Ο Σπύρος Πετρουνάκος συνάντησε τη διάσημη Σουηδή συγγραφέα και εικονογράφο παιδικών βιβλίων με αφορμή την κυκλοφορία του τρίτου βιβλίου της σειράς Άλφονς από τις εκδόσεις Μάρτης.
Ως πασίγνωστη δημιουργός του Άλφονς, του μικρού και ευφάνταστου ήρωα παιδικών βιβλίων που ζει με τον καλοπροαίρετο μπαμπά του, η Gunilla Bergstrom μάλλον έχει δώσει πολλές συνεντεύξεις. Όμως, από τις πρώτες στιγμές της κουβέντας είναι σαφές ότι παραμένει απολύτως αφοσιωμένη στη συγγραφή και εικονογράφηση των βιβλίων της, δραστηριότητες που περιγράφει με μεταδοτικό ενθουσιασμό.
Η ίδια -μικροκαμωμένη, με σπινθηροβόλο βλέμμα και νεανικό νεύρο στις κινήσεις της- παραμένει άνθρωπος με ανησυχίες φιλοσοφικών αποχρώσεων τις οποίες αντισταθμίζει με χιούμορ, πριν προλάβουν να βαρύνουν. Πώς αλλιώς, αφού τα παιδιά είναι δύσκολη υπόθεση, εν μέρει επειδή οι μεγάλοι καμιά φορά δυσκολεύουν τα πράγματα, ειδικά όταν άθελά τους εγκλωβίζονται μεταξύ νέων και ακόμα νωπών θεωρητικών αντιλήψεων, και μιας διάθεσης συνολικής απόρριψης των προτύπων του παρελθόντος. Εξίσου δύσκολη υπόθεση και το παιδικό βιβλίο, που συχνά καλείται να αποφύγει τα άκρα του παιδαριώδους ή του ηθικοπλαστικού.
Τα βιβλία της Bergstrom έχουν μια αβίαστη ισορροπία: δεν υπάρχει τίποτα το επιτηδευμένο, οι ιστορίες και η εικονογράφηση αποδίδονται με αφοπλιστική απλότητα και υποδόριο χιούμορ, χαρακτηριστικά που αποτυπώνονται άψογα στη σειρά των εκδόσεων «Μάρτης». Η ίδια η Bergstrom φαίνεται να αντιλαμβάνεται το παιδικό βιβλίο ως σημείο συνάντησης παιδιών και ενηλίκων: εντός της αφήγησης, αλλά και χωροταξικά, μέσα από την εγγύτητα της ανάγνωσης.
Σε αυτό το σύμπαν, εντός ή εκτός των βιβλίων, βρίσκουμε πολλά από τα ζητήματα της κουβέντας μας: τους λόγους που άρχισε να γράφει και να εικονογραφεί, τις παιδικές αναμνήσεις της σε ένα απρόσμενα διευρυμένο και ετερόκλητο οικογενειακό περιβάλλον, την ανάγκη να λέγεται η αλήθεια για τα δύσκολα ζητήματα της καθημερινότητας και της ζωής, τις παιδικές ερωτήσεις που αποστομώνουν ή «βραχυκυκλώνουν» τους γονείς, το αποσπασματικό σύμπαν του διαδικτύου που συχνά αποπροσανατολίζει ή αγχώνει, τη δυστοκία του «δεν ξέρω» και την τέχνη του να αντιμετωπίζεις τη ζωή σαν «συναρπαστικό μυστικό».
Μια αναμενόμενη πρώτη ερώτηση: πώς αρχίσατε να γράφετε και να εικονογραφείτε παιδικά βιβλία, συνήθως τα δυο αποτελούν ανεξάρτητες δραστηριότητες ...
Ήμουν για πολλά χρόνια δημοσιογράφος. Αλλά ζωγράφιζα και έγραφα ιστορίες από τότε που ήμουν πολύ μικρή, αν και δεν είχα ποτέ την πρόθεση να γίνω συγγραφέας ή εικονογράφος. Ήξερα να ζωγραφίζω, αλλά δεν το θεωρούσα επάγγελμα (γέλια ). Οπότε έγινα δημοσιογράφος, μου άρεσε, έμαθα πάρα πολλά πράγματα. Θα ήταν ιδιαίτερα επιμορφωτικό αν κάθε άνθρωπος γινόταν δημοσιογράφος για ένα εξάμηνο. Μαθαίνεις πολλά πράγματα.
Γιατί το λέτε, θεωρείτε ότι οι δημοσιογράφοι ξέρουν πολλά πράγματα, μαθαίνουν να γράφουν γρήγορα ...
Όλα αυτά, αλλά ως δημοσιογράφος μαθαίνεις να σκέφτεσαι γρήγορα, να προσεγγίζεις διάφορες καταστάσεις, αρχίζεις να καταλαβαίνεις, για παράδειγμα, γιατί κάποιες εφημερίδες βγάζουν μπροστά κάποια θέματα ενώ άλλες ούτε καν τα αναφέρουν. Έμαθα πολλά ως δημοσιογράφος, συνάντησα πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, από πρόεδρους μέχρι οδοκαθαριστές. Οπότε, δεν θεωρώ ότι υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ του να γράφεις ένα άρθρο για μια εφημερίδα και μια ιστορία για παιδιά. Αλλά δεν υπήρχε σχέδιο, άρχισα να γράφω και να εικονογραφώ ως αποτέλεσμα ενός τυχαίου γεγονότος.
Κάθε Κυριακή η εφημερίδα δημοσίευε ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος. Είχα αναλάβει να κάνω ένα για το διαζύγιο, μια συνολική προσέγγιση: τις νομικές περιπλοκές, το οικονομικό ζήτημα της διατροφής, την αντιμετώπιση και τα σχόλια των συγγενών, των γειτόνων κ.λπ. Το έγραψα, λοιπόν, και έφυγα ευχαριστημένη εκείνη την ημέρα από την εφημερίδα. Αλλά ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν είχα αναφερθεί καθόλου στα παιδιά. Είχα αφήσει τα παιδιά τελείως έξω από αυτήν την ιστορία!
Φυσικά, ήταν ήδη πολύ αργά για να επανορθώσω γιατί το φύλλο είχε ήδη πάει για εκτύπωση. Ξέρετε, η οικογένειά μου είχε την εμπειρία του διαζυγίου όταν ήμουν περίπου 7 ετών. Εκείνη την εποχή στη Σουηδία δεν μπορούσε κανείς να μιλήσει ανοιχτά για το διαζύγιο.
Ήταν ένα είδος ταμπού;
Μπορούσες να μιλήσεις για το διαζύγιο, αλλά έπρεπε να το κάνεις κρυφά, σχεδόν ψιθυριστά. Επικρατούσε μια γενική αίσθηση απογοήτευσης όταν δυο άνθρωποι έπαιρναν διαζύγιο και ιδιαίτερη ανησυχία για τα παιδιά. Αλλά μιλάμε για τη δεκαετία του 1950. Όμως, μετά το διαζύγιο, βρέθηκα με 2 οικογένειες γιατί και οι δυο γονείς μου ξαναπαντρεύτηκαν οπότε στα 2 μου αδέλφια προστέθηκαν άλλα 3 (γέλια ).
Μια πολύ μεγάλη οικογένεια από το πουθενά ...
Ναι, ακριβώς. Ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε μια Δανέζα ζωγράφο. Ο πατέρας μου ήταν πολύ ζωντανός άνθρωπος, μηχανικός με καλλιτεχνική φύση: έλεγε ιστορίες, έπαιζε κιθάρα, τραγουδούσε, έγραφε ποίηση, έπαιζε θέατρο – άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα. Οι δυο αυτές οικογένειες διατηρούσαν ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις, ενώ εμείς τα παιδιά συναντιόμαστε τακτικά. Όμως, οι οικογένειες ήταν και αρκετά διαφορετικές. Η μητέρα μου, που ήταν δασκάλα, ξαναπαντρεύτηκε έναν δάσκαλο.
Οπότε ενισχύθηκε το «ιντελεκτουέλ» περιβάλλον σας, αλλά μπολιάστηκε και από το καλλιτεχνικό στοιχείο ...
Ναι, αλλά θα μπορούσε κανείς να πει ότι το σκέλος των δασκάλων ήταν ταυτόχρονα και ένα πολύ συμβατικό περιβάλλον. Νόμος και τάξη, νόμος και τάξη (γέλια ). Έπρεπε να μάθουμε πώς να συμπεριφερόμαστε, ενώ στο καλλιτεχνικό σκέλος της οικογένειας υπήρχε συνεχώς σαματάς, αστεία, θεατρικές παραστάσεις, συζητήσεις για τους πίνακες της μαμάς, όπως «μα δεν καταλαβαίνω αυτόν τον πίνακα, δεν μου κολλάει το κίτρινο εκεί στη γωνία, το θέλεις σώνει και καλά;» (γέλια ).
Όμως, οι μεγάλοι άκουγαν με μεγάλη προσοχή τα παιδιά. Αλλά ήταν και παιχνίδι, σαν ανταγωνισμός σκανδαλιάς μεταξύ των παιδιών. Κατάλαβα από νωρίς ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές από οικογένεια σε οικογένεια. Ένα διαζύγιο δεν είναι πάντα κάτι το λυπηρό. Τα διαζύγια καθαυτά δεν είναι αστείο πράγμα, αλλά δεν πρέπει αναγκαστικά να θεωρούνται καταστροφή. Καταλαβαίνετε πώς το λέω;
Ναι ...
Έτσι, λοιπόν, όταν κατάλαβα ότι είχα ξεχάσει να αναφερθώ στα παιδιά στο κείμενό μου, σκέφτηκα ότι έπρεπε να γράψω ένα βιβλίο για τα παιδιά, κάτι που θα είχε, κατά κάποιον τρόπο, σχέση και με το διαζύγιο στη δική μου οικογένεια. Ήταν μια κάπως τρελή ιδέα, την οποία όμως ολοκλήρωσα σε δυο ημέρες. Δεν θεωρούσα ότι έκανα κάτι σημαντικό, αλλά ήθελα πολύ να το κάνω. Όταν το τελείωσα, λοιπόν, ο σύζυγός μου μού πρότεινε να το στείλω σε εκδότες. Ακολούθησα τη συμβουλή του και μετά από λίγο καιρό μου ζήτησαν και άλλο βιβλίο, αλλά προέκυψε ένα ζήτημα με την εικονογράφηση: δεν μου άρεσε αυτή που μου πρότειναν, παραήταν γλυκερή και τακτοποιημένη, τα πάντα ήταν γλυκά και ρόδινα ...
Ήταν δηλαδή εξιδανικευμένα ...
Ναι, πολύ ρομαντικά και γλυκανάλατα και εγώ δεν ήθελα καθόλου να γράφω έτσι. Έτσι, μετά από λίγο καιρό ο εκδότης μου πρότεινε να κάνω εγώ την εικονογράφηση. Είπα «γιατί όχι;», από τη στιγμή που και εγώ η ίδια ήμουν ζωγράφος, ήδη από τα παιδικά μου χρόνια. Προσπάθησαν μάλιστα να με βοηθήσουν προτείνοντάς μου καταστήματα με υλικά ζωγραφικής, χρώματα που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω (γέλια ). Σύντομα κατάλαβα ότι αυτό ήθελα να κάνω.
Οπότε πώς συνεχίσατε τη δημοσιογραφία, δουλεύατε παράλληλα και στις δυο κατευθύνσεις;
Ναι, συνέχισα, έδειξαν μεγάλη κατανόηση στην εφημερίδα, με ρωτούσαν συχνά αν ήθελα ελεύθερο χρόνο για να τελειώσω κάποιο βιβλίο. Συνέχισα για περίπου 3 με 4 χρόνια να δουλεύω παράλληλα και στις δυο κατευθύνσεις. Κάποια στιγμή, το σωματείο συγγραφέων μου προσέφερε μια πενταετή υποτροφία. Σκέφτηκα ότι ήθελα να κάνω μια δοκιμή, να ασχοληθώ αποκλειστικά με τα βιβλία μου, τα οποία άρχισαν να γνωρίζουν επιτυχία. Μετά τα 5 αυτά χρόνια έφυγα για πάντα από την εφημερίδα.
Μιλήσατε προηγουμένως για την αρχική εικονογράφηση που ήταν γλυκανάλατη. Παρατήρησα ότι, αντίθετα, η δική σας εικονογράφηση δεν έχει καμία σχέση με τέτοιους συναισθηματισμούς και εξιδανικεύσεις. Ο μπαμπάς, για παράδειγμα, του Άλφονς είναι καλοπροαίρετος, καλός, «παραείναι καλός», όπως χαρακτηριστικά γράφετε, αλλά και λίγο ράθυμος, μιλάει στον Άλφονς πίσω από μια εφημερίδα, ή αποκοιμιέται κάποια στιγμή στο πάτωμα ...
Ναι, είναι ένας κανονικός άνθρωπος (γέλια ) ...
Ένας κανονικός άνθρωπος, δοσμένος με χιούμορ – αλλά εξίσου κανονικό είναι και το παιδί: κάπως κατεργάρης, κάνει ό,τι μπορεί για να αναβάλλει την ώρα του ύπνου ... Μα βέβαια ... (γέλια ) και το παιδί είναι ένας πονηρός άνθρωπος (γέλια )
Αυτό μου άρεσε πολύ γιατί κάνει την ανάγνωση εξίσου διασκεδαστική για τον γονιό, κατευνάζοντας όμως και το άγχος του τέλειου γονιού, την ιδέα ότι κάθε γονιός πρέπει να είναι κάθε στιγμή 100% υποδειγματικός και παρών για τα παιδιά του ...
Όχι μόνο 100%, θα έλεγα 110% ... πρόκειται για μια τρελή ιδέα. Οι σημερινοί γονείς είναι ιδιαίτερα μορφωμένοι, ενημερώνονται από το διαδίκτυο, διαβάζουν για δεκάδες διαφορετικές «σχολές» για το πώς να είσαι ο τέλειος γονιός, καλούνται να διαχειριστούν τέτοιο όγκο πληροφορίας που καμιά φορά σκέφτομαι ότι ... τι να πω, δεν ξέρω ... Οι άνθρωποι κάνουν παιδιά εδώ και χιλιετίες και καταφέρνουν να τα μεγαλώνουν (γέλια ), δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε την όλη διαδικασία μια τρέλα.
Σήμερα υπάρχουν πολλά προβλήματα στον κόσμο που αφορούν άμεσα τα παιδιά - παιδιά που είναι ορφανά, που στρατολογούνται σε τοπικές συρράξεις, που είναι άστεγα – γεγονός που δείχνει ότι οι γονείς πάντα έκαναν λάθη και θα συνεχίσουν να κάνουν. Ως γονείς, κάνουμε ό,τι μπορούμε, αλλά κάποιες φορές μοιραία θα αποτύχουμε, ειδικά αν ζούμε σε ακραίες συνθήκες. Αλλά πιστεύω επίσης ότι όλες αυτές οι πληροφορίες – σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε, τι είναι καλύτερο, τι μας λένε οι διαφορετικές «σχολές» για το πώς πρέπει να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας – μπορούν να μας μπερδέψουν, να μας οδηγήσουν σε σύγχυση ως προς το σωστό και το λάθος. Δεν μας αφήνουν χώρο να σκεφτούμε «τι, τελικά, θέλω εγώ η ίδια από τη σχέση μου με το παιδί μου ή τα παιδιά μου;»
Συνεπώς πιστεύετε ότι υπάρχει ένας υπερβολικός όγκος πληροφορίας, μαζί με μια δόση υπερβολής – σκέφτομαι το φαινόμενο των «γονιών ελικόπτερο» που συζητιέται αρκετά ...
Ναι, υπάρχει υπερβολική έμφαση στην ιδιότητα και τον ρόλο του γονιού, το οποίο γίνεται καταπιεστικό για τα παιδιά, σε ένα κόσμο που ούτως ή άλλως όλοι νιώθουν πίεση - με πρώτους, βέβαια, τους γονείς. Το άλλο είναι ότι όλες αυτές οι πληροφορίες είναι αποσπασματικές, ασύνδετες μεταξύ τους, σκόρπια κομμάτια δεδομένων. Διαβάζουμε και ακούμε για τα προβλήματα του περιβάλλοντος, για την ανεργία, πέφτει επάνω μας το βάρος ολόκληρου του κόσμου, πώς να το αντέξει κανείς;
Ναι, συμφωνώ μαζί σας. Θέλω επίσης να σας ρωτήσω κάτι πολύ γενικό που ωστόσο «καίει» πολλούς γονείς: πιστεύτε ότι οι γονείς πρέπει να μάθουν να «κατοικούν» στο κόσμο των παιδιών τους, να τα «συναντούν» στο δικό τους κόσμο, ή να προσπαθούν, όσο γίνεται, να τα εξοικειώνουν με τον κόσμο των ενηλίκων, τον «πραγματικό» κόσμο; Ουσιαστικά, το ερώτημά μου είναι: τι γίνεται με αυτό που αποκαλούμε τα μεγάλα ζητήματα της ζωής; Αναφέρατε την περίπτωση του διαζυγίου, τι γίνεται όμως με την ασθένεια, την απώλεια;
Δύσκολη ερώτηση ... Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν πρέπει ποτέ να λέμε ψέματα στα παιδιά μας. Αν ένα παιδί σε ρωτήσει κάτι, πρέπει να απαντήσεις, είσαι υποχρεωμένος να απαντήσεις. Δεν μπορείς να κρυφτείς, όμως μπορείς να βρεις έναν ζεστό, μαλακό τρόπο να απαντήσεις. Τα πάντα έχουν να κάνουν με το πώς απαντάς.
Κάποιοι γονείς υιοθετούν ένα λυπημένο τόνο όταν απαντούν σε αυτά τα ερωτήματα, άλλοι επιλέγουν έναν ξερό και πληροφοριακό τόνο. Ωστόσο, ξεχνούν και μια τρίτη οδό: την απάντηση του «δεν ξέρω». Είναι πολύ θετικό να μπορείς να πεις «δεν ξέρω», «δεν ξέρω αν ο σκύλος σου θα πάει στο παράδεισο» (γέλια ), «πραγματικά, δεν ξέρω». Κάνει την ζωή πολύ πιο ανοιχτή.
Επίσης, καλείται το ίδιο το παιδί να σκεφτεί, να καταλάβει ότι κάποια πράγματα δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε. Μπορούμε να το κάνουμε να νιώσει ότι η ζωή είναι ένα συναρπαστικό μυστικό. Αλλά όλα αυτά – ο τρόπος, τι θα πούμε – εξαρτώνται από την εκάστοτε περίσταση. Αλλά αν ένα παιδί ρωτήσει, υπάρχουν μόνο δυο δρόμοι: η αλήθεια και το «δεν ξέρω».
Φυσικά, έχει σημασία πώς λέει κανείς την αλήθεια, αν για παράδειγμα ο γονιός λέει και ξαναλέει «τι φοβερό είναι αυτό που έγινε, τι φοβερό ...» τότε και το παιδί θα το βιώσει ανάλογα. Πολλοί γονείς έχουν μεγάλο άγχος να γίνουν καλοί γονείς αλλά ξεχνούν να γίνουν καλοί άνθρωποι. Αν είσαι γονιός και είσαι ταυτόχρονα καλός άνθρωπος, βρίσκεις τον σωστό τρόπο. Τώρα, τι είναι καλός άνθρωπος είναι ένα άλλο ζήτημα ... (γέλια )
Και άλλη μια κάπως γενική ερώτηση που αντανακλά μια πολύ συγκεκριμένη αγωνία, όχι μόνο των γονιών αλλά και γενικότερα. Ως άνθρωπος με μεγάλη πείρα με τα παιδιά, σας ανησυχεί η διευρυμένη χρήση των νέων τεχνολογιών;
Συχνά σκέφτομαι ότι αυτό είναι το μέλλον και ότι ξέρουμε καλά ότι έτσι είναι τα πράγματα. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Αλλά εύχομαι τα σημερινά παιδιά να μην απομακρυνθούν από τις αισθήσεις τους, γιατί το να πατάς ένα κουμπί δεν είναι μια πραγματική αισθητηριακή εμπειρία. Πρέπει να ξέρεις πώς να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου, να χορεύεις, να χοροπηδάς, να τρέχεις, να αισθάνεσαι ότι έχεις ένα σώμα και όχι απλώς ένα δάχτυλο που πατάει ένα κουμπί.
Όλες οι αισθήσεις είναι σημαντικές, ιδιαίτερα σήμερα. Έχουμε μια τάση να τεμπελιάζουμε, οπότε και για τους ενήλικες είναι καλή συμβουλή να χρησιμοποιούν το σώμα τους. Να παρατηρούν, να αναρωτιόνται, για παράδειγμα, «τι είναι αυτό που μόλις είδα;», να μυρίζουμε, να ακούμε. Κάτι άλλο που θεωρώ σημαντικό –ίσως λόγω ηλικίας- είναι οι γονείς να προσπαθούν να κάνουν τα παιδιά να βλέπουν τα πράγματα από μια συνολική οπτική: για παράδειγμα «τα παπούτσια σου είναι πράγματι ωραία, αλλά τι είναι τούτο στο κεφάλι σου; Δεν ταιριάζει ...» (γέλια ).
Επίσης, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μπορούν να αφηγούνται πράγματα, όπως «όταν ήμουν νέα πριν πολλά χρόνια μου έδιναν χαρτζιλίκι κάθε Σάββατο, τότε ήταν δραχμές». Να λένε πώς ήταν η ζωή πριν πολλά χρόνια, να μπορεί να καταλάβει το παιδί ότι υπήρχε κάτι πριν, ότι ανήκει σε μια αλληλουχία πραγμάτων και ότι δεν είναι όλοι 7 ετών, υπήρχαν άνθρωποι πριν. Και ότι μια μέρα και αυτό θα μεγαλώσει.
Ότι δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος...
Ναι, ακριβώς. Νομίζω επίσης ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα, για όλους μας, είναι η ισορροπία μεταξύ του «ανήκειν» σε μια ομάδα και του ιδιωτικού βίου. Αυτό είναι το υπ’αριθμόν ένα ζήτημα. Μπορείς να πεις σε ένα παιδί «όταν παίζεις με τους συμμαθητές σου, το κάνεις επειδή στο λένε τα άλλα παιδιά ή είναι και κάτι που θέλεις και εσύ ο ίδιος να κάνεις; Λες ότι είναι καλό να κάνεις ό,τι και οι άλλοι, αλλά πρέπει να συμφωνείς και εσύ ο ίδιος».
Τα βιβλία της Gunilla Bergstrom διατίθενται από τις εκδόσεις «Μάρτης».
Πηγή: Αθηνόραμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου