Η Disney είναι πλέον μία από τις πιο μισητές εταιρείες στις ΗΠΑ: κατατάσσεται 77η μεταξύ 100, σύμφωνα με την αξιολόγηση Axios-Harris του 2023. Το 2019 βρισκόταν στην κορυφή – για την ακρίβεια, ήταν τέταρτη στην κατάταξη με τις πιο αγαπημένες μάρκες. Εκτοτε, ωστόσο, βρίσκεται σε σταθερά πτωτική πορεία.
Η δημοφιλία του γίγαντα των μέσων ενημέρωσης και ψυχαγωγίας της Καλιφόρνιας έχει υποχωρήσει, καθώς έχει πέσει θύμα του πολιτισμικού πολέμου που «διαιρεί» την Αμερική, και στον οποίο έχει αφεθεί να εμπλακεί, όπως αναφέρει δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας Le Monde.
Σήμερα η Disney είναι μισητή από τη Δεξιά για τις αποκαλούμενες «woke» πολιτικές της, ενώ την ίδια στιγμή περιφρονείται από την Αριστερά επειδή δεν κάνει αρκετά. Το 2022 η εταιρεία κήρυξε πόλεμο στον κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον ΝτεΣάντις, διεκδικητή του χρίσματος των Ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές του 2024, όταν αντιτάχθηκε στον νόμο της Φλόριντα γνωστό ως «Don’t Say Gay», ο οποίος απαγόρευε στα σχολεία να διδάσκουν οτιδήποτε σχετικό με την ομοφυλοφιλία.
Στις ΗΠΑ, η επίσκεψη σε ένα πάρκο της Disney μοιάζει σχεδόν με αριστερή ακτιβιστική δράση. Δεν σε υποδέχονται πλέον με ένα υπερβολικά φυλοκεντρικό «Κυρίες και κύριοι, αγόρια και κορίτσια», αλλά με ένα περιεκτικό «Καλησπέρα, ονειροπόλοι όλων των ηλικιών».
Από τον σκληρό Γουόλτ Ντίσνεϊ στην ενσάρκωση του wokeism
Πώς έγινε η εταιρεία αιχμή του δόρατος των ανθρώπων της LGBT κοινότητας, η ενσάρκωση του wokeism (της προοδευτικής ιδεολογίας που εκφράζεται μέσα από την ευαισθησία κατά των κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων) στις ΗΠΑ; Σίγουρα όχι χάρη στον ιδρυτή της, Γουόλτ Ντίσνεϊ (1901-1966). Ο Ιρλανδοαμερικανός ήταν ένας σκληρός διευθυντής, βίαια αντίθετος προς τα εργατικά συνδικάτα, που μείωνε τους μισθούς, ενώ κατέστειλε και μια απεργία το 1941.
Στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, το 1947, κατήγγειλε τρεις από τους υπαλλήλους του σε μια ακρόαση στο Κογκρέσο για αντιαμερικανική δράση, το προοίμιο του μακαρθισμού. Τα καρτούν του, εμπνευσμένα από ευρωπαϊκά παραμύθια, παρουσίαζαν όμορφες, ξανθές, σιωπηλές πριγκίπισσες. Οσο για τα ζώα, διέθεταν αφροαμερικανικές φωνές –μια λεπτομέρεια που περνάει απαρατήρητη στην Ευρώπη– όταν προέκυπτε η ανάγκη να απεικονιστεί ο King Louie, ο τεμπέλης ουραγκοτάγκος στο «Βιβλίο της Ζούγκλας», ή τα φλύαρα κοράκια στο «Ντάμπο».
Η Disney εκπαιδεύει
Για δεκαετίες, ακόμη και μετά τον θάνατο του ιδρυτή της, η εταιρεία προσπαθούσε να αποφύγει και την παραμικρή λεπτομέρεια που θα μπορούσε να προσβάλει την πολιτική ορθότητα. «Η αποστολή της Disney ήταν πάντα πολύ σαφής: Μην κάνετε τίποτα που θα μπορούσε να συγχύσει ή να ενοχλήσει το οικογενειακό κοινό» δήλωσε ο Μάρτιν Κάπλαν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας και πρώην στέλεχος της Disney, στους New York Times το 2022. «Αλλά είμαστε τόσο διχασμένοι σήμερα, σε τέτοια κατάσταση συναγερμού, που ακόμα και η Disney δυσκολεύεται να μας ενώσει».
Με έδρα την Καλιφόρνια, έναν ναό του προοδευτισμού, η Disney άρχισε να εξελίσσεται στα μέσα της δεκαετίας του ’90, προσφέροντας κάλυψη υγείας σε ομόφυλα ζευγάρια και διοργανώνοντας ανεπίσημες γκέι ημέρες στα πάρκα της, παρά τις διαμαρτυρίες θρησκευτικών ομάδων.
Ολα φάνηκε να επιταχύνονται τη δεκαετία του 2000, μια περίοδο κατά την οποία η αμερικανική κοινωνία εξελισσόταν γρήγορα. Ορόσημα αυτής της εξέλιξης αποτέλεσαν η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα το 2008, η νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων το 2015 και τα κινήματα #MeToo και #BlackLivesMatter.
Το 2005, ο εξαιρετικός Μπομπ Αϊγκερ ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας και προχώρησε σε τρεις εξαιρετικές εξαγορές: της εταιρείας παραγωγής κινουμένων σχεδίων Pixar, της εταιρείας παραγωγής Marvel, με τους γνωστούς υπερήρωες, και της εταιρείας παραγωγής των «Star Wars», Lucasfilm. Ετσι ο Αϊγκερ έγινε ο βασιλιάς του Χόλιγουντ.
Το όραμα του Αϊγκερ
Αυτός ο χαρισματικός Δημοκρατικός ήθελε να υπερασπιστεί τις αξίες του και να αλλάξει το κοινό μέσω των επιλογών του. «Μπορούμε να αλλάξουμε πραγματικά τη συμπεριφορά των ανθρώπων: να τους κάνουμε να αποδέχονται περισσότερο τις πολλαπλές διαφορές και τους πολιτισμούς και τις φυλές και όλες τις άλλες πτυχές της ζωής μας και του λαού μας» εξηγούσε ο Αϊγκερ στους μετόχους το 2017.
Η Disney δεν ήταν πια ικανοποιημένη με την ψυχαγωγία. Είχε αποφασίσει να εκπαιδεύσει. Η πρώτη μαύρη ηρωίδα της εμφανίστηκε μόλις το 2009, στην «Πριγκίπισσα και τον Βάτραχο». Το 2018, ο πρώτος μαύρος υπερήρωας εμφανίστηκε στο «Black Panther». Το 2021, στο «The Eternals», όπου παρουσιάστηκαν οι νέοι υπερήρωες της Marvel, υπήρχε ένα ανοιχτά ομοφυλόφιλο ζευγάρι. Για το ριμέικ της «Μικρής Γοργόνας», που κυκλοφόρησε εφέτος, η Disney επέλεξε τη μαύρη ηθοποιό Χάλι Μπέιλι.
Από εκεί και πέρα, η Disney βρέθηκε συστηματικά στο επίκεντρο της διαμάχης: οι συντηρητικοί ισχυρίζονταν ότι «παραχαράσσει» την ιστορία, εφόσον η ηρωίδα της αρχικής «Μικρής Γοργόνας» της Disney, από το 1989, ήταν κοκκινομάλλα. Αλλά δεν ήταν ούτε όλοι οι αριστεροί ικανοποιημένοι, καθώς το ζήτημα της δουλείας των Αφροαμερικανών στην Καραϊβική, όπου διαδραματίζεται η ταινία, παραγνωριζόταν.
Στο τέλος κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος. Η ταινία, που αναμενόταν να κάνει εισπράξεις 1 δισ. δολαρίων, μόλις άγγιξε τα 600 εκατ., καθώς το ισχυρό μαύρο και λατινοαμερικανικό φιλοθέαμον κοινό δεν στάθηκε ικανό να αντισταθμίσει τις χαμηλές εισπράξεις εκτός ΗΠΑ. Δουλεύοντας μέσω franchise μέχρι εξαντλήσεως και κάνοντας μόνο ριμέικ, η Disney έγινε τελικά ενοχλητική και βαρετή.
Τα λάθη και το κοινό που χάθηκε Αν η Disney δέχεται επίθεση, αυτό συμβαίνει και επειδή είναι αδύναμη. Αυτή η αδυναμία της καθόρισε την τύχη του Ρόμπερτ Τσάπεκ, του εφήμερου διαδόχου του Αϊγκερ, που ετέθη επικεφαλής της εταιρείας μέσα στην πανδημία της Covid-19. Ηταν πιο συντηρητικός και επιθυμούσε να απομακρυνθεί από την πολιτική.
«Οποια και αν είναι η προσωπική πολιτική άποψη του Bob, δεν είναι ακτιβιστής και δεν φέρνει καμία πολιτική ατζέντα στη δουλειά. Βλέπει τον εαυτό του πρωτίστως ως τον φύλακα ενός ενοποιητικού brand που επί σχεδόν έναν αιώνα φέρνει κοντά τους ανθρώπους» δήλωσε ο εκπρόσωπός του, Τζεφ Μορέλ, στο «The Hollywood Reporter» τον Μάρτιο του 2022. Ο Mορέλ, που είχε εργαστεί υπό τους Τζορτζ Μπους τζούνιορ και Μπαράκ Ομπάμα κατά την προεδρική θητεία τους, απολύθηκε επίσης.
Ως αποτέλεσμα, ο Τσάπεκ παραδόθηκε, έχοντας προηγουμένως αρνηθεί επί εβδομάδες να καταδικάσει τον νόμο «Don’t Say Gay», χωρίς όμως να λογαριάσει την εξέγερση των υπαλλήλων του, συμπεριλαμβανομένων των δημιουργών του, τους οποίους χρειαζόταν απεγνωσμένα. Και εκείνοι τελικά τον ανάγκασαν να καταδικάσει τον νόμο.
«Καταλαβαίνω ότι έχουμε κάνει λάθη» απολογήθηκε πριν απολυθεί, έξι μήνες αργότερα, και αντικατασταθεί από τον Αϊγκερ, ο οποίος έτσι επέστρεψε στην προηγούμενη θέση του. Οπως έγραψαν οι New York Times το 2022, «προσπαθώντας να μην προσβάλει κανέναν, η Disney φαίνεται να έχασε τους πάντες».
Πηγή: Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου