τ., υπάρχει συνεχής επαφή με οργανισμούς και φορείς, προτείνεται, υποστηρίζεται και απαιτείται πολλές φορές η εφαρμογή σωστών πρακτικών για τη βελτίωση των συνθηκών μετακίνησης των ανθρώπων με πρόβλημα όρασης.
Τέλος ο πολύ μικρός αριθμός εκπαιδευτών Κ/Π και ΔΚΔ δυσχεραίνει το έργο τους, δημιουργώντας μεγάλη λίστα αναμονής για όσους επιθυμούν να εκπαιδευτούν. Παράλληλα καλύπτονται ανάγκες και σε άλλες πόλεις: το 1994 πραγματοποιήθηκε πρόγραμμα εκπαίδευσης βλεπόντων εκπαιδευτών στη Ρόδο. Έχει γίνει επίσκεψη στο ειδικό δημοτικό σχολείο τυφλών στα Ιωάννινα, ενώ μέσα στο 2000 πραγματοποιήθηκε πρόγραμμα εκπαίδευσης στην Κ/Π και τις ΔΚΔ στο ειδικό δημοτικό σχολείο τυφλών Πάτρας με τη συνεργασία Π.Σ.Τ και Κ.Ε.Α.Τ.
ΟΦΕΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η εκπαίδευση γίνεται με θέληση και αίτημα του ίδιου του ενδιαφερόμενου. Αν δεν υπάρχει ουσιαστικό αίτημα από τη μεριά του δεν είναι δυνατό να ξεκινήσει και να ολοκληρώσει την εκπαίδευση. Όταν όμως υπάρχει πραγματική ανάγκη και ουσιαστικό αίτημα τότε τα οφέλη που αποκομίζει ο ενδιαφερόμενος από την εκπαίδευση είναι μεγάλα και πολλαπλά.
Αρχικά βελτιώνεται η Κινητικότητα και ο Προσανατολισμός στο χώρο (εσωτερικό και εξωτερικό), γνωστό και άγνωστο. Αποκτά μια πολύτιμη γνώση για τις τεχνικές που μπορεί να χρησιμοποιεί για κάθε περίπτωση και οι οποίες τον προφυλάσσουν από εμπόδια και περιβαλλοντολογικούς κινδύνους. Οι τεχνικές Κ/Π παρέχουν στο άτομο που τις χρησιμοποιεί ασφάλεια, άνεση και ανεξαρτησία, ενώ μετακινείται από το ένα μέρος στο άλλο.
Παρέχουν ασφάλεια γιατί ειδοποιούν το άτομο για τα εμπόδια που υπάρχουν εμπρός του, ανακαλύπτουν τα κενά στο έδαφος και προσανατολίζουν σωστά ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να χαθεί το άτομο με πρόβλημα όρασης.
«Όταν άρχισε η εκπαίδευση μου στην κινητικότητα, αισθάνθηκα τον κόσμο πως ήρθε κοντά μου. Το περιβάλλον μου έγινε τελείως ζωντανό». Λόγια της Hellen Keller που επισημαίνει τη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης του ατόμου με πρόβλημα όρασης στην Κινητικότητα και τον Προσανατολισμό.
Όπως είναι γνωστό, η περιορισμένη ή καθόλου όραση επιφέρει σημαντικούς περιορισμούς στην ικανότητα του ατόμου να κινηθεί στο περιβάλλον του. Η διαφορά μεταξύ ενός τυφλού κι ενός βλέποντα πεζού είναι η διαφορετική ποιότητα και ποσότητα των πληροφοριών που παίρνουν από το περιβάλλον που κινούνται.
Για κάποιον που βλέπει η κίνηση στο χώρο επιτυγχάνεται χωρίς κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια του ατόμου. Είναι εύκολο γι' αυτόν να κινηθεί γρήγορα και με ασφάλεια σ' ένα δρόμο και να διορθώσει ή να μεταβάλλει τη πορεία του αν συναντήσει εμπόδια. Αντίθετα, ένα τυφλό άτομο χρειάζεται να πραγματοποιήσει μια περίπλοκη νοητική διεργασία και προσπάθεια προκειμένου να μετακινηθεί σ' ένα γνωστό ή άγνωστο γι' αυτό χώρο.
Το άτομο με πρόβλημα όρασης χρειάζεται εκπαίδευση στην Κ/Π με κύριο στόχο να κινείται με ανεξαρτησία, ασφάλεια, αποδοτικότητα και άνεση στο περιβάλλοντα χώρο του.
Εάν κάποιος έχει καλή Κ/Π έχει αυξήσει κατά την αυτοπεποίθηση του και την ανεξαρτησία του. Εάν δεν έχει καλή Κ/Π, θα πρέπει συνεχώς να αναζητά βοήθεια για να αντεπεξέλθει στις καθημερινές του δραστηριότητες (εργασία, διασκέδαση, υποχρεώσεις κτλ)
Οι διάφοροι περιορισμοί στο να κινείται ένα άτομο ελεύθερα στο χώρο του, επιδρούν στη ζωή του κατά δύο τρόπους, πρώτον μειώνοντας τις δυνατότητες για περισσότερες εμπειρίες και δεύτερον περιορίζοντας σε κάποιο βαθμό τις κοινωνικές σχέσεις.
Μέσα από την κίνηση και την ελεύθερη μετακίνηση σε οποιοδήποτε χώρο, το άτομο αναπτύσσει ταυτόχρονα κι άλλες ικανότητες και δυνατότητες που αυτές με τη σειρά τους οδηγούν στη ανάπτυξη της όλης προσωπικότητας του.
Η κοινωνικοποίηση, η ελεύθερη επιλογή και λήψη αποφάσεων, η αποδοχή από τον συνάνθρωπο, η κατάκτηση της ανεξαρτησίας, αλλά και n ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης του ατόμου με πρόβλημα όρασης, είναι από τα βασικότερα οφέλη της εκπαίδευσης στην Κ/Π.
Με λίγα λόγια, «η Κινητικότητα παίρνει το άτομο με πρόβλημα όρασης από το χέρι και το οδηγεί στη ζωή.»
Η εκπαίδευση στις Δεξιότητες Καθημερινής Διαβίωσης (ΔΚΔ) έρχεται ως αρωγός στην Κ/Π και εφοδιάζει το άτομο με πρόβλημα όρασης με εκείνες τις δεξιότητες, ώστε ν αντεπεξέλθει όσο το δυνατό καλύτερα στις καθημερινές του υποχρεώσεις, όπως η αναγνώριση και χρήση χρημάτων, υπογραφές, καθημερινά ψώνια σε μαγαζιά, συμπλήρωση μια αίτησης σε δημόσια υπηρεσία κτλ.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ - ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΒΛΕΠΟΝΤΕΣ
Αρκετά συχνά, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, συναντάμε άτομα με πρόβλημα όρασης στους δρόμους που χρησιμοποιούν το λευκό μπαστούνι και προσπαθούν να μετακινηθούν με ασφάλεια και ανεξαρτησία.
Αρκετά συχνά επίσης προσπαθούμε να παρέμβουμε σ' αυτή τη προσπάθεια με στόχο να βοηθήσουμε. Είναι αναγκαίο όμως να γνωρίζουμε πως και πότε πρέπει να προσφέρουμε αυτή τη βοήθεια, για να μη καταλήξουμε να μπερδέψουμε το άτομο με πρόβλημα όρασης, αντί να το βοηθήσουμε.
Αρχικά παρατηρούμε και αξιολογούμε αν το άτομο με πρόβλημα όρασης χρειάζεται βοήθεια, ή το βλέπουμε να τα καταφέρνει μια χαρά και μόνο του, πάντα με τη χρήση του λευκού μπαστουνιού. Αν κινείται με άνεση και ασφάλεια στο περιβάλλοντα χώρο και δείχνει σίγουρος για αυτό που κάνει, τότε δεν υπάρχει λόγος να βοηθήσουμε, γιατί δεν υπάρχει ανάγκη στη συγκεκριμένη στιγμή που το συναντάμε.
Αν δούμε ένα άτομο με πρόβλημα όρασης να αντιμετωπίζει προβλήματα ή να έχει μπερδευτεί λόγω εξωτερικών εμποδίων που έχει συναντήσει πλησιάζουμε ευγενικά και με διακριτικότητα ρωτάμε αρχικά αν χρειάζεται βοήθεια.
Περιμένουμε την απάντηση του, που μπορεί να είναι και αρνητική, και πράττουμε ανάλογα μ' αυτήν.
Αν αρνηθεί, έχουμε κάνει λάθος την εκτίμηση μας και το αφήνουμε να συνεχίσει την πορεία του.. Αν δεχθεί, ρωτάμε ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει και παρεμβαίνουμε ακριβώς σ' αυτό δίνοντας τη καλύτερη λύση.
Ποτέ δεν αλλάζουμε τη κατεύθυνση που ακολουθεί το άτομο με σπρώχνουμε μπροστά από εμάς. Αν δεν γνωρίζουμε, ζητάμε να μας δείξει το σωστό τρόπο, για να πιάσει το μπράτσο, και πάντα εμείς οδηγούμε το άτομο με πρόβλημα όρασης περπατώντας μισό βήμα μπροστά του.
Στις ερωτήσεις που ακολουθούν, η σωστή απάντηση είναι προφανής, αλλά γίνεται δύσκολη όταν κάποιος που δεν γνωρίζει τα άτομα με πρόβλημα όρασης, θελήσει να προσφέρει τη βοήθεια του όταν συναντήσει ένα τυφλό άτομο στο δρόμο.
Οι απαντήσεις στηρίζονται στην ανθρώπινη και λογική αντιμετώπιση προς όλους τους συνανθρώπους μας, που ενώ οι περισσότεροι την γνωρίζουμε, δεν μπορούμε να την εφαρμόσουμε κάτω από την συναισθηματική φόρτιση και πίεση την ώρα που χρειάζεται.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν:
Α. Τι κάνω όταν συναντώ ένα άτομο με πρόβλημα όρασης στο δρόμο και δυσκολεύεται να διασχίσει ένα δρόμο:
Φεύγω μακριά του χωρίς να δώσω σημασία ;
Πλησιάζω διακριτικά και ρωτάω αν χρειάζεται βοήθεια ;
Τον τραβάω απότομα και τον σέρνω πίσω μου μέχρι το απέναντι Πεζοδρόμιο;
Τον σπρώχνω μπροστά χωρίς να ρωτήσω, αδιαφορώντας για το τι λέει ή θέλει;
Β. Ποιος είναι ο σωστός τρόπος να συνοδεύσω ένα άτομο με πρόβλημα όρασης στον εξωτερικό χώρο:
Τον σπρώχνω μπροστά;
Τον τραβάω από πίσω μου, πιάνοντας του το χέρι;
Του δείχνω το μπράτσο για να πιαστεί και περπατάω μισό βήμα μπροστά ;
Τον πιάνω από το μανίκι;
Γ. Πως συμπεριφέρομαι όταν οδηγώ ένα αυτοκίνητο ή μια μηχανή :
Σταματάω πάντα πάνω στις διαχωριστικές γραμμές των πεζών;
Κορνάρω έντονα μόλις ανάψει το πράσινο και αναπτύσσω ταχύτητα ενώ διασχίζουν ακόμα οι πεζοί τη διάβαση;
Σταματάω πάντα πριν από τη ζώνη διέλευσης των πεζών;
Παρκάρω πάνω στο πεζοδρόμιο και δημιουργώ πρόβλημα στην μετακίνηση των πεζών;
Ακολουθώ πάντα τους σωστούς τρόπους σωστής κυκλοφοριακής αγωγής και σέβομαι την προτεραιότητα των πεζών;
Υπηρεσία Κινητικότητας - Προσανατολισμού
και Δεξιοτήτων Καθημερινής Διαβίωσης
του Πανελληνίου Συνδέσμου Τυφλών
Εκπαιδεύτριες Κ-Π & Δ.Κ.Δ.: Βερυκοκάκη Αγγελική Κούβαρου Ελισάβετ Πουλέα Κατερίνα
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΤΥΦΛΩΝ
Βερανζέρου 31, 104 32 Αθήνα Τηλ. 5245001, 5245455, 5228333, 5245578 fax: 5222112 Αυτόματος τηλεφωνητής: 5222111
www.pst.gr e-mail: pab@otenet.gr
Το παρόν έντυπο εκδόθηκε σε συνεργασία με τον ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΤΥΦΛΩΝ
ΑΘΗΝΑ 2001
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΟΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ
Τα άτομα με πρόβλημα όρασης προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν στις καθημερινές ανάγκες, χρειάζονται εκπαίδευση στους τομείς της Κινητικότητας / Προσανατολισμού (Κ-Π) και των Δεξιοτήτων Καθημερινής Διαβίωσης (ΔΚΔ).
Στον τομέα της Κ/Π ο εκπαιδευόμενος αρχικά μαθαίνει τον τρόπο με τον οποίο συνοδεύεται από ένα βλέποντα, χρησιμοποιώντας ή όχι το λευκό μπαστούνι.
Εκπαιδεύεται στο να μπορεί να προσανατολίζεται και να μετακινείται με ασφάλεια και ανεξαρτησία σε γνωστό ή άγνωστο εσωτερικό χώρο. Συγκεκριμένα το άτομο με πρόβλημα όρασης εκπαιδεύεται στο τομέα της επικοινωνίας με τους βλέποντες για αναζήτηση πληροφοριών, μαθαίνει να θέτει σωστές ερωτήσεις στους βλέποντες για τον προσανατολισμό του, γεγονός που προϋποθέτει γνώση και αντίληψη των εννοιών που έχουν σχέση με το χώρο, με τη θέση του σώματος τους στο χώρο, αλλά και με τις κοινωνικές δεξιότητες.
Η εκπαίδευση ενός ατόμου με πρόβλημα όρασης στη χρήση του λευκού μπαστουνιού με τις σωστές τεχνικές και ανάλογα με την περίπτωση που αντιμετωπίζει κάθε φορά, είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής για την ανεξάρτητη μετακίνηση του. Παράλληλα μαθαίνει να χρησιμοποιεί στο μέγιστο τις υπόλοιπες αισθήσεις και κυρίως την ακοή του. Έτσι πριν ακόμα αρχίσει να μαθαίνει να κινείται με το μπαστούνι του σ' ένα εσωτερικό χώρο εκπαιδεύεται στο πώς να ακολουθεί μια επιφάνεια (τοίχο) με το χέρι του χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα, όταν αυτός το κρίνει αναγκαίο, τεχνικές αυτοπροστασίας του σώματος του.
Μαθαίνει να εξερευνεί συστηματικά ένα εσωτερικό χώρο, να μπορεί να εντοπίζει διάφορα αντικείμενα στο χώρο αυτό, ή πάνω σε μια συγκεκριμένη επιφάνεια, πχ σ' ένα τραπέζι.
Η οργάνωση και η ταξινόμηση αντικειμένων στο χώρο είναι απαραίτητη για το άτομο με πρόβλημα όρασης ώστε να είναι εύκολος ,άνετος και ασφαλής ο εντοπισμός και η χρήση τους.
Η σταθερή θέση των πραγμάτων στο χώρο κρίνεται αναγκαία τόσο στο οικογενειακό όσο και στο εργασιακό περιβάλλον.
Όταν έχει εξασκηθεί αρκετά όσον αφορά τον προσανατολισμό του αρχίζει να μαθαίνει τη χρήση του μπαστουνιού σ' ένα χώρο εσωτερικό. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης μπορεί να επιλεγεί είτε ο χώρος εργασίας του εκπαιδευόμενου, είτε ο χώρος σπουδών του, είτε οποιοδήποτε άλλο κτίριο που ο εκπαιδευτής θεωρεί κατάλληλο για εκπαίδευση.
Για να αισθάνεται ο εκπαιδευόμενος ότι αυτό που μαθαίνει τον εξυπηρετεί άμεσα στη ζωή του επιλέγεται σαν χώρος εκπαίδευσης ένα κτίριο που το χρησιμοποιεί συχνά ο εκπαιδευόμενος όμως αυτό δεν σημαίνει ότι διδάσκεται να κινείται σε συγκεκριμένα κτίρια .
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να μπορεί να κινείται σε οποιοδήποτε κλειστό χώρο, να μπορεί να εξυπηρετείται οπουδήποτε θελήσει να πάει, είτε αυτός ο χώρος είναι δημόσια υπηρεσία, είτε τράπεζα, είτε νοσοκομείο είτε εμπορικό κέντρο κ.λ.π.
Όταν κριθεί από κοινού με τον εκπαιδευόμενο, πως είναι έτοιμος να κινηθεί μόνος του σ' ένα οποιοδήποτε κλειστό χώρο η εκπαιδευτική διαδικασία προχωρά στο εξωτερικό περιβάλλον αρχίζοντας την εκπαίδευση από ήσυχες περιοχές, συνήθως από τη γειτονιά του, χωρίς όμως η εκπαίδευση να περιορίζεται μόνο σ' αυτές τις διαδρομές.
Ο εκπαιδευόμενος μαθαίνει αρχικά να χρησιμοποιεί το μπαστούνι του στο εξωτερικό περιβάλλον ανάλογα με το που κινείται και το ποιοι είναι οι στόχοι του.
Διαφορετική τεχνική χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό ενός μαγαζιού στην εσωτερική πλευρά του πεζοδρομίου και διαφορετική για τον εντοπισμό ενός αντικειμένου κάθετο στην πορεία του πχ τη στάση ενός λεωφορείου ή ενός φαναριού, ενώ διαφορετικές τεχνικές χρησιμοποιεί όταν βρίσκεται σ' ένα ήσυχο περιβάλλον και άλλες σε πολυσύχναστες περιοχές με πολλά εμπόδια.
Βέβαια η κατάκτηση των βασικών εννοιών προσανατολισμού είναι απαραίτητη για να μπορεί να κινηθεί ένα άτομο με πρόβλημα όρασης σε οποιοδήποτε περιβάλλον.
Βασικό μέρος του προσανατολισμού είναι η εκπαίδευση στη μέθοδο της μαγνητοφώνησης προφορικών οδηγιών, στη μέθοδο ανάγνωσης ανάγλυφου χάρτη, με στόχο τη δημιουργία νοητού χάρτη, αλλά και στην εκπαίδευση του ατόμου στην επαφή του με τους βλέποντες.
Τέλος μέρος της εκπαίδευσης είναι και η χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς έτσι ώστε τα άτομα με πρόβλημα όρασης να μπορούν να τα χρησιμοποιούν ελεύθερα και να μην καταφεύγουν στη δαπανηρή λύση του TAXI.
Τα άτομα με πρόβλημα όρασης για να αντεπεξέλθουν ισότιμα κοινωνικά έχουν περισσότερα έξοδα από τους βλέποντες, πολλά απ' τα οποία μπορούν να τα αποφύγουν αν εκπαιδευτούν στον τομέα των Δεξιοτήτων Καθημερινής Διαβίωσης (ΔΚΔ).
Στα πλαίσια της εκπαίδευσης αυτής ο εκπαιδευόμενος μαθαίνει να δουλεύει με τις υπόλοιπες αισθήσεις και ιδιαίτερα με την αφή του.
Ο τομέας των Δ.Κ.Δ. περιλαμβάνει όλες εκείνες τις δραστηριότητες που εκτελούνται σε ημερήσια βάση. Ο τομέας της προσωπικής υγιεινής και φροντίδας είναι ένας απ' τους βασικότερους, γιατί πολύ συχνά αποτελεί αφορμή κριτικής και οίκτου όσον αφορά την εμφάνιση. Η κακή στάση σώματος, η εμφάνιση ενός ανθρώπου ατημέλητου και βρώμικου ίσως και επιφέρει άσχημη εντύπωση.
Πολλά από τα άτομα που έχουν πρόβλημα όρασης για τον ίδιο λόγο αποφεύγουν να δεχτούν πρόσκληση σε τραπέζι, γιατί ενώ μπορούν να σταθούν σωστά σε άλλες περιστάσεις, η δυσκολία που ίσως αντιμετωπίζουν στη διαδικασία του φαγητού, τους αποτρέπει από μια τέτοιου είδους κοινωνική συναναστροφή.
Έτσι οι τεχνικές φαγητού είναι ο τομέας εκείνος των δεξιοτήτων που είναι αυστηρά προσωπικός γιατί δεν θα πρέπει το άτομο που τις διδάσκεται να νιώθει ότι γυρίζει στην παιδική ηλικία όπου οι γονείς του τον μάθαιναν να τρώει μόνος του. Ο εκπαιδευτής πρέπει να δείχνει σεβασμό στις συνήθειες του εκπαιδευόμενου απ' τη στιγμή που εξυπηρετούν τις προσωπικές ανάγκες ή δεν μπορούν να αλλάξουν.
Αλλά και στο χώρο του σπιτιού το άτομο με πρόβλημα όρασης μαθαίνει τεχνικές ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του νοικοκυριού, του μαγειρέματος κτλ, βασιζόμενος τόσο σε ειδικές τεχνικές, όσο και στη χρήση τεχνικών βοηθημάτων, όπου αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο.
Η εκμάθηση γραφής βλεπόντων για τους εκ γενετής τυφλούς, η χρήση τεχνικών και βοηθημάτων γραφής για να συνεχίσουν τη γραφή οι νεοτυφλωθέντες, η εκμάθηση Braille που είναι η γραφή των τυφλών, είναι σημαντικά θέματα της εκπαίδευσης και διευκολύνουν τη γραπτή επικοινωνία.
Βασικό κομμάτι της εκπαίδευσης στις ΔΚΔ είναι η αναγνώριση και χρήση των χρημάτων που σχετίζεται με την επικοινωνία με τους βλέποντες και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης ακόμα και για κείνους τους εκπαιδευόμενους που δεν συμμετέχουν σε μαθήματα ΔΚΔ, αλλά μόνο στην Κ-Π, γιατί, δεν έχει νόημα το να μπορεί κανείς να εντοπίζει τα μαγαζιά της γειτονιάς του αν δεν μπορεί να ψωνίζει απ' αυτά.
Τα μαθήματα στις ΔΚΔ, τουλάχιστον όσον αφορά στους ενήλικες, παρέχονται στο χώρο κατοικίας του εκπαιδευόμενου. Αυτός ο παράγοντας είναι μια πρόσθετη δυσκολία για τον εκπαιδευτή γιατί ενώ κάνει τη δουλειά του πρέπει να σέβεται τον προσωπικό χώρο του εκπαιδευόμενου, ώστε ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, να νιώσουν ότι κάποιος ξένος «εισβάλλει» στο σπίτι τους.
Ο εκπαιδευτής πρέπει να λάβει υπόψη τον τρόπο ζωής του εκπαιδευόμενου και της οικογένειας του ώστε να προτείνει τις απαραίτητες προσαρμογές που θα τους διευκολύνουν και θα τους ανακουφίσουν.
Αυτό το σημείο είναι πολύ λεπτό γιατί πολλές φορές τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας νιώθουν είτε ενοχές υιοθετώντας μια υπερπροστατευτική στάση, είτε ασυνείδητα ασκούν εξουσία στον εκπαιδευόμενο θέλοντας να ορίσουν τη ζωή του.
Τέτοιου είδους συναισθήματα πρέπει να ανιχνευθούν από τον εκπαιδευτή που θέλει το οικογενειακό περιβάλλον του εκπαιδευόμενου αρωγό στην εκπαιδευτική διαδικασία και όχι αντίπαλο.
Αντικειμενικοί αλλά και ψυχολογικοί παράγοντες υπεισέρχονται στην εκπαίδευση στους παραπάνω τομείς επηρεάζοντας τη σχέση εκπαιδευτή-εκπαιδευόμενου, εκπαιδευτή-οικογενειακού περιβάλλοντος αλλά και του ίδιου του εκπαιδευόμενου πρώτα με τον εαυτό του αλλά και με την οικογένεια του.
Οι ρόλοι των ατόμων που εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να αποσαφηνίζονται από την αρχή της συνεργασίας τους.
Η εκπαίδευση είναι εξατομικευμένη και διαφοροποιείται ανάλογα με την αιτία της απώλειας όρασης, το ποσοστό λειτουργικής όρασης, με την ηλικία εκδήλωσης του προβλήματος όρασης, με την ηλικία που ξεκινά την εκπαίδευση, με την ύπαρξη πιθανών επιπρόσθετων δυσκολιών.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα διαμορφώνεται σύμφωνα με τις ανάγκες, επιθυμίες, ενδιαφέροντα και τις δυνατότητες του εκπαιδευόμενου.
Για παράδειγμα, όταν η εκπαίδευση στην Κ-Π απευθύνεται σ' ένα εκ γενετής τυφλό άτομο πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στον προσανατολισμό αφού ο εκπαιδευόμενος δεν έχει δει σχήματα, και δεν γνωρίζει έννοιες.
Αντίθετα στους νεοτυφλωθέντες ο εκπαιδευτής έρχεται αντιμέτωπος με τα ψυχολογικά προβλήματα που δημιουργεί στο άτομο η απώλεια όρασης. Αυτά διαφοροποιούνται σε ένταση από την δομημένη προσωπικότητα του εκπαιδευόμενου, από την ηλικία του, από το αν ήταν σταδιακή ή ξαφνική η απώλεια όρασης. Ο εκπαιδευόμενος εκπαιδεύεται σε καινούργιους τρόπους για να εκτελεί αυτές τις δραστηριότητες που έκανε πριν χάσει την όραση του, ανακαλύπτει δυνατότητες που εξακολουθεί να έχει και μετά την απώλεια όρασης, συνειδητοποιώντας παράλληλα την απώλεια.
Απλές καθημερινές τεχνικές όπως είναι η «μέθοδος του ρολογιού» κυρίως στις ΔΚΔ, ενισχύουν την εικόνα του εκπαιδευόμενου για τον εαυτό του και ενισχύουν την αυτοπεποίθηση του.
Όσον αφορά την εκπαίδευση των μερικώς βλεπόντων, ο εκπαιδευτής πρέπει να έχει υπόψη το εύρος των διαφορετικών περιπτώσεων ανάλογα με το ποσοστό της εναπομείνασας όρασης. Είναι απαραίτητος ο από κοινού σχεδιασμός του εκπαιδευτικού προγράμματος, αξιολογώντας αρχικά τη λειτουργική όραση του εκπαιδευόμενου στο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον τόσο κατά την διάρκεια της ημέρας αλλά και της νύχτας και ανάλογα με τις συνθήκες φωτισμού στους χώρους τους οποίους κινείται. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι κάποιες χρωματικές αντιθέσεις που μπορεί να εξυπηρετούν ένα άτομο να μη διευκολύνουν κάποιο άλλο.
Σημαντικός ρόλος του εκπαιδευτή είναι μέσα από την παρατήρηση, η αξιολόγηση της κίνησης του εκπαιδευομένου σε πολυσύχναστα μέρη, έτσι ώστε να κρίνει το είδος του μπαστουνιού που χρειάζεται, είτε προτείνοντας το μπαστούνι σύμβολο που λειτουργεί ως ένδειξη για τους βλέποντες ότι το άτομο που κυκλοφορεί δίπλα τους έχει πρόβλημα όρασης, είτε το λευκό μακρύ μπαστούνι που χρησιμοποιούν και τα άτομα με ολική απώλεια όρασης.
Ανάλογα με τις ανάγκες και τις συνθήκες του περιβάλλοντα χώρου, το άτομο με μερική όραση χρησιμοποιεί άλλοτε το μπαστούνι σύμβολο και άλλοτε το μακρύ λευκό μπαστούνι.
Επίσης η χρήση οπτικών βοηθημάτων διευκολύνει σε σημαντικό βαθμό τις δραστηριότητες ενός ατόμου με μερική όραση.
Η εκπαίδευση στη χρήση οπτικών βοηθημάτων γίνεται σε συνεργασία του εκπαιδευτή με τον οπτομέτρη χαμηλής όρασης, που είναι ο πλέον αρμόδιος για να προτείνει τα κατάλληλα οπτικά βοηθήματα, ανάλογα με τις δραστηριότητες του κάθε ατόμου.
Η εκπαίδευση δεν απευθύνεται μόνο στα άτομα που δεν κινούνται ανεξάρτητα. Ακόμα και άτομα που μόνα τους έχουν υποχρεωθεί να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της καθημερινότητας βρίσκοντας δικές τους τεχνικές, μπορούν να επωφεληθούν με την συμμετοχή τους στην εκπαίδευση, προσαρμόζοντας τις τεχνικές τους, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν σε πόλεις και κοινωνίες που κατά μία έννοια γίνονται εχθρικές για όλους και ιδιαίτερα για τα άτομα με πρόβλημα όρασης.
Οι νέες συνθήκες όπως η λειτουργία του μετρό, το έντονο κυκλοφοριακό, η όλο και μεγαλύτερη χρήση ψηφιακών μηχανών, καθιστούν αναγκαία την συνεχή εκπαίδευση των ατόμων με πρόβλημα όρασης.
Ο εκπαιδευτής Κ-Π και ΔΚΔ είναι δίπλα του και μπορούν μαζί να συνεργαστούν για την άμεση βελτίωση της ζωής του.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΟΡΑΣΗΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Η απώλεια όρασης στην ενήλικη ζωή είτε έρχεται ξαφνικά είτε αργά, σταδιακά σημαίνει απώλεια μιας ζωής που έχει γίνει μέρος του ανθρώπου. Σημαίνει το τέλος συγκεκριμένων μεθόδων και πρακτικών στην καθημερινή του ζωή, την απώλεια σχέσεων που έχει χτίσει με άλλους ανθρώπους, με το περιβάλλον, με τον κόσμο γύρω του μέσα από τα χρόνια που έχουν περάσει.
Η απώλεια όρασης είναι ένα χτύπημα καταστρεπτικό για ολόκληρη την εικόνα του ατόμου για τον εαυτό του, μια εικόνα που έχει κατασκευάσει ασυνείδητα, αλλά πολύ προσεκτικά στη διάρκεια όλης του της ζωής. Πρόκειται για ένα χτύπημα στην ίδια του την ύπαρξη, για μια γενικότερη απώλεια όλης της μέχρι τώρα οργάνωσης της προσωπικότητας του.
Πιο συγκεκριμένα ένας άνθρωπος που χάνει την όραση του υφίσταται πολλές απώλειες, η καθεμιά από τις οποίες είναι σοβαρή από μόνη της:
Κλονίζεται η ψυχολογική του ασφάλεια: χάνει την αίσθηση της σωματικής ολότητας, νιώθει διαφορετικός από αυτό που ήταν πριν, αλλά και διαφορετικός σε σχέση με τους άλλους, χάνει την εμπιστοσύνη στις υπόλοιπες αισθήσεις, αλλά και την επαφή του με τον κόσμο γύρω του (όπως μέχρι τώρα εννοούσε την επαφή μέσω της όρασης).
Δυσκολεύεται σε βασικές δεξιότητες, σε τεχνικές καθημερινές διαβίωσης που μέχρι τώρα εφήρμοζε, παύει να κινείται ελεύθερα ή κινείται διστακτικά έχοντας κινδύνους και εμπόδια να αντιμετωπίσει, νιώθει αμηχανία περπατώντας μπροστά σε άλλους φοβούμενος μην πέσει, κλπ.
Προβλήματα αντιμετωπίζει και στον τομέα της επικοινωνίας: χάνει την άνεση του να γράφει και να διαβάζει με αποτέλεσμα ίσως να μην μπορεί να παραμείνει στην εργασία του, ενώ παράλληλα χάνει την άνεση του και στην προφορική επικοινωνία καθώς δεν έχει τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τη στάση του σώματος, τις χειρονομίες και τις εκφράσεις προσώπου του συνομιλητή του. Ταυτόχρονα χάνει τη δυνατότητα ενημέρωσης του μέσα από το διάβασμα εντύπων και την παρατήρηση ανθρώπων και πραγμάτων.
Αδυνατεί να εκτιμήσει οπτικά διάφορα πράγματα, να αντιληφθεί το ωραίο, να δει αγαπημένα πρόσωπα.
Τις περισσότερες φορές χάνει την εργασία του, την καριέρα του, τους επαγγελματικούς στόχους που είχε θέσει, καθώς έχει πια περιορισμένες ευκαιρίες. Κατά συνέπεια χάνει την οικονομική του άνεση και ανεξαρτησία, αλλά και τις δυνατότητες αναψυχής που μέχρι τώρα είχε.
Όλα όσα αναφέρθηκαν οδηγούν σε μια γενικότερη απώλεια στο σύνολο της προσωπικότητας. Χάνεται η προσωπική ανεξαρτησία, η κοινωνική επάρκεια, η θέση που είχε στην οικογένεια και στην κοινωνία. Χάνεται όμως ταυτόχρονα και η ιδιωτική ζωή, η δυνατότητα να κινείται κανείς ανάμεσα στους άλλους χωρίς να ξεχωρίζει, η δυνατότητα να περνά απαρατήρητος. Με τον τρόπο αυτό χάνεται τελικά η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμηση. Επέρχεται σταδιακά μια γενικότερη απώλεια όλης της μέχρι τώρα οργάνωσης της προσωπικότητας.
Ένας άνθρωπος που χάνει την όραση του ως ενήλικας περνά από μια διαδικασία πένθους για τη ζωή που έφυγε. Πρόκειται για μια συναισθηματική διαδικασία απαραίτητη για την αποκατάσταση του, η οποία απαιτεί όμως χρόνο, ενέργεια και κουράγιο. Η διαδικασία του πένθους ξεκινά με το σοκ στο άκουσμα της διάγνωσης, συνεχίζει με άρνηση της πραγματικότητας, ακολουθεί η προσπάθεια διατήρησης της ελπίδας, η οποία καταλήγει σε θυμό, οργή και τελικά σε κατάθλιψη και απομόνωση.
Σταδιακά όμως επέρχεται η αποδοχή της απώλειας της όρασης ως πραγματικότητας και μέσα από συναισθήματα πόνου και λύπης γίνεται τελικά η εισαγωγή στη νέα κατάσταση. Η ζωή διαμορφώνεται πλέον μέσα από νέα δεδομένα και με νέους κανόνες. Η προσωπικότητα αναδιοργανώνεται μέσα από νέα σχήματα. Η ζωή μπορεί ακόμα να είναι όμορφη.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας πένθους, όταν το άτομο έχει αποδεχθεί την κατάσταση ως πραγματικότητα και είναι έτοιμος να την αντιμετωπίσει, επιθυμεί να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης και να δεχθεί εκπαίδευση στην Κινητικότητα, τον Προσανατολισμό (Κ/Π) και τις Δεξιότητες Καθημερινής Διαβίωσης (ΔΚΔ). Τότε μόνο μπορεί να αξιολογήσει την πραγματικότητα και να κάνει προσαρμογές σε αυτήν . Μέσα από την εκπαίδευση εντοπίζει τις δυσκολίες και τις δυνατότητες του και μαθαίνει νέες τεχνικές και μεθόδους για να παραμείνει ανεξάρτητος. Μέσα από όλη αυτή την εκπαιδευτική διαδικασία προκύπτουν συναισθήματα ανακούφισης και ενδυνάμωσης, η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμηση ενισχύονται.
Η ΣΧΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ Κ-Π ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΚΔ
Σύμμαχος ενός ατόμου με πρόβλημα όρασης στην προσπάθεια του να επανακτήσει την ανεξαρτησία του είναι ο/η εκπαιδευτής/τρια Κινητικότητας / Προσανατολισμού (Κ/Π) και Δεξιοτήτων Καθημερινής Διαβίωσης (ΔΚΔ). Μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία αναπτύσσεται η σχέση εκπαιδευτή-εκπαιδευόμενου, προκύπτουν συναισθήματα, ανταλλάσσονται απόψεις. Υπάρχει μια συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ τους, η οποία επηρεάζει την εκπαιδευτική διαδικασία. Ο εκπαιδευτής γνωρίζει τη σχέση αυτή και έχει τη δυνατότητα να τη χρησιμοποιήσει θετικά προς όφελος του εκπαιδευόμενου του, διευκολύνοντας το εκπαιδευτικό έργο και συνεισφέροντας πιο αποτελεσματικά στην προσπάθεια του εκπαιδευόμενου να αποκτήσει νέες δεξιότητες.
Θετικά συναισθήματα διευκολύνουν τη διαδικασία της μάθησης. Αρνητικά τη δυσχεραίνουν. Ο εκπαιδευτής πρέπει να κρατά απόσταση από τον εκπαιδευόμενο, να λειτουργεί ουδέτερα και να ελέγχει τις αντιδράσεις του.
Συχνά ο εκπαιδευόμενος νιώθει φόβο ή άγχος κατά την εκπαίδευση. Κινείται σε ένα περιβάλλον που δεν του είναι οικείο, ίσως του είναι και απειλητικό. Καθώς μαθαίνει νέες τεχνικές για να κινείται, νιώθει φόβο μην χτυπήσει. Αυτός ο φόβος μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορα σωματικά συμπτώματα και να μπλοκάρει το λογικό τρόπο σκέψης του εκπαιδευόμενου. Συνήθως το άγχος εμφανίζεται σε καταστάσεις επικίνδυνες, σε άγνωστα μέρη ή σε πολύπλοκα σημεία. Εσφαλμένη αντίδραση του εκπαιδευόμενου μπορεί να οφείλεται στο άγχος που βιώνει εκείνη τη στιγμή και αυτό δεν πρέπει να παραβλέπεται από τον εκπαιδευτή. Η μετάβαση από ένα στάδιο εκπαίδευσης στο επόμενο δεν πρέπει να γίνεται γρήγορα, παρά μόνο όταν έχουν κατακτηθεί οι προηγούμενοι στόχοι και έχει αποκτηθεί η απαραίτητη άνεση. Ο εκπαιδευτής πρέπει να συζητά με τον εκπαιδευόμενο τονίζοντας του ότι ο φόβος είναι φυσική αντίδραση, για την οποία δεν θα πρέπει να ντρέπεται, βοηθώντας τον έτσι να ελέγχει τις συνέπειες του άγχους στην απόδοση του.
Οι εκπαιδευόμενοι ξεκινούν συχνά την εκπαίδευση σε μία κατάσταση εξάρτησης από το οικογενειακό περιβάλλον, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα στον προσανατολισμό και τη μετακίνηση τους ακόμα και μέσα στο σπίτι τους, όπως συμβαίνει κυρίως στην περίπτωση των νεοτυφλωθέντων. Στην αρχή η κίνηση χωρίς όραση τους φαίνεται αδύνατη, όμως μέσα από ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης στην Κ/Π ανακαλύπτουν τις δυνατότητες τους, αλλά και τις πραγματικές δυσκολίες τους. Στο σημείο αυτό ο εκπαιδευτής βοηθά τον εκπαιδευόμενο να αντιληφθεί και να δεχτεί τα όρια των δυνατοτήτων του παρακινώντας τον να συνεχίσει την προσπάθεια του αν είναι διστακτικός, ενώ μπορεί να καταφέρει περισσότερα, ή αντίθετα να περιοριστεί σε ότι μέχρι τώρα έχει κατακτήσει σε περίπτωση που ο εκπαιδευόμενος επιδιώκει στόχους υψηλότερους των δυνατοτήτων του. Κάτι τέτοιο θα τον οδηγούσε σε συνεχείς αποτυχίες και απογοητεύσεις. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να δέχεται το γεγονός της πραγματικής του εξάρτησης από άλλα άτομα.
Εξάρτηση συναντούμε όμως και στη σχέση του εκπαιδευόμενου με τον εκπαιδευτή του. Μπορεί αρχικά να εξαρτάται από αυτόν για να κατακτήσει νέες γνώσεις και δεξιότητες, όμως στην πορεία μέσα από την εμπιστοσύνη που αναπτύσσεται και όσο νέες δεξιότητες κατακτώνται ο εκπαιδευτής ωθεί τον εκπαιδευόμενο σε όλη και μεγαλύτερη ανεξαρτησία, καθώς η εκπαίδευση περνά από το ένα στάδιο στο επόμενο.
Ο εκπαιδευτής έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει τον εκπαιδευόμενο να διατηρήσει μια ισορροπία μεταξύ πραγματικής και μη πραγματικής εξάρτησης.
Δυσκολίες στο εκπαιδευτικό έργο προκύπτουν συχνά και από την εικόνα του εαυτού του, που έχει ο εκπαιδευόμενος σε σχέση με τον κόσμο γύρω του. Η συνεχής αίσθηση ότι είναι το κέντρο της προσοχής, ότι ίσως φέρεται με τρόπο παράξενο ή κοινωνικά μη αποδεκτό, ο φόβος μήπως πχ. δεν τρώει σωστά ή παραπατάει στο δρόμο, δυσχεραίνουν την εκπαιδευτική διαδικασία: διστάζει περισσότερο, παύει να κινείται ελεύθερα. Αυτό επιδεινώνεται με την επίγνωση του εκπαιδευόμενου για την εσφαλμένη εικόνα που έχει η πλειοψηφία των βλεπόντων σχετικά με τα άτομα με προβλήματα όρασης, που θεωρούνται ως άτομα πλήρως εξαρτημένα με συνεχή ανάγκη της βοήθειας τους.
Ένας νέος εκπαιδευόμενος δεν κινείται άνετα καθώς τώρα διδάσκεται τις τεχνικές. Επιπλέον το λευκό μπαστούνι τραβά την προσοχή. Πιστεύει ότι όλοι τον βλέπουν, ακόμα και αν δεν τον βλέπουν, αίσθηση που επηρεάζει αρνητικά το εκπαιδευτικό έργο και για πολλούς ακόμα αναστέλλει ή αποκλείει εντελώς την ιδέα να δεχτούν μια τέτοια εκπαίδευση. Η πρόοδος τους όμως στη χρήση του λευκού μπαστουνιού, οι επιτυχίες τους, η άνεση και η αυτονομία που επιτυγχάνουν σταδιακά τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν, βελτιώνοντας έτσι την εικόνα του εαυτού τους. Η προσπάθεια τους για κατάκτηση της ανεξαρτησίας ενισχύεται σημαντικά από τα ειλικρινή σχόλια των εκπαιδευτών τους με την παρουσίαση των θετικών αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης, αλλά και από τη διακριτική και ευγενική αντιμετώπιση του κόσμου.
Αναμενόμενη είναι και η αντίδραση του εκπαιδευόμενου, η οποία εκδηλώνεται είτε ως άρνηση να κρατήσει το λευκό μπαστούνι ή να δεχτεί οποιαδήποτε εκπαίδευση είτε ως συνεχείς αντιρρήσεις να εκτελέσει όσα διδάσκεται. Άλλες φορές πάλι μέσα από συνεχείς ακυρώσεις μαθημάτων διακρίνεται η απροθυμία του να συνεχίσει. Η αντίδραση αυτή προέρχεται ίσως από το φόβο του να προχωρήσει στα πιο δύσκολα ή από πιέσεις μιας υπερπροστατευτικής οικογένειας η οποία δεν συμφωνεί με την ιδέα της ανεξάρτητης κίνησης του ή απλά από την επιθυμία του ίδιου του εκπαιδευόμενου να παραμείνει εξαρτημένος αποφεύγοντας την ένταξη στο περιβάλλον γύρω του. Όποια και αν είναι η αιτία, ο εκπαιδευτής μέσα από συζήτηση μπορεί να την ανακαλύψει, να την αντιμετωπίσει και να δράσει ανάλογα.
Ο εκπαιδευτής ίσως νιώθει συχνά φόβο ή ανασφάλεια για το έργο του κυρίως όταν δεν μπορεί να ελέγχει τις συνθήκες γύρω του ή την επίδοση του εκπαιδευόμενου του. Τότε υπάρχει ο κίνδυνος να θέτει περιορισμούς στον εκπαιδευόμενο του, να γίνεται υπερπροστατευτικός και να τον εμποδίζει να κάνει μόνος του πράγματα που θα κατάφερνε.
Βασικό στοιχείο τέλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι η ικανοποίηση του εκπαιδευτή από την απόδοση του εκπαιδευόμενου του, η οποία συντηρεί το ενδιαφέρον του για τη δουλειά του και τον βοηθά να χτίζει καλές σχέσεις με τους εκπαιδευόμενους του, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στην πρόοδο τους.
Η επίγνωση της συνεισφοράς του στην ευτυχία του εκπαιδευόμενου του, καθώς και η πρόοδος που επιτυγχάνει ο εκπαιδευόμενος περνώντας από την εξάρτηση στην ανεξαρτησία, κάνουν τον εκπαιδευτή να νιώθει όμορφα με τη δουλειά του και να επικοινωνεί καλύτερα με τον εκπαιδευόμενο του, ο οποίος με τη σειρά του νιώθοντας την ικανοποίηση του εκπαιδευτή του, αποδίδει καλύτερα.
Ο εκπαιδευτής Κ/Π είναι ένας επαγγελματίας που βοηθά τον άνθρωπο με πρόβλημα όρασης να προσαρμοστεί σε μια νέα κατάσταση αναπτύσσοντας το μέγιστο των δυνατοτήτων του και αντλεί χαρά βλέποντας τον να επανακτά την ανεξαρτησία του και την αξιοπρέπεια του.
ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ Κ-Π ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΚΔ
Ο εκπαιδευτής Κ/Π πρέπει να συνεργάζεται στα πλαίσια διεπιστημονικής ομάδας με άλλους επαγγελματίες (κοινωνική λειτουργός, ψυχολόγος, εργοθεραπευτής, οπτομέτρης, κλπ), ο καθένας από τους οποίους αξιολογεί τον εκπαιδευόμενο από τη δική του οπτική γωνία έτσι ώστε αυτός να αντιμετωπίζεται σαν σύνολο και να δέχεται όλες τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για να καλύπτονται οι επιμέρους ανάγκες του.
Μέσα από τις τακτές συναντήσεις της διεπιστημονικής ομάδας, ανταλλάσσονται στοιχεία, εμπειρίες και απόψεις. Διαφορετικά, έλλειψη αυτής της ομάδας αναγκάζει τον εκπαιδευτή να παρεμβαίνει σε περιοχές που βρίσκονται πέρα από το πεδίο δράσης του. Ο εκπαιδευτής Κ/Π και ΔΚΔ πρέπει να ξεκαθαρίζει με σαφήνεια τα όρια του επαγγέλματος του και παράλληλα να έρχεται σε επαφή με άλλους επαγγελματίες της αποκατάστασης και να τους εξηγεί με ακρίβεια το περιεχόμενο της δουλειάς του. Μέσα από αυτούς μπορεί να μάθει πολλά, αλλά και εκείνοι από αυτόν, έτσι ώστε να ενεργούν όλοι μαζί προς όφελος των εκπαιδευομένων.
Στην εκπαιδευτική διαδικασία πρωτεύοντα ρόλο παίζει η στήριξη της οικογένειας, η οποία και αυτή με τη σειρά της χρειάζεται και η ίδια στήριξη, καθώς περνά από τα ίδια στάδια 'πένθους' μέχρι να φτάσει στην τελική αποδοχή του προβλήματος όρασης του μέλους της. Η οικογένεια αρχικά αρνείται το γεγονός, αισθάνεται αδύναμη και αβοήθητη, ανεπαρκής, ίσως και ένοχη. Είναι συχνό το φαινόμενο μέλη της οικογένειας να αρνούνται για καιρό το πρόβλημα, να αποτρέπουν τον εκπαιδευόμενο από την προσπάθεια του, να φοβούνται ή να μην τον εμπιστεύονται, μη δίνοντας του ευκαιρίες να εφαρμόσει σε ώρες πέρα των μαθημάτων όσα διδάσκεται από τον εκπαιδευτή του. Άλλες φορές πάλι βιάζονται και δεν του αφήνουν περιθώριο να ολοκληρώσει μόνος κάποιες δραστηριότητες ή διαδρομές.
Χρειάζεται ενημέρωση της οικογένειας για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, εκπαίδευση της σε συγκεκριμένες τεχνικές, έτσι ώστε να συνεχίζεται και στο σπίτι το έργο του εκπαιδευτή, επαφή με άλλες οικογένειες που βρίσκονται αντιμέτωπες με την ίδια κατάσταση, ανοιχτή επικοινωνία και ειλικρίνεια μεταξύ των μελών της οικογένειας και του μέλους με πρόβλημα όρασης σχετικά με τις δυσκολίες και τα συναισθήματα που προκύπτουν.
Η οικογένεια μπορεί και πρέπει να εμπλακεί ενεργά, μπορεί σίγουρα να συνεισφέρει αποτελεσματικά στην εκπαιδευτική διαδικασία εκφράζοντας στον εκπαιδευόμενο την αποδοχή και την αγάπη της, προσφέροντας του παράλληλα κίνητρα και αφήνοντας του περιθώρια να ενεργεί μόνος. Με την στήριξη, κατανόηση και προτροπή της οικογένειας του, αποδέχεται πιο εύκολα τον εαυτό του και κινητοποιείται και ο ίδιος περισσότερο για να τον βοηθήσει.
Η εκπαίδευση στην Κινητικότητα και τον Προσανατολισμό γίνεται σε συνεχή επαφή με τον κόσμο γύρω μας και μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Το γεγονός αυτό παρά τα θετικά στοιχεία που συνεπάγεται, φέρνει μαζί του και πολλά αρνητικά:
α. Ο εκπαιδευόμενος είναι διαρκώς αντικείμενο παρατήρησης από τους περαστικούς με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις που επιφέρει αυτό στην εικόνα του εαυτού του, θέμα το οποίο παρουσιάστηκε νωρίτερα.
β. Ο κόσμος γύρω, σχεδόν πάντα αγνοώντας της διαδικασία της εκπαίδευσης, επεμβαίνει για να βοηθήσει τον εκπαιδευόμενο, πολλές φορές χωρίς να ρωτήσει αν πράγματι χρειάζεται βοήθεια και σχεδόν πάντα με λάθος τρόπο, είτε σπρώχνοντας τον είτε τραβώντας τον από το χέρι. Όλοι θα πρέπει να σέβονται την προσπάθεια ενός ανθρώπου με πρόβλημα όρασης να κινείται μόνος, και πριν επέμβουν, να τον ρωτούν αν χρειάζεται βοήθεια, αφήνοντας τον πάντα να τους υποδεικνύει το σωστό τρόπο.
γ. Το εξωτερικό περιβάλλον των μεγαλουπόλεων κρύβει πολλές δυσκολίες και κινδύνους, και ένα άτομο με πρόβλημα όρασης χρειάζεται πολύ κουράγιο, υπομονή και θέληση για να αντεπεξέλθει σ' αυτό. Δεν χρειάζεται να αναφερθούν παραδείγματα. Μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας μας ενημερώνει πλήρως για την κατάσταση.
Μέσα από το διοικητικό συμβούλιο και την υπηρεσία Κ/Π και ΔΚΔ του Π.Σ.Τ., υπάρχει συνεχής επαφή με οργανισμούς και φορείς, προτείνεται, υποστηρίζεται και απαιτείται πολλές φορές η εφαρμογή σωστών πρακτικών για τη βελτίωση των συνθηκών μετακίνησης των ανθρώπων με πρόβλημα όρασης.
Τέλος ο πολύ μικρός αριθμός εκπαιδευτών Κ/Π και ΔΚΔ δυσχεραίνει το έργο τους, δημιουργώντας μεγάλη λίστα αναμονής για όσους επιθυμούν να εκπαιδευτούν. Παράλληλα καλύπτονται ανάγκες και σε άλλες πόλεις: το 1994 πραγματοποιήθηκε πρόγραμμα εκπαίδευσης βλεπόντων εκπαιδευτών στη Ρόδο. Έχει γίνει επίσκεψη στο ειδικό δημοτικό σχολείο τυφλών στα Ιωάννινα, ενώ μέσα στο 2000 πραγματοποιήθηκε πρόγραμμα εκπαίδευσης στην Κ/Π και τις ΔΚΔ στο ειδικό δημοτικό σχολείο τυφλών Πάτρας με τη συνεργασία Π.Σ.Τ και Κ.Ε.Α.Τ.
ΟΦΕΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η εκπαίδευση γίνεται με θέληση και αίτημα του ίδιου του ενδιαφερόμενου. Αν δεν υπάρχει ουσιαστικό αίτημα από τη μεριά του δεν είναι δυνατό να ξεκινήσει και να ολοκληρώσει την εκπαίδευση. Όταν όμως υπάρχει πραγματική ανάγκη και ουσιαστικό αίτημα τότε τα οφέλη που αποκομίζει ο ενδιαφερόμενος από την εκπαίδευση είναι μεγάλα και πολλαπλά.
Αρχικά βελτιώνεται η Κινητικότητα και ο Προσανατολισμός στο χώρο (εσωτερικό και εξωτερικό), γνωστό και άγνωστο. Αποκτά μια πολύτιμη γνώση για τις τεχνικές που μπορεί να χρησιμοποιεί για κάθε περίπτωση και οι οποίες τον προφυλάσσουν από εμπόδια και περιβαλλοντολογικούς κινδύνους. Οι τεχνικές Κ/Π παρέχουν στο άτομο που τις χρησιμοποιεί ασφάλεια, άνεση και ανεξαρτησία, ενώ μετακινείται από το ένα μέρος στο άλλο.
Παρέχουν ασφάλεια γιατί ειδοποιούν το άτομο για τα εμπόδια που υπάρχουν εμπρός του, ανακαλύπτουν τα κενά στο έδαφος και προσανατολίζουν σωστά ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να χαθεί το άτομο με πρόβλημα όρασης.
«Όταν άρχισε η εκπαίδευση μου στην κινητικότητα, αισθάνθηκα τον κόσμο πως ήρθε κοντά μου. Το περιβάλλον μου έγινε τελείως ζωντανό». Λόγια της Hellen Keller που επισημαίνει τη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης του ατόμου με πρόβλημα όρασης στην Κινητικότητα και τον Προσανατολισμό.
Όπως είναι γνωστό, η περιορισμένη ή καθόλου όραση επιφέρει σημαντικούς περιορισμούς στην ικανότητα του ατόμου να κινηθεί στο περιβάλλον του. Η διαφορά μεταξύ ενός τυφλού κι ενός βλέποντα πεζού είναι η διαφορετική ποιότητα και ποσότητα των πληροφοριών που παίρνουν από το περιβάλλον που κινούνται.
Για κάποιον που βλέπει η κίνηση στο χώρο επιτυγχάνεται χωρίς κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια του ατόμου. Είναι εύκολο γι' αυτόν να κινηθεί γρήγορα και με ασφάλεια σ' ένα δρόμο και να διορθώσει ή να μεταβάλλει τη πορεία του αν συναντήσει εμπόδια. Αντίθετα, ένα τυφλό άτομο χρειάζεται να πραγματοποιήσει μια περίπλοκη νοητική διεργασία και προσπάθεια προκειμένου να μετακινηθεί σ' ένα γνωστό ή άγνωστο γι' αυτό χώρο.
Το άτομο με πρόβλημα όρασης χρειάζεται εκπαίδευση στην Κ/Π με κύριο στόχο να κινείται με ανεξαρτησία, ασφάλεια, αποδοτικότητα και άνεση στο περιβάλλοντα χώρο του.
Εάν κάποιος έχει καλή Κ/Π έχει αυξήσει κατά την αυτοπεποίθηση του και την ανεξαρτησία του. Εάν δεν έχει καλή Κ/Π, θα πρέπει συνεχώς να αναζητά βοήθεια για να αντεπεξέλθει στις καθημερινές του δραστηριότητες (εργασία, διασκέδαση, υποχρεώσεις κτλ)
Οι διάφοροι περιορισμοί στο να κινείται ένα άτομο ελεύθερα στο χώρο του, επιδρούν στη ζωή του κατά δύο τρόπους, πρώτον μειώνοντας τις δυνατότητες για περισσότερες εμπειρίες και δεύτερον περιορίζοντας σε κάποιο βαθμό τις κοινωνικές σχέσεις.
Μέσα από την κίνηση και την ελεύθερη μετακίνηση σε οποιοδήποτε χώρο, το άτομο αναπτύσσει ταυτόχρονα κι άλλες ικανότητες και δυνατότητες που αυτές με τη σειρά τους οδηγούν στη ανάπτυξη της όλης προσωπικότητας του.
Η κοινωνικοποίηση, η ελεύθερη επιλογή και λήψη αποφάσεων, η αποδοχή από τον συνάνθρωπο, η κατάκτηση της ανεξαρτησίας, αλλά και n ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης του ατόμου με πρόβλημα όρασης, είναι από τα βασικότερα οφέλη της εκπαίδευσης στην Κ/Π.
Με λίγα λόγια, «η Κινητικότητα παίρνει το άτομο με πρόβλημα όρασης από το χέρι και το οδηγεί στη ζωή.»
Η εκπαίδευση στις Δεξιότητες Καθημερινής Διαβίωσης (ΔΚΔ) έρχεται ως αρωγός στην Κ/Π και εφοδιάζει το άτομο με πρόβλημα όρασης με εκείνες τις δεξιότητες, ώστε ν αντεπεξέλθει όσο το δυνατό καλύτερα στις καθημερινές του υποχρεώσεις, όπως η αναγνώριση και χρήση χρημάτων, υπογραφές, καθημερινά ψώνια σε μαγαζιά, συμπλήρωση μια αίτησης σε δημόσια υπηρεσία κτλ.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ - ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΒΛΕΠΟΝΤΕΣ
Αρκετά συχνά, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, συναντάμε άτομα με πρόβλημα όρασης στους δρόμους που χρησιμοποιούν το λευκό μπαστούνι και προσπαθούν να μετακινηθούν με ασφάλεια και ανεξαρτησία.
Αρκετά συχνά επίσης προσπαθούμε να παρέμβουμε σ' αυτή τη προσπάθεια με στόχο να βοηθήσουμε. Είναι αναγκαίο όμως να γνωρίζουμε πως και πότε πρέπει να προσφέρουμε αυτή τη βοήθεια, για να μη καταλήξουμε να μπερδέψουμε το άτομο με πρόβλημα όρασης, αντί να το βοηθήσουμε.
Αρχικά παρατηρούμε και αξιολογούμε αν το άτομο με πρόβλημα όρασης χρειάζεται βοήθεια, ή το βλέπουμε να τα καταφέρνει μια χαρά και μόνο του, πάντα με τη χρήση του λευκού μπαστουνιού. Αν κινείται με άνεση και ασφάλεια στο περιβάλλοντα χώρο και δείχνει σίγουρος για αυτό που κάνει, τότε δεν υπάρχει λόγος να βοηθήσουμε, γιατί δεν υπάρχει ανάγκη στη συγκεκριμένη στιγμή που το συναντάμε.
Αν δούμε ένα άτομο με πρόβλημα όρασης να αντιμετωπίζει προβλήματα ή να έχει μπερδευτεί λόγω εξωτερικών εμποδίων που έχει συναντήσει πλησιάζουμε ευγενικά και με διακριτικότητα ρωτάμε αρχικά αν χρειάζεται βοήθεια.
Περιμένουμε την απάντηση του, που μπορεί να είναι και αρνητική, και πράττουμε ανάλογα μ' αυτήν.
Αν αρνηθεί, έχουμε κάνει λάθος την εκτίμηση μας και το αφήνουμε να συνεχίσει την πορεία του.. Αν δεχθεί, ρωτάμε ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει και παρεμβαίνουμε ακριβώς σ' αυτό δίνοντας τη καλύτερη λύση.
Ποτέ δεν αλλάζουμε τη κατεύθυνση που ακολουθεί το άτομο με σπρώχνουμε μπροστά από εμάς. Αν δεν γνωρίζουμε, ζητάμε να μας δείξει το σωστό τρόπο, για να πιάσει το μπράτσο, και πάντα εμείς οδηγούμε το άτομο με πρόβλημα όρασης περπατώντας μισό βήμα μπροστά του.
Στις ερωτήσεις που ακολουθούν, η σωστή απάντηση είναι προφανής, αλλά γίνεται δύσκολη όταν κάποιος που δεν γνωρίζει τα άτομα με πρόβλημα όρασης, θελήσει να προσφέρει τη βοήθεια του όταν συναντήσει ένα τυφλό άτομο στο δρόμο.
Οι απαντήσεις στηρίζονται στην ανθρώπινη και λογική αντιμετώπιση προς όλους τους συνανθρώπους μας, που ενώ οι περισσότεροι την γνωρίζουμε, δεν μπορούμε να την εφαρμόσουμε κάτω από την συναισθηματική φόρτιση και πίεση την ώρα που χρειάζεται.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν:
Α. Τι κάνω όταν συναντώ ένα άτομο με πρόβλημα όρασης στο δρόμο και δυσκολεύεται να διασχίσει ένα δρόμο:
Φεύγω μακριά του χωρίς να δώσω σημασία ;
Πλησιάζω διακριτικά και ρωτάω αν χρειάζεται βοήθεια ;
Τον τραβάω απότομα και τον σέρνω πίσω μου μέχρι το απέναντι Πεζοδρόμιο;
Τον σπρώχνω μπροστά χωρίς να ρωτήσω, αδιαφορώντας για το τι λέει ή θέλει;
Β. Ποιος είναι ο σωστός τρόπος να συνοδεύσω ένα άτομο με πρόβλημα όρασης στον εξωτερικό χώρο:
Τον σπρώχνω μπροστά;
Τον τραβάω από πίσω μου, πιάνοντας του το χέρι;
Του δείχνω το μπράτσο για να πιαστεί και περπατάω μισό βήμα μπροστά ;
Τον πιάνω από το μανίκι;
Γ. Πως συμπεριφέρομαι όταν οδηγώ ένα αυτοκίνητο ή μια μηχανή :
Σταματάω πάντα πάνω στις διαχωριστικές γραμμές των πεζών;
Κορνάρω έντονα μόλις ανάψει το πράσινο και αναπτύσσω ταχύτητα ενώ διασχίζουν ακόμα οι πεζοί τη διάβαση;
Σταματάω πάντα πριν από τη ζώνη διέλευσης των πεζών;
Παρκάρω πάνω στο πεζοδρόμιο και δημιουργώ πρόβλημα στην μετακίνηση των πεζών;
Ακολουθώ πάντα τους σωστούς τρόπους σωστής κυκλοφοριακής αγωγής και σέβομαι την προτεραιότητα των πεζών;
Υπηρεσία Κινητικότητας - Προσανατολισμού
και Δεξιοτήτων Καθημερινής Διαβίωσης
του Πανελληνίου Συνδέσμου Τυφλών
Εκπαιδεύτριες Κ-Π & Δ.Κ.Δ.: Βερυκοκάκη Αγγελική Κούβαρου Ελισάβετ Πουλέα Κατερίνα
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΤΥΦΛΩΝ
Βερανζέρου 31, 104 32 Αθήνα Τηλ. 5245001, 5245455, 5228333, 5245578 fax: 5222112 Αυτόματος τηλεφωνητής: 5222111
www.pst.gr e-mail: pab@otenet.gr
Πηγή: ΠΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου