Οι περισσότεροι ίσως έχουν ακούσει την ιστορία του μοναδικού μαθητή στο σχολείο. Είναι άλλωστε το ετήσιο ρεπορτάζ με το άνοιγμα των σχολείων, αλλά και αργότερα σε κάθε εθνική εορτή. Ο Χρήστος στους Αρκιούς, ο Τάσος στο Μαθράκι, ο Σάββας στην Τέλενδο. Ντύνονται τσολιάδες, κρατούν πασχαλινά αυγά στα χέρια ή κάθονται δίπλα δίπλα στο θρανίο με τη δασκάλα, σε μια κενή σχολική αίθουσα. Οι μικροί ώμοι τους σηκώνουν το βάρος ενός σύγχρονου ελληνικού ηρωισμού αλλά και παραδόσεων που φθίνουν. Ντοκουμέντα που παραπέμπουν σε εξωτισμό, παρά αφορμή για την ανάληψη της κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης απέναντι στα τελευταία παιδιά της υπαίθρου.
Ένα ντοκιμαντέρ που φτάνει σύντομα στις ελληνικές αίθουσες καταρρίπτει τα στερεότυπα και κοιτάζει πιο διεισδυτικά τη ζωή ενός τέτοιου παιδιού, του Χρήστου από τους Αρκιούς. Η ταινία Kristos the last child της Ιταλίδας Τζούλια Αμάτι, μια συμπαραγωγή Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδας, έκανε πρεμιέρα την εβδομάδα που πέρασε στο παράλληλο τμήμα του Φεστιβάλ της Βενετίας Giornate degli Autori. Επικοινωνώ με τη σκηνοθέτιδα λίγο πριν ταξιδέψει για τη διεθνή κινηματογραφική συνάντηση. Μου μιλάει για τη σύνδεση που ένιωσε με το νησί και τον μικρό πρωταγωνιστή της ταινίας, αλλά και για τη σχέση της με την Ελλάδα και τους Αρκιούς, η οποία κρατάει πολύ περισσότερο. «Η ταινία είναι συνδεδεμένη με τη δική μου παιδική ηλικία. Ο πατέρας μου ήταν παθιασμένος ιστιοπλόος και κάθε χρόνο ταξιδεύαμε στο Αιγαίο. Οι Αρκιοί ήταν ένα αγαπημένο μου μέρος. Όταν ο πατέρας μου πέθανε, ένιωσα την ανάγκη να επιστρέψω, σχεδόν 20 χρόνια μετά. Τότε έμαθα πως ο Χρήστος ήταν το μοναδικό παιδί που είχε απομείνει στο νησί και ο τελευταίος μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο. Σύντομα συνειδητοποίησα ότι ο Χρήστος ήταν στην ίδια ηλικία που ήμουν όταν κατέβηκα για πρώτη φορά στο νησί. Τι σημαίνει άραγε να είσαι εντελώς μόνος και να μεγαλώνεις χωρίς φίλους; Τότε ένιωσα την επιθυμία να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για την εξέλιξη της ζωής γι’ αυτό το παιδί».
Η ταινία ακολουθεί την καθημερινότητα του Χρήστου στο σχολείο και στην κτηνοτροφική ζωή της οικογένειάς του. Καθώς διανύει την τελευταία τάξη του Δημοτικού, βρίσκεται ενώπιον μιας σημαντικής απόφασης. Για να ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση, θα πρέπει να φύγει από τους Αρκιούς των 30 κατοίκων και να μετακομίσει στην Πάτμο. Αυτό το μικρό αγόρι βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι: θα μείνει στην οικειότητα της παιδικής του ηλικίας και θα συνεχίσει την κτηνοτροφική παράδοση ή θα ξεριζωθεί για να συνεχίσει την εκπαίδευσή του; Όποια και να είναι η τροπή της ιστορίας, θα πρέπει να αφήσει κάτι πίσω· τη δασκάλα του, τη φύση, την οικογένειά του. Η επιλογή είναι σε κάθε περίπτωση σκληρή. «Είναι το τέλος της αθωότητας. Μια ιστορία ενηλικίωσης. Δεν βρίσκονται όλα τα παιδιά μπροστά σε τέτοιες αλλαγές στη ζωή τους στην τρυφερή ηλικία των 12 ετών», λέει η Αμάτι.
Αβέβαιο μέλλον
Πέρα από την καταγραφή της ζωής του μικρού Χρήστου, η ταινία σηματοδοτεί και το τέλος μιας εποχής. Η Αμάτι λέει πως το ανάγλυφο του νησιού δεν έχει αλλάξει από τότε που το πρωτοεπισκέφθηκε, πριν από είκοσι χρόνια. Το τοπίο εξακολουθεί να είναι άγριο, κοινωνικά όμως αναμένονται αλλαγές. «Έχουν απομείνει μόνο δύο οικογένειες βοσκών και η οικογένεια του Χρήστου, η μοναδική που έχει παιδιά. Δεν λέω ότι θα σβήσει, αλλά το νησί θα μπει σε μια νέα εποχή. Πιο μακριά από την κτηνοτροφία, πιο κοντά στον τουρισμό». Οι αριθμοί όμως δεν είναι αμείλικτοι μόνο με τη νέα γενιά των Αρκιών. Η πληθυσμιακή αποψίλωση της υπαίθρου αποτυπώθηκε τα τρία τελευταία χρόνια με την αναστολή λειτουργίας 227 Νηπιαγωγείων και Δημοτικών σχολείων σε 5 από τις 13 περιφερειακές ενότητες της χώρας. Νούμερα που συνδιαμορφώνονται, σύμφωνα με τη Διδασκαλική Ομοσπονδία, από τις περικοπές και τις συγχωνεύσεις σχολείων. Τα προβλήματα της εκπαίδευσης στους απομακρυσμένους και δυσπρόσιτους ορεινούς και νησιωτικούς τόπους είναι πολλαπλά και ομολογουμένως σοκαριστικά για όσους ζούμε στις μεγάλες πόλεις.
Ο δάσκαλος στο ορεινό χωριό Βορύζια του Ψηλορείτη διανύει κάθε μέρα 50 χλμ. από το Ηράκλειο για να φτάσει στο ολιγοθέσιο σχολείο. Στη Θύμαινα τα παιδιά θα πάρουν το καΐκι για να πάνε στους κοντινούς Φούρνους. Και φυσικά τα πιο δύσκολα περιμένουν τα παιδιά που καλούνται να βρεθούν μακριά από το σπίτι τους για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, όπως συμβαίνει στην περιοχή των Γρεβενών, όπου η Εστία υποδέχεται παιδιά από κοντινές περιοχές με δυσκολίες στη συγκοινωνία μέχρι απομακρυσμένα χωριά, όπως τη Μηλιά Μετσόβου.
Μάλιστα ο διευθυντής της Μαθητικής Εστίας Γρεβενών επισημαίνει ότι τη φετινή χρονιά οι εγγραφές αυξήθηκαν από 20 σε πάνω από 30, καθώς στα παιδιά του Δημοτικού που φέτος υποδέχονται για πρώτη φορά, ήρθαν να προστεθούν και οι μαθητές από το ΕΠΑΛ Δεσκάτης που έκλεισε λόγω συγχώνευσης.
Και η εκπαίδευση αυτή καθαυτή των παιδιών στα απομακρυσμένα σχολεία αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για τους δασκάλους, αλλά και τους ίδιους τους μαθητές. Στην περίπτωση του Χρήστου των Αρκιών, η δασκάλα του, Μαρία Τσιαλέρα, η οποία τιμήθηκε το 2018 από την Ακαδημία Αθηνών «για την αφοσίωση και τη συνέπεια με την οποία εκτελεί τα καθήκοντά της», αφιέρωσε τη ζωή της, όπως λέει η ίδια, στο να κάνει πραγματικότητα την ολοκλήρωση της μαθητείας του μικρού Χρήστου στο Δημοτικό Σχολείο (ήταν το πρώτο παιδί σε ολόκληρο νησί που το κατάφερε), αλλά και να βελτιώσει το επίπεδο διαβίωσης στο νησί. «Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι η σχετική απομόνωση, που οδηγεί σε φτωχό λεξιλόγιο, οι ελλιπείς κοινωνικές δεξιότητες αλλά και η τριβή του παιδιού με έναν κόσμο που εμείς θεωρούμε αυτονόητο». Με δική της πρωτοβουλία κατόρθωσε να τον εντάξει σε διαδικτυακή τάξη εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, αλλά και να κάνει μαζί του αρκετές εκδρομές, από μουσεία και κινηματογράφους μέχρι ζαχαροπλαστεία και παιδότοπους, ώστε το παιδί «να μάθει τον κόσμο». Ακούραστη και υπερπηδώντας όλα τα εμπόδια που έφερνε ο κρατικός μηχανισμός, εξασφάλισε την απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή για το σχολείο, ενώ αργότερα έφτασε μέχρι το γραφείο του πρωθυπουργού και με τη συνεργασία του εξασφάλισε τους απαιτούμενους πόρους για την ανακαίνιση του σχολείου, το οποίο κατέρρεε από την υγρασία. Δική της ήταν και η πρωτοβουλία για τη δημιουργία περιφερειακού ιατρείου στο νησί.
Εγκατάλειψη ή τηλεκπαίδευση;
Οι πολιτικές αποφάσεις για την εκπαίδευση στους μικρούς τόπους γίνονται ιδιαίτερα περίπλοκες και απαιτητικές για τους μικρούς μαθητές και τους γονείς τους όταν φτάσει η ώρα τα παιδιά να πάνε από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Στη Γαύδο, οι εκκλήσεις γονιών και δήμου για τη λειτουργία Γυμνασίου (το οποίο ανήκει στην υποχρεωτική εκπαίδευση), προκειμένου μια οικογένεια με τρία παιδιά να μην εγκαταλείψει το νησί, δεν έγιναν αποδεκτές από το Υπουργείο Παιδείας. Σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και Ειδικής Αγωγής, Αλέξανδρο Κόπτση, η ελληνική πολιτεία φροντίζει να παρέχει εκπαίδευση σε όλους τους μαθητές, απόδειξη πως λειτουργούν 79 Δημοτικά και 267 Νηπιαγωγεία με λιγότερους από πέντε μαθητές σε όλη τη χώρα. Στην περίπτωση όμως του Γυμνασίου, η λειτουργία του κρίνεται άκρως προβληματική έως αδύνατη. Η έκκληση των γονιών στο ΥΠΕΠΘ να δημιουργηθεί ένα υβριδικό σύστημα τηλεκπαίδευσης σε συνδυασμό με την επιτόπια παρουσία καθηγητών δεν έγινε δεκτή, σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα λόγω της έλλειψης νομοθετικού πλαισίου, όσο και της αδυναμίας επιλεκτικής εφαρμογής.
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που ανακύπτει ένα τέτοιο ζήτημα. Αντίστοιχη ήταν η περίπτωση της 12χρονης τότε μαθήτριας Άννας Μαύρου από την Ψέριμο, το 2009. Καθώς ήταν αδύνατο να φύγει από το νησί, προτάθηκε από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου στο Υπουργείο Παιδείας (με τότε υπουργό την Άννα Διαμαντοπούλου) να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Νυχτερινού Γυμνασίου Καλύμνου εξ αποστάσεως (προκειμένου να βοηθάει την οικογένειά της στο πρωινό ωράριο), ενώ ταυτόχρονα θα έπαιρνε μέρος στις εξετάσεις διά ζώσης, όπως όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Στο πιλοτικό αυτό πρόγραμμα, η Νομαρχία Δωδεκανήσου παρείχε τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό του σχολείου της Ψερίμου με μηχανήματα, ενώ ταυτόχρονα θα κάλυπτε τα έξοδα μεταφοράς και διαμονής της μαθήτριας και του συνοδού της όταν θα χρειάζονταν.
Το Πανεπιστήμιο Αιγαίου με αποστολές στην Ψέριμο φρόντισε για τη βασική εκπαίδευση σε τεχνικά ζητήματα, ενώ βοήθησε στην εγκατάσταση ADSL σύνδεσης. Επίσης, θα παρείχε τεχνική και εκπαιδευτική βοήθεια στη μαθήτρια, αλλά και σε κάθε άλλο κάτοικο που θα ενδιαφερόταν. Το υπουργείο τελικά δεν έδωσε την έγκρισή του, η Άννα Μαύρου δεν πήγε στο Γυμνάσιο και το σχολείο της Ψερίμου δεν άνοιξε ποτέ ξανά. Σήμερα, το θέμα της τηλεκπαίδευσης, πέρα από τις πολιτικές συγκρούσεις που έχει προκαλέσει, έχει γίνει πλέον και διεθνώς αντικείμενο πανεπιστημιακής μελέτης για την αποτελεσματικότητά του ως εργαλείο κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ο ομότιμος καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αιγαίου Κώστας Τσολακίδης, που συμμετείχε ενεργά στο εγχείρημα της τηλεκπαίδευσης στην Ψέριμο και η εμπειρία του οποίου ξεκινά το 1998, όταν πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά πιλοτικά μάθημα στην πληροφορική από απόσταση, εγκεκριμένο από το Υπουργείο Παιδείας και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, στην Τήλο, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τα ολιγοθέσια και δυσπρόσιτα σχολεία εκπληρώνουν μια κρίσιμη λειτουργία παρέχοντας στα παιδιά των απομακρυσμένων, λιγότερο προσιτών και νησιωτικών περιοχών την πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην οποία όλα τα παιδιά έχουν δικαίωμα, κρατώντας κατά συνέπεια τις μικρές, απομακρυσμένες και “γηράσκουσες” κοινότητες ζωντανές. Εντούτοις, η λειτουργία –ακόμη και η επιβίωση– αυτών των σχολείων γίνεται όλο και περισσότερο προβληματική, δεδομένου ότι υφίστανται τις συνέπειες μιας συνεχώς διευρυνόμενης κοινωνικής και οικονομικής διαίρεσης μεταξύ των αστικών και αγροτικών περιοχών».
Ο κύριος Τσολακίδης μίλησε για τις διαχρονικές αγκυλώσεις της ελληνικής πολιτείας να βρει λύσεις για τα παιδιά που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές και να πάρει πιο γενναίες αποφάσεις. «Το σχολείο δεν προσφέρεται μόνο για μάθηση. Βοηθάει τα παιδιά να παίξουν, να κοινωνικοποιηθούν, να ερωτευτούν, να γίνουν πολίτες μιας κοινωνίας. Οπότε δεν μπορούμε να πούμε πως μια εκπαίδευση εξ ολοκλήρου από απόσταση προσφέρει την απαιτούμενη παιδεία στους μαθητές. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σκύψουμε πάνω στις ακριτικές περιοχές. Η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να κάνει ένα θεσμικό άλμα: να ξεκινήσει, έστω και πιλοτικά, υβριδικά προγράμματα εκπαίδευσης (διά ζώσης και εξ αποστάσεως) για τα παιδιά που θα ήταν προτιμότερο για τα ίδια και τις κοινότητές τους να παραμείνουν στον τόπο τους από το να απομακρυνθούν απ’ αυτόν».
Και τα λουλούδια;
Σε ένα απόσπασμα της ταινίας Kristos the last child η δασκάλα ρωτάει τον μικρό μαθητή για τα δέντρα, τι τρώνε τα άλογα, τα ονόματα των φυτών που βλέπουν στην ύπαιθρο. «Είναι πολύ σημαντικό που ξέρεις τόσα πράγματα. Σε ζηλεύω. Έχεις πιο πολλές γνώσεις από μένα που είμαι δασκάλα. Πόσο τυχερός είσαι που ξέρεις τόσο πολλά!» του λέει η Μ. Τσιαλέρη. Το παιδί την κοιτάζει με βλέμμα απορημένο.
Το σχολείο επιτελεί ακόμα και σήμερα πολύ σημαντικό έργο στα απομακρυσμένα σημεία της Ελλάδας. Συνεχίζει να είναι το σχολείο του χωριού. Είναι η ελπίδα ότι η ζωή θα ανακάμψει, η αίσθηση της συνέχειας, είναι ταυτόχρονα ένας θεσμός διαμεσολάβησης ώστε τα παιδιά να αποκτήσουν ερεθίσματα και, γιατί όχι, να γίνουν αυτοί που θα δημιουργήσουν ένα καινούργιο όραμα για τον τόπο τους. Γιατί, αν και αυτά τα παιδιά φύγουν, θα απομείνει κανείς, άραγε, να γνωρίζει τόσο πολλά για τα λουλούδια όσα ο μικρός Χρήστος των Αρκιών;
Οι φωτογραφίες του Γιάννη Κολεσίδη που φιλοξενούμε εδώ είναι μέρος του εν εξελίξει πολυμεσικού έργου The Islanders (theislanders.eu) που έχει ως στόχο να αναδείξει τα τοπία και την ζωή των νησιώτων τους χειμερινούς μήνες. Το project υποστηρίχθηκε από το iMEdD – Incubator for Media Education and Development.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου