Εθνοκεντρική, με βασικό ή αποκλειστικό εργαλείο τα σχολικά εγχειρίδια, με περιορισμένες αναφορές σε μειονότητες και ελάχιστες σε ζητήματα που αφορούν την ιστορία των φύλων και του περιβάλλοντος είναι η διδασκαλία της ιστορίας στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Ερευνα που έγινε στα 16 κράτη-μέλη του Παρατηρητηρίου για την Ιστορία στην Ευρώπη το οποίο δημιουργήθηκε το 2021 κάνει ουσιαστικά μια «χαρτογράφηση» της διδασκαλίας του μαθήματος στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση εξετάζοντας έξι θεματικές ενότητες. Τη θέση που κατέχει το μάθημα στο εκπαιδευτικό σύστημα, το περιεχόμενό του, τις πηγές και τα μέσα που χρησιμοποιούνται στις αίθουσες, την επίδραση της αξιολόγησης των μαθητών στην ποιότητα εκμάθησης και τέλος το επιστημονικό υπόβαθρο των διδασκόντων.
Η ταυτότητα της ιστορίας επικεντρώνεται περισσότερο στα πολιτικά και τα στρατιωτικά γεγονότα και στο εθνικό αφήγημα. Αρα χάνεται η διάσταση της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας και είμαστε λιγότεροι ενταγμένοι στην ευρωπαϊκή και ακολούθως στην παγκόσμια ιστορία
«Η ταυτότητα της ιστορίας επικεντρώνεται περισσότερο στα πολιτικά και τα στρατιωτικά γεγονότα και στο εθνικό αφήγημα, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο το έθνος επαναστάτησε στην ελληνική περίπτωση, εδραιώθηκε ως κράτος και διεκδίκησε μετά τη Μεγάλη Ιδέα. Ακολούθως πήρε μέρος στους πολέμους και όλα τα γεγονότα που αφορούν τον εμφύλιο, τη μετεμφυλιακή περίοδο κ.τ.λ. Αρα χάνεται η διάσταση της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας και είμαστε λιγότεροι ενταγμένοι στην ευρωπαϊκή και ακολούθως στην παγκόσμια ιστορία», δηλώνει στην «Κ» ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρόεδρος της εφορείας των ΓΑΚ και αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Πόση έμφαση δίνεται στη διδασκαλία των εθνικών γεγονότων;
Κάποιες από τις διαφορές που εντοπίζονται μεταξύ των χωρών που απάντησαν στα ερωτηματολόγια αφορούν την υποχρεωτικότητα ή μη του μαθήματος (η Αρμενία είναι η μόνη χώρα όπου το μάθημα της Ιστορίας δεν είναι υποχρεωτικό στο δημόσιο δημοτικό σχολείο), το κατά πόσο διδάσκεται ξεχωριστά όπως στην Ελλάδα ή είναι ενταγμένο σε κάποιο άλλο μάθημα –όπως στη Γαλλία όπου διδάσκεται από κοινού με τη γεωγραφία–- αλλά και τις ώρες διδασκαλίας. Για παράδειγμα στην Αλβανία οι ώρες διδασκαλίας στο δημοτικό διπλασιάστηκαν και ανέρχονται σε 70 από 35 που ήταν. Αντίστοιχα στην Ελλάδα, στη Γ΄ Γυμνασίου οι ώρες που αφιερώνονται στο μάθημα έχουν μειωθεί και έχουν αυξηθεί στη Γ΄ Λυκείου για τους μαθητές που θα ακολουθήσουν ανθρωπιστικές σπουδές.
Πιστεύω ότι θα ήταν προσφορότερη μια διδασκαλία του μαθήματος που θα το έφερνε πιο κοντά με τη γεωγραφία. Γιατί δεν υπάρχει το ένα μάθημα χωρίς το άλλο
«Πιστεύω ότι θα ήταν προσφορότερη μια διδασκαλία του μαθήματος που θα το έφερνε πιο κοντά με τη γεωγραφία. Γιατί δεν υπάρχει το ένα μάθημα χωρίς το άλλο. Γιατί συνδέονται πάντα οι τόποι με τα γεγονότα. Και ο καλύτερος τρόπος για να διδάξεις ένα κεφάλαιο ιστορίας είναι να πας στον τόπο που συνέβησαν αυτά είτε κάνοντας μια εκδρομή είτε μέσω των εικόνων», σημειώνει ο κ. Σωτηρόπουλος.
Η αυστηρή προσκόλληση στα σχολικά εγχειρίδια
Οπως προκύπτει από την έρευνα παρατηρείται μια άνοδος των ψηφιακών εργαλείων και μεθόδων, ωστόσο οι περισσότερες χώρες παραμένουν αυστηρά προσκολλημένες στα σχολικά εγχειρίδια. Αυτά είναι υποχρεωτικά στην Αλβανία, την Κύπρο, τη Γεωργία, την Ελλάδα, το Λουξεμβούργο, τη Σερβία, τη Σλοβενία και την Τουρκία. Η χρήση τους ενθαρρύνεται στην Αρμενία, τη Γαλλία, τη Βόρεια Μακεδονία και την Ισπανία, ενώ στην Ανδόρρα οι δάσκαλοι και οι καθηγητές δεν χρησιμοποιούν καθόλου εγχειρίδια. Κάποιες χώρες μάλιστα με πρώτη την Τουρκία φαίνεται πως έχουν κάνει ένα βήμα παραπάνω ως προς τις ψηφιακές μεθόδους, κάνοντας χρήση βιντεοπαιχνιδιών στην αίθουσα.
Το βίντεο βοηθάει πάρα πολύ γιατί δίνει μια βιωματική προσέγγιση κι αυτό λείπει πάρα πολύ από τις μεθόδους γιατί τα περισσότερα συστήματα χρησιμοποιούν το εγχειρίδιο ως αποκλειστική ή βασική μέθοδο διδασκαλίας.
Χρήση βιντεοπαιχνιδιών στη διδασκαλία
«Το βίντεο βοηθάει πάρα πολύ γιατί δίνει μια βιωματική προσέγγιση κι αυτό λείπει πάρα πολύ από τις μεθόδους γιατί τα περισσότερα συστήματα χρησιμοποιούν το εγχειρίδιο ως αποκλειστική ή βασική μέθοδο διδασκαλίας. Αυτό δυσκολεύει περισσότερο τις νεότερες γενιές που έχουν την ανάγκη να φύγουν από το κείμενο για να συνδεθούν. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε ένα καλό σχολικό εγχειρίδιο γιατί πάνω από όλα τα παιδιά πρέπει να κατανοούν κείμενα, όμως για να περάσεις ορισμένα πράγματα δεν μπορείς να μείνεις προσκολλημένος σε μεθόδους που είχαμε πριν έναν ή μισό αιώνα».
Σε τι βαθμό τα εγχειρίδια ιστορίας καθορίζουν το περιεχόμενο και τον τρόπο διδασκαλίας;Πόσο συχνά χρησιμοποιούνται άλλα μέσα πλην των σχολικών εγχειριδίων για τη διδασκαλία της ιστορίας στην Ελλάδα.
Απουσιάζουν οι αναφορές σε ομάδες πληθυσμών
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο του μαθήματος βλέπουμε ότι αν και στην Ελλάδα γίνονται αναφορές σε εθνικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και άλλες μειονότητες αποκλείονται οι Ρομά και οι μετακινούμενες ομάδες πληθυσμών. Κοινή γραμμή με την Ελλάδα ακολουθούν η Ανδόρρα, η Αρμενία, η Γεωργία, η Μάλτα, η Σλοβενία και η Τουρκία.
Συμφωνείτε ή διαφωνείτε ότι οι Ρομά και οι μετακινούμενες ομάδες πληθυσμών παρουσιάζονται επαρκώς στα βιβλία ιστορίας;
«Μια κοινή συνισταμένη είναι ότι λείπουν από τα σχολικά εγχειρίδια θέματα που αφορούν τις μειονότητες, την ιστορία των φύλων, το περιβάλλον. Απουσιάζουν εντελώς οι αναφορές στους Ρομά γιατί αυτό δυσκολεύει και αποδυναμώνει την εθνοκεντρική προσέγγιση, ειδικά στις περιπτώσεις που η διδασκαλία της ιστορίας λειτουργεί σαν κατήχηση. Οπως στην Ελλάδα που βλέπουμε την ιστορία ως ένα εργαλείο εθνικής ανάτασης. Και πάλι κανείς δεν θα ήθελε να εξαλείψουμε εντελώς μια διάσταση που θέλει να χρησιμοποιήσουμε την ιστορία ως εργαλείο της αυτοσυνείδησής μας, δηλαδή να καταλάβουμε ποιοι είμαστε. Δεν το υποτιμώ αλλά το να καταλάβουμε ποιοι είμαστε δεν σημαίνει να καταλάβουμε πόσο καταπληκτικοί είμαστε», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Σωτηρόπουλος.
Η χώρα μας έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά δασκάλων και καθηγητών που θεωρούν ότι η ύλη του μαθήματος είναι δύσκολα διαχειρίσιμη.
Πόσο συχνά διδάσκετε την ιστορία των φύλων;
Δύσκολα διαχειρίσιμη η ύλη του μαθήματος
Στην ερώτηση κατά πόσο οι δάσκαλοι και οι καθηγητές έχουν την ευελιξία να παρεκκλίνουν των οδηγιών σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο του μαθήματος, το μεγαλύτερο ποσοστό (42%) αυτών που απάντησαν ότι το θεωρούν άκαμπτο ή πολύ άκαμπτο βρίσκονται στην Ελλάδα. Μάλιστα η χώρα μας έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά δασκάλων και καθηγητών που θεωρούν ότι η ύλη του μαθήματος είναι δύσκολα διαχειρίσιμη.
Πόση ευελιξία έχετε γύρω από το περιεχόμενο του μαθήματος;
«Το ερώτημα είναι πώς η ποσότητα συνδυάζεται με την ποιότητα. Και επειδή διδάσκω στην ανώτατη εκπαίδευση όπου υποδέχομαι τους μαθητές που έχουν διδαχθεί ιστορία στο γυμνάσιο ή στο λύκειο συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν πολλές ελλείψεις. Δεν χρειάζονται περισσότερες ώρες αλλά καλύτερα περιεχόμενα σπουδών που θα τους βοηθήσουν να αποκτήσουν ιστορική συνείδηση. Πρώτα από όλα ο μαθητής πρέπει να μάθει να τοποθετείται μέσα στον χρόνο. Βλέπω στο πανεπιστήμιο παιδιά που έχουν αδυναμία να ξεχωρίσουν τον 19ο από τον 20ό αιώνα. Σου λένε αυτό έγινε κάπου στο 1700, 1800, 1900. Δεν είναι θέμα ευφυΐας αλλά έχει να κάνει με τη δυνατότητα να τοποθετούνται στον χρόνο που είναι θέμα εκπαίδευσης», εξηγεί ο καθηγητής.
Πρώτα από όλα ο μαθητής πρέπει να μάθει να τοποθετείται μέσα στον χρόνο. Βλέπω στο πανεπιστήμιο παιδιά που έχουν αδυναμία να ξεχωρίσουν τον 19ο από τον 20ό αιώνα.
Οι ιστορικοί που δεν διδάσκουν ιστορία
Ο κ. Σωτηρόπουλος επισημαίνει ως κάτι σημαντικό και το γεγονός ότι «δεν διδάσκουν το μάθημα της ιστορίας πρωτίστως οι ιστορικοί. Η διδασκαλία γίνεται με όρους παλαιότητας, δηλαδή αν κάποιος παλαιότερος, ακόμα κι αν είναι φιλόλογος προηγείται. Δεν γίνεται μια οργάνωση και κατανομή των αντικειμένων με βάση την ειδικότητα και την ειδίκευση. Στη Γαλλία π.χ. δεν συμβαίνει αυτό. Δεν υπάρχουν και τόσοι ιστορικοί αλλά ακόμα κι αν τον έχεις δεν τον αξιοποιείς. Μπορεί να το κάνει ένας φιλόλογος επειδή είναι περισσότερα χρόνια και… προηγείται».
Οσο για τον βαθμό που το μάθημα της ιστορίας καλλιεργεί την ιστορική σκέψη, το μεγαλύτερο ποσοστό διαφωνούντων με την τοποθέτηση αυτή καταγράφεται στην Ελλάδα και την Κύπρο (51%). Επίσης, οι μισοί από τους δασκάλους στην Ελλάδα εξέφρασαν την άποψη ότι τα ιστορικά εγχειρίδια θέτουν μεγάλους περιορισμούς στον τρόπο διδασκαλίας.
«Τα εγχειρίδια ιστορίας θέτουν περιορισμούς στον τρόπο με τον οποίο διδάσκω ιστορία;», ήταν το ερώτημα και οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν κατά πόσο συμφωνούν ή διαφωνούν.
Παρουσιάζουν τα εγχειρίδια της ιστορίας ένα εθνοκεντρικό αφήγημα;
Μια πιο κοντινή ματιά στα αποτελέσματα της έρευνας μας επιτρέπει ακόμα να δούμε την ποικιλία απόψεων γύρω από την οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Για παράδειγμα στην Ανδόρρα ποσοστό 50% τη θεωρεί πιο σημαντική από την εθνική, στην Πορτογαλία 47%, στο Λουξεμβούργο 39%, στην Ελλάδα 28% και στη Γαλλία 23%. Αντιθέτως, στην Τουρκία (41%), στην Αρμενία (41%), αλλά και την Ισπανία (13%) και τη Βόρεια Μακεδονία (10%) θεωρούν πιο σημαντική την ανάπτυξη εθνικής υπερηφάνειας.
«Τι θα προτιμούσατε να καλλιεργήσουν οι μαθητές σας στην τάξη, την εθνική υπερηφάνεια ή την ευρωπαϊκή ταυτότητα;» ήταν ένα από τα ερωτήματα που κλήθηκαν να απαντήσουν οι συμμετέχοντες.
Οσο για το πώς γίνονται αντιληπτές οι σχολικές εξετάσεις, συμμετέχοντες από την Αλβανία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Κύπρο ανέφεραν ότι αυτές ασκούν πίεση τόσο στους ίδιους όσο και στους μαθητές, επιδρώντας σε μεγάλο βαθμό στην άσκηση της διδασκαλίας. Μάλιστα οι συμμετέχοντες στην Ελλάδα βρίσκονται μεταξύ των χωρών με τη χαμηλότερη επιμόρφωση δηλώνοντας ότι πήραν μέρος λιγότερο από μια φορά τον χρόνο σε σεμινάριο σε ποσοστό 71%, ενώ στον αντίποδα το 74% των συμμετεχόντων στη Σλοβενία, ανέφεραν ότι παρακολούθησαν τουλάχιστον πέντε σεμινάρια τα τελευταία τρία χρόνια.
Πόσες φορές τα τελευταία τρία χρόνια παρακολουθήσατε σεμινάρια για τη διδασκαλία της ιστορίας από τις εκπαιδευτικές αρχές;
Στην ερώτηση μάλιστα αν θα ήθελαν να έχουν περισσότερες ευκαιρίες για επαγγελματική εξέλιξη, το 26% στην Ελλάδα επέλεξε μία από τις ακόλουθες αρνητικές απαντήσεις «όχι, δεν θεωρώ ότι θα ωφελούσε σε κάτι», «όχι, δεν έχω χρόνο» και «δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω εκπαίδευση». Στην Αλβανία (75%), την Αρμενία (71%), τη Γαλλία (76%) και την Τουρκία (74%) οι συμμετέχοντες αναζητούν περισσότερες ευκαιρίες αλλά μόνο υπό τον όρο ότι το σύνολο ή μέρος των εξόδων θα καλυφθεί ενώ το 41% στη Σλοβενία και το 35% στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία θα το έκαναν ανεξαρτήτως κόστους.
Διδάσκοντας την ιστορία, διδάσκοντας την ειρήνη;
Μέρος της έρευνας παρουσιάστηκε και στο τελευταίο συνέδριο του Παρατηρητηρίου για την Ιστορία στην Ευρώπη με τίτλο «Διδάσκοντας την ιστορία, διδάσκοντας την ειρήνη;» που εύλογα οδηγεί στην απορία εάν πράγματι η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί να συμβάλει στην παγκόσμια ειρήνη.
«Σκοπός της ιστορίας είναι να ενισχύσει πρώτα και κύρια το δημοκρατικό αίσθημα. Είναι ένα εργαλείο αυτοσυνείδησης, που ενισχύει το αίσθημα της συμπερίληψης, του σεβασμού, της ανεκτικότητας, και εφόσον όλα αυτά γίνονται κτήματα των πολιτών δημιουργείς μια συνθήκη διαλόγου και με τους γείτονές σου και βρίσκεις λύσεις με ειρηνική και όχι πολεμική διαπραγμάτευση», εξηγεί ο κ. Σωτηρόπουλος.
Στο ερώτημα πώς κάποιες χώρες χρησιμοποιούν ή διαστρεβλώνουν την ιστορία για να δικαιολογήσουν έναν πόλεμο, ο συνομιλητής μας παραπέμπει στην περίπτωση του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας.
«Κοιτάξτε πώς χρησιμοποιεί ο Πούτιν σήμερα την ιστορία για να δικαιολογήσει την εισβολή στην Ουκρανία. Προσπαθεί να παρουσιάσει την ιστορία της Ουκρανίας ως κομμάτι της ρωσικής ιστορίας και άρα να δικαιολογήσει με αυτόν τον τρόπο τον ρωσικό επεκτατισμό ας πούμε προς τη χώρα αυτή. Ολα τα εθνικά κράτη χρησιμοποιούν την ιστορία προκειμένου να δικαιολογήσουν τα εθνικά τους δίκαια. Κυρίως το κάνουν τα έθνη που έχουν πολύ έντονη την ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού γιατί είναι καινούργια έθνη και άρα πρέπει να πατήσουν στην ιστορία για να διεκδικήσουν τα εθνικά τους δίκαια. Κάθε πόλεμος χρησιμοποιεί ιστορικά επιχειρήματα για τη νομιμοποίησή του, άρα είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος της ιστορίας και πώς αυτή χρησιμοποιείται».
Στην έρευνα συμμετείχαν 6.434 άτομα, εκπαιδευτικοί, στελέχη εκπαίδευσης και διοικητικοί υπάλληλοι, εκ των οποίων το 53% ήταν κάτοχοι μεταπτυχιακού, το 32,8% είχαν πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης, το 5,19% διδακτορικό, το 1,92% απολυτήριο λυκείου και το 7,08% τίποτα από τα παραπάνω.
Εικονογράφηση: Loukia Kattis
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου