Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Υστερα από 50 χρόνια η Αθηνά ήταν ξανά στο αεροπλάνο κάνοντας το ίδιο ταξίδι που είχε πρωτοκάνει πέντε ετών. Τότε, με τον αδελφό της, που ήταν επτά. Ασυνόδευτοι. Από την Πρόνοια είχαν αποφασίσει να στείλουν τα δύο αδέλφια σε παιδοπόλεις. Την Αθηνά στην «Αγία Ελένη» στα Γιάννενα, τον αδελφό της στον Ζηρό στην Πρέβεζα. Παρότι είναι πολλά που δεν θυμάται από εκείνα τα χρόνια, θυμάται τα πάντα από εκείνη την πτήση. «Ενιωθα τελείως χαμένη. Δεν ήξερα τι μου γινόταν. Πού πάω, τι κάνω. Ηταν η πρώτη φορά που έμπαινα στο αεροπλάνο», αφηγείται. Θυμάται πάντως να κάθεται αμίλητη. Δεν έκλαιγε. Οταν όμως ενήλικη, 55 ετών, είδε από το παράθυρο του αεροπλάνου την πόλη των Ιωαννίνων μέσα από την ομίχλη, ένιωσε τα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της.
Δίπλα της καθόταν η Ελευθερία, επίσης «παιδοπολίτισσα», η οποία προσπαθούσε να της κάνει πλάκα για να ελαφρύνει το κλίμα. Ηταν όμως αδύνατον για την Αθηνά να συγκρατήσει τη συγκίνησή της. Εφθασαν στο ξενοδοχείο αργά το απόγευμα, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, αλλά εκείνη δεν κρατιόταν. Πήγαν μαζί στο κτίριο του ιδρύματος, στο σχολείο τους στο χωριό, στο ψιλικατζίδικο στο οποίο ποτέ δεν είχε μπορέσει να αγοράσει κάτι, όπως άλλα παιδιά που είχαν χαρτζιλίκι. Την επόμενη ημέρα συναντήθηκαν σε ένα κέντρο με άλλες γυναίκες, επίσης οικοτρόφους της «Αγίας Ελένης», για την καθιερωμένη ετήσια κοπή της πίτας. «Παρότι δεν αναγνώριζα τις περισσότερες, δεν ένιωσα ούτε μια στιγμή αμηχανία. Ηταν σαν να ξαναβρίσκω ένα χαμένο κομμάτι μου. Εφυγα συγκλονισμένη. Δεν ήθελα να το δείξω, αλλά επιστρέφοντας στην Αθήνα ένιωθα ένα κενό. Σαν να είχα αποχωριστεί ξανά την οικογένειά μου».
Η Αθηνά έμεινε στη συγκεκριμένη παιδόπολη για δέκα χρόνια, από το 1971 μέχρι το 1981. Οταν αργότερα έκανε δική της οικογένεια, τους μιλούσε συχνά για εκείνη την περίοδο της ζωής της. Δεν είχε όμως κρατήσει επαφή με κανέναν και ζητούσε από τα δύο της παιδιά να αναζητήσουν οποιαδήποτε πληροφορία υπήρχε στο Ιντερνετ. Κάποια στιγμή η κόρη της εντόπισε κάποιες φωτογραφίες. Οταν η Αθηνά αντίκρισε τη φωτογραφία με την καγκελόπορτα και την πινακίδα που έλεγε «Καλωσορίσατε», ταράχθηκε. Ηταν ξαφνικά σαν να βρίσκεται και πάλι εκεί. Η κόρη της, βέβαιη πως κάποιες από τις γυναίκες που είχαν ζήσει εκεί θα είχαν φτιάξει ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ξεκίνησε να ψάχνει και πράγματι βρήκε μια «κλειστή» ομάδα. Εφτιαξε στη μητέρα της λογαριασμό στο Facebook, έκανε αίτημα να γίνει μέλος και όταν έγινε δεκτή, η Αθηνά πέρασε ατέλειωτες ώρες διαβάζοντας τις αναρτήσεις και βλέποντας τις φωτογραφίες των εκατοντάδων μελών. Δειλά ξεκίνησε την επικοινωνία με κάποιες των οποίων τα επώνυμα θυμόταν. Βρέθηκαν από κοντά για καφέ στην Αθήνα και λίγες εβδομάδες αργότερα προγραμμάτισαν εκείνο το πρώτο ταξίδι, μαζί, στα Γιάννενα. Εκτοτε, με κάθε ευκαιρία συναντιούνται. Η «Κ» βρέθηκε σε μια από αυτές τις συναντήσεις και κατέγραψε τις ιστορίες και τις αναμνήσεις μιας παρέας η οποία κατάφερε να επανενωθεί έπειτα από χρόνια.
Η Αθηνά, που εργάζεται αυτή την περίοδο ως καμαριέρα, και η Ελευθερία, νοσηλεύτρια, είχαν πάρει ρεπό και έκατσαν δίπλα δίπλα σε ένα τραπεζάκι στο βάθος της αυλής, στο αγαπημένο τους στέκι. Μαζί τους, η Μαρία και η Ερασμία που είχαν επίσης μείνει στην ίδια παιδόπολη, άλλη όμως περίοδο.
Η ώρα είναι μία το μεσημέρι, παραγγέλνουν και λένε εν τάχει τα νέα τους. Οπως όμως συμβαίνει κάθε φορά που συναντιούνται, η συζήτηση επιστρέφει στην «Αγία Ελένη». «Ανεξάρτητα από το εάν είχαμε όμορφες αναμνήσεις, όλες το αισθανόμασταν σπίτι μας», εξηγούν. Eμεναν έξι κορίτσια σε κάθε θάλαμο, είχαν ομαδάρχισσες και ένα αυστηρό καθημερινό πρόγραμμα. Το πρωί σχολείο και το απόγευμα διάφορες δραστηριότητες. Μουσική, αθλητικά, ξένες γλώσσες, θεατρική αγωγή. Και οι τέσσερις θυμούνται το φαγητό που ετοίμαζε ο μάγειρας, ο μπαρμπα-Αλέξης. Από μια από τις νεότερες κοινωνικούς λειτουργούς, με την οποία ακόμη συναντιούνται, προσπαθούν να εκμαιεύσουν οποιαδήποτε πληροφορία θυμάται από την παιδική τους ηλικία. Τον διευθυντή που καθόριζε τις δουλειές που έπρεπε να κάνουν.
«Εγώ, και να ξαναγεννιόμουν, πάλι στην παιδόπολη θα ήθελα να πάω», λέει η Μαρία. Οι γονείς της είχαν έρθει από τη Ρωσία με επτά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με τρομερή δυσκολία και από την ενορία τούς πρότειναν να στείλουν εκεί τα τρία μικρότερα παιδιά για να καταφέρουν οι γονείς να βρουν εργασία και να αναπνεύσουν οικονομικά. Η Μαρία ήταν δέκα ετών όταν περνούσε την πύλη της «Αγίας Ελένης». «Με το που είδα εκεί παιδιά, ένιωσα να ανασταίνομαι». Eπαιζε ποδόσφαιρο, έκανε στίβο, ήταν στην μπάντα. «Hμουν πειθαρχημένη και μου ταίριαξε το κλίμα. Γίναμε δυναμικά παιδιά. Ψηθήκαμε», λέει.
Η Ελευθερία είχε πάει εκεί επίσης δέκα ετών, με την αδελφή της. Είχε όμως μια τελείως διαφορετική εμπειρία. Είχαν χάσει τη μητέρα τους και όταν ο πατέρας της αρρώστησε βαριά, αποφάσισε πως ήταν η μοναδική λύση όσο εκείνος μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία. Η ίδια θεωρεί πως ίσως εξαιτίας του χαρακτήρα της –ήταν άτακτη και απείθαρχη– το «σύστημα» την άφησε στην τύχη της. Μεγάλωσε χωρίς καμία καθοδήγηση. «Το προσωπικό μπορεί να είχε καλές προθέσεις, αλλά ήταν οι περισσότεροι ανειδίκευτοι. Οταν ενηλικιώθηκα και μην έχοντας μπει σε κάποια σχολή, ένιωσα πως το μόνο που ήθελαν ήταν να με ξεφορτωθούν». Είχε ευτυχώς καλές σχέσεις με το σόι του πατέρα της, ο οποίος στο μεταξύ είχε πεθάνει. Μετακόμισε μαζί τους, επανέλαβε τη Γ΄ Λυκείου και μπήκε σε σχολή νοσηλευτικής. Εκεί έμαθε τυχαία από μια άλλη πρώην οικότροφο πως δικαιούτο 15.000 δρχ. βοήθημα τον μήνα. Εκανε την αίτηση και έπαιρνε τα χρήματα. Ηταν όμως πλέον καχύποπτη. «Ποιος ξέρει ποιος έπαιρνε τα χρήματα που οι περισσότερες δεν ξέραμε καν ότι τα δικαιούμαστε. Και αυτό τη στιγμή που υπήρχαν κορίτσια που φεύγοντας πέρασαν πολύ δύσκολα. Περιπλανιόντουσαν με μια βαλίτσα στο χέρι χωρίς να ξέρουν πού να πάνε».
Η τέταρτη της παρέας, η Ερασμία, είχε φθάσει στην παιδόπολη στα δεκατρία της. Με καταγωγή από ένα χωριό έξω από την Αμφιλοχία, οι γονείς της δούλευαν σκληρά στην κτηνοτροφία και δυσκολεύονταν να στείλουν τα παιδιά σχολείο. Κάθε μέρα έπρεπε να ταξιδεύουν δύο ώρες για να φθάσουν στο κοντινότερο γυμνάσιο. Τον χειμώνα, πολλές φορές η μετακίνηση ήταν αδύνατη. «Οι γονείς μάς εξήγησαν πως θα μας έστελναν εκεί για να μπορέσουμε να τελειώσουμε το σχολείο. Ποτέ δεν αισθάνθηκα ορφανή», εξηγεί. Παρ’ όλα αυτά, μεγαλώνοντας, δεν ήταν κάτι που συζητούσε εύκολα. «Ισως επειδή νιώθαμε πως υπήρχε ταμπού στην κοινωνία. Μας έβλεπαν υποτιμητικά», σχολίασε η Ελευθερία. Ακόμη θυμάται να ανεβαίνει στο λεωφορείο στα Γιάννενα και να ακούει υποτιμητικά σχόλια πίσω από την πλάτη της. Η Μαρία το είχε βιώσει διαφορετικά. «Ημουν βέβαια η προηγούμενη φουρνιά από εσάς, πάντως εμείς νιώθαμε πως οι Γιαννιώτες μας αγαπούσαν». Η Αθηνά και η Ελευθερία της απάντησαν πως ίσως στην ψυχολογία της βοήθησε το ότι εκείνη και η Ερασμία επέστρεφαν στο σπίτι τους τα καλοκαίρια, Χριστούγεννα και Πάσχα. Πως οι γονείς τους με κάθε ευκαιρία τις επισκέπτονταν.
Για την Αθηνά, εκείνες οι ημέρες, του επισκεπτηρίου, ήταν οι χειρότερές της. Εβλεπε τους γονείς που είχαν αφήσει τα παιδιά τους λόγω αντικειμενικών δυσκολιών να έρχονται να τα δουν και την έπιανε το παράπονο. Οι δικοί της γονείς είχαν έρθει μόνο δύο φορές όλα αυτά τα χρόνια. Θυμάται όμως με συγκίνηση τη συγκάτοικό της, τη Σπυριδούλα από την Καστοριά, να μπαίνει στον θάλαμό τους με τσάντες στα χέρια, γεμάτες πίτες, γλυκά και βρασμένες γλυκοπατάτες που ήξερε πως της αρέσουν. «Αθηνούλα μου, είπα στη μαμά μου να μου κάνει περισσότερες, για να τις μοιραστούμε», της έλεγε τρυφερά.
«Εχω προσπαθήσει να εντοπίσω τη Σπυριδούλα, αλλά δεν τα έχω καταφέρει», είπε η Αθηνά στην παρέα. Η Ελευθερία ψάχνει ακόμη τα δίδυμα, που είχαν έρθει μωρά, με πάνες, και της είχαν αναθέσει τη φροντίδα τους. Και η Μαρία αναζητούσε για 32 ολόκληρα χρόνια τη Βασιλική, με την οποία ήταν αχώριστες. «Είχαμε χαράξει τις φλέβες μας και λέγαμε πως έχουμε γίνει αδελφές. Εφυγε ξαφνικά και για χρόνια δεν μου έδιναν καμία πληροφορία για εκείνη. Εγώ θυμόμουν λανθασμένα πως ήταν από τη Θεσσαλονίκη, οπότε δεν μπορούσα να την εντοπίσω, αλλά δεν το έβαλα κάτω», αφηγείται. Κάποια στιγμή, το 2001, κατάφερε να βρει από την αρμόδια υπηρεσία κάποια στοιχεία και έτσι ανακάλυψε πως η φίλη της έμενε πλέον στη Γερμανία.
«Γκρινκγιό (έτσι τη φώναζε), ετοίμασέ μου μια γωνιά γιατί σου έρχομαι», της είπε με το που την άκουσε στην άλλη άκρη της γραμμής. Δεν χρειάστηκε να πει κάτι περισσότερο. Μόνο από τη φωνή, η Βασιλική κατάλαβε με ποια μιλούσε. Και εκείνη την αναζητούσε. «Θα ταξίδευα μέχρι την άκρη του κόσμου για να τη βρω. Οταν ανταμώσαμε στο αεροδρόμιο του Μονάχου, κλαίγαμε αγκαλιασμένες». Εκατσε μαζί της 15 ημέρες, θυμήθηκαν τα παλιά, διηγήθηκαν η μια στην άλλη όσα έζησαν μετά την παιδόπολη. Το πώς η Μαρία δούλευε για χρόνια σκληρά, καθαρίστρια, για να μεγαλώσει μόνη τα δύο αγόρια της, τα οποία βλέπει τώρα να διαπρέπουν στα επαγγέλματά τους. «Εκτοτε κάθε καλοκαίρι ανταμώνουμε με τη Βασιλική και κάνουμε σχέδια για τα γεράματά μας. Να τα περάσουμε μαζί σε ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα».
Οι τέσσερις γυναίκες δεν σταματούσαν να λένε ιστορίες. «Μερικές φορές αστειευόμαστε πως βάζουμε κασέτα. Πολλά από αυτά που λέμε, τα έχουμε πει ξανά και ξανά. Αλλά καμία δεν βαριέται. Εχουμε την ίδια ανάγκη και λαχτάρα να τα ξαναθυμηθούμε», σχολίασε αργότερα η Αθηνά. Αποχαιρετίστηκαν λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, έπειτα από έντεκα ώρες κουβέντας.
Οι δύο φάσεις των παιδοπόλεων
Οι πρώτες παιδοπόλεις ιδρύθηκαν το 1947 υπό την εποπτεία της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης με σκοπό να φιλοξενηθούν παιδιά «απειλούμενα» από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού και ως απάντηση στο «παιδομάζωμα», όπως το αποκαλούσαν, της άλλης πλευράς. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές (Βαν Μπούσχοτεν – Ντάνφορθ) το παλάτι έδειχνε έτσι ανθρωπιστικό ενδιαφέρον και αποσπούσε τα μάτια της κοινής γνώμης από τις μαζικές εκτελέσεις που έκανε η κυβέρνηση. Ενώ με βάση την έρευνα του ιστορικού Σπύρου Νταουντάκη δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί ο βαθμός στον οποίο οι γονείς συμφωνούσαν με τη μετακίνηση των παιδιών τους στις παιδοπόλεις. «Χώροι κατήχησης, χαρακτηρίζονταν από αυστηρότητα και πειθαρχία. (…) Ενσταλάσσονταν στο παιδί οι ιδέες και οι αξίες του ελληνικού εθνικισμού», σημειώνει. Παρότι μετά το 1950 οι περισσότερες παιδοπόλεις έκλεισαν, πολλές επαναλειτούργησαν φιλοξενώντας πλέον παιδιά κυρίως άπορων οικογενειών, όπως οι γυναίκες που μίλησαν στην «Κ» και έμειναν στην «Αγία Ελένη» τις δεκαετίες ’60 και ’70. Σύμφωνα με την έρευνα της ιστορικού Τασούλας Βερβενιώτη, περίπου 15.000 παιδιά πέρασαν από τις 53 παιδοπόλεις. Η τελευταία έκλεισε το 2007.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου