Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

Ψηφιακοί «αρνητές» και μαθήματα δύο ταχυτήτων στα σχολεία

Μαθήματα δύο ταχυτήτων γίνονται σε πολλά δημόσια σχολεία της χώρας μας εξαιτίας του ψηφιακού χάσματος που υπάρχει μεταξύ των εκπαιδευτικών.

Μιλώντας στην «Κ» ο καθηγητής Σχολικής Εκπαίδευσης στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κώστας Δημόπουλος, σημειώνει πως το εκπαιδευτικό προσωπικό στην Ελλάδα είναι από τα πιο γερασμένα στην Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, πολλοί δάσκαλοι/καθηγητές επιλέγουν τον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας την ώρα που οι νεότεροι και πιο εξοικειωμένοι με τα ψηφιακά μέσα κάνουν εκτεκταμένη χρήση του εξοπλισμού του εκάστοτε σχολείου.

«Υπάρχει μερίδα εκπαιδευτικών που χρησιμοποιούν τις ψηφιακές τεχνολογίες ακόμα και όταν δεν είναι πολιτική του σχολείου και εκπαιδευτικοί που δεν τα χρησιμοποιούν καθόλου. Υπάρχουν βέβαια και τα σχολεία που προσπαθούν να εντάξουν την τεχνολογία στα περισσότερα μαθήματά τους. Αυτό οδηγεί σε μαθήματα δύο ταχυτήτων», εξηγεί ο καθηγητής.

Το συγκεκριμένο πρόβλημα έρχεται να προστεθεί σε μία σειρά από μειονεκτήματα που παρουσιάζει η χώρα μας στον συγκεκριμένο τομέα σε σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Φιλελευθέρων Μελετών τα ελληνικά σχολεία υστερούν σημαντικά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως προς το επίπεδο του ψηφιακού τους εξοπλισμού, τη σύνδεσή τους στο διαδίκτυο και την ψηφιακή τους κουλτούρα.

Ειδικότερα έχει διαπιστωθεί πως στον δείκτη των ψηφιακών δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού η Ελλάδα καταλαμβάνει την 22η θέση (από τις 27 χώρες της Ε.Ε.), ενώ στον δείκτη της ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η θέση.

Για τον κ. Δημόπουλο, ο οποίος και υπογράφει την παραπάνω μελέτη, το θέμα του εξοπλισμού στα σχολεία είναι βασικό, αλλά βασικότερη είναι η εκπαιδευτική αξιοποίηση του εξοπλισμού από το προσωπικό του.

«Αν λόγου χάρη εγκατασταθεί ένας διαδραστικός πίνακας σε ένα σχολείο και γίνεται ελάχιστη χρήση του, τότε είναι δώρον άδωρον», σχολιάζει προσθέτοντας πως φαίνεται ότι τα ιδιωτικά σχολεία δίνουν περισσότερη έμφαση στην ψηφιακή εκπαίδευση από τα δημόσια.

Αλλωστε πλέον χρήση ψηφιακών εργαλείων στα σχολεία δεν σημαίνει προβολή ενός βίντεο σε κάποιο μάθημα, όπως γινόταν κάποτε, αλλά χρήση μέσων που προωθούν τη διαδραστικότητα και την εξατομίκευση.

Η Ελλάδα παραμένει «ψηφιακός ουραγός» στην εκπαίδευση παρά την αξιοποίηση μιας σειράς παρεμβάσεων τα τελευταία χρόνια όπως ήταν η ολοκληρωμένη ψηφιακή εκπαιδευτική πολιτική με όνομα «Ψηφιακό Σχολείο» το οποίο σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε κατά την περίοδο 2009-2011. Εξηγώντας τι έφταιξε ο κ. Δημόπουλος απαντά πως το μεγαλύτερο αγκάθι ήταν πως η ψηφιακή αναβάθμιση δεν ήταν ποτέ συνεχής και συστηματική.

«Οι περισσότερες προσπάθειες εκσυγχρονισμού στο εκπαιδευτικό μας σύστημα στηρίχθηκαν σε χρηματοδότηση από το εξωτερικό, παλαιότερα με ευρωπαϊκά προγράμματα, τώρα με το Ταμείο Ανάκαμψης. Οταν, όμως, το εκάστοτε πρόγραμμα ολοκληρωνόταν τότε γυρίζαμε πάλι στον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας, δηλαδή δεν γινόταν μέρος της κουλτούρας μας. Η εξέλιξη σε όλα τα επίπεδα θέλει διαρκή ροή και προσπάθεια».

Επαναλαμβάνοντας πως η προσπάθεια για ψηφιακό εκσυγχρονισμό στο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι ολιστική σε όλα τα επίπεδα (εξοπλισμός, επαγγελματική κατάρτιση και αλλαγή ψηφιακής κουλτούρας), ο κ. Δημόπουλος καταλήγει πως δεν είναι θέμα επιλογής, αλλά επιτακτική ανάγκη. Αλλωστε, τα περισσότερα παιδιά πλέον είναι εξοικειωμένα με τις τεχνολογικές συσκευές με αποτέλεσμα όταν το σχολείο δεν συμβαδίζει, να τα αποξενώνει και να τα δυσκολεύει ακόμη περισσότερο.


Σοφία Χρήστου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου