Κυριακή 11 Απριλίου 2021

«H υπερβολική έµφαση στα γονίδια μας απαλλάσσει από τις ευθύνες μας»

Τα γονίδια δεν είναι παντοδύναμα. Τα γονίδια δεν κάνουν τίποτε από μόνα τους. Τα γονίδια απλώς εμπλέκονται στην ανάπτυξη χαρακτήρων ή νοσημάτων, αλλά δεν τα καθορίζουν. Αυτές είναι κάποιες απαντήσεις που μπορεί να δώσει ένας αναγνώστης μετρίως καταρτισμένος επί του θέματος, όπως εγώ, διαβάζοντας το «Τι είναι, τελικά, τα γονίδια;» του κ. Κώστα Καμπουράκη, βιολόγου και ερευνητή στο Πανεπιστήµιο της Γενεύης και διευθυντή της εκδοτικής σειράς «Understanding Life» του Cambridge University Press. Επικοινώνησα μαζί του και η συζήτησή μας άρχισε κάπως έτσι, ζητώντας του δηλαδή να μου δώσει μια συνοπτική απάντηση στο ερώτημα του τίτλου. «Η κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ότι τα γονίδια δεν αποτελούν την ουσία μας», μου απάντησε. «Δεν καθορίζουν ούτε εξηγούν το ποιοι είμαστε ούτε τι κάνουμε και, κατά συνέπεια, δεν είμαστε δέσμιοι κάποιου γενετικού πεπρωμένου – με την εξαίρεση κάποιων σοβαρών γενετικών νοσημάτων». Πιθανόν αυτή η απάντηση να ξενίσει αρκετούς, καθώς η αλήθεια είναι ότι έως έναν βαθμό οι περισσότεροι έχουμε μια ντετερμινιστική αντίληψη ότι αυτό το κάτι από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, λίγο ή πολύ, μας καθορίζει. Γιατί το πιστεύουμε αυτό; Ο κ. Καμπουράκης παραθέτει στο βιβλίο αρκετές έρευνες που αποδεικνύουν πως η προσέγγισή μας οφείλεται στα μέσα ενημέρωσης (αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό), περισσότερο ίσως στην ποπ κουλτούρα και στα στερεότυπα που αναπαράγονται μέσω του κινηματογράφου, καθώς και στον τρόπο που διδασκόμαστε τις σχετικές έννοιες στο σχολείο.

Μήπως βέβαια, εκτός από όλα αυτά, η έννοια του προκαθορισμένου μάς βοηθάει να εξηγούμε όσα δεν μπορούμε να καταλάβουμε; Είναι συχνά μια ενστικτώδης απάντηση σε δύσκολα ερωτήματα. Συμφωνείτε;

Συμφωνώ. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα γονίδια στο δημόσιο πεδίο συχνά ενισχύει την ιδέα του γενετικού προκαθορισμού. Αυτό όμως συμβαίνει γιατί, όπως λέτε, η ιδέα αυτή είναι άκρως διαισθητική. Πολλές έρευνες στην ψυχολογία έχουν δείξει ότι η ιδέα της γενετικής ουσιοκρατίας είναι μια βαθιά εδραιωμένη διαισθητική αντίληψη, την οποία εντοπίζουμε τόσο σε μικρά παιδιά όσο και σε ενήλικες. Πρόκειται για την ιδέα ότι τα γονίδια είναι αμετάβλητες οντότητες, οι οποίες μεταφέρονται αναλλοίωτες από τη μία γενιά στην επόμενη και αποτελούν την ουσία της υπόστασής μας, προσδιορίζοντας τους χαρακτήρες από τους οποίους μπορεί να συναχθεί η ύπαρξή τους. Με απλά λόγια, εάν κάποιο χαρακτηριστικό (π.χ. παχυσαρκία, καρκίνος, αλκοολισμός, επιθετικότητα) εμφανίζεται σε πολλές γενεές σε μια οικογένεια, είναι πιο πιθανό να αποδώσουμε διαισθητικά αυτό το χαρακτηριστικό σε κοινά γονίδια παρά στο κοινό περιβάλλον.

Κάτι που, από όσο καταλαβαίνω, αποτελεί διαστρέβλωση της πραγματικότητας και μπορεί να δημιουργήσει διαφόρων ειδών παρεξηγήσεις.

Το πόσο διαισθητική είναι αυτή η αντίληψη ίσως εξηγεί, εν μέρει, την υψηλή αποδοχή των προγραμμάτων ευγονικής σε πολλές χώρες στις αρχές του 20ού αιώνα. Το πιο σημαντικό ωστόσο ζήτημα στις μέρες μας είναι ότι η υπερβολική έμφαση στα γονίδια μπορεί να έχει μια σημαντική αρνητική συνέπεια: απαλλάσσει και το άτομο και την κοινωνία από την ευθύνη που μπορεί να έχουν για την εκδήλωση χαρακτηριστικών όπως π.χ. ο καρκίνος των πνευμόνων (κάπνισμα), η παχυσαρκία (διατροφικές συνήθειες και πρότυπα), η επιθετικότητα (κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία). Είναι ενδιαφέρον το πόσο βολικό είναι να αποδίδουμε τέτοια χαρακτηριστικά στα γονίδια και να δεχόμαστε μοιρολατρικά το αποτέλεσμα. Λέγοντας βέβαια αυτό, δεν εννοώ ότι το DNA μας δεν έχει κανέναν ρόλο στην εκδήλωση τέτοιων χαρακτηριστικών. Προφανώς και μπορεί να έχει, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των μονογονιδιακών χαρακτηριστικών, τα οποία ωστόσο δεν είναι ο κανόνας. Απλώς το DNA δεν είναι o μόνος παράγοντας.

Υπάρχουν λοιπόν αυτοί οι δύο κόσμοι, της «ανατροφής» και της «φύσης», και η αντίληψη ότι ο ένας κόσμος κυριαρχεί ανά περίσταση στον άλλο έχει επηρεάσει έως έναν βαθμό την ανθρώπινη σκέψη, δημιουργώντας ενίοτε ένα πεδίο μάχης. Αυτή η αλληλεπίδραση στην οποία αναφέρεστε και η επιστημονική διαλεύκανση του συγκεκριμένου ζητήματος θα μπορούσαν πιστεύετε να χρησιμοποιηθούν ως μέσο για τη διάλυση προκαταλήψεων;

Φυσικά. Πολλές ρατσιστικές αντιλήψεις κατά καιρούς, ακόμα και σήμερα, έχουν βασιστεί σε υποθέσεις βιολογικής/γενετικής ανωτερότητας ορισμένων έναντι κάποιων άλλων. Η ευγονική βασίστηκε σε αυτή την εσφαλμένη παραδοχή, με τραγικές συνέπειες. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα υπάρχουν ιδέες για τη βιολογική βάση της εθνικής ταυτότητας, η οποία έχει βρεθεί ακόμα και σε μικρά παιδιά σε πρόσφατες έρευνες στην ψυχολογία. Γιατί; Πολύ απλά γιατί αυτή η ιδέα είναι διαισθητική αλλά και γιατί ο τρόπος με τον οποίο διδάσκεται η ιστορία, τουλάχιστον στην Ευρώπη από τον 19ο αιώνα, ενισχύει την τάση της διάκρισης «εμείς»/«αυτοί». Επιπλέον, τα διδακτικά εγχειρίδια της βιολογίας ακόμα και σήμερα κάνουν αναφορές σε διακριτές φυλές και σε γονίδια που διαφέρουν σε συχνότητα μεταξύ των φυλών, παραβλέποντας το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε κατά 99,9% το ίδιο DNA. Με απλά λόγια, συνεχίζουμε να μιλάμε για γενετικές διαφορές μεταξύ ανθρώπινων πληθυσμών οι οποίοι διακρίνονται μεταξύ τους κυρίως με βάση πολιτιστικά χαρακτηριστικά και κάποια, λίγα και εμφανή, βιολογικά χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα του δέρματος. Η γενετική λοιπόν έχει μια πολύ σημαντική συμβολή στην αντιμετώπιση τέτοιων προκαταλήψεων, δείχνοντας ότι οι βιολογικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων είναι πολύ λίγες.

Γράφετε κάπου στο βιβλίο ότι στοιχεία όπως το χρώμα των ματιών ή το ύψος μας εξαρτώνται από τη δράση ορισμένων γονιδίων, ενώ για τη συμπεριφορά μας σχολιάζετε την καθοριστική επιρροή του κοινωνικού περιβάλλοντος. Υπάρχουν τομείς στην ανθρώπινη συμπεριφορά όπου η «ουσία» μας υπερισχύει της επίδρασης του κοινωνικού περιβάλλοντος;

Δεν μπορούμε να πούμε σε καμία περίπτωση ότι η «ουσία» –τα γονίδια– υπερισχύει του κοινωνικού περιβάλλοντος ή το αντίστροφο. Ο λόγος είναι ότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε τις συνεισφορές γονιδίων και περιβάλλοντος μεταξύ τους. Να σας δώσω ένα κλασικό παράδειγμα. Φανταστείτε δύο ανθρώπους που χτίζουν έναν τοίχο. Εάν χτίζουν τον τοίχο ανεξάρτητα, φτιάχνοντας ο καθένας το δικό του κονίαμα (λάσπη) και βάζοντας τούβλα στον τοίχο, θα μπορούσαμε στο τέλος να δούμε ότι ο ένας έβαλε 60 τούβλα και ο άλλος 40. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι το 60% του τοίχου οφείλεται στον πρώτο και το 40% του τοίχου οφείλεται στον δεύτερο. Εάν όμως η εργασία γινόταν με διαφορετικό τρόπο, με τον έναν άνθρωπο να φτιάχνει το κονίαμα και τον άλλο να βάζει τα τούβλα στον τοίχο, δεν μπορούμε πρακτικά να συγκρίνουμε τη συνεισφορά καθενός με εκείνη του άλλου, διότι είναι διαφορετικές και απαραίτητες για το τελικό αποτέλεσμα. Η σχέση γονιδίων και περιβάλλοντος μοιάζει περισσότερο με τη δεύτερη περίπτωση. Στο επίπεδο του ατόμου δεν είναι δυνατόν να διακρίνουμε τη συνεισφορά γονιδίων και περιβάλλοντος.

Ωστόσο, στο επίπεδο του πληθυσμού η διάκριση αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο δυνατή. Ενώ δεν μπορούμε να δούμε σε καθέναν από εμάς εάν τα γονίδια ή το περιβάλλον έχουν μεγαλύτερη συνεισφορά σε κάποιο χαρακτηριστικό, π.χ. στο ύψος μας, σε επίπεδο πληθυσμού είναι δυνατόν να δούμε εάν οι μεταξύ μας διαφορές οφείλονται περισσότερο σε διαφορές στα γονίδια ή σε διαφορές στο περιβάλλον. Πρόκειται για μια στατιστική μέτρηση, η οποία είναι διαφωτιστική. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε σήμερα ότι οι διαφορές στο ύψος μεταξύ των ανθρώπων οφείλονται κατά 80% σε διαφορές στο DNA, με το υπόλοιπο 20% να αποδίδεται σε διαφορές στο περιβάλλον. Προσοχή όμως! Αυτό αφορά πληθυσμούς και όχι καθέναν από εμάς.

Σχετικά με το DNA, υπάρχει ένα σημείο του βιβλίου όπου το παραλληλίζετε με το σενάριο μιας παράστασης και αναφέρεστε στο «Φάντασμα της όπερας», το οποίο δεν είναι απαραίτητο ότι σήμερα θα ανέβει σε κάποιο θέατρο του κόσμου ακολουθώντας κατά γράμμα το αρχικό του σενάριο. Θέλετε να μου εξηγήσετε το παράδειγμα αυτό; Πώς μπορεί να τροποποιηθεί αντίστοιχα το DNA;

Το σενάριο του «Φαντάσματος της όπερας» μπορεί να εφαρμοστεί όπως ακριβώς γράφτηκε από τους δημιουργούς του ή με κάποιες τροποποιήσεις. Το ίδιο ακριβώς μπορεί να γίνει και με το DNA. Ενώ κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα δόθηκε μεγάλη έμφαση στα γονίδια «για» χαρακτηριστικά, κυρίως ασθένειες, προς το τέλος έγινε σταδιακά κατανοητό ότι δεν έχει σημασία μόνο ποια μεμονωμένα γονίδια έχει κανείς. Είναι επίσης σημαντικό με ποια άλλα γονίδια κάθε γονίδιο συνυπάρχει στον ίδιο οργανισμό, καθώς και πώς ελέγχεται η έκφραση των γονιδίων. Εδώ η έμφαση στις ασθένειες υπήρξε παραπλανητική. Όταν κάποιος εκδηλώνει ένα γενετικό νόσημα, είναι συχνά εφικτό να ταυτοποιηθούν οι αντίστοιχες μεταλλάξεις που έκαναν τη διαφορά στην εκδήλωση του νοσήματος. Με απλά λόγια, η συναγωγή «ασθένεια-γονίδιο» μπορεί να είναι σαφής και εκεί μπορούμε ξεκάθαρα να αποδώσουμε την ασθένεια σε κάποιο γονίδιο. Ωστόσο, η αντίστροφη συναγωγή «γονίδιο-ασθένεια» δεν είναι τόσο απλή, καθώς το ελάττωμα που προκαλείται από ένα γονίδιο μπορεί να αντισταθμιστεί από κάποιο άλλο. Η ανάλυση των γονιδιωμάτων έχει αναδείξει περιπτώσεις ανθρώπων που, ενώ έχουν ελαττωματικά γονίδια, εντούτοις δεν εμφανίζουν την αναμενόμενη ασθένεια. Συνεπώς, δεν έχει σημασία μόνο ποια αλληλουχία DNA έχουμε, αλλά και εάν και πώς αυτή εκφράζεται. Για να δώσω μια απλή αναλογία: δεν έχει σημασία μόνο ποια συνταγή μαγειρικής διαθέτουμε, αλλά και αν θα τη χρησιμοποιήσουμε και με ποιον τρόπο ακριβώς θα την εφαρμόσουμε.

Ένα συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλίου είναι η τεράστια επιστημονική πρόοδος στον τομέα των γενετικών ερευνών και η ταχύτητα με την οποία προκύπτουν νέα συμπεράσματα. Πόσο διαφορετικό θα ήταν το βιβλίο σας αν το γράφατε σε τριάντα χρόνια;

Ένα συναρπαστικό χαρακτηριστικό της επιστήμης είναι ότι για κάθε απάντηση που δίνουμε προκύπτουν δεκάδες νέα ερωτήματα. Η αβεβαιότητα είναι εγγενές χαρακτηριστικό της επιστήμης, το οποίο προάγει την επιστήμη καθώς προκαλεί νέες αναζητήσεις. Ωστόσο, παρά την αβεβαιότητα αυτή, η επιστήμη είναι ο πιο έγκυρος τρόπος για να απαντήσουμε σε ερωτήματα σχετικά με τη φύση. Η τεχνολογική πρόοδος των τελευταίων 150 ετών είναι συγκλονιστική. Πολλά από τα θέματα που πραγματεύομαι στο βιβλίο δεν τα διδάχθηκα όταν ξεκινούσα τις σπουδές μου στη βιολογία πριν από περίπου 30 χρόνια, διότι δεν τα γνωρίζαμε. Εάν ήταν δυνατόν να ταξιδέψετε στον χρόνο και να δείξετε σε κάθε επιστήμονα που παρουσιάζω στο βιβλίο μου τι θα γινόταν 30 χρόνια μετά, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα σας πίστευε. Συνεπώς, θεωρώ ότι, ενώ το βασικό επιχείρημα του βιβλίου πιθανώς δεν θα αλλάξει μέσα στα επόμενα 30 χρόνια, οι λεπτομέρειες θα αλλάξουν και η κατανόησή μας θα αυξηθεί σημαντικά.

Τι προσδοκίες μπορούμε να έχουμε από την έρευνα;

Χρειάζεται ρεαλισμός και να θυμόμαστε ότι η απόλυτη γνώση είναι μάλλον ανέφικτη. Πάντα θα υπάρχουν περισσότερα ερωτήματα από αυτά στα οποία μπορούμε να απαντήσουμε. Αυτό που είναι αναγκαίο, κατά τη γνώμη μου, είναι η αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ των ειδικών επιστημόνων και των ανθρώπων που δεν είναι ειδικοί. Σε αυτή την προσπάθεια επιχειρώ να συμβάλω με τα βιβλία μου, ως κάποιος που βρίσκεται ανάμεσα στους ειδικούς και στο ευρύ κοινό και επιχειρεί να παρουσιάσει τη γενική εικόνα, ελπίζω με σαφήνεια. Θεωρώ ότι, εάν το ευρύ κοινό κατανοήσει τη γενική εικόνα, θα μπορέσει να αξιολογήσει καλύτερα το έργο των ειδικών και να έχει ρεαλιστικές προσδοκίες. Η επιστήμη μπορεί να μας δώσει μια ευκρινή και ορθολογική εικόνα του κόσμου, η οποία είναι ανεκτίμητη, απελευθερώνοντάς μας από προκαταλήψεις και μοιρολατρικές αντιλήψεις.

Κώστας Καμπουράκης, «Τι είναι, τελικά, τα γονίδια;», 
μετάφραση: Μαριλένα Παπαϊωάννου, 
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου