Μέχρι πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας από τους μεγαλύτερους μπελάδες των μαμάδων ήταν ότι οι υπάρχουσες πάνες δεν ήταν πολύ πρακτικές. Οι πάνες της εποχής ήταν ουσιαστικά ένα κομμάτι ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, διπλωμένο στα δύο και πιασμένο με παραμάνα, οι οποίες έπρεπε φυσικά να πλυθούν μετά από κάθε χρήση.
Η κατάσταση αυτή δεν άρεσε σε μία νέα μητέρα, την Μάριον Ντόνοβαν, η οποία έπρεπε να αλλάζει συνέχεια τις πάνες στην κορούλα της που "βρέχονταν" συχνά. Όλα αυτά, συν κάθε φορά έπρεπε να της αλλάξει τα ρουχαλάκια αλλά και τα λερωμένα σεντόνια, την έκαναν να αναζητήσει ένα καλύτερο τρόπο για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Χωρίς να χάσει καιρό, στρώθηκε στη δουλειά σε μία προσπάθεια να εφεύρει μια αδιάβροχη πάνα. Σύντομα, αντιλήφθηκε ότι το υλικό που χρειαζόταν υπήρχε μέσα στο σπίτι της και δεν ήταν άλλο από την κουρτίνα του μπάνιου. Η Ντόνοβαν κατέστρεψε αμέτρητες κουρτίνες, τις οποίες τοποθετούσε μαζί με κομμάτια υφάσματος στη ραπτομηχανή της για να τις κάνει να αποκτήσουν επιθυμητό σχήμα. Η νέα της δημιουργία δοκιμάστηκε στην κόρη της και αποδείχθηκε αδιάβροχη αλλά και αρκετά αποτελεσματική, αφού δεν προκάλεσε ερεθισμούς, όπως συνήθως γινόταν με τις πάνες της εποχής.
Το 1949, ύστερα από αρκετές βελτιώσεις και πειραματισμούς με διάφορα υλικά, η Ντόνοβαν έβγαλε στην αγορά την πάνα της. Για καλύτερα αποτελέσματα, η νέα πάνα διέθετε νάιλον ύφασμα, που χρησιμοποιούνταν στα αλεξίπτωτα, ενώ, αντί της επικίνδυνης παραμάνας, είχαν τοποθετηθεί πλαστικές ή μεταλλικές κόπιτσες. Όπως ήταν αναμενόμενο, το νέο προϊόν έπιασε στην αγορά,όμως αυτό δεν αρκούσε για την εφευρέτρια που ήδη άρχισε να πειραματίζεται για να φτιάξει την πάνα μιας χρήσης. Στόχος της ήταν να φτιάξει μία πάνα που θα κρατούσε την υγρασία μακριά από το δέρμα του μωρού, ώστε να αποφεύγονται οι ερεθισμοί του δέρματος.
Ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, η Ντόνοβαν σχεδίασε την πάνα μιας χρήσης, που διέθετε απορροφητικό χαρτί και αδιάβροχο κάλυμμα (το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί περισσότερες από μία φορές). Προς μεγάλη της έκπληξη, η νέα πάνα δεν βρήκε υποστηρικτές αφού η ιδέα της κρίθηκε άχρηστη και ελάχιστα πρακτική. Αν και επισκέφτηκε αμέτρητες επιχειρήσεις σε όλη την Αμερική για να τους πουλήσει την εφεύρεση, όλοι της έκλεισαν την πόρτα.
Τελικά, αποφάσισε να την προωθήσει μόνη της. Σύντομα, η πάνα της έγινε ανάρπαστη, ενώ η Ντόνοβαν που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει πια τη ζήτηση, πούλησε τα δικαιώματά της έναντι ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Η εφεύρεσή της, όμως, είχε περιορισμένη διάρκεια ζωής, αφού στη δεκαετία του '50 ένας εργαζόμενος της Procter & Gamble, ο Βίκτωρ Μιλς, αναζητώντας ένα πιο εύκολο και πρακτικό τρόπο για να αλλάζει πάνες στο νεογέννητο εγγονό του, δημιούργησε την υφασμάτινη πάνα μιας χρήσης.
Η πάνα αυτή ήταν πιο αποτελεσματική, αφού χάρη στον πρωτοποριακό σχεδιασμό της, συγκρατούσε υγρασία στο αδιάβροχο κάλυμμα, το οποίο πια ήταν ενσωματωμένο στην πάνα και φυσικά ήταν μιας χρήσης. Το νέο προϊόν ονομάστηκε "Pampers" και σύντομα θα γινόταν συνώνυμο της πάνας...
Πηγή: Πρωτοπαπαδάκης, Ι. (2008) Ποιος γελάει τώρα; εκδόσεις Παπασωτηρίου, σελ.135-137
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου