Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Γιατί οι έφηβοι λένε ψέματα ή την αλήθεια στους γονείς τους;


Σε μια πρόσφατη μελέτη στο Journal of Adolescence, η Judith Smetana, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ και οι συνεργάτες της μελετούν τις αφηγήσεις 131 εφήβων και φοιτητών που τους είχαν πάρει συνέντευξη για μια περίοδο που έκαναν κάτι με το οποίο οι γονείς τους διαφωνούσαν ή είχαν απαγορεύσει ρητά. Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν για καθένα από αυτά τα τρία σενάρια: μια στιγμή που στη συνέχεια αποκάλυψαν (αποσπασματικά ή στο σύνολο), απέκρυψαν ή είπαν ψέματα για μια δραστηριότητα που οι γονείς τους απορρίπτουν.

Οι αφηγήσεις έχουν ιδιαίτερη αξία, σύμφωνα με τη Smetana. Ενώ η ειλικρίνεια και η απόκρυψη γεγονότων έχει απασχολήσει μεγάλο όγκο ερευνών τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το μεγαλύτερο μέρος τους βασίζεται σε ερωτηματολόγια και έρευνες.

«Οι αφηγήσεις παρέχουν πλούσιες πληροφορίες για το πώς τα άτομα αντιλαμβάνονται τις εμπειρίες τους—συμπεριλαμβανομένου του πόσο περίπλοκες είναι οι αφηγήσεις τους, τόσο σε πραγματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο», λέει. «(οι αφηγήσεις) Είναι πολύ καλές για τη μελέτη πώς ανασκευάζονται ιστορίες και τι θυμόμαστε από αυτές».

Η παρούσα μελέτη είναι η τρίτη σε μια σειρά, βασισμένη σε αφηγήσεις που συνέλεξε αρχικά η Smetana το 2014 και το 2015. Η πρώτη μελέτη (2019) εξέτασε μαθήματα που έμαθαν οι έφηβοι για τον εαυτό τους και τους γονείς τους, ενώ η δεύτερη (2021) εξέτασε τα συναισθήματα των εφήβων όταν αναλογίζονταν τις τρεις καταστάσεις που είχαν αφηγηθεί.

Για την πιο πρόσφατη μελέτη, η ομάδα κωδικοποίησε τις αφηγήσεις-συνεντεύξεις για την ηθελημένη αυτενέργεια, τη χρονική στιγμή, τη συνέπεια και τα διδάγματα. Μέρος της έρευνας ασχολήθηκε με τη συχνή υπόθεση ότι η αποκάλυψη είναι εθελοντική, δηλαδή ότι οι έφηβοι που λένε μέρος ή ολόκληρη την αλήθεια το κάνουν με δική τους βούληση. «Αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα, κάτι που υποψιαζόμασταν και, πράγματι, βρήκαμε», λέει η Smetana.

Όπως γνωρίζουν οι περισσότεροι γονείς - και το οποίο έχει αποδειχθεί σε προηγούμενη έρευνα - καθώς τα παιδιά γίνονται έφηβοι, η προθυμία τους να μοιραστούν πληροφορίες και να κρατήσουν τους γονείς ενημερωμένους μειώνεται, ενώ η μυστικότητα αυξάνεται.

«Εν μέρει, αυτό αφορά την ανάπτυξη της αυτονομίας και οι έφηβοι κάνουν αυτό που θέλουν να κάνουν, ακόμα κι αν αυτό περιλαμβάνει επικίνδυνη συμπεριφορά», λέει η Smetana.

Οι έφηβοι αποκαλύπτουν πληροφορίες στους γονείς τους κυρίως εθελοντικά (40%) ή στρατηγικά (47%)—είτε ως μέσο για να επιτύχουν ένα σκοπό, όπως να λένε την αλήθεια για ένα πάρτι στο οποίο μπορεί να χρειαστούν μεταφορά, είτε προληπτικά επειδή υποψιάζονται τους γονείς τους θα το μάθουν ούτως ή άλλως.

«Είναι σημαντικό» ότι μόνο το 40% των συμμετεχόντων στη μελέτη αποκάλυψαν τις σημαντικές πληροφορίες με δική τους θέληση—«πολύ λιγότερο» από ό,τι είχε συνήθως υποτεθεί, λέει η Smetana.

Η ακούσια αφήγηση ή αποκάλυψη της αλήθειας, όπως διαπίστωσε η ομάδα, έχει μικρή συχνότητα (13%) και μπορεί να περιλαμβάνει το να το μαρτυρά κατα λάθος κάποιο φιλικό πρόσωπο, να κάνει ένας έφηβος ένα τατουάζ που τελικά το βλέπουν οι γονείς ή να πιέζεται από τους γονείς να το πει.

Η χρονική στιγμή παίζει καθοριστικό ρόλο: οι έφηβοι ήταν πιο πιθανό να πουν ψέματα (53%) πριν από το γεγονός ή την ενέργεια που οι γονείς τους δεν θα συγχωρούσαν. Ωστόσο, το να λένε την αλήθεια ή να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες συνέβαιναν πιο συχνά αφού είχαν ήδη εμπλακεί σε μια δραστηριότητα που απορρίφθηκε από τους γονείς τους (35% αποκάλυψε την ακατάλληλη δραστηριότητα λίγο αργότερα, 8% είπε ψέματα για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν τελικά το αποκαλύψει και το 23% είπε την αλήθεια στο κάποια απροσδιόριστη ώρα).

Δεν αποτελεί έκπληξη (σε οποιονδήποτε γονέα εφήβων), ότι οι έφηβοι στη μελέτη αποδείχθηκαν ευρηματικότεροι στις προσεγγίσεις τους: ανέφεραν συνήθως πρόσθετες στρατηγικές εκτός από αυτές για τις οποίες ρωτούσαν συγκεκριμένα οι ερευνητές, χρησιμοποιώντας πολλαπλές στρατηγικές γύρω από το ίδιο γεγονός.

«Η αποκάλυψη μπορεί να μην είναι το πρώτο πράγμα που κάνουν. Ίσως προσπάθησαν να ξεφύγουν χωρίς να το πουν στους γονείς τους. Ή ίσως πρώτα απέκρυψαν και μετά αποκάλυψαν. Είναι πραγματικά αποχρώσεις του γκρι—συνήθως όχι ασπρόμαυρο», λέει η Smetana.

Η αποκάλυψη (ή η έκφραση της αλήθειας) μετά το συμβάν συνδέθηκε με διδάγματα και η εκκούσια αποκάλυψη με ψυχολογική ανάπτυξη. Εν τω μεταξύ, ο ψυχολογικός έλεγχος - ο οποίος είναι παρεμβατικός, χειριστικός ή ασεβής γονεϊκός ρόλος που υπονομεύει το παιδί - συσχετίστηκε με αρνητικά αυτο-μαθήματα.

Ενώ ένας ολόκληρος αριθμός μελετών εξέτασε την αποκάλυψη και το απόρρητο των εφήβων - ο χρόνος της δεν έχει μελετηθεί προηγουμένως. Ωστόσο, η χρονική στιγμή, λέει ο Smetana, είναι κρίσιμη και έχει επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο οι έφηβοι ερμηνεύουν αυτές τις εμπειρίες, συμπεριλαμβανομένων των διδαγμάτων ζωής.

Οι συμμετέχοντες στη μελέτη ρωτήθηκαν τι είχαν μάθει από τις εξιστορημένες εμπειρίες τους από την αποκάλυψη και τα ψέματα. Δεν αποδείχθηκαν όλα θετικά, λέει η Smetana. «Το μάθημα που μάθαμε για το ψέμα θα μπορούσε να είναι: «Είμαι καλός ψεύτης!» Και όντως πήραμε μερικά από αυτά».

Συνολικά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, ανεξαρτήτως ηλικίας, το να λένε την αλήθεια (ή μέρος της) οικειοθελώς συνδέθηκε με την αναφορά των εφήβων για θετικές αλλαγές, όπως μεγαλύτερη ψυχολογική ανάπτυξη στην κατανόηση του εαυτού τους, του σκοπού τους, της αυτο-αποτελεσματικότητας ή των σχέσεων με τους άλλους- και τους γονείς. Όταν επρόκειτο για εμπειρίες αφήγησης της αλήθειας, η ερευνητική ομάδα παρατήρησε ότι οι αφηγήσεις αποκάλυψης περιείχαν περισσότερα κίνητρα, προθέσεις και επιθυμίες - σε σύγκριση με τις αφηγήσεις των εφήβων σχετικά με την απόκρυψη ή το ψέμα.

«Είχαν καλύτερη ψυχολογική κατανόηση του εαυτού τους και απέκτησαν περισσότερο ψυχολογικό νόημα από την αποκάλυψη, παρά από την απόκρυψη ή το ψέμα», λέει η Smetana.

Αντίθετα, οι έφηβοι έβγαλαν πιο αρνητικά συμπεράσματα όταν διηγούνταν εμπειρίες ψέματος, όπως περισσότερες αρνητικές απόψεις και λιγότερη σαφήνεια για τον εαυτό τους, περισσότερα αρνητικά συναισθήματα ή πιο αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους. Επιπλέον, η αποκάλυψη μετά – και όχι πριν – του γεγονότος που αφηγήθηκαν συνδέθηκε με μεγαλύτερη πιθανότητα διδαγμάτων για τον εαυτό τους.

Το ψέμα συχνά συμβαδίζει με ένα σωρό άλλα προβλήματα. Με την πάροδο του χρόνου, το τακτικό ψέμα στους γονείς σχετίζεται με χειρότερες σχέσεις εφήβου-γονέα και την προβληματική συμπεριφορά των εφήβων στη συνέχεια, ανακάλυψε η Smetana σε μια ξεχωριστή μελέτη το 2015. Ειδικά στην περίπτωση του ψέματος, η πιθανότητα ενός εφήβου να έχει κατάθλιψη αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου.

Προηγούμενη έρευνα, σημειώνει η ομάδα, έχει δείξει ότι τα αγόρια τείνουν να λένε ψέματα στους γονείς περισσότερο από τα κορίτσια, ίσως επειδή είναι πιο πιθανό να συμμετέχουν σε αποκλίνουσες δραστηριότητες. Ωστόσο, η πίεση από τους γονείς να πουν την αλήθεια οδηγεί με την πάροδο του χρόνου σε αύξηση του άγχους για τα αγόρια και του άγχους και της κατάθλιψης για τα κορίτσια.

Η αποκάλυψη και το ψέμα είναι «σύνθετες και με πολλές εκφάνσεις» ενέργειες, γράφει η ομάδα, που ποικίλλουν ως προς το χρονοδιάγραμμα, τη συνέπεια και τον εθελοντισμό. Αυτά τα χαρακτηριστικά συμβάλλουν στον τρόπο με τον οποίο οι έφηβοι ερμηνεύουν, κατανοούν ή δίνουν νόημα στα γεγονότα της ζωής, τις σχέσεις, τους άλλους και τους εαυτούς τους – τα οποία οι ψυχολόγοι αναφέρονται ως δημιουργία νοήματος.

Σύμφωνα με την Smetana, οι ερευνητές συνήθιζαν να πιστεύουν ότι οι γονείς που παρακολουθούν τα παιδιά τους - που έχουν σταθερούς κανόνες και ρωτούν τα παιδιά τους τι κάνουν - θα μπορούσαν να τα κρατήσουν μακριά από προβλήματα. Πιο πρόσφατη έρευνα, ωστόσο, δείχνει ότι η γονική παρακολούθηση δεν βελτιώνει τη γνώση των γονέων για τη ζωή των παιδιών τους. Αντίθετα, όλα εξαρτώνται από την προθυμία των εφήβων να μοιραστούν πληροφορίες.

«Κάντε ό,τι μπορείτε για να ανταποκριθείτε και κρατήστε τις γραμμές επικοινωνίας ανοιχτές, ώστε τα παιδιά σας να σας το πουν οικειοθελώς, όχι υπό πίεση», λέει η Smetana.

Το κλειδί για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών είναι οι καλές σχέσεις εμπιστοσύνης γονέα-παιδιού που αναπτύσσονται πριν από την εφηβεία και συνεχίζονται σε όλη τη ζωή. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που οι έφηβοι επιλέγουν να μην αποκαλύπτουν επειδή βλέπουν τα ζητήματα ως προσωπικά και ιδιωτικά - που δεν αφορούν τους γονείς, σημειώνει η Smetana. Σε κάποιο βαθμό αυτό είναι εντάξει, λέει, γιατί βοηθά στην ενίσχυση της αυτονομίας των εφήβων. Ωστόσο, οι γονείς και οι έφηβοι συχνά διαφωνούν ως προς το τι είναι ιδιωτικό και πρέπει να αποφασίσει ο έφηβος – έναντι του τι πρέπει να γνωρίζουν οι γονείς για να κρατήσουν τους εφήβους τους ασφαλείς. Οι έφηβοι μπορεί να μην λένε στους γονείς για επικίνδυνη συμπεριφορά, για παράδειγμα, επειδή φοβούνται ότι θα βρεθούν σε μπελάδες ή ότι θα πέσουν στα μάτια των γονιών τους.

«Η εμπιστοσύνη και η καλή επικοινωνία είναι ιδιαίτερα σημαντικές, γιατί μπορεί να μετριάσουν τις αρνητικές απαντήσεις των γονιών», λέει η Smetana.

Σε προηγούμενη έρευνα, η Smetana είχε ρωτήσει τους γονείς πόσα πίστευαν ότι γνώριζαν για τις δραστηριότητες των εφήβων τους και διαπίστωσε ότι οι γονείς υπερεκτίμησαν πολύ τις γνώσεις τους.

«Ακόμη και σε οικογένειες στις οποίες έχουν καλές σχέσεις, οι γονείς δεν ξέρουν τόσα όσα νομίζουν».

Αυτή η υπερεκτίμηση, αναγνωρίζει η Smetana, επεκτείνεται και στη γονική μέριμνα των δικών της, ενήλικων πλέον, γιων της.

Μόνο αφού έφυγαν από το σπίτι, λέει, έμαθε για μερικά από τα πράγματα που έκαναν ως έφηβοι. «Τίποτα το ιδιαίτερο — αλλά, πραγματικά! Μελετώ αυτά τα πράγματα και δεν τα ήξερα όλα».

Πηγή: Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ


Απόδοση του άρθρου When Teens lie to their parents or tell the truth 

Ευλαμπία Αγγέλου
Διερμηνέας Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας
Ανεξάρτητη Ερευνήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου