Οι προκλήσεις των σύγχρονων οικονομιών, σε διεθνές επίπεδο, απαιτούν τη συμμετοχή, τη δεξιότητα και τη δημιουργικότητα ανδρών και γυναικών, προκειμένου να ξεπεραστούν οι συνέπειες από τις επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19, από την κλιματική αλλαγή και τον πόλεμο.
Αυτή η διαπίστωση εμπεριέχεται στη φετινή έκδοση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας & Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) με (μεταφρασμένο) τίτλο «Φύλα, εκπαίδευση και δεξιότητες: η επιμονή του χάσματος των φύλων στην εκπαίδευση και στις δεξιότητες», η οποία αναδεικνύει, κυρίως, τη σημασία της μείωσης του χάσματος μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εκπαίδευση και στον επαγγελματικό βίο.
«Οι κοινωνίες θα είναι πιο δημιουργικές και ικανές όταν θα ενθαρρύνουν όλα τα μέλη να επενδύσουν στο δικό τους μέλλον και στη συνέχεια να συμμετέχουν πλήρως στη ζωή της κοινότητας», αναφέρεται συμπερασματικά στην έκδοση, με την επισήμανση ότι θα είναι δυσκολότερο όσο περνούν τα χρόνια να αντιμετωπιστούν οι κρίσεις, πολύ περισσότερο, να ξεπεραστούν, αν οι γυναίκες παραμένουν στο περιθώριο.
Πάντως, είναι γεγονός ότι την τελευταία εικοσαετία έχουν γίνει μεγάλα βήματα για τη βελτίωση της θέσης των γυναικών στη δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, από το 2000 μέχρι το 2020, σχεδόν στις μισές χώρες που εξετάζονται, οι γυναίκες έχουν, πλέον, περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να λάβουν τίτλο σπουδών (απολυτήριο) ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Λυκείου). Σε αρκετές χώρες, όπως στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία, το Μεξικό, τη Νέα Ζηλανδία, την Πολωνία και την Ισπανία, το χάσμα που παρατηρήθηκε υπέρ των ανδρών το 2000 αντιστράφηκε προς όφελος των γυναικών το 2020.
Επίσης, τις τελευταίες δεκαετίες, το ποσοστό των γυναικών που ολοκληρώνουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση αυξάνεται σχεδόν σταθερά σε όλες τις υπό εξέταση χώρες. Μεταξύ πολλών αιτιών γι’ αυτή την αξιοσημείωτη άνοδο είναι τα οικονομικά οφέλη καθώς και οι μεγαλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες που προκύπτουν για όλους τους ανθρώπους, αλλά ιδίως για τις γυναίκες πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ωστόσο, ακόμα κι αν εισέλθουν σε ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι γυναίκες εξακολουθούν να επιλέγουν τμήματα σπουδών που θα τις οδηγήσουν σε χαμηλότερα αμειβόμενα επαγγέλματα, καθώς –για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών συμβάσεων και των στερεότυπων των φύλων– φαίνεται ότι πολλές δεν επιλέγουν τις σπουδές σε θετικές επιστήμες και επιστήμες μηχανικής. Αντίθετα, επιλέγουν σπουδές γύρω από την εκπαίδευση, την υγεία και τις κοινωνικές επιστήμες.
Παρ’ όλο που καταγράφεται αυτή η βελτίωση της θέσης της γυναίκας στις ευκαιρίες αποφοίτησης από την τριτοβάθμια εκπαίδευση σε κάθε χώρα του ΟΟΣΑ, οι γυναίκες στο εργατικό δυναμικό αμείβονται χαμηλότερα από τους άνδρες.
Κατά μέσο όρο οι γυναίκες κάτοχοι πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν μειωμένες αποδοχές κατά 24% συγκριτικά με τους άνδρες συνομηλίκους τους.
Επιπλέον, οι γυναίκες, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες, πρέπει να εξισορροπούν τις απαιτήσεις μιας επαγγελματικής σταδιοδρομίας με τις οικιακές και τις οικογενειακές ευθύνες. Για να γίνει αυτό είναι πιθανότερο οι γυναίκες να αναζητούν λιγότερο ανταγωνιστικούς δρόμους και μεγαλύτερη ευελιξία στην εργασία συγκριτικά με τους άνδρες, με αποτέλεσμα να έχουν χαμηλότερες αποδοχές από ό,τι απολαμβάνουν οι άνδρες με το ίδιο μορφωτικό επίπεδο.
Για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων προτείνεται η ανάληψη δύο δράσεων:
● Κυβερνήσεις, σχολεία και ιδιωτικός τομέας μπορούν συνεργαστούν προκειμένου να παρέχουν σε νέους και νέες απόφοιτους δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις σπουδές που απαιτούνται για συγκεκριμένη επαγγελματική πορεία καθώς και τις αμοιβές, προσεγγιστικά, που μπορούν να περιμένουν από αυτήν.
● Οι μισθολογικές διαφορές που σχετίζονται με το φύλο μπορούν να περιοριστούν με την εισαγωγή στοχευμένων πολιτικών σε εθνικό επίπεδο.
Τέτοιες δράσεις εστιάζουν και βασίζονται στη διαφάνεια των αμοιβών, η οποία κάνει τις εταιρείες να αναγνωρίζουν το μέγεθος της διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων. Τέλος, οι εταιρείες και οι οργανισμοί (πρέπει να) υποχρεούνται να αναλύουν τις μισθολογικές διαφορές ανά τακτά χρονικά διαστήματα μεταξύ των ανδρών και των γυναικών εργαζομένων τους και (να) μοιράζονται αυτές τις πληροφορίες με τα μέλη τους, τους κυβερνητικούς ελεγκτές ή/ και το κοινό.
Διαθέσιμη έκδοση: Gender, Education and Skills: The Persistence of Gender Gaps in Education and Skills (2023): https://www.oecd.org/publications/gender-education-and-skills-34680dd5-en.htm
Μαρία Μαλαγκονιάρη, Οικονομολόγος-εκπαιδευτικός, διδάκτωρ στον τομέα της Διοίκησης Επιχειρήσεων του Τμήματος Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου