Πρόκειται για εργασία της Μαρούσας Απειρανθίτου,Κοινωνικής Λειτουργού ΕΚΚΝ Αυλώνα, που εκπονήθηκε στο πλαίσιο Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (έτους 2007) "Σπουδές στην Εκπαίδευση" του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, Θεματικής Ενότητας ΕΚΠ 51: "Εκπαιδευτική έρευνα στην πράξη" υπό την επίβλεψη του Καθηγητή-Συμβούλου Παναγιώτη Παπακωνσταντίνου (Καθηγητή Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο τμήμα ΦΠΨ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων). Μπορείτε να τη διαβάσετε στο theartofcrime.gr απ' όπου και τα αποσπάσματα.
Στην εποχή μας είναι έντονη η ανασφάλεια μεγάλης μερίδας του κοινού που φοβάται πιθανή θυματοποίηση από εγκληματικές ενέργειες. Ο «φόβος του εγκλήματος» συχνά είναι δυσανάλογος προς τους δείκτες εγκληματικότητας μιας περιοχής, ωστόσο επηρεάζει τη γενικότερη στάση των πολιτών απέναντι στο εγκληματικό φαινόμενο και την τιμωρητική τους διάθεση προς τους δράστες (Ζαραφωνίτου, 2000, σελ.491,493,500). Επιπλέον, έχει «νομιμοποιήσει» σε κάποιες χώρες την αυστηρότητα στην μεταχείριση των παραβατών (Μαγγανάς, 1999, σελ.16-22) και τη γενικευμένη χρήση κατασταλτικών μέτρων (Μαγγανάς, 2004, σελ.37-66).
Στην εποχή μας είναι έντονη η ανασφάλεια μεγάλης μερίδας του κοινού που φοβάται πιθανή θυματοποίηση από εγκληματικές ενέργειες. Ο «φόβος του εγκλήματος» συχνά είναι δυσανάλογος προς τους δείκτες εγκληματικότητας μιας περιοχής, ωστόσο επηρεάζει τη γενικότερη στάση των πολιτών απέναντι στο εγκληματικό φαινόμενο και την τιμωρητική τους διάθεση προς τους δράστες (Ζαραφωνίτου, 2000, σελ.491,493,500). Επιπλέον, έχει «νομιμοποιήσει» σε κάποιες χώρες την αυστηρότητα στην μεταχείριση των παραβατών (Μαγγανάς, 1999, σελ.16-22) και τη γενικευμένη χρήση κατασταλτικών μέτρων (Μαγγανάς, 2004, σελ.37-66).
Τα ΜΜΕ είναι οι κατʼ εξοχήν πληροφοριοδότες του κοινού για το εγκληματικό φαινόμενο. Επειδή δημιουργούν και αναπαράγουν στερεότυπα γύρω από το έγκλημα και τον εγκληματία έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης κοινωνικών επιστημόνων (Λαμπροπούλου, 1999α, Κουκουτσάκη, 1999, Κουκουτσάκη, 2000, Τσουκαλά, 2001). Ωστόσο, αν και τα σχολικά εγχειρίδια δημιουργούν και μεταβιβάζουν εικόνες παραβάσεων και παραβατών, και μάλιστα σε παιδιά, μικρό ενδιαφέρον έχει υπάρξει για την παρουσίαση σε αυτά σχετικών θεμάτων.
Αυτό το κενό έχουμε τη φιλοδοξία να καλύψουμε με την παρούσα έρευνα, ειδικά τώρα που όσα συμβαίνουν στο σχολικό χώρο απασχολούν περισσότερο από ποτέ επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων και όχι μόνο τους εκπαιδευτικούς.
Το εκπαιδευτικό υλικό που πρόκειται να μελετηθεί είναι τμήματα από τα σχολικά εγχειρίδια της Ε΄ και της Στ΄ τάξης Δημοτικού για το μάθημα των Θρησκευτικών και το μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής. Το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται στους μαθητές το εγκληματικό φαινόμενο και στόχος είναι η διερεύνηση της συμβολής των αναφερόμενων βιβλίων στην κοινωνικοποίηση των παιδιών μέσα από την εικόνα που παρέχουν για τις παραβάσεις των κοινωνικών κανόνων και τους παραβάτες τους.
Βιβλιογραφική επισκόπηση
Το σχολείο δεν μεταδίδει απλώς γνώσεις αλλά είναι και σημαντικός φορέας κοινωνικοποίησης. Εκεί ένα παιδί μαθαίνει τις αξίες, τους κανόνες και τους προσανατολισμούς της κοινωνίας στην οποία ζει ενώ εκπαιδεύεται στην αυτοπειθάρχηση (Λαμπροπούλου, 1994, σελ.80-84, Zounhia, Hatziharistos & Emmanouel, 2003).
Η πλημμελής εκπαίδευση συχνά συνδέεται με την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς. Χωρίς να αντικατοπτρίζεται σε αντίστοιχες πολιτικές (Stretesky & Unnithan, 2002), είναι διαδεδομένη η φράση «Όπου ανοίγει ένα σχολείο κλείνει μια φυλακή». Ο M.Foucault όμως έχει επισημάνει ότι και οι δύο θεσμοί έχουν παρόμοια πειθαρχική λειτουργία. Έβλεπε ότι το σχολείο, με διάφορες στρατηγικές εξουσίας, επιτυγχάνει την καθυπόταξη του σώματος των μαθητών και την δημιουργία πειθήνιων πολιτών (Φουκώ, 1989, σελ.188-221).
Μελετητές προερχόμενοι από διάφορες επιστήμες οι οποίοι ασχολούνται με την εκπαιδευτική έρευνα εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της πειθαρχίας στο σχολείο (Zounhia κ.συν, 2003, Stephens, Kyriacou & Tonnessen 2005) και το ρόλο του σχολείου στη διαμόρφωση των μελλοντικών πολιτών (Πλατσίδου, 2001).
Για τον R.Dottrens η «αγωγή» αποσκοπεί στη διάπλαση ελεύθερων πολιτών για μια ελεύθερη χώρα, ώστε να ενεργούν έχοντες συνείδηση της ευθύνης τους και σεβόμενοι τους ισχύοντες νόμους (Κουστουράκης, 1994, σελ.58). Η διαπαιδαγώγηση νέων ανθρώπων που θα ισορροπούν μεταξύ των δικαιωμάτων και της υπευθυνότητάς τους είναι πρόκληση για το σχολείο και μπορεί να επιτευχθεί με ανάλογα προγράμματα και στρατηγικές (Μυλώσης & Πατσούρη, 2005, σελ.159-170).
Τα σχολικά εγχειρίδια λειτουργούν ως παράγοντες κοινωνικοποίησης του μαθητή. Επηρεάζουν τη διδασκαλία, είναι κύρια πηγή αξιόπιστων πληροφοριών και γνώσεων για μαθητές και εκπαιδευτικούς, αλλά μεταφέρουν και πρότυπα, νόρμες, στάσεις, αξίες, δηλαδή συντελούν στην ιδεολογική διαμόρφωση των παιδιών (Καψάλης & Χαραλάμπους, 1995, σελ.204,215).
Επιλέχτηκε εκπαιδευτικό υλικό για τις συγκεκριμένες σχολικές τάξεις γιατί οι μαθητές του Δημοτικού αναπτύσσουν την κοινωνικότητά τους επιθυμώντας και επιδιώκοντας να ενταχθούν στην ομάδα των συνομηλίκων, εκδηλώνουν σεβασμό σε άλλα πρόσωπα και εφαρμόζουν κανόνες των οποίων η ισχύ αναγνωρίζεται στις ομαδικές τους δραστηριότητες, η δε παράβαση επισύρει κυρώσεις (Κουστουράκης, 1994, σελ.61).
Το μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής επιλέχτηκε καθώς έχει χαρακτηριστεί ως συνδετικός κρίκος και επιστέγασμα όλων των παρεχόμενων κοινωνικών γνώσεων από το σχολείο. Θεωρείται ότι αναγνωρίζει τον κοινωνικοποιητικό ρόλο του σχολείου και την επίδρασή του στην βαθμιαία απόκτηση των κοινωνικών στάσεων και αξιολογήσεων του ατόμου (όπ, σελ.56-57).
Το μάθημα των Θρησκευτικών επιλέχτηκε γιατί έχει σκοπό, μεταξύ άλλων, την ευαισθητοποίηση και έμπρακτη θέση των μαθητών απέναντι στον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό (Γιαγκάζογλου, 2005, σελ.41-49), ενώ εκφράζει τη διδασκαλία της Ορθόδοξης εκκλησίας σύμφωνα με την οποία η τήρηση κανόνων στις ανθρώπινες σχέσεις βασίζεται στην αγάπη προς τον συνάνθρωπο, κατά το πρότυπο αγάπης του Τριαδικού Θεού (Τερέζης & Κουστουράκης, 1993, σελ.53-54).
...
Στην παρούσα έρευνα έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια η εικόνα που εμφανίζεται στα προαναφερθέντα τμήματα από τα επιλεχθέντα σχολικά βιβλία για το εγκληματικό φαινόμενο. Ωστόσο δεν μας διαφεύγει ότι δύσκολα μιλάμε για αντικειμενικότητα στην έρευνα, με την έννοια της πλήρους ταύτισης με την πραγματικότητα (Eisner 1999).
Ήδη αμφισβητείται και το εάν υπάρχει ένας αντικειμενικός ορισμός του εγκλήματος. Για την Labeling approach το έγκλημα είναι συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται έτσι από όσους έχουν εξουσία να δώσουν αυτόν τον ορισμό, εν προκειμένω το κράτος, ο δε ποινικός νόμος θεωρείται ότι δεν προστατεύει τις πιο ευάλωτες ομάδες πληθυσμού (Δασκαλάκης, 1985, σελ.31). Οι μαθητές όμως ακόμα κοινωνικοποιούνται με τρόπο που να βλέπουν το έγκλημα και τον εγκληματία με τα μάτια του κράτους (Λάζος, 2004, σελ.11).
Τα βιβλία Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής τονίζουν ότι οι νόμοι προστατεύουν αγαθά που εξασφαλίζουν την αρμονική συμβίωση των μελών της κοινωνίας, έχουν γενική ισχύ και αν τους παραβούμε θα έχουμε ποινικές συνέπειες. Η προβαλλόμενη κοινωνική αντίδραση είναι αμιγώς κατασταλτική.
Τα βιβλία Θρησκευτικών παρουσιάζουν μια πιο επιεική κοινωνική αντίδραση προς τον παραβάτη- εκτός του αιρετικού- και έχουν ενδιαφέρον γιατί δείχνουν ότι ακόμα κι ένα σοβαρό αδίκημα μπορεί με την μετάνοια και να εξαλειφθεί από τη μνήμη του Θεού, σαν να μην είχε γίνει ποτέ.
Το τι μηνύματα θα δεχτούν οι μαθητές αυτών των τάξεων σχετικά με το εγκληματικό φαινόμενο θα εξαρτηθεί κατά πολύ από τον τρόπο που το υλικό θα αξιοποιηθεί από τον δάσκαλό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου