Η μελέτη υπό τον τίτλο “Μια εισαγωγή στην έννοια της αναπηρίας και το άρθρο 5Α του Συντάγματος” που έχει εκπονήσει ο Ανδρέας Χ. Δημόπουλος LL.M. (Edin.), Ph.D. (Cantab.) και δημοσιεύεται στο Νομικό Περιοδικό Σύνταγμα (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009), αποδίδει με τον πλέον χρηστικό τρόπο (μεταξύ άλλων) την αντικειμενική βάση του δικαιώματος πρόσβασης των ΑμεΑ στην ηλεκτρονική επικοινωνία και πληροφορία.
Συνιστούμε σε όλους τους αναγνώστες της σελίδας να την αρχειοθετήσουν, ως ένα απαραίτητο εργαλείο κατανόησης της προσβασιμότητας.
Η μελέτη του κυρίου Δημόπουλου έχει ως εξής:
ΣΥΝΟΨΗ
Η παρούσα μελέτη έχει σκοπό να αναλύσει ορισμένες από τις νομικά σημαντικές πτυχές της έννοιας της αναπηρίας, όπως αυτή προκύπτει τόσο από το διεθνές κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρία, όσο και από τις πρόσφατες εξελίξεις στο διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με την ψήφιση από τον ΟΗΕ της Διεθνούς Συνθήκης για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων με Αναπηρίες.
Στα πλαίσια αυτής της ανάλυσης γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο δικαίωμα πρόσβασης των ανθρώπων με αναπηρία στην ηλεκτρονική επικοινωνία και πληροφορία. Το δικαίωμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, συσχετιζόμενο με την ελληνική συνταγματική τάξη, μετά την αναθεώρηση του 2001, και την θέσπιση, κατ' άρθρον 5Α Συντάγματος, του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας. Προχωρώντας επί τη βάσει ευρέως αποδεκτών πρωτοβουλιών του δικτυακού χώρου για την άρση των εμποδίων που σχετίζονται με την πλήρη πρόσβαση των ανθρώπων με αναπηρία στο Διαδίκτυο, το καταληκτικό επιχείρημα της παρούσας μελέτης είναι πως το άρθρο 5Α παρέχει στους ανθρώπους με αναπηρία αγώγιμη αξίωση καθ' όσων χρηστών συμμετέχουν στην κοινωνία της πληροφορίας, με την κατασκευή και λειτουργία δικτυακών τόπων που ιδίως προσφέρουν αγαθά ή υπηρεσίες, ώστε να καταστήσουν προσβάσιμες τις ιστοσελίδες αυτές σε όλους τους κοινωνούς.
Η ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ
Η αναπηρία, ως ζήτημα νομικού προβληματισμού, και ιδίως στο πλαίσιο του συνταγματικού δικαίου, οφείλει να διακριθεί εννοιολογικά από την γενική, απρόσωπη και εύκολη αναφορά σε «άτομα με ειδικές ανάγκες», ή «άτομα με αναπηρίες». Η χρησιμοποίηση της ορολογίας αυτής κρίνεται ως ιδιαίτερα ατυχής, αφενός γιατί αναφέρεται σε άτομα, διευκολύνοντας γλωσσικά, εννοιολογικά και αισθητικά την διάσταση μεταξύ προσώπου και κοινωνίας, τονίζοντας, ασυναίσθητα ίσως, αλλά και διαιωνίζοντας την απομόνωση των ανθρώπων αυτών από το κοινωνικό σύνολο.
Αφετέρου, η γενικότητα της κατηγορίας αυτής ομογενοποιεί μια εξαιρετικά διαφοροποιημένη, κατά τις ανάγκες, τα ζητήματα, και τον τρόπο αντιμετώπισης τους, ομάδας ανθρώπων. Κατά τρίτο λόγο, η παρούσα προσπάθεια ανάλυσης της αναπηρίας θέλει να τονίσει ιδιαίτερα, και γλωσσικά ή αισθητικά, την διάσταση των προσώπων με αναπηρία ως υποκειμένων του δικαίου, κάτι που φυσικά δεν αμφισβητείται στην ελληνική συνταγματική και γενικότερα, έννομη τάξη, στα πλαίσια όμως αυτής της ανάλυσης κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική.
Η αναπηρία διακρίνεται σε δύο γενικές κατηγορίες. Αφενός υπάρχουν άνθρωποι με δυσχέρειες αίσθησης ή/και κίνησης, και αφετέρου άνθρωποι με νοητική υστέρηση. Η κατηγορία των ανθρώπων με δυσχέρειες αίσθησης ή/και κίνησης αναφέρεται σε όσους έχουν περιορισμένη αντίληψη ή επικοινωνία με εξωτερικά ερεθίσματα (π.χ. έλλειψη όρασης ή δυνατότητας ομιλίας) ή/και περιορισμένη δυνατότητα κίνησης (π.χ. εξωπυραμιδικές νόσοι) λόγω σωματικής αναπηρίας ή νοητικής υστέρησης. Η κατηγορία των ανθρώπων με νοητική υστέρηση αναφέρεται σε όσους έχουν μειωμένη, ελλείπουσα ή κυμαινόμενη αυτονομία που οφείλεται σε σωματικούς, ψυχολογικούς ή ψυχοσωματικούς λόγους. Ως αυτονομία ορίζεται η δυνατότητα κατανόησης πληροφοριών, η μνημονική τους συγκράτηση και επεξεργασία, και η επικοινωνία των αποφάσεων που λήφθηκαν με βάση αυτές τις πληροφορίες, ασχέτως αν το αποτέλεσμα των αποφάσεων αυτών μπορεί να κριθεί ορθολογικό ή όχι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας
Φυσικά, υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που συνδυάζουν και τις δυο μορφές αναπηρίας. Όμως η διάκριση των δύο κατηγοριών είναι νομικά σημαντική, οπότε ακόμα και στις περιπτώσεις επικάλυψης των δύο αυτών μορφών κρίνεται κατά περίπτωση ποια μορφή αναπηρίας εφαρμόζεται ερμηνευτικά στο ζήτημα που έχει ανακύψει.
Η νομική διαφορά των δύο μορφών αναπηρίας σχετίζεται άμεσα με το περιεχόμενο τους. Στην περίπτωση των ανθρώπων με δυσχέρειες αίσθησης / κίνησης ανακύπτουν κυρίως ζητήματα σωματικής πρόσβασης και αντίδρασης με το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, με την άρση αρχιτεκτονικών περιορισμών και τη γενικότερη θέσπιση κατάλληλου σχεδιασμού του κοινωνικού περιβάλλοντος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, εξυπηρετεί την μετακίνηση ανθρώπων με προβλήματα όρασης η τοποθέτηση όδευσης στα πεζοδρόμια, αλλά και τα ηχητικά σήματα στους φωτεινούς σηματοδότες. Παράδειγμα από την νομολογία αποτελεί η γνωστή απόφαση Botta κατά Ιταλίας, όπου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επιλήφθηκε της προσφυγής ενός ανθρώπου με κινητικές δυσχέρειες, ο οποίος παραπονείτο για την μη εφαρμογή, από τον δήμο της Ραβέννας, υφιστάμενης νομοθεσίας η οποία προέβλεπε την δημιουργία έργων που θα καθιστούσαν προσβάσιμες, και φιλικές προς ανθρώπους με κινητικές δυσχέρειες, τις παραλίες της περιοχής. Το Δικαστήριο όμως απέρριψε την προσφυγή στην βάση πως δεν υφίστατο στενός δεσμός μεταξύ της προσωπικής ζωής του προσφεύγοντος και της έλλειψης πρόσβασης στις παραλίες της Ραβέννας, καθώς αυτός ο τόπος διακοπών βρισκόταν μακριά από την μόνιμη κατοικία του.
Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση των ανθρώπων με νοητική υστέρηση, οι δυσκολίες που ανακύπτουν δεν αφορούν τόσο την πρόσβαση, όσο την συμμετοχή στο κοινωνικό περιβάλλον, με την άρση νομικών δυσχερειών και τη θέσπιση κατάλληλων υποστηρικτικών μέτρων για την αναπλήρωση και ανάπτυξη της αυτονομίας των ανθρώπων αυτών. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης, που προβλέπεται κατά τα άρθρα 1666 επ. ΑΚ, επιτελεί αυτόν τον υποστηρικτικό σκοπό.
Παράδειγμα από την νομολογία αποτελεί η υπόθεση Χ και Υ κατά Ολλανδίας, η οποία αφορούσε τον βιασμό μιας μόλις ενηλικιωθείσας γυναίκας με νοητική υστέρηση, από τον υιό της διευθύντριας του οικοτροφείου στο οποίο φιλοξενούνταν. Έχοντας νοητική υστέρηση, και όντας ενήλικη, η προσφεύγουσα δεν είχε κατά τον ολλανδικό νόμο την δυνατότητα να καταθέσει έγκληση ενώπιον των αστυνομικών αρχών για το βιασμό της. Από την άλλη πλευρά, ούτε ο πατέρας της προσφεύγουσας μπορούσε να καταθέσει έγκληση στο όνομα και για λογαριασμό της, καθώς τα δικαιώματα της γονικής επιμέλειας είχαν παύσει με την ενηλικίωση της κόρης του. Το Δικαστήριο θεώρησε πως το κενό αυτό του ολλανδικού νόμου παραβίαζε το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η διττή διάκριση της έννοιας της αναπηρίας πρέπει να γίνει κατανοητή στο ενιαίο πλαίσιο του ευρύτερου κινήματος για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρία, το οποίο, μακριά από τυπολογικούς προβληματισμούς και εννοιολογικές αναζητήσεις, πιέζει για μεγαλύτερη ισότητα στα δικαιώματα τους, για την ισότιμη συμμετοχή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή και για την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας στα ζητήματα, τις ανάγκες και τις επιδιώξεις τους.
Η ευαισθητοποίηση και η ανάπτυξη κοινωνικής πολιτικής στα ζητήματα της αναπηρίας αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα αγώνα για την εξασφάλιση και πραγμάτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σχηματικά, η αντιμετώπιση της νοητικής υστέρησης πέρασε από την εξομοίωση με τις ψυχικές ασθένειες την εποχή του Μεσαίωνα και του Διαφωτισμού, στην ιατρική-ευγονική υστερία του κοινωνικού δαρβινισμού κατά την Βιομηχανική Επανάσταση και μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να αντιμετωπισθεί μεταπολεμικά ως ξεχωριστή από τις ψυχικές νόσους περίπτωση, και χρήζουσα την αρωγή της κοινωνικής πρόνοιας μέσα από προγράμματα κανονικοποίησης, τα οποία ξεκίνησαν από τις σκανδιναβικές χώρες, και επηρέασαν ως ψυχολογική θεωρία την Βόρεια Αμερική. Παράλληλα, άρχισε να γίνεται ευρέως δεκτή η ανάγκη για την έξοδο των ανθρώπων με νοητική υστέρηση από τις μεγάλες και απρόσωπες ιατρικές μονάδες χρόνιας νοσηλείας, και η σταδιακή επανένταξη τους στο σώμα της υπόλοιπης κοινωνίας.
Εκεί, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η ευρύτερη συνειδητοποίηση της ανάγκης για αλλαγές στην αντιμετώπιση της νοητικής υστέρησης έσμιξε με τον αγώνα, νομικό και κοινωνικό, των ανθρώπων με κινητικές δυσχέρειες, με επικεφαλής τους παλιούς στρατιώτες του Βιετνάμ, για περισσότερα δικαιώματα και μεγαλύτερη ισότητα, αντιδρώντας στην πάγια αντιμετώπιση των ανθρώπων με δυσχέρειες αίσθησης/κίνησης ως αντικειμένων οίκτου από τον νόμο και την κοινωνία.
Την εννοιολογική αντιστοιχία της εξέλιξης των αγώνων των ανθρώπων με αναπηρία για ισότητα, δικαιοσύνη και ισότιμη συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή αποτελεί η σταδιακή ανάπτυξη και αποδοχή του κοινωνικού παραδείγματος της αναπηρίας, σε αντικατάσταση του παρωχημένου ιατρικού παραδείγματος της αναπηρίας.
Η ιατρική θεώρηση της αναπηρίας, κυρίαρχη για πάρα πολλά χρόνια στην κοινωνική πολιτική αλλά και την πρακτική και νομική αντιμετώπιση των ανθρώπων με δυσχέρειες κίνησης/αίσθησης, εξισώνει την αναπηρία με την χρόνια ασθένεια, επιδαψιλεύει τον χαρακτήρα του αρρώστου στον άνθρωπο με αναπηρία και εστιάζει στην δυσλειτουργία του. Οι άνθρωποι κατατάσσονται ανάλογα με την ιατρική τους διάγνωση, και η αντιμετώπιση τους από τους αντιπροσώπους των επαγγελμάτων υγείας συνίσταται στην αποθεραπεία ή βελτίωση του διαγνωσθέντος φυσικού ή λειτουργικού προβλήματος. Το ιατρικό παράδειγμα της αναπηρίας σχετίζεται με ευρύτερες ψυχοδυναμικές θεωρίες στις οποίες προϋποτίθεται πως η εμπειρία του να έχει ή να αποκτήσει κάποιος αναπηρία συνιστά μια συνεχιζόμενη προσωπική τραγωδία, η οποία τροφοδοτεί μια χρόνια αντίδραση λύπης.
Αντιθέτως, το κοινωνικό παράδειγμα της αναπηρίας θεωρεί ως υπεύθυνους για την αναπηρία τους υλικούς περιορισμούς και φραγμούς μέσα στην κοινωνία, και όχι την δυσχέρεια που ανάγεται σε χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Το κοινωνικό παράδειγμα προτάσσει μια σημαντική διάκριση μεταξύ της δυσχέρειας και της αναπηρίας. Η δυσχέρεια ορίζεται ως η έλλειψη του όλου ή μέρους κάποιου σωματικού τμήματος, ή η ύπαρξη ενός ελαττωματικού σωματικού μέρους, οργανισμού ή μηχανισμού του σώματος. Αντίθετα η αναπηρία είναι το μειονέκτημα ή ο περιορισμός της δραστηριότητας, που προκαλούνται από την σύγχρονη οργάνωση της κοινωνίας, η οποία δεν λαμβάνει καθόλου ή λαμβάνει ελάχιστα υπ' όψιν της τους ανθρώπους με αυτές τις δυσχέρειες και, κατ' αυτόν τον τρόπο, τους αποκλείει από την ευρεία κοινωνική ζωή και δραστηριότητα. Το πρόβλημα λοιπόν, με βάση το κοινωνικό παράδειγμα της αναπηρίας, μετατίθεται από τον άνθρωπο και τα χαρακτηριστικά του, στην κοινωνία και στην αποτυχία των κοινωνικών δομών να λάβουν υπ' όψιν τους τις ανάγκες και τα ζητούμενα των ανθρώπων με δυσχέρειες κίνησης/αίσθησης ή/και με νοητική υστέρηση.
Από πλευράς διεθνών εξελίξεων, μια πρώτη δικαίωση των αγώνων αυτών υπήρξε η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Διανοητικά Καθυστερημένων από τον ΟΗΕ το 1971.14 4 χρόνια αργότερα, το 1975, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Αναπήρων. Την επόμενη χρονιά, το 1976, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ανακήρυξε το έτος 1981 ως Διεθνές Έτος Αναπήρων Ανθρώπων, με έμφαση στην πλήρη συμμετοχή τους στην κοινωνία. Το 1982, ως συνέχεια του Διεθνούς Έτους, ο ΟΗΕ υιοθέτησε το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Δράσης για Αναπήρους Ανθρώπους, και ανακήρυξε την δεκαετία 1983-1992 ως την Δεκαετία του ΟΗΕ για Αναπήρους Ανθρώπους. Η Δεκαετία αυτή έκλεισε με την υιοθέτηση, από μέρους της Γενικής Συνέλευσης, των Αρχών για την Προστασία των Ανθρώπων με Ψυχική Ασθένεια και για την Βελτίωση της Πρόνοιας για την Ψυχική Υγεία. Δύο χρόνια αργότερα, το 1993, η Γενική Συνέλευση υιοθέτησε τους Βασικούς Κανόνες για την Εξομοίωση των Ευκαιριών για Ανθρώπους με Αναπηρίες.
Το 1998, η Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του ΟΗΕ εξέδωσε την απόφαση 1998/31, η οποία αναγνωρίζει πως η ανισότητα και οι διακρίσεις που σχετίζονται με την αναπηρία αποτελούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και θέτει στόχους και προτροπές για την περαιτέρω προστασία των ανθρώπων με αναπηρία. Την απόφαση 1998/31 επαναβεβαιώνει η απόφαση 2000/51 της Επιτροπής και καλεί για την θέσπιση μέτρων για την ενίσχυση της θέσης των ατόμων με αναπηρία, στα οποία συγκαταλέγεται και η προσφάτως ψηφισθείσα Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων με Αναπηρίες.
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η προηγούμενη αναφορά στην αδιάλειπτη ενασχόληση του ΟΗΕ με θέματα αναπηρίας, από την αρχή της δεκαετίας του 1970 ως σήμερα, καταδεικνύει την σπουδαιότητα του ζητήματος από την πλευρά του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και τα ίδια όμως τα διεθνή αυτά κείμενα αποδεικνύουν την εξέλιξη των απόψεων και τις προόδους που έχουν γίνει σε σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων των αναπήρων μέσα στους κόλπους του ΟΗΕ.
Γίνεται φανερή η μετατόπιση από μια αρχική θέση που βασίζεται στο ιατρικό παράδειγμα της αναπηρίας, και το οποίο αποτελεί την βάση της Διακήρυξης του 1971, μέχρι την σταδιακά αυξανόμενη υιοθέτηση του κοινωνικού παραδείγματος για την αναπηρία, η σημασία του οποίου καταδεικνύεται στην Απόφαση 1998/31 και στην ψήφιση, το 2007, της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων με Αναπηρίες. Υπό αυτήν την έννοια, με την ψήφιση της Διεθνούς Σύμβασης, καθίσταται σαφές πως το κοινωνικό παράδειγμα της αναπηρίας αποτελεί πλέον την παραδεδεγμένη, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βάση για την ανάλυση των ζητημάτων που σχετίζονται με την αναπηρία. Όσο όμως κι αν το κοινωνικό παράδειγμα της αναπηρίας έχει πλέον αποκτήσει δυναμική, η οποία του επιτρέπει να επηρεάζει τόσο την θέσπιση, όσο και την εφαρμογή, κανόνων (διεθνούς κυρίως) δικαίου, βρίσκεται ακόμη μακράν του να κατισχύσει έναντι των αδικιών που υφίστανται οι άνθρωποι με αναπηρία σε σχέση με την πληρέστερη και όσο το δυνατόν ανεξάρτητη τους συμμετοχή σε όλες τις πλευρές της ατομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.
Ένα τέτοιο παράδειγμα από την νομολογία αποτελεί η απόφαση 5εηί§β5 κατά Ολλανδίας, η οποία κρίθηκε πριν την ψήφιση της Διεθνούς Συνθήκης. Ο ανήλικος προσφεύγων είχε σοβαρές κινητικές δυσχέρειες και ήταν πλήρως εξαρτώμενος από την φροντίδα της μητέρας του, εξαιτίας εκφυλιστικής μυϊκής νόσου, η οποία και περιόριζε κατά πολύ το προσδόκιμο της ζωής του. Παραπονούμενος ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την άρνηση παροχής, από τις ολλανδικές αρχές κοινωνικής πρόνοιας, ενός αυτόματου χεριού, το οποίο θα του επέτρεπε μια οριακή αυτονομία κινήσεων, το Δικαστήριο έκρινε, εν όψει και του υψηλού κόστους μιας τέτοιας υποβοηθητικής συσκευής, πως δεν ήταν δυνατόν να υποκαταστήσει την κυρίαρχη κρίση των εθνικών αρχών πρόνοιας, και απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμο, δίνοντας προτεραιότητα στο περιθώριο εκτίμησης, το οποίο κατ' αρχήν απολαμβάνουν οι εθνικές αρχές ως προς την έκταση και τα όρια της εθνικής προστασίας των δικαιωμάτων της Ε.Σ.Δ.Α.
Αντιθέτως, στην παρούσα ανάλυση, η ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου, ώστε να συνάδει με το κοινωνικό παράδειγμα της αναπηρίας, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην παροχή περισσότερης προστασίας στα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρία, με τελικό στόχο την εξασφάλιση ισότιμης και πλήρους συμμετοχής τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Καθώς δε, και στο μέτρο που, η πρόσφατη Διεθνής Σύμβαση διαπνέεται από τις αρχές και τις αντιλήψεις του κοινωνικού παραδείγματος, καθίσταται σαφής η ευρύτερη νομιμοποίηση, αλλά και η ανάγκη ερμηνευτικού αναπροσδιορισμού των ισχυόντων κανόνων δικαίου, ιδίως όσον αφορά τους συνταγματικούς κανόνες.
Αφετηρία για μια τέτοια ερμηνευτική προσπάθεια αποτελεί το ίδιο βέβαια το κείμενο και, περαιτέρω, το πνεύμα της Διεθνούς Σύμβασης. Εν προκειμένω, κρίσιμα είναι τα άρθρα 9 και 21 τα οποία αναφέρονται στο δικαίωμα πρόσβασης των ανθρώπων με αναπηρία:
Άρθρο 9 ΠΡΟΣΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑ
1. Για να επιτρέψουν στους ανθρώπους με αναπηρίες να ζουν ανεξάρτητοι και να συμμετέχουν πλήρως σε όλες τις πλευρές της ζωής, τα συμβαλλόμενα Κράτη θα λάβουν κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν για τους ανθρώπους με αναπηρίες την πρόσβαση, σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς, στο φυσικό περιβάλλον, στην μετακίνηση, στην πληροφορία και τις επικοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογιών και συστημάτων πληροφόρησης και επικοινωνίας, και σε άλλες εγκαταστάσεις που είναι ανοιχτές ή παρέχονται στο κοινό, τόσο σε αστικές, όσο και επαρχιακές περιοχές. Τα μέτρα αυτά, τα οποία θα περιλαμβάνουν την εξεύρεση και άρση εμποδίων και φραγμών στην προσβασιμότητα, θα ισχύουν, μεταξύ άλλων, σε:
(α) Κτίρια, δρόμους, μεταφορές και άλλες εσωτερικές και εξωτερικές εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων σχολείων, κατοικιών, ιατρικών εγκαταστάσεων και χώρων εργασίας, (β) Υπηρεσίες πληροφόρησης, επικοινωνίας και λοιπές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών αμέσου βοηθείας.
Τα συμβαλλόμενα Κράτη θα λάβουν επίσης κατάλληλα μέτρα:
(α) Για να αναπτύξουν, προωθήσουν και επιβλέψουν την εφαρμογή βασικών κανόνων και οδηγιών για την προσβασιμότητα εγκαταστάσεων και υπηρεσιών που είναι ανοιχτές ή παρέχονται στο κοινό, (β) Για να εξασφαλίσουν ότι ιδιωτικές εταιρείες που παρέχουν εγκαταστάσεις και υπηρεσίες που είναι ανοιχτές ή παρέχονται στο κοινό λαμβάνουν υπόψη όλες τις πλευρές της προσβασιμότητας για ανθρώπους με αναπηρίες, (στ) Για να προωθήσουν άλλες κατάλληλες μορφές βοήθειας και υποστήριξης σε ανθρώπους με αναπηρίες ώστε να εξασφαλίσουν την πρόσβαση τους στην πληροφορία, (ζ) Για να προωθήσουν την πρόσβαση των ανθρώπων με αναπηρίες σε νέες τεχνολογίες πληροφόρησης και επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου και του Διαδικτύου.
Άρθρο 21 ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ
Τα κράτη μέλη θα λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι οι άνθρωποι με αναπηρίες μπορούν να ασκούν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και γνώμης, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας να αναζητούν, να αναλαμβάνουν και να διαδίδουν πληροφορίες και ιδέες σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς και μέσω όλων των μορφών επικοινωνίας της επιλογής τους, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 της παρούσας Συνθήκης, συμπεριλαμβανομένων με:
(α) το να παρέχουν πληροφορίες που προορίζονται για το γενικό κοινό στους ανθρώπους με αναπηρίες σε προσβάσιμες μορφές και τεχνολογίες, κατάλληλες για. διαφορετικά είδη αναπηρίας, σε σύντομο χρόνο και χωρίς πρόσθετο κόστος, (β) το να αποδέχονται και να διευκολύνουν σε επίσημες συναλλαγές την χρήση νοηματικών γλωσσών, Μπράϊγ, επαυξητικής και εναλλακτικής επικοινωνίας, και όλων των υπόλοιπων μέσων, τρόπων, και μορφών επικοινωνίας που επιλέγουν οι άνθρωποι με αναπηρίες, (γ) με το να παροτρύνουν ιδιωτικές εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες στο γενικό κοινό, συμπεριλαμβανομένου και του Διαδικτύου, ώστε να παρέχουν πληροφορίες και υπηρεσίες σε προσβάσιμες και εύχρηστες μορφές για ανθρώπους με αναπηρίες, (δ) με το να ενθαρρύνουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των παροχών πληροφοριών μέσω Διαδικτύου, ώστε να καταστήσουν τις υπηρεσίες τους προσβάσιμες σε ανθρώπους με αναπηρίες, (ε) με το να αναγνωρίζουν και να προωθούν την χρήση νοηματικών γλωσσών.
Από την διατύπωση των άρθρων αυτών καθίσταται λοιπόν προφανής η εξομοίωση της πρόσβασης στην πληροφορία και στην επικοινωνία με τις πιο παραδοσιακές πλευρές του δικαιώματος πρόσβασης των ανθρώπων με αναπηρία, αυτές της φυσικής πρόσβασης σε κτίρια και εγκαταστάσεις. Το δικαίωμα πρόσβασης, σύμφωνα με τη Διεθνή Συνθήκη, είναι πλέον γενικότερο και αφορά κάθε πλευρά της ζωής και κοινωνικής δραστηριότητας. Κυρίως όμως, ενέχει την υποχρέωση από μέρους των συμβαλλομένων Κρατών να θεσπίσουν βασικούς κανόνες που να εξασφαλίζουν την προσβασιμότητα των ανθρώπων με αναπηρία, αλλά και να προωθήσουν την πρόσβαση τους στην πληροφορία και την επικοινωνία, με ιδιαίτερη μνεία στο Διαδίκτυο. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 9, εμπόδια και φραγμοί στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες πρέπει να ταυτοποιηθούν και να αρθούν, ώστε να εξασφαλισθεί για τους ανθρώπους με αναπηρία η πρόσβαση, σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς κοινωνούς, στην πληροφορία και τις επικοινωνίες.
Σχετικώς, την σπουδαιότητα πρόσβασης στην επικοινωνία έχει αποδεχθεί και έχει ιδιαιτέρως τονίσει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Dewicka κατά Πολωνίας. Η σχεδόν ενενηντάχρονη προσφεύγουσα, επικαλούμενη την παραβίαση του άρθρου 6 Ε.Σ.Δ.Α. αναφορικά με τον χρόνο εκδίκασης, κατέφυγε στο Δικαστήριο παραπονούμενη για την επί οκταετία εκκρεμοδικία και μη εκτέλεση δικαστικής απόφασης, η οποία καταδίκαζε τον Πολωνικό Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών στην τηλεφωνική σύνδεση του διαμερίσματος της. Η προσφεύγουσα, πλέον της μεγάλης της ηλικίας, είχε σοβαρές δυσχέρειες στην κίνηση, ακοή και όραση της. Η δυνατότητα τηλεφωνικής σύνδεσης του διαμερίσματος της, στο οποίο ουσιαστικά παρέμενε έγκλειστη, αποτελούσε τον μοναδικό δίαυλο επικοινωνίας της με τον έξω κόσμο. Το Δικαστήριο δεν δυσκολεύτηκε να δεχθεί, στην παράγραφο 55 της απόφασης πως: «...το επίδικο αντικείμενο στην παρούσα υπόθεση ήταν αναμφιβόλως εξαιρετικής σημασίας για την προσφεύγουσα. Πράγματι, η πολύ μεγάλη ηλικία της, η αναπηρία της και το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της υπόθεσης ήταν ζωτικής σημασίας για τις βασικές ανθρωπινές της ανάγκες, ιδίως της ανάγκης της να διατηρήσει ουσιώδη επαφή με τον έξω κόσμο, απαιτούσαν από τα εθνικά δικαστήρια να δείξουν ιδιαίτερη επιμέλεια στον χειρισμό της υπόθεσης της».
Αναμφισβήτητο είναι πως αυτή η ανάγκη διατήρησης ουσιώδους επαφής με τον έξω κόσμο αποτελεί πλευρά και του δικαιώματος πρόσβασης στην πληροφορία, ιδίως δε όταν, όπως στην περίπτωση του Διαδικτύου, η πρόσβαση στην πληροφορία συνδέεται άρρηκτα με τις ηλεκτρονικές μορφές επικοινωνίας, αλλά και την ηλεκτρονική πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες. Στον βαθμό που αυτή η ανάγκη διατήρησης ουσιώδους επαφής με τον έξω κόσμο εντείνεται από δυσχέρειες που σχετίζονται με την αναπηρία του ανθρώπου, καθίσταται θέμα ζωτικής σημασίας. Ως τέτοιο οφείλει να αντιμετωπίζεται με την προσήκουσα σπουδαιότητα και προσοχή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5Α ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
Οι εξελίξεις αυτές στο πλαίσιο της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και οι συνεπαγόμενες επικείμενες αλλαγές προς την κατεύθυνση χορήγησης μεγαλύτερης προστασίας στα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρία, με βάση το κοινωνικό παράδειγμα της αναπηρίας, πρέπει να εξετασθούν σε συνάρτηση με τους κείμενους συνταγματικούς κανόνες, ιδίως όπως αυτοί διαμορφώθηκαν με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Αφήνοντας κατά μέρος την ιδιαίτερη αναφορά του άρθρου 20 παράγραφος 6 στο δικαίωμα των ανθρώπων με αναπηρία «να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και την συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας», κρίσιμη διάταξη για την παρούσα μελέτη είναι το άρθρο 5Α, παράγραφος 2 του Συντάγματος, που ορίζει τα ακόλουθα: «Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσης τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19».
Ικανότερες χείρες έχουν ήδη προβεί στην παρουσίαση και ανάλυση του περιεχομένου και των κανονιστικών στοιχείων του άρθρου 5Α σε σχέση με την Κοινωνία της Πληροφορίας. Ιδιαίτερα σημαντικές για την παρούσα ανάλυση αποτελούν οι παρατηρήσεις πως, εκτός από «...πεδίο προσωπικής αυτονομίας, ο νοητός χώρος της ηλεκτρονικής επικοινωνίας αναδεικνύεται και σε προνομιακό και αυτοτελές πεδίο πλήρους εκδήλωσης της ανθρώπινης κοινωνικότητας: Έτσι, ως πεδίο αυτοτελούς εκδήλωσης της κοινωνικότητας, ο κόσμος της ηλεκτρονικής ενημέρωσης και επικοινωνίας και ιδίως το διαδίκτυο παύει να αποτελεί θεσμικό και τεχνικό εξάρτημα της δημόσιας σφαίρας και τείνει να αποτελέσει πλέον αυτοτελές επίκεντρο μιας πολυκεντρικής δημοσιότητας, στο εσωτερικό του οποίου, όπως καταδεικνύουν ήδη οι εντεινόμενες προσπάθειες προώθησης της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, διεξάγεται δημόσια διαβούλευση και διατυπώνεται δημόσια κριτική και λογοδοσία».
Επιπροσθέτως, έχει υποστηριχθεί πως «το status acrivus, που ιδρύει για λογαριασμό του κάθε υποκειμένου συνταγματικών δικαιωμάτων η διάταξη του άρθρου 5Α, § 2 εδ. α', δεν αφορά μια επί μέρους βιοτική εκδήλωση συλλογικού χαρακτήρα. Αναφέρεται, αντίθετα, σε ένα απέραντο, διαρκώς μεταλλασσόμενο και διευρυνόμενο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων και πρακτικών, που τείνει να καταστεί ... ομόλογο της ίδιας της εν γένει κοινωνικότητας μας... Πρόκειται, αντίθετα, για μια αξίωση του καθενός - εξ ίσου αγώγιμη με αυτήν του 5 § 1 - καθ' όλων των κρατικών οργάνων, για την απονομή ή αναγνώριση σε αυτόν των επί μέρους δικαιωμάτων, εξουσιών και ευχερειών, που είναι αναγκαίες για την ενεργό και ισότιμη συμμετοχή του στο νέο πεδίο κοινωνικότητας, που έχει πλέον διανοίξει η αλματώδης εξέλιξη των τεχνολογιών της ηλεκτρονικής επικοινωνίας».
Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, το αντικείμενο της παρούσας μελέτης οριοθετείται συνταγματικά με σαφέστερο τρόπο. Καθώς η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 5Α καθιερώνει αξίωση έναντι των κρατικών αρχών για την ενεργό και ισότιμη συμμετοχή στην κοινωνία της πληροφορίας, νοούμενης ως ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο και διευρυνόμενο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων και πρακτικών, γίνεται άμεσα αντιληπτή η κρισιμότητα και η ζωτική σημασία της εξασφάλισης πλήρους και ισότιμης συμμετοχής των ανθρώπων με αναπηρία σε αυτή. Διαφορετικά, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η απομόνωση των ανθρώπων με αναπηρία θα διαιωνίζεται και στην ηλεκτρονική τους μορφή, αποκόπτοντας ή περιορίζοντας τις ευρείες δυνατότητες συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή, τις οποίες παρέχει η κοινωνία της πληροφορίας.
Στα πλαίσια αυτής της συλλογιστικής, δύο είναι τα ερωτήματα τα οποία ειδικότερα ανακύπτουν. Το πρώτο αφορά την ανάλυση και προτεινόμενη άρση των δυσχερειών για την πρόσβαση των ανθρώπων με αναπηρία στην κοινωνία της πληροφορίας, πάντοτε σε συνεξάρτηση με τα ιδιαίτερα ζητήματα, τα οποία κάθε διαφορετική μορφή αναπηρίας παρουσιάζει. Το δεύτερο αφορά το ιδιαίτερο κανονιστικό περιεχόμενο που αποκτά το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, ιδωμένο από την πλευρά των ανθρώπων με αναπηρία. Είναι με άλλα λόγια, εξεταστέο το ζήτημα, κατά ποιον τρόπο χρωματίζεται ιδιαίτερα το δικαίωμα της παραγράφου 2 του άρθρου 5Α από την αντανάκλαση σε αυτό των ιδιοτήτων και ιδιαιτεροτήτων του φορέα του, ως ανθρώπου με αναπηρία.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΩΣ ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Για την περαιτέρω εξέταση των ανωτέρω δύο ερωτημάτων, που αποτελούν και το ειδικότερο αντικείμενο αυτής της μελέτης, είναι χρήσιμη στο παρόν στάδιο της ανάλυσης να γίνει μια ειδικότερη επισήμανση πτυχών της έννοιας της πληροφοριακής κοινωνίας, όπως αυτές καταδεικνύονται από σχετικές αναφορές και ρυθμίσεις που προκύπτουν στο πεδίο του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, ιδίως στο πλαίσιο της αναπηρίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η παρούσα μελέτη χρησιμοποιεί, ως ειδικότερες και πλέον εξειδικευμένες εκφάνσεις του συνταγματικού δικαιώματος στην κοινωνία της πληροφορίας, τους στόχους, τις εννοιολογικές εξειδικεύσεις, αλλά και τις προτεινόμενες λύσεις του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, ως εφαλτήριο για την πληρέστερη κατανόηση των ζητημάτων που αναφύονται σχετικά με την ισότιμο και πλήρη συμμετοχή των ανθρώπων με αναπηρία στην κοινωνία της πληροφορίας. Ισχύει λοιπόν εδώ η γενική επιφύλαξη πως το συνταγματικό δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας κατ' άρθρον 5Α είναι γενικότερο και ευρύτερο των κοινοτικών στόχων και ορισμών, δεν παύουν όμως οι ορισμοί αυτοί του κοινοτικού δικαίου να έχουν ερμηνευτική αξία και χρησιμότητα για την ορθότερη και λεπτομερέστερη προσέγγιση των συνταγματικών αναζητήσεων που η παρούσα μελέτη έχει θέσει.
Ως αρχική παρατήρηση σχετικά με την κοινοτική πολιτική σε θέματα καταπολέμησης των διακρίσεων, πρέπει να σημειωθεί πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη υπογράψει την Διεθνή Συνθήκη για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων με Αναπηρίες. Η υπογραφή της έρχεται ως επιστέγασμα της γενικότερης πολιτικής της Ε.Ε. σχετικά με την ισότητα. Οι θεμελιώδεις σχετικές διατάξεις της κοινοτικής έννομης τάξης είναι το άρθρο 21 της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 13 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το άρθρο 21 θέτει την γενική αρχή πως απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση η οποία βασίζεται σε οποιονδήποτε λόγο όπως φύλο, φυλή, χρώμα, εθνική ή κοινωνική καταγωγή, γενετικό γνώρισμα, γλώσσα, θρησκεία ή πεποίθηση, πολιτική ή άλλη γνώμη, συμμετοχή σε εθνική μειονότητα, ιδιοκτησία, γέννηση, αναπηρία, ηλικία ή γενετήσιο προσανατολισμό. Το άρθρο 13 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επιτρέπει στην Κοινότητα να καταπολεμά τις διακρίσεις με βάση το φύλο, φυλετική ή εθνική καταγωγή, θρησκεία ή πεποίθηση, αναπηρία, ηλικία και γενετήσιο προσανατολισμό, στους τομείς της Κοινοτικής αρμοδιότητας.
Βασιζόμενη σε αυτές τις αρχές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε τον Οκτώβριο του 2003 μιαν Ανακοίνωση για τις «Ίσες ευκαιρίες για τα άτομα με αναπηρίες: ένα ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης».31 Αυτό το σχέδιο δράσης αποτελεί μέρος του γενικότερου στόχου της Ε.Ε. να συμβάλλει στην διαμόρφωση μιας ανοιχτής κοινωνίας συμμετοχής. «Σε αυτό το πλαίσιο, η καταπολέμηση των διακρίσεων και η προώθηση της συμμετοχής των ατόμων με αναπηρίες στην οικονομία και στην κοινωνία διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο». Το 2008, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθέτησε μια περαιτέρω Ανακοίνωση για την θέση των ανθρώπων με αναπηρίες. Σχετικά με την προσβασιμότητα των ανθρώπων με αναπηρία, η Ανακοίνωση αναφέρει: «προσβάσιμο αρχιτεκτονικό περιβάλλον, μεταφορές και τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών, τόσο σε αστικές όσο και επαρχιακές περιοχές, είναι κρίσιμες για την πραγμάτωση μιας κοινωνίας η οποία παρέχει γνήσια πρόσβαση σε ίσα δικαιώματα, προσφέροντας στους πολίτες της πραγματική αυτονομία και τα μέσα για να επιδιώξουν ανεξάρτητη και ενεργή οικονομική και κοινωνική ζωή. Μια τέτοια προσβασιμότητα δεν αντιπροσωπεύει τίποτα λιγότερο από θεμέλιο λίθο μιας συμμετοχικής κοινωνίας βασισμένης στην απαγόρευση των διακρίσεων».
Παράλληλα με αυτές τις γενικότερες εξελίξεις σε σχέση με την αναπηρία και την καταπολέμηση των διακρίσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολόγησε το 1999 την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία εΕιιτορε με στόχο να επιταχύνει την μετάβαση της Ευρώπης προς μια οικονομία που βασίζεται στην γνώση και για να υλοποιήσει τα πλεονεκτήματα υψηλότερης ανάπτυξης, περισσοτέρων θέσεων εργασίας και καλύτερης πρόσβασης των πολιτών στις νέες υπηρεσίες της πληροφοριακής εποχής. Στα πλαίσια αυτής της πρωτοβουλίας, το Σχέδιο Δράσης για την eEurope 2002 επικεντρώθηκε στην εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων του Διαδικτύου και έθεσε τις βάσεις για μια ευρύτερη προσπάθεια ώστε τα οφέλη της Κοινωνίας της Πληροφορίας να καταστούν προσβάσιμα και σε ανθρώπους με αναπηρίες. Το Σχέδιο χαρακτηριστικά αναφέρει: «Καθώς κυβερνητικές υπηρεσίες και σημαντικές δημόσιες πληροφορίες γίνονται ολοένα και περισσότερο διαθέσιμα στο Διαδίκτυο, η εξασφάλιση της πρόσβασης σε κυβερνητικές ιστοσελίδες για όλους τους πολίτες καθίσταται εξίσου σημαντική με την εξασφάλιση πρόσβασης σε δημόσια κτίρια. Στο πλαίσιο των πολιτών με ειδικές ανάγκες, η πρόκληση συνίσταται στην εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής πρόσβασης σε πληροφοριακές τεχνολογίες εν γένει, αλλά και της συμβατότητας τους με υποβοηθητικές τεχνολογίες».
Στα πλαίσια αυτού του Σχεδίου, τονίζεται η ιδιαίτερη σημασία της συνεπακόλουθης Ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προσβασιμότητα δημοσίων ιστοσελίδων και του περιεχομένου τους, όπου υιοθετούνται συγκεκριμένα μέτρα ώστε να αρθούν τα εμπόδια ενάντια στην εύκολη πρόσβαση ανθρώπων με αναπηρία σε αυτές. Τα μέτρα αυτά συνίστανται στην αποδοχή και εφαρμογή των οδηγιών και βασικών κανόνων που έχει θέσει η Πρωτοβουλία για την Δικτυακή Προσβασιμότητα σχετικά με την κατασκευή, δυνατότητα περιήγησης και το περιεχόμενο των ιστοσελίδων, ώστε αυτές να είναι προσβάσιμες σε ανθρώπους με αναπηρία. Η ανακοίνωση προβλέπει επιπροσθέτως ότι «οι ιστοσελίδες του δημοσίου τομέα και το περιεχόμενο τους στα κράτη μέλη και τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς πρέπει να σχεδιαστούν ώστε να είναι προσβάσιμες για να εξασφαλίσουν ότι οι πολίτες με αναπηρία μπορούν να έχουν πρόσβαση στην πληροφορία και να εκμεταλλευθούν πλήρως την δυνατότητα ηλεκτρονικής συμμετοχής στην διακυβέρνηση».
Η τρέχουσα πρωτοβουλία Ϊ2010 «Η κοινωνία της πληροφορίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση» αναγνωρίζει την σημασία της ηλεκτρονικής ένταξης, με την θέσπιση της επί μέρους πρωτοβουλίας e-Inclusion. Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας, το 2006, η υπουργική «δήλωση της Ρίγα» για τις τεχνολογίες των πληροφοριών και των επικοινωνιών στην υπηρεσία μιας κοινωνίας της πληροφορίας χωρίς αποκλεισμούς, τόνισε πως μόλις το 3% των δημοσίων ιστοσελίδων που εξετάσθηκαν συμμορφώνονταν με τους ελάχιστους κανόνες και οδηγίες για την προσβασιμότητα του Δικτύου, εμποδίζοντας την πρόσβαση στο δικτυακό περιεχόμενο και τις υπηρεσίες για τους ανθρώπους με αναπηρία, οι οποίοι αποτελούν περίπου το 15% του πληθυσμού της Ε.Ε.
Η Δήλωση της Ρίγα έθεσε περαιτέρω συγκεκριμένους στόχους για τη χρήση και τη προσβασιμότητα του Διαδικτύου, όπως ότι η αναθεώρηση του πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες πρέπει να ενισχύσει τα δικαιώματα των χρηστών με αναπηρία.
Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναλάβει δράση για την προώθηση της πρωτοβουλίας για την ηλεκτρονική ένταξη και πρόσφατα εξέδωσε Ανακοίνωση, η οποία δίνει έμφαση σε τρεις στόχους: στη δημιουργία των προϋποθέσεων ώστε όλοι να συμμετέχουν στην κοινωνία της πληροφορίας, στην επιτάχυνση της ουσιαστικής συμμετοχής των ομάδων που διατρέχουν κίνδυνο αποκλεισμού και βελτίωση της ποιότητας ζωής τους και, τέλος, στην ολοκλήρωση των δράσεων υπέρ της ηλεκτρονικής ένταξης με σκοπό τη μεγιστοποίηση του μακροπρόθεσμου αντίκτυπου τους. Στην Ανακοίνωση ιδίως τονίζεται πως «δεν υπάρχουν αποτελεσματικά νομοθετικά πλαίσια, ικανά να κατοχυρώσουν την προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών ... ιδιαίτερα ... όσον αφορά την ηλεκτρονική προσβασιμότητα: η νομοθεσία είναι κατακερματισμένη σε ολόκληρη την Ευρώπη και ο αντίκτυπος της είναι περιορισμένος».
Ανακεφαλαιώνοντας, καθίσταται φανερό το ενεργό ενδιαφέρον της Ε.Ε. και των οργάνων της για την εξασφάλιση ισότιμης και πλήρους πρόσβασης στην ηλεκτρονική επικοινωνία και πληροφορία. Αναγνωρίζοντας δε τις δυσχέρειες και τον σοβουντα κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού από την κοινωνία της πληροφορίας, για διάφορες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, όπως οι άνθρωποι με αναπηρία, η Ε.Ε. και τα όργανα της έχουν διατυπώσει λεπτομερείς στόχους, αρχές, αλλά και οδηγίες για την επίτευξη πλήρους ηλεκτρονικής ένταξης.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στην υιοθέτηση από μέρους της Ε.Ε. των βασικών κανόνων που έχει διατυπώσει η Πρωτοβουλία για την Δικτυακή Προσβασιμότητα, ως το βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση της προσβασιμότητας των ιστοσελίδων, αλλά και ως τον πλέον εξειδικευμένο οδηγό κατασκευής δικτυακών χώρων με βάση την εύκολη πρόσβαση. Από την άλλη πλευρά, παρ' όλες αυτές τις αξιόλογες πρωτοβουλίες, όπως δέχεται και η πρόσφατη Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εξακολουθεί να μην σημειώνεται πρόοδος και η πλειονότητα των στόχων της Ρίγας ενδέχεται να μην επιτευχθεί. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η αδυναμία πρόσβασης στην ηλεκτρονική πληροφορία μέσα στην Ε.Ε. αποτελεί ολοένα και περισσότερο σημαντική μορφή κοινωνικού και οικονομικού αποκλεισμού.
ΟΙ ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ
Αν λοιπόν το άρθρο 5Α του Συντάγματος εδραιώνει δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, οι επιμέρους κοινοτικές δράσεις έχουν, από την άλλη πλευρά, και στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, προσδώσει πιο απτό, τεχνικό χαρακτήρα στις απαιτήσεις και τους στόχους σχετικά με την προσβασιμότητα στην πληροφορία και στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ιδίως όσον αφορά την προσβασιμότητα στο Διαδίκτυο και τις ιστοσελίδες των δημόσιων υπηρεσιών. Η πλήρης όμως κατανόηση του ζητήματος της προσβασιμότητας στην κοινωνία της πληροφορίας απαιτεί και την πληρέστερη παρουσίαση αφενός των δυσχερειών πρόσβασης για τους ανθρώπους με αναπηρία, και των προτεινόμενων τρόπων άρσης τους, αφετέρου. Χρήσιμα προς αυτόν τον σκοπό αποβαίνουν τα πορίσματα της επίσημης Έρευνας «Το Δίκτυο: Πρόσβαση και Συμμετοχή για Ανθρώπους με Αναπηρία», που διεξήγαγε το 2004 η Αγγλική Επιτροπή για τα Αναπηρικά Δικαιώματα.
Η έρευνα αυτή στηρίχθηκε στο νομοθετικό πλαίσιο του Αγγλικού δικαίου, όπου έχει ψηφισθεί και τεθεί σε εφαρμογή νόμος για τις διακρίσεις που βασίζονται στην αναπηρία. Στο ευρύ φάσμα της απαγόρευσης των διακρίσεων που βασίζονται στην αναπηρία, ιδιαίτερη αξία αποκτά η νόμιμη υποχρέωση για λογικές τροποποιήσεις, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση των ανθρώπων με αναπηρία στην επαγγελματική εργασία, αλλά και στην παροχή αγαθών και υπηρεσιών, όπως αγαθά και υπηρεσίες μέσω Διαδικτύου. Υπό αυτήν την οπτική γωνία εξετάσθηκε από την Επιτροπή και το ζήτημα της πρόσβασης στους δικτυακούς χώρους που είναι ελευθέρως προσβάσιμοι από το κοινό.
Η έρευνα ξεκινά από την διαπίστωση της αυτορρύθμισης του Διαδικτύου, ως ενός νέου κοινωνικού και τεχνολογικού φαινομένου, το οποίο δεν διοικείται ούτε επιβλέπεται από κάποια συγκεντρωτική αρχή. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η παρεχόμενη ανέλεγκτη ελευθερία χρήσης και ανάπτυξης του Διαδικτύου μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα χρήσης αλλά και πρόσβασης. Οι χρήστες του Διαδικτύου πιθανότατα μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην περιήγηση τους και η ηλεκτρονική επίσκεψη σε κάποιο δικτυακό χώρο μπορεί να αποτελέσει μαθησιακή εμπειρία. Οι δυσχέρειες όμως αυτές επιδεινώνονται, καθώς χρήστες με αναπηρία πρέπει συχνά να υπερπηδήσουν πρόσθετα εμπόδια προτού μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητες που προσφέρει το Διαδίκτυο.
Τα παραδείγματα που ενδεικτικά αναφέρει η έρευνα είναι χαρακτηριστικά. Οι τυφλοί χρήστες χρειάζονται από τους δικτυακούς χώρους να παρέχουν εναλλακτικό κείμενο στις εικόνες των ιστοσελίδων, ώστε αυτό να μεταφράζεται σε ηχητικό σήμα ή κείμενο που μπορεί να αναγνωσθεί από τις ειδικές συσκευές ανάγνωσης οθόνης. Άνθρωποι με δυσχέρειες όρασης μπορεί να εξαρτώνται από τη δυνατότητα που μπορεί να παρέχει μια ιστοσελίδα ως προς την αντικατάσταση και χρησιμοποίηση μεγάλου μεγέθους γραμματοσειρών κειμένου, αλλά και από τις αποτελεσματικές αντιθέσεις χρωμάτων μέσα στην ιστοσελίδα. Δυσλεξικοί χρήστες ή άνθρωποι με νοητική υστέρηση μπορεί να θεωρήσουν ιδιαίτερα σημαντική την χρήση απλών λέξεων ή την παροχή εναλλακτικών μορφών κειμένου, αλλά και την καθαρή και λογική διάρθρωση των ιστοσελίδων.
Παρ' όλα αυτά, συνεχίζει το κείμενο της έρευνας, το Διαδίκτυο ανοίγει τεράστιες δυνατότητες και προοπτικές στους ανθρώπους με αναπηρία. Και σε αντίθεση με άλλα πληροφοριακά μέσα, είναι δυνητικά προσβάσιμο, με την βοήθεια κατάλληλων υποβοηθητικών τεχνολογιών, στους ανθρώπους με αναπηρία. Ο συμμετοχικός σχεδιασμός των δικτυακών τόπων, ώστε να καθίστανται πλήρως προσβάσιμοι μέσω αυτών των εναλλακτικών τεχνολογιών πρόσβασης, διευκολύνει την χρήση, χωρίς να καθιστά λιγότερο ελκυστική μια ιστοσελίδα και στους λοιπούς χρήστες. Από την άλλη μεριά, ο σχεδιασμός δικτυακών χώρων που δεν λαμβάνει υπ' όψιν του αυτές τις ιδιαιτερότητες όχι μόνον θέτει τους χρήστες με αναπηρίες σε μειονεκτική και δυσχερή θέση, αλλά δυσκολεύει την πρόσβαση σε όλους, είτε έχουν αναπηρία είτε όχι.
Η έρευνα, όμοια προς τα διαμειφθέντα στις κοινοτικές Ανακοινώσεις και πρωτοβουλίες για την ηλεκτρονική ένταξη, τονίζει την ιδιαίτερη σημασία των βασικών κανόνων και οδηγιών που έχει εκδώσει η Πρωτοβουλία για την Δικτυακή Προσβασιμότητα. Η έρευνα αναφέρεται διεξοδικά στις συστάσεις αυτές, οι οποίες αποτελούν πρακτικές σχεδιασμού ιστοσελίδων. Αυτές οι πρακτικές κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες, οι οποίες ορίζονται ως Προτεραιότητες 1, 2 ή 3, με σειρά ελάσσονος προτεραιότητας για την διευκόλυνση της πρόσβασης στο Διαδίκτυο από πλευράς ανθρώπων με αναπηρία. Η πλήρωση όλων των προϋποθέσεων σε κάθε κατηγορία προτεραιότητας (και αυτών που αντιστοιχούν στις κατώτερες από αυτήν κατηγορίες) απονέμει την πιστοποίηση του δικτυακού χώρου ως «Επίπεδο Συμμόρφωσης Α, ΑΑ, ΑΑΑ» αντίστοιχα.
Ειδικότερα και όσον αφορά την διαδικτυακή πρόσβαση στο Ηνωμένο Βασίλειο, η έρευνα αυτή του 2004 κατέληξε πως η συντριπτική πλειονότητα των διαδικτυακών χώρων (81%) δεν πληρούσε καν τις προϋποθέσεις για την στοιχειωδέστερη κατηγορία (κατηγορία Α) της Πρωτοβουλίας για την Δικτυακή Προσβασιμότητα. Επιπρόσθετα, η εκτίμηση των ανθρώπων με αναπηρία από τη χρήση αυτών των ιστοσελίδων ήταν πως είχαν δομή και χαρακτηριστικά, τα οποία καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη, ειδικά για τυφλούς χρήστες, την περιήγηση σε αυτές, και την χρησιμοποίηση των υπηρεσιών που αυτές οι ιστοσελίδες προσφέρουν. Η έρευνα δέχεται πως αυτή η κατάσταση προκαλείται από την έλλειψη ενδιαφέροντος και γνώσης από πλευράς των κατασκευαστών ιστοσελίδων, και από τις περιρρέουσες αρνητικές αντιλήψεις του εμπορίου σχετικά με την προσβασιμότητα από την πλευρά όσων εντέλλουν την κατασκευή δικτυακών τόπων. Η έρευνα συνιστά, προς αντιμετώπιση αυτής της διάκρισης κατά των ανθρώπων με αναπηρία και χρηστών του Διαδικτύου, πως θα πρέπει να συνταχθούν γραπτές πολιτικές για την κατασκευή ιστοσελίδων οι οποίες να σέβονται τις ανάγκες των ανθρώπων με αναπηρία. Οι πολιτικές αυτές πρέπει, αφενός, και κατ' ελάχιστον, να επεξηγούν ποιο επίπεδο προσβασιμότητας πρέπει να επιτευχθεί.
Ιδιαίτερη σημασία έχει εδώ η αναφορά στην γνώμη της Πρωτοβουλίας για την Δικτυακή Προσβασιμότητα, πως δικτυακοί τόποι που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της κατηγορίας ΑΑ, είναι δυσκόλως προσβάσιμοι σε μια ή περισσότερες κατηγορίες ανθρώπων με αναπηρία. Αφετέρου, η γνώμη ανθρώπων με διαφορετικά είδη αναπηρίας, όπως δυσχέρειες κίνησης/αίσθησης, πρέπει να συμπεριλαμβάνεται εξ αρχής ως προς την δομή, το περιεχόμενο και την κατασκευή δικτυακών τόπων, αλλά και πως δημόσιοι διαγωνισμοί για την κατασκευή δημόσιων ιστοσελίδων πρέπει να εμπεριέχουν και να αντανακλούν τέτοιες πολιτικές.
Η παρουσίαση του περιεχομένου της έρευνας αυτής στο πλαίσιο του Αγγλικού δικαίου καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος, σε εθνικά πλαίσια, σχετικά με την πρόσβαση στο Διαδίκτυο από πλευράς ανθρώπων με αναπηρία.
Στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης οι παραπάνω επισημάνσεις αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Αφενός οι άνθρωποι με αναπηρία έχουν ποικίλες και διαφορετικές δυσχέρειες ώστε ο πλήρης και σωστός σχεδιασμός των ιστοσελίδων να πρέπει να είναι τεχνικά εξειδικευμένος και άρτιος, σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες της Πρωτοβουλίας για την Δικτυακή Προσβασιμότητα. Αφετέρου, η μη δεσμευτικότητα του νομικού-οργανωτικού πλαισίου, αλλά και η αυτορρύθμιση του Διαδικτύου δυσχεραίνουν την κατίσχυση ορθών πρακτικών οι οποίες να εξασφαλίζουν την πλήρη και ευχερή πρόσβαση των ανθρώπων με αναπηρία στο Διαδίκτυο και την κοινωνία της πληροφορίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το συνταγματικό ζητούμενο, από πλευράς προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων, είναι η εξεύρεση μιας νομικής ερμηνείας ώστε το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, στην περίπτωση όπου φορείς του είναι άνθρωποι με αναπηρία, να αποκτήσει επαρκή νομική προστασία.
Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5Α ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ
Η ανάλυση του δικαιώματος πρόσβασης στην ηλεκτρονική πληροφορία ή συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας βασίστηκε στις νεώτερες αντιλήψεις σχετικά με την έννοια της αναπηρίας, όπως αυτές προκύπτουν από το κοινωνικό παράδειγμα της αναπηρίας. Αρυόμενη στοιχεία τόσο από τη κοινοτική, όσο και από αλλοδαπές νομικές τάξεις, η μελέτη κατέδειξε τις δυσκολίες πρόσβασης των ανθρώπων με αναπηρία στο Διαδίκτυο και γενικότερα στην ηλεκτρονική πληροφορία, αλλά και τους προτεινόμενους τρόπους άρσης του επαπειλούμενου αποκλεισμού από την κοινωνία της πληροφορίας.
Στην Ελλάδα υφίστανται πλέον ευθέως συγκρίσιμα στοιχεία για την αδυναμία ηλεκτρονικής ένταξης των ανθρώπων με αναπηρία. Το Παρατηρητήριο για την Κοινωνία της Πληροφορίας εξέδωσε τον Οκτώβριο του 2007 μελέτη για την «Εκτίμηση Ψηφιακού Χάσματος για ΑμεΑ, μετανάστες και άτομα 3ης ηλικίας στην Ελλάδα: Αποτελέσματα, συμπεράσματα και προτάσεις». Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, διενεργήθηκε και μια αξιολόγηση ηλεκτρονικών υπηρεσιών στην Ελλάδα:
«Εξετάστηκαν και αξιολογήθηκαν καταρχήν οι 12 βασικές ηλεκτρονικές υπηρεσίες προς τους πολίτες, όπως έχουν οριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και στη συνέχεια οι δικτυακοί τόποι των Περιφερειών, Νομαρχιών και των Δήμων και φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα που παρέχουν υπηρεσίες στις εξεταζόμενες πληθυσμιακές ομάδες. Ειδικότερα, αναλύθηκαν ως προς την συμμόρφωση τους με τα πρότυπα προσβασιμότητας που έχουν καθιερωθεί από τον οργανισμό Web Accessibility Initiative - WAI. Η εξέταση δεν έγινε απαραίτητα στην αρχική σελίδα, αφού για πολλά sites είναι απλά εισαγωγική (π.χ. για επιλογή γλώσσας), αλλά στην κεντρική σελίδα του φορέα όπου βρίσκεται το κύριο μενού. Επίσης, εξετάστηκε το εάν έχει αξιολογηθεί το επίπεδο προσβασιμότητας του δικτυακού τόπου, με κριτήριο την ύπαρξη στην ιστοσελίδα του αντίστοιχου εικονιδίου συμμόρφωσης». Η έρευνα διαπιστώνει ότι «συνολικά καταγράφηκαν 12 ηλεκτρονικές υπηρεσίες που προσφέρονται από 69 φορείς συνολικά εκ των οποίων μόνο έξι συμμορφώνονται με το πρότυπο WAI-A και άλλοι δύο με το πρότυπο WAI-AA». Υπενθυμίζεται εδώ πως συμμόρφωση κατώτερη του επιπέδου ΑΑ δημιουργεί δυνητικά προβλήματα πρόσβασης σε μία ή περισσότερες ομάδες ανθρώπων με αναπηρία. Το ποσοστό λοιπόν των ηλεκτρονικών υπηρεσιών που πράγματι παρέχουν προσβάσιμες ηλεκτρονικές υπηρεσίες του δημοσίου είναι μόλις 3%. Τούτο δε σε πλήρη αντίφαση με τους κοινοτικούς στόχους και πρωτοβουλίες για την πλήρη προσβασιμότητα των ιστοσελίδων δημόσιων υπηρεσιών, με βάση τα πρότυπα της Δικτυακής Πρωτοβουλίας για την Προσβασιμότητα. Επιπρόσθετα, στην έρευνα τονίζεται πως «αντίστοιχα για τις Περιφέρειες και τους Ο.Τ.Α. πολύ χαμηλό ποσοστό, μόλις το 14%, περνάει το 1ο επίπεδο του ελέγχου προσβασιμότητας, επομένως στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι ιστοσελίδες τους δεν είναι προσβάσιμες στα ΑμεΑ και την 3η ηλικία».
Η έκθεση του Παρατηρητηρίου είναι ιδιαίτερα σημαντική και σε σχέση με τις ευρύτερες διαπιστώσεις τις οποίες κάνει σε σχέση με την προσβασιμότητα: «Ανασταλτικοί παράγοντες στην επιπλέον χρήση, όπως έλλειψη χρόνου και αργή σύνδεση, φαίνεται ότι παίζουν πολύ μικρότερο ρόλο για τις ειδικές ομάδες, από ότι για το γενικό κοινό. Αντίθετα σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας για τα ΑμεΑ φαίνεται ότι είναι η έλλειψη προσβάσιμων ιστοτόπων (sites μη φιλικά προς το χρήστη ή πολύπλοκα)». Από την άλλη πλευρά, και δεδομένων των ιδιαιτέρων ζητημάτων και του μεγέθους του ψηφιακού χάσματος, ιδιαιτέρως αδύναμες κρίνονται οι συστάσεις της έκθεσης σχετικά με τις προτεινόμενες δράσεις για την βελτίωση της προσβασιμότητας των ανθρώπων με αναπηρία. Η έρευνα προτείνει τα εξής:
«α. Συμμετοχή της Πολιτείας στην αγορά βασικού εξοπλισμού πρόσβασης στο Διαδίκτυο (Η/Τ, σύνδεση). β. Δημιουργία προσβάσιμων ιστοσελίδων και περιεχομένου για τυφλούς, κωφούς, κινητικά ανάπηρους, για πρόσβαση σε ενημέρωση, ψυχαγωγία, τουρισμό, εκπαίδευση, δημόσιες υπηρεσίες και συναλλαγές. γ. Δημιουργία προσβάσιμων ιστοσελίδων εμπορικού περιεχομένου (αγορά & παραγγελία προϊόντων). δ. Δημιουργία προσβάσιμων ιστοσελίδων με ευκαιρίες εργασίας για ΑμεΑ. ε. Αξιοποίηση των δυνατοτήτων πρόσβασης που προσφέρονται από την ψηφιακή τηλεόραση μέσω της χρήσης αποκωδικοποιητών (τυφλά και κωφά άτομα). στ. Συμμετοχή της Πολιτείας στην αγορά εξειδικευμένου υποστηρικτι-κού λογισμικού και εξοπλισμού πρόσβασης, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του ΑμεΑ. ζ. Ανάπτυξη ιστοσελίδων εξειδικευμένης προσβασιμότητας όλων των κατηγοριών ΑμεΑ, με πληρότητα πληροφοριών και θεματολογιών καθημερινότητας (πληροφορίες & υπηρεσίες στοχευμένες σε ΑμεΑ, όπως ιατρικές ειδήσεις, λήψη επιδομάτων, συναλλαγές με Δημόσιο και Οικονομικές συναλλαγές, πληροφορίες νομοθεσίας και γενικές πληροφορίες). η. Ειδικότερα για κωφούς: μετατροπή εντύπων (εφημερίδες, περιοδικά) σε ηλεκτρονική μορφή και σε νοηματική γλώσσα».
Από τις συστάσεις αυτές δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία στις ιδιαιτερότητες πρόσβασης των ανθρώπων με νοητική υστέρηση στην κοινωνία της πληροφορίας. Η παροχή εναλλακτικών μορφών κειμένου, σε απλή γλώσσα, και η δημιουργία παράλληλων ιστοσελίδων, όπου άνθρωποι με νοητική υστέρηση μπορούν να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες, αγαθά και υπηρεσίες είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την αποφυγή του δικού τους αποκλεισμού από την ηλεκτρονική ένταξη, δεδομένου του, πολλές φορές, τεχνικού και ειδικού χαρακτήρα της περιήγησης σε ιστοσελίδες, ιδίως δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών. Από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση ευρύτερης βοήθειας, υποστηρικτικών μέσων και ηλεκτρονικής εκπαίδευσης από μέρους του κράτους αποτελεί μία μόνον μορφή, και, δεδομένης της αυτορρυθμιστικής ικανότητας του Διαδικτύου, ίσως την πλέον στοιχειωδέστερη απόπειρα για την άρση των δυσχερειών πρόσβασης στην κοινωνία της πληροφορίας από μέρους των ανθρώπων με αναπηρία.
Όπως δέχεται η συνταγματική θεωρία, «το κράτος υποχρεούται όχι μόνο να ανέχεται, αλλά και να διευκολύνει με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων την πρόσβαση στις ηλεκτρονικά διακινούμενες πληροφορίες, καθώς και την παραγωγή, ανταλλαγή και διάδοση τους. Τέτοια μέτρα μπορούν να είναι ιδίως η εισαγωγή της πληροφορικής στο εκπαιδευτικό σύστημα», αλλά και, στα πλαίσια της παρούσας μελέτης, η παροχή αυτών των υποστηρικτικών μέτρων στους ανθρώπους με αναπηρία, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση τους στην κοινωνία της πληροφορίας.
Αυτή όμως είναι μόνον η μια πλευρά του ζητήματος. Αντιθέτως, η παρούσα μελέτη θεωρεί πως το ζήτημα ιδίως της προσβασιμότητας στο Διαδίκτυο για τους ανθρώπους με αναπηρία στην Ελλάδα, θεωρούμενο από την σκοπιά του τεθειμένου δικαίου, και του συνταγματικού δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας κατ' άρθρον 5Α απαιτεί, πέρα και πάνω από την κρατική μέριμνα και ενίσχυση της εκπαίδευσης και παροχής υποστηρικτικών τεχνολογιών σε ανθρώπους με αναπηρία, την νομική αντιμετώπιση του ζητήματος.
Η αναζήτηση νομικών λύσεων πρέπει να γίνει μέσα από την αυτορρυθμιστική ικανότητα του Διαδικτυου, στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης, και να ανευρεθεί μέσα από τις σχέσεις των ίδιων των κοινωνών της κοινωνίας της πληροφορίας. Ιδιαίτερη λοιπόν αναφορά πρέπει να γίνει στην τριτενέργεια την οποία αναπτύσσει το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, με βάση την ίδια την κανονιστική δύναμη και ευρύτητα του άρθρου 5Α. Όπως δέχεται η συνταγματική θεωρία, «...η ρητή συνταγματική καθιέρωση της υποχρέωσης του κράτους για διευκόλυνση της πρόσβασης στις ηλεκτρονικά διακινούμενες πληροφορίες σημαίνει ότι επιβάλλεται περαιτέρω η άρση των τυχόν προερχομένων από ιδιώτες κωλυμάτων στην πρόσβαση αυτή... Γενικότερα άλλωστε τα δικαιώματα του άρθρου 5Α πρέπει να θεωρηθούν ότι ισχύουν και έναντι των ιδιωτών, αφού και η διατύπωση τους (τόσο της παρ. 1 όσο και της παρ. 2) είναι απόλυτη, μη περιοριζόμενη στην κρατική εξουσία ως αποδέκτη τους, αλλά και οι κίνδυνοι για αυτά μπορούν να προέρχονται από αλλού (π.χ. ιδιωτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, επιχειρήσεις πληροφορικής κ.ά.)».
Με βάση την αυτορρύθμιση του δικτυακού χώρου, και την συνεπαγόμενη, κατ' αρχήν ανέλεγκτη πρόσβαση και συμμετοχή σε αυτόν, γίνεται δεκτό πως ο καθένας έχει δικαίωμα πρόσβασης σε, αλλά και οργάνωσης και κατασκευής δικτυακών χώρων. Με τις πράξεις αυτές, ο καθένας καθίσταται ή μπορεί να καταστεί κοινωνός στην κοινωνία της πληροφορίας. Το δικαίωμα αυτό συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης, βρίσκει τον εννοιολογικό και κανονιστικό του προσδιορισμό στα οριζόμενα του άρθρου 5Α Συντάγματος. Ενώ δηλαδή ισχύει η αυτορρύθμιση του Διαδικτύου, τα κανονιστικά όρια της αυτορρύθμισης αυτής περιγράφονται από την πρώτη περίοδο της παραγράφου δύο του άρθρου 5Α, όπου ορίζεται πως καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας. Η συμμετοχή των κοινωνών στην κοινωνία της πληροφορίας δεν μπορεί όμως να γίνεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εμποδίζεται η πρόσβαση και συμμετοχή των λοιπών κοινωνών.
Αντίθετα, ενώ η ελευθερία πρόσβασης και συμμετοχής είναι κατ' αρχήν ανέλεγκτη και αυτορρυθμιζόμενη, οι όροι και ο τρόπος συμμετοχής πρέπει, κατ' άρθρο 5Α να είναι τέτοιοι, ώστε να μην δυσχεραίνεται η πρόσβαση και συμμετοχή των λοιπών κοινωνών. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η κατασκευή και προβολή ιστοσελίδων, οι οποίες δεν είναι προσβάσιμες σε ανθρώπους με αναπηρίες, καθώς ειδικότερα η δομή και το περιεχόμενο τους δεν είναι συμβατό με υποστηρικτικές τεχνολογίες, οι οποίες επιτρέπουν την πρόσβαση σε αυτούς, προσβάλλει το δικαίωμα συμμετοχής τους στην κοινωνία της πληροφορίας.
Κριτήριο ευχερές στην διάγνωση μια τέτοιας προσβολής αποτελεί η συμμόρφωση της κατασκευής και οργάνωσης των ιστοσελίδων σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες και τις οδηγίες της Πρωτοβουλίας για την Δικτυακή Προσβασιμότητα, οι οποίοι και αποτελούν την ευρέως αποδεκτή, τόσο σε κοινοτικό, όσο και τεχνικό επίπεδο, τοποθέτηση σχετικά με την προσβασιμότητα των ιστοσελίδων, όχι μόνον για ανθρώπους με αναπηρία, αλλά και για τους λοιπούς χρήστες των ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, στην περίπτωση όπου φορείς του είναι άνθρωποι με αναπηρία, εξειδικεύεται μερικότερα, και αποκτά συγκεκριμένο κανονιστικό περιεχόμενο απέναντι όλων των κοινωνών της κοινωνίας της πληροφορίας. Δια τούτο και η υποχρέωση κατασκευής και οργάνωσης ιστοσελίδων, οι οποίες να είναι προσβάσιμες από ανθρώπους με αναπηρίες, αφορά τόσο τις ιστοσελίδες των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά και τους ιδιώτες, ιδίως όταν αυτοί προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες μέσω του Διαδικτύου.
Την κανονιστική αντιστοιχία αυτής της υποχρέωσης αποτελεί η αγώγιμη αξίωση των ανθρώπων με αναπηρία ώστε οι κοινωνοί, οι οποίοι κατασκευάζουν ιστοσελίδες, θέτουν αυτές σε ελεύθερη και δημόσια πρόσβαση στο Διαδίκτυο και παρέχουν μέσω αυτών πληροφορίες, αγαθά και υπηρεσίες, να οργανώνουν αυτούς τους δικτυακούς χώρους με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι προσβάσιμοι από ανθρώπους με αναπηρίες.
Νομική έκφανση μιας τέτοιας αγώγιμης αξίωσης στο πλαίσιο του αστικού δικαίου μπορεί να είναι μια αγωγή αποζημίωσης για προσβολή της προσωπικότητας και άρσης της προσβολής, κατ' άρθρα 57 και 914 ΑΚ, ως εξειδίκευση του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας κατ' άρθρον 5Α Συντάγματος. Την άποψη αυτή ενισχύουν και οι πρόσφατες εξελίξεις στο κοινοτικό δίκαιο, με την πρόσφατη υιοθέτηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδίου οδηγίας για την απαγόρευση των διακρίσεων και εκτός του χώρου εργασίας, δηλαδή στην πρόσβαση και παροχή αγαθών και υπηρεσιών.
Όσο κι αν η εξέταση του μηχανισμού απαγόρευσης διακρίσεων στο κοινοτικό δίκαιο υπερβαίνει τα όρια της μελέτης αυτής, η επί μέρους θεμελίωση μιας τέτοιας αγωγής έναντι τυχόν ενστάσεων που βασίζονται στις (μη) εύλογες τροποποιήσεις στηρίζεται σε μια λεπτολόγο διάκριση: σε αντίθεση με τα αρχιτεκτονικά εμπόδια, τα οποία εν πολλοίς αποκλείουν τους ανθρώπους με αναπηρία από την ευχερή και πλήρη πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, η οργάνωση, ο σχεδιασμός και η λειτουργία των ιστοσελίδων και γενικότερα του ιστοχώρου αποτελεί προϊόν και κατασκεύασμα, χωρίς το οποίο η ίδια η ύπαρξη της κοινωνίας της πληροφορίας δεν είναι νοητή. Με άλλα λόγια, και σε αντίθεση με το κοινωνικό και αρχιτεκτονικό περιβάλλον, η κοινωνία της πληροφορίας δεν προϋπάρχει των ιστοτόπων, τους οποίους κατασκευάζουν οι κοινωνοί. Ενώ τα διάφορα απροσπέλαστα κτίρια και καταστήματα προϋπάρχουν, ώστε η τροποποίηση της παροχής αγαθών και υπηρεσιών που διεξάγεται τοπικά σε αυτά μπορεί ενδεχομένως να αποκρουσθεί ως μη εύλογη τροποποίηση, η διαμόρφωση των ιστοτόπων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη και λειτουργία της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία εν τούτω διαμορφώνεται από την δράση και την συμμετοχή των κοινωνών. Απαιτείται λοιπόν, τόσο από το τεθειμένο συνταγματικό δίκαιο, όσο και από μια lege ferenda αναφορά στο κοινοτικό δίκαιο, η πρόσβαση στον δικτυακό χώρο να είναι ελεύθερη και ευχερής για όλους τους κοινωνούς.
Συμπερασματικά, καθίσταται φανερό πως, στα πλαίσια της ελληνικής συνταγματικής τάξης, το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, με βάση την γραμματική και τελεολογική ερμηνεία του άρθρου 5Α, αποτελεί μια γενική υποχρέωση, και αντίστοιχα, αξίωση για την διαμόρφωση των δικτυακών χώρων, αλλά και την οργάνωση και το περιεχόμενο των ιστοσελίδων, με τέτοιον τρόπο, ώστε να καθίστανται εύκολα προσβάσιμες από ανθρώπους με αναπηρία.
Ένα τέτοιο ευρύ δικαίωμα συμμετοχής δεν μπορεί φυσικά να είναι απόλυτο. Υπό εξέταση πρέπει να υπαχθεί κυρίως η εναρμόνιση του δικαιώματος αυτού με τα λοιπά συνταγματικά δικαιώματα. Δεδομένης της αυτορ-ρύθμισης της κοινωνίας της πληροφορίας, και της γενικότερης ελευθερίας της έκφρασης, την οποία αυτή εκφράζει και εξυπηρετεί, το δικαίωμα συμμετοχής μπορεί δικαιολογημένα να περιοριστεί για λόγους που ανάγονται στην ελευθερία έκφρασης των λοιπών κοινωνών. Ιδιαίτερο παράδειγμα μπορεί να αποτελεί η θέση μιας ιστοσελίδας, η οποία αποτελεί χώρο έκφρασης ενός δημιουργού, και όπου η ιδιόμορφη οργάνωση της ιστοσελίδας, και το περιεχόμενο της, συνδέεται άμεσα με την προσωπικότητα και τις (καλλιτεχνικές) απόψεις του δημιουργού της. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αλλά και σε παρόμοιες, θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση η προστασία που θα πρέπει να παρασχεθεί σε κάθε συνταγματικό δικαίωμα, με βάση την αρχή της πρακτικής αρμονίας. Από την άλλη πλευρά, πρέπει εν κατακλείδι να τονιστεί και πάλι η σημασία της πρόσβασης στην κοινωνία της πληροφορίας για τους ανθρώπους με αναπηρία, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα ηλεκτρονικού αποκλεισμού, τα οποία μάλιστα στην περίπτωση των ανθρώπων με αναπηρία, διαιωνίζουν γενικότερες και ευρύτερες πρακτικές αποκλεισμού και κοινωνικής αδικίας, στις οποίες, με βάση το κοινωνικό παράδειγμα της αναπηρίας, οφείλεται και η μειονεκτική θέση των ανθρώπων με αναπηρία σε σχέση με τους λοιπούς κοινωνούς.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η παρούσα μελέτη ξεκίνησε από μια προσπάθεια ανάλυσης της έννοιας της αναπηρίας, ώστε να καταδείξει νομικά σημαντικές πτυχές της μέσα στην ελληνική συνταγματική τάξη. Η αναπηρία, στο διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ολοένα και περισσότερο αντιμετωπίζεται με βάση το κοινωνικό παράδειγμα της αναπηρίας, το οποίο καταφάσκει την αλληλεπίδραση των κοινωνικών φραγμών και εμποδίων με τις δυσχέρειες των ανθρώπων με αναπηρία, ώστε να δημιουργηθούν, με ευθύνη της κοινωνίας, τα φαινόμενα αποκλεισμού και διακρίσεων εναντίον των ανθρώπων με αναπηρία. Εάν όμως οι διακρίσεις που βασίζονται στην αναπηρία είναι πράγματι το αποτέλεσμα της σχέσης μεταξύ αισθητηριακών, φυσικών ή νοητικών δυσχερειών και ενός αδήριτου περιβάλλοντος, το Διαδίκτυο αποτελεί μια πτυχή αυτού του περιβάλλοντος το οποίο θα μπορούσε να ανταποκριθεί, με σχετικώς μικρά έξοδα και λογική οργάνωση, στις ανάγκες και τα ζητούμενα των ανθρώπων με αναπηρία. Η ελληνική συνταγματική τάξη έχει, ήδη από την αναθεώρηση του 2001, κάνει ειδική μνεία, και έχει ρυθμίσει με ιδιαίτερο τρόπο, το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, τόσον όσον αφορά τις πτυχές του status του δικαιώματος, όσο και την τριτενέργεια που αυτό αναπτύσσει.
Οι ανάγκες και τα ζητούμενα των ανθρώπων με αναπηρία αποτελούν το τελικό ερμηνευτικό σκέλος αυτού του συλλογισμού. Αφενός σημαντικές είναι οι προοπτικές ισότιμης συμμετοχής σε ένα κοινωνικό φαινόμενο, που κατατείνει στην δημιουργία μιας επάλληλης κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Αφετέρου, οι δυσκολίες στην πρόσβαση, λόγω της αυτορρύθμισης του Διαδικτύου, αλλά και την ελλιπή ενημέρωση και την απουσία ενδιαφέροντος, ενισχύουν τον κίνδυνο του ηλεκτρονικού αποκλεισμού των ανθρώπων με αναπηρία, σε ευθεία συνέχιση του γενικότερου αποκλεισμού και των διακρίσεων τις οποίες και σήμερα, παρά τις προόδους που έχουν σημειωθεί, εξακολουθούν να υφίστανται.
Το συμπέρασμα των παραπάνω σκέψεων οδηγεί στην αποδοχή αγώγιμων αξιώσεων καθ' όσων χρηστών συμμετέχουν στην κοινωνία της πληροφορίας, με την κατασκευή και λειτουργία δικτυακών τόπων που ιδίως προσφέρουν αγαθά ή υπηρεσίες, ώστε να καταστήσουν προσβάσιμες τις ιστοσελίδες αυτές σε χρήστες με αναπηρία. Αυτή η ερμηνεία του δικαιώματος συμμετοχής συνάδει και προς την Ευρωπαϊκή έννομη τάξη, όπου ιδίως για τις ιστοσελίδες των δημοσίων υπηρεσιών υπάρχουν σχετικές Ανακοινώσεις και πρωτοβουλίες των κοινοτικών οργάνων, αλλά και την σκοπούμενη επέκταση της απαγόρευσης διακρίσεων με βάση την αναπηρία και εκτός του εργασιακού χώρου. Από την άλλη πλευρά, κανονιστικό όριο των αξιώσεων αυτών, σύμφωνα με την ελληνική συνταγματική τάξη, μπορούν μόνον να είναι τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των υπολοίπων χρηστών, όπως π.χ. το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, κατ' άρθρον 5Α του Συντάγματος, συναντά κανονιστικά το δικαίωμα πρόσβασης το οποίο κατοχυρώνει, στο άρθρο 9 και άρθρο 21, η Διεθνής Συνθήκη για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων με Αναπηρίες, τέμνοντας και τεμνόμενο, με βάση την αρχή της πρακτικής αρμονίας, τα υπόλοιπα συνταγματικά δικαιώματα, αλλά και προσφέρει μιαν αμέσως υλοποιήσιμη - και πληρέστερη - εφαρμογή των κοινοτικών στόχων για την πραγμάτωση της ηλεκτρονικής ένταξης και την άρση του επαπειλούμενου αποκλεισμού των ανθρώπων με αναπηρία από την κοινωνία της πληροφορίας.
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου