Ο καινοτόμος και ριζοσπαστικός χαρακτήρας των απόψεων του Δημήτρη Γληνού για τη γυναικεία εκπαίδευση και το εγχείρημα της ίδρυσης της Α.Γ.Σ. φαίνονται ολοκάθαρα αν τις δούμε σε σχέση με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν μέχρι εκείνη την εποχή για τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας και τη συμμετοχή της στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Η γυναικεία εκπαίδευση δεν μπορεί να απομονωθεί από τις κυρίαρχες αντιλήψεις κάθε εποχής για τον κοινωνικό ρόλο και την κοινωνική θέση της γυναίκας. Στη χώρα μας, σε όλο τον 19ο αιώνα, η πατριαρχική οικογένεια περιόριζε τη γυναίκα στο σπίτι και σε καθήκοντα που θεωρούνταν αποκλειστικά γυναικεία, όπως η φροντίδα για το νοικοκυριό και η ανατροφή των παιδιών. Η μη ένταξη της γυναίκας στη διαδικασία των παραγωγικών σχέσεων και οι απόψεις για τη «γυναικεία φύση» και τον «γυναικείο προορισμό» προσδιόρισαν τις μορφές της εκπαίδευσής της, η οποία είχε «συμβολική» λειτουργία και αποτελούσε έναν παράγοντα ενισχυτικό της προίκας της. Αντίθετα, η εκπαίδευση των ανδρών είχε επαγγελματική και οικονομική λειτουργία και αποτελούσε το μέσο για την κατάκτηση του δημόσιου χώρου και τη δημιουργία ενός καλύτερου μέλλοντος.
Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, η οργάνωση της εκπαίδευσης παρουσιαζόταν ως πρωταρχικό καθήκον γιατί αποτελούσε εγγύηση για ελευθερία και πρόοδο. Γι’ αυτό έπρεπε να καταπολεμηθούν οι προλήψεις κατά της μόρφωσης που επιβίωναν από την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας και να γίνει πεποίθηση η αναγκαιότητα της εκπαίδευσης και της ηθικής και χριστιανικής αγωγής των νέων, αγοριών και κοριτσιών. Η εκπαίδευση των κοριτσιών απασχόλησε τους Έλληνες λόγιους και παιδαγωγούς οι οποίοι την υποστήριξαν θεωρητικά και στην πράξη, επηρεασμένοι από τις ιδέες των Ευρωπαίων διαφωτιστών παιδαγωγών. Όμως, ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός δεν κατάφερε να ξεπεράσει τις παραδοσιακές πατριαρχικές αντιλήψεις και να συμπεριλάβει το γυναικείο φύλο στις βασικές του αρχές, της ελευθερίας, της ισότητας, της ατομικής αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων. Αντίθετα, συντήρησε την υποδεέστερη θέση των γυναικών, αποδίδοντας τα αίτια της γυναικείας υποτέλειας στη διαφορετική «φύση» και τον διαφορετικό «προορισμό» των γυναικών στη ζωή. Οι γυναίκες διέθεταν διαφορετικές αρετές, ψυχοσύνθεση, ηθική και προσωπικότητα από τους άνδρες και προορίζονταν για τους ρόλους της υποστηρικτικής συζύγου και ενάρετης μητέρας. Επομένως, η εκπαίδευσή τους έπρεπε να έχει στόχο την ηθική συγκρότησή τους και την προετοιμασία τους για την αποτελεσματική άσκηση των μελλοντικών καθηκόντων τους στον οίκο και την οικογένεια.
Η συμμετοχή των κοριτσιών στα μικτά αλληλοδιδακτικά σχολεία ήταν πολύ μικρή, αφού στο 26,53% των σχολείων αυτών δεν φοιτούσαν καθόλου κορίτσια, ενώ στο υπόλοιπο 75% των σχολείων η συμμετοχή των κοριτσιών δεν υπερέβαινε το 15%
Κατά την καποδιστριακή περίοδο, το σχολείο στη συνολική του διάσταση –διοικητική οργάνωση, υλικό περιβάλλον, προγραμματισμός, μαθησιακές δραστηριότητες, εκπαιδευτικοί και εκπαιδευόμενοι– ενδιέφερε άμεσα την ελληνική πολιτεία. Πρώτη προτεραιότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν η επέκταση, γενίκευση και οργάνωση της στοιχειώδους εκπαίδευσης με τη λειτουργία μικτών αλληλοδιδακτικών σχολείων, τα οποία απέβλεπαν στην εθνική, θρησκευτική και κοινωνική αγωγή των νέων. Παράλληλα, έγινε αισθητή η ανάγκη για την εκπαίδευση των Ελληνίδων και διατυπώθηκαν απόψεις που υποστήριζαν ότι οι γυναίκες δεν έπρεπε να μείνουν «εις παχυλήν αμάθειαν» γιατί από αυτές εξαρτιόταν η σωστή ανατροφή των παιδιών, η ευτυχία των ανδρών και η ευημερία της οικογένειας. Για να ανταποκριθούν λοιπόν καλύτερα οι Ελληνίδες στον κοινωνικό τους ρόλο έπρεπε να γνωρίζουν τα στοιχειώδη γράμματα και ταυτόχρονα να αποκτήσουν μια ειδικότερη παιδεία, η οποία να καλλιεργεί τα «καθαρά και αυστηρά ήθη» και τις οικιακές αρετές που τους ταίριαζαν. Ωστόσο, η συμμετοχή των κοριτσιών στα μικτά αλληλοδιδακτικά σχολεία ήταν πολύ μικρή, αφού στο 26,53% των σχολείων αυτών δεν φοιτούσαν καθόλου κορίτσια, ενώ στο υπόλοιπο 75% των σχολείων η συμμετοχή των κοριτσιών δεν υπερέβαινε το 15%. Στα μικτά ελληνικά σχολεία η φοίτηση των κοριτσιών ήταν γενικά χαμηλή. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης των Ελληνίδων όφειλε πολλά στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στη δράση των ξένων ιεραποστόλων.
Με την εκπαιδευτική νομοθεσία του Όθωνα θεσμοθετήθηκαν από την Πολιτεία η στοιχειώδης εκπαίδευση των κοριτσιών και η εκπαίδευση της δασκάλας, ενώ δεν ελήφθη καμία πρόνοια για τη μέση, ανώτερη του δημοτικού σχολείου, εκπαίδευση. Αντίθετα, θεσμοθετήθηκαν όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης ως δημόσιες και δωρεάν για το ανδρικό φύλο. Το άρθρο 58 του νομοθετικού διατάγματος της 6/18 Φεβρουαρίου 1834 για την οργάνωση των δημοτικών σχολείων αναφερόταν στην εκπαίδευση των κοριτσιών και όριζε: «Τα σχολεία των κορασίων, όπου τούτο είναι δυνατόν, πρέπει να είναι χωριστά από των παίδων, να προΐστανται δε αυτών διδασκάλισσαι». Για την εφαρμογή αυτού του άρθρου απαιτούνταν χωριστά σχολικά κτήρια με προσωπικό γυναίκες, όμως όπου δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα ίδρυσης δημοτικού σχολείου θηλέων, τα κορίτσια φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο με τα αγόρια. Στο ίδιο διάταγμα, με το άρθρο 2, εισήχθη η διαφοροποίηση του περιεχομένου σπουδών: «εις Κορασίων Σχολεία θέλει γίνεσθαι γύμνασις εις γυναικεία εργόχειρα». Έτσι, στα πρώτα αλληλοδιδακτικά σχολεία, οι μαθήτριες εκτός από την ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική διδάσκονταν και τις «γυναικείες τέχνες»: τη ραπτική, το πλέξιμο και το κέντημα, δηλαδή μαθήματα που αναπαρήγαν τα στερεότυπα της εποχής και απέβλεπαν στην προετοιμασία των μαθητριών για τον ρόλο της συζύγου και μητέρας.
Τα παρθεναγωγεία ιδρύονταν από ιδιώτες, δήμους ή εταιρείες, βρίσκονταν συγκεντρωμένα στα μεγάλα αστικά κέντρα και απευθύνονταν σε κορίτσια εύπορων οικογενειών αφού είχαν ακριβά δίδακτρα.
Σύμφωνα με τη Ζιώγου-Καραστεργίου, τα ποσοστά φοίτησης των μαθητριών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση σταδιακά αυξάνονταν, αλλά παρέμειναν ως το τέλος του 19ου αιώνα σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αν και η δημοτική εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική από το 1834. Σύμφωνα με την απογραφή του 1879, ο αναλφαβητισμός των γυναικών ανερχόταν στο 93% και υπήρχαν αρκετοί δήμοι της χώρας όπου καμία γυναίκα δεν ήξερε γράμματα. Ανασταλτικοί παράγοντες για τη φοίτηση των κοριτσιών στη δημοτική εκπαίδευση ήταν η απαγόρευση της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων που θεσμοθετήθηκε το 1852, η έλλειψη σχολείων θηλέων κυρίως στις αγροτικές περιοχές, όπου οι μικρές κοινότητες δεν μπορούσαν να ιδρύσουν και να συντηρήσουν δεύτερο σχολείο, οι αντιλήψεις και οι προκαταλήψεις του λαού για τους έμφυλους ρόλους και την αναγκαιότητα της γυναικείας εκπαίδευσης.
Ως προς τη μέση εκπαίδευση, το διάταγμα της 31ης Δεκεμβρίου 1836 (12 Ιανουαρίου 1837) «Περί του κανονισμού των Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων» αναφερόταν αποκλειστικά και μόνο στους «παίδας», μη προβλέποντας σχολεία μέσης εκπαίδευσης για κορίτσια. Σε όλο τον 19ο αιώνα, η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών χαρακτηριζόταν από την έλλειψη κρατικής πρόνοιας με αποτέλεσμα τις ανάγκες των κοριτσιών, τα οποία επιθυμούσαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους μετά το δημοτικό σχολείο, να ικανοποιεί η ιδιωτική πρωτοβουλία. Έτσι, για πολλά χρόνια, το σχήμα της ανώτερης-μέσης εκπαίδευσης που γινόταν αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία και τους παιδαγωγούς επικεντρωνόταν στην παροχή ανώτερης του δημοτικού σχολείου μόρφωσης στα κορίτσια από προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και την εκπαίδευση της δασκάλας στα ιδιωτικά παρθεναγωγεία. Ο σπουδαιότερος φορέας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των κοριτσιώναρ κατά τον 19ο αιώνα ήταν η «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», η οποία, στον τομέα αυτό, αντικατέστησε εξ ολοκλήρου το κράτος μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Τα παρθεναγωγεία ιδρύονταν από ιδιώτες, δήμους ή εταιρείες, βρίσκονταν συγκεντρωμένα στα μεγάλα αστικά κέντρα και απευθύνονταν σε κορίτσια εύπορων οικογενειών αφού είχαν ακριβά δίδακτρα. Η διάρκεια των σπουδών διέφερε από σχολείο σε σχολείο, ήταν όμως πάντα μικρότερη από τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των αγοριών, η οποία περιλάμβανε το τρίχρονο ελληνικό σχολείο και το τετράχρονο γυμνάσιο (σύνολο επτά χρόνια). Μπορεί να υποστηριχτεί ότι τα παρθεναγωγεία αποτελούσαν περισσότερο μια προέκταση του δημοτικού σχολείου, με τρεις ή τέσσερις τάξεις, παρά έναν αυτόνομο και ολοκληρωμένο κύκλο σπουδών. Αν συγκρίνουμε το πρόγραμμα μαθημάτων των παρθεναγωγείων με τα προγράμματα μαθημάτων των δευτεροβάθμιων σχολείων των αγοριών, θα διαπιστώσουμε ότι οι ώρες διδασκαλίας των Μαθηματικών και των Ελληνικών ήταν αισθητά λιγότερες στα παρθεναγωγεία και δινόταν έμφαση στα «διακοσμητικά» μαθήματα όπως οι ξένες γλώσσες (κυρίως τα γαλλικά), η μουσική (κυρίως το πιάνο), η οικιακή οικονομία και τα εργόχειρα. Όπως επισημαίνει ο Τσουκαλάς, «Αντίθετα με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση των αγοριών, η εκπαίδευση των κοριτσιών δεν σκόπευε παρά σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις σε μια επαγγελματική ενσωμάτωση στο κοινωνικό σώμα, αλλά λειτουργούσε περισσότερο σαν τεκμήριο της ταξικής προέλευσης και του οικογενειακού περιβάλλοντος […] λειτουργούσε συνεπώς βασικά συμβολικά και εξυπηρετούσε (όπως ακριβώς και η γνώση ξένων γλωσσών ή η μουσική επίδοση) σαν συμπληρωματική “προίκα” που θα μπορούσε να τους εξασφαλίζει τον καλύτερο δυνατό γάμο».
Κάθε μέρα το VICE Greece παρουσιάζει αποσπάσματα βιβλίων που σχετίζονται με το γυναικείο ζήτημα. Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Η Ανώτερα Γυναικεία Σχολή (1921-1923)» της Μαριάνθης Μπέλλα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.
Πηγή: VICE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου