Αν θεωρούμε ότι τα κείμενα του Παπαδιαμάντη είναι σημαντικά, αν θεωρούμε ότι έχουμε ακόμη ανάγκη τα ζητήματα που θέτει, αν θεωρούμε ότι το έργο του έχει αποδέκτες, τότε οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την ανάγκη μετάφρασής του -υπό προϋποθέσεις- στη σύγχρονη ελληνική για χάρη των νέων αναγνωστών. Αυτά υποστήριξε -σε ελεύθερη απόδοση- ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, φιλόλογος και διευθυντής της «Νέας Εστίας», στη διάρκεια του Γ΄Διεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαμάντη, προκαλώντας, όπως ήταν αναμενόμενο, ζωηρές αντιδράσεις από το ακροατήριο.
«Πληρώνουμε σήμερα το βαρύ τίμημα του γλωσσικού διχασμού», είπε ερμηνεύοντας το φαινόμενο οι νέοι να μην είναι σε θέση να κατανοήσουν κείμενα της λόγιας παράδοσής μας, «κυριολεκτικά χθεσινά». «Φοιτητές των πολιτικών επιστημών δυσκολεύονται να διαβάσουν άρθρα σε εφημερίδες των αρχών του 20ού αιώνα για τις εργασίες τους. Όλο και περισσότερα θα γίνονται τα πρόσφατα κείμενα τα οποία δεν είναι αναγνώσιμα από τις νέες γενιές, κείμενα χθεσινά που αφορούν την αυτοκατανόησή μας», υποστήριξε ο κ. Ζουμπουλάκης εκφράζοντας την άποψη ότι, με τις συνθήκες της μαζικής εκπαίδευσης, αυτό δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξει.
Σε αυτή την πραγματικότητα ο εκδοτικός κόσμος ανταποκρίνεται αυξάνοντας τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις. Αν αφήσουμε στην άκρη τις παλιές μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη, από τον Μυριβήλη, τον Καραντώνη και άλλους, και επικεντρωθούμε στη δεκαπενταετία από τη μετάφραση του διηγήματος «Ο έρωτας στα χιόνια» από τον Μένη Κουμανταρέα για το «Βήμα», το 1997, ως σήμερα, παρατηρούμε ότι διαμορφώνεται μια τάση, επισήμανε ο ομιλητής.
Μεταφέρεται στη σύγχρονη ελληνική η «Ιστορία του ελληνικού έθνους» του Παπαρρηγόπουλου τρεις φορές, μεταφράζεται η Καινή Διαθήκη στη δημοτική και η τρέχουσα γλώσσα αρχίζει να χρησιμοποιείται στη χριστιανική λατρεία, μεταγλωττίζεται, στη νέα του επανέκδοση από την Εστία, ακόμη και το κλασικό εγχειρίδιο αρχαίας ελληνικής θεματογραφίας του Νικόλαου Τζουγανάτου, γιατί τα σχόλιά του σε λόγια γλώσσα ξενίζουν τους σύγχρονους αναγνώστες, ακόμη και αν είναι γνώστες της αρχαίας. Από την άλλη, μετατοπίζεται σταδιακά και η πρόσληψη των μεταφράσεων αυτών.
Ενώ η απόπειρα του Κουμανταρέα συναντά την έντονα επικριτική αντίδραση του λογοτεχνικού κόσμου -ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης-, η μετάφραση έργων στη δημοτική του Κοραή, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, στη σειρά «Κλασική Βιβλιοθήκη του Νέου Ελληνισμού» των Ελληνικών Γραμμάτων, δέκα χρόνια αργότερα, έχει και υποστηρικτές.
Η πορεία προς τη μετάφραση κειμένων της λόγιας παράδοσής μας είναι αναπότρεπτη μοίρα με πολιτισμικές επιπτώσεις κατέληξε ο κ. Ζουμπουλάκης: «Άλλη η πολιτισμική σημασία του να διαβάζεις συγγραφείς χθεσινούς μεταγλωττισμένους στη δημοτική και άλλη του να διαβάζεις προχθεσινούς. Όσο αργότερα νομιμοποιηθεί η μετάφραση του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη τόσο καλύτερα για τον ελληνικό πολιτισμό».
Υπέδειξε την ανάγκη ανάσχεσης της πορείας αυτής «όχι για να οπισθοχωρήσουμε, αλλά για να μην επικρατήσει απολύτως η πρακτική της μετάφρασης, ώστε να εξακολουθήσουν να απολαμβάνουν όσοι θέλουν τα κείμενα αυτά στο πρωτότυπο». Ο ίδιος πρότεινε μια μέθοδο αντίστασης στην τάση που διαμορφώνεται αργά η οποία περιλαμβάνει ένα είδος προσεταιρισμού του «εχθρού». Εισηγήθηκε να προβούμε σε μεταφράσεις συντονισμένα, όταν είναι απαραίτητο και σύμφωνα προς τις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθυνόμαστε.
Πρότεινε, συγκεκριμένα: Εκδόσεις για τα παιδιά του δημοτικού, όπου το πρωτότυπο κείμενο και η μετάφρασή του θα συνυπάρχουν αντικριστά. Εκδόσεις για τους νέους του γυμνασίου και του λυκείου, στις οποίες το αυθεντικό κείμενο θα συνοδεύεται όχι από γλωσσάρι (το οποίο συχνά οι νέοι αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν) αλλά από υποσελίδιες μεταφράσεις χωρίων και λέξεων στον τύπο ακριβώς που απαντούν μέσα στο κείμενο. Εκδόσεις για όλους στις οποίες το πρωτότυπο κείμενο θα συνοδεύεται απαραιτήτως από γλωσσάρι στο τέλος, που θα περιλαμβάνει όχι μόνο λέξεις ιδιωματικές (σκιαθίτικες στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη), αλλά και λόγιες λέξεις που δεν είναι γνωστές σε πολλούς αναγνώστες.
Η αδημονία που προκάλεσαν τα λόγια του ήταν απτή μέσα στην αίθουσα. Παπαδιαμαντιστές και εκπαιδευτικοί ξέσπασαν στο τέλος της συνεδρίας καταδικάζοντας κάθε πρόταση για μετάφραση του Παπαδιαμάντη στην τρέχουσα γλώσσα. «Οι μαθητές δυσκολεύονται εξίσου να κατανοήσουν τον Σολωμό, τον Σικελιανό, ακόμη και μια επιφυλλίδα σε σημερινή εφημερίδα», υποστήριξε εκπαιδευτικός, η οποία τόνισε με έμφαση ότι η συγκινησιακή ανταπόκριση των μαθητών στο κείμενο του Παπαδιαμάντη είναι αυτόματη και εντυπωσιακή στις νεαρότερες ηλικίες. «Το θέμα είναι δικό μας», είπε, «όλα εξαρτώνται από το πώς διδάσκουμε τα κείμενα αυτά στο σχολείο». «Εθελοτυφλούμε» ήταν η απάντηση του κ. Ζουμπουλάκη.
Τονίστηκε από άλλους πόσο πιο ακατανόητη είναι στους μαθητές η γλώσσα του δημοτικιστή Καζαντζάκη (αλλά μήπως κι αυτόν δεν χρειάζεται να τον αντιμετωπίσουμε με τα ίδια εργαλεία όπως τον λόγιο Παπαδιαμάντη προκειμένου να τον διασώσουμε για τις μελλοντικές γενιές); Ακούστηκαν ευτράπελες αποδόσεις παπαδιαμαντικών φράσεων από τον Μυριβήλη για να προβληθεί το γελοίο των εγχειρημάτων ενδογλωσσικής μετάφρασης. Προτάθηκε να περιοριστεί η διδασκαλία ξένων γλωσσών στο σχολείο και να αυξηθεί, αντ' αυτών, η διδασκαλία της αρχαίας, προκειμένου να αναπτύξουν οι νέοι τις γλωσσικές ικανότητές τους στην ελληνική.
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης δεν αρνείται ότι οι ενδογλωσσικές λογοτεχνικές μεταφράσεις ως τώρα δεν ήταν επιτυχείς, όπως απάντησε σε ερώτηση του «Βήματος», «αυτό δεν αποκλείει όμως να έχουμε μια καλή μετάφραση αύριο» και μας υπέδειξε την εξαίρεση, την επιτυχημένη, κατά την άποψή του, μετάφραση παπαδιαμαντικών διηγημάτων για παιδιά από την Καίτη Χιωτέλλη (Χριστουγεννιάτικα διηγήματα», Άγκυρα, 2001), η οποία «διασώζει κάθε λέξη του Παπαδιαμάντη όπου μπορεί».
Το ουσιαστικό ερώτημα είναι αν οι λογοτεχνικές ενδογλωσσικές μεταφράσεις του παρελθόντος πέτυχαν τον στόχο τους, αν έφεραν περισσότερους αναγνώστες κοντά σε κείμενα γοητευτικά μεν δυσπρόσιτα δε. Κρίνοντας από τη μικρή κυκλοφορία τέτοιων εκδόσεων θα λέγαμε όχι. Ο κ. Ζουμπουλάκης δεν το πιστεύει επίσης, γι' αυτό και προτείνει τη μετάφραση όχι εις αντικατάσταση του πρωτοτύπου αλλά προς αρωγή. Αντιλαμβανόμαστε την πρότασή του ως κίνηση που αναζωπυρώνει τον διάλογο για την ενδογλωσσική μετάφραση κειμένων του 19ου αιώνα προσθέτοντας στις απόλυτες μεταβλητές «ναι» και «όχι» μία τρίτη που αξίζει να συζητήσουμε εκτενέστερα και συγκεκριμένα.
Παρ' όλα αυτά, η αντίσταση στην ιδέα μετάφρασης κειμένων του Παπαδιαμάντη, ακόμη και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, ήταν ισχυρή. Την εξήγηση έδωσε ο ίδιος ο ομιλητής στη λήξη της συνεδρίας: «Επιβεβαιώνεται», είπε σε τόνο αγανακτισμένου αφορισμού ο συνήθως ψύχραιμος Σταύρος Ζουμπουλάκης, «ότι δύο λαοί στον κόσμο θεωρούν ότι η γλώσσα είναι θρησκεία: οι Γάλλοι και οι Έλληνες».
Πηγή: Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου