Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

To πρόβλημα του Molyneux

Αν ένα τυφλό άτομο ξαφνικά αποκτήσει την ικανότητα να βλέπει, θα μπορέσει να αναγνωρίσει αποκλειστικά και μόνο με την όραση τα αντικείμενα που προηγουμένως αντιλαμβανόταν μέσω της αφής; 

Το ερώτημα αυτό αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα της ανθρώπινης αντίληψης, γνωστό ως πρόβλημα του Molyneux, που απασχόλησε τους φιλοσόφους για 4 αιώνες πριν μπορέσει να απαντηθεί τελικά από την επιστήμη της νευροψυχολογίας, καθώς σχετίζεται με τον τρόπο σχηματισμού των αναπαραστάσεων στον εγκέφαλο. 

Ο William Molyneux, Ιρλανδός πολιτικός και επιστήμονας, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ψυχολογία της όρασης, το 1688 απευθυνόμενος με επιστολή του στο Βρετανό φιλόσοφο John Locke εξέφρασε έναν προβληματισμό που του γεννήθηκε μετά από την τύφλωση της γυναίκας του. 

«Υπέθεσε έναν άνθρωπο γεννημένο τυφλό, και τώρα ενήλικο, και μαθημένο μέσω της αφής του να διακρίνει μεταξύ ενός κύβου και μιας σφαίρας του ίδιου μετάλλου και σχεδόν του ίδιου μεγέθους, έτσι ώστε να μπορεί να καταλάβει όταν αγγίζει το ένα και το άλλο ποιος είναι ο κύβος και ποια η σφαίρα. Υπέθεσε, μετά, τον κύβο και τη σφαίρα να έχουν τοποθετηθεί σε ένα τραπέζι και ο τυφλός να μπορεί να δει. Ερωτώ, εάν μέσω της όρασης, πριν να τα αγγίξει, θα μπορούσε τώρα να διακρίνει και να πει, ποιο είναι η σφαίρα και ποιος ο κύβος;» Ο ίδιος, εκφράζει την άποψη ότι το άτομο δεν θα τα καταφέρει, καθώς «αν και απέκτησε την εμπειρία του πώς μια σφαίρα και πώς ένας κύβος επηρεάζει την αφή του, ωστόσο δεν έχει ακόμα αποκτήσει την εμπειρία, ώστε ό,τι επηρεάζει την αφή του να πρέπει να επηρεάζει την όρασή του με τον ίδιο τρόπο» (Degenaar, Marjolein and Lokhorst, Gert-Jan, 2011). 

Η υποβολή του ερωτήματος από τον Molyneux στον Locke δεν ήταν τυχαία. Ο John Locke ασχολούνταν την εποχή εκείνη με την προέλευση της γνώσης, προσπαθώντας να δώσει απάντηση στο ερώτημα αν οι άνθρωποι γεννιούνται με παντελή έλλειψη γνώσης και μαθαίνουν αποκτώντας εμπειρίες ή αν έχουν κάποιες έμφυτες γνώσεις. Στο έργο του «An essay Concerning Humane Understanding», που δημοσιεύτηκε το 1688 στο Bibliotheque Universelle & Historique, έκανε διάκριση ανάμεσα ιδέες που αποκτούνται με την χρήση μιας μόνο αίσθησης και στις ιδέες που αποκτούνται μέσω περισσότερων αισθήσεων. Υποστήριζε ότι το άτομο που στερείται μιας αίσθησης δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει τις ιδέες που αφορούν τη συγκεκριμένη αίσθηση. Ένας τυφλός άνθρωπος για παράδειγμα, δεν θα μπορέσει να κατακτήσει την ιδέα του χρώματος. Μεταξύ των ιδεών που οι άνθρωποι είναι σε θέση να αποκτήσουν μέσω ενός συνδυασμού αισθήσεων, ο Locke ανέφερε την έννοια του χώρου, της κίνησης, της παύσης και της μορφής, στοιχείο που προκάλεσε το ενδιαφέρον του Molyneux (Degenaar, Marjolein and Lokhorst, Gert-Jan, 2011) και τον ώθησε να διατυπώσει το συγκεκριμένο ερώτημα. 

Ο Locke απάντησε μετά από μερικά χρόνια, εκφράζοντας την βεβαιότητα ότι ο τυφλός άνθρωπος δεν θα μπορούσε με την πρώτη ματιά να διακρίνει αποκλειστικά και μόνο με την όραση ποιο αντικείμενο είναι ο κύβος και ποιο η σφαίρα. Αντιθέτως, θα μπορούσε αμέσως να τα διακρίνει αμέσως αν χρησιμοποιούσε την αίσθηση της αφής (Degenaar, Marjolein and Lokhorst, Gert-Jan, 2011). 

Το ερώτημα του Molyneux εξέφραζε στην πραγματικότητα την προσπάθεια των ατόμων να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας τους ανθρώπινου νου. Την εποχή εκείνη, υπήρχε διαφωνία μεταξύ των εμπειριστών που πίστευαν ότι οι άνθρωποι γεννιούνται tabula rasa (λευκοί πίνακες) και γίνονται το σύνολο των αποκτημένων εμπειριών τους και μεταξύ όσων πίστευαν ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με ιδέες που περιμένουν να ενεργοποιηθούν μέσω των αισθήσεων (όρασης, ακοής και αφής). Αν επομένως ένας τυφλός μπορούσε να διακρίνει αμέσως μόνο μέσω της όρασης έναν κύβο από μια σφαίρα, αυτό θα σήμαινε ότι η γνώση είναι εγγενής. 

Τον 18ο αιώνα το πρόβλημα του Molyneux αποτελούσε σημείο προβληματισμού και διαφωνιών μεταξύ των φιλοσόφων. 

Αρχικά οι φιλόσοφοι χαρακτήρισαν άτοπο το ερώτημα, καθώς θεωρούσαν αδύνατο ένα τυφλό άτομο να αποκτήσει ικανότητα όρασης. Αντιμετώπισαν επομένως το ερώτημα του Molyneux σαν ένα πείραμα του νου, το οποίο μπορούσε να απαντηθεί μόνο υποθετικά, με βάση τη λογική. Η διαφωνία μεταξύ τους εντοπίζονταν στην σχέση μεταξύ των αισθήσεων όρασης και αφής ή στην σχέση μεταξύ των οπτικών και απτικών χαρακτηριστικών της μορφής των αντικειμένων (Degenaar, Marjolein and Lokhorst, Gert-Jan, 2011). 

Οι φιλόσοφοι υπέθεταν ότι η οπτική και η απτική αντίληψη ενός αντικειμένου διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά δεν συμφωνούσαν σχετικά με την σχέση ανάμεσα στα δύο. 

Οι εμπειρικοί φιλόσοφοι, όπως οι Molyneux, Locke και Berkeley έδιναν στο ερώτημα αρνητική απάντηση, θεωρώντας ότι τα τυφλά άτομα δεν θα είναι σε θέση να διακρίνουν αντικείμενα μέσω της όρασης. Άλλοι φιλόσοφοι, όπως οι Synge, Lee και Leibniz, έδιναν καταφατική απάντηση. Δεν υπήρχε σαφής απάντηση στο πρόβλημα του Molyneux, καθώς μπορούσε να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους. Κάποιοι υποστήριζαν ότι το τυφλό άτομο θα πρέπει να μπορεί να απαντήσει αμέσως μετά από μια μόνο ματιά, άλλοι ότι θα έπρεπε το άτομο να χρησιμοποιήσει την λογική και την μνήμη του, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι θα πρέπει να μπορεί να παρατηρήσει το αντικείμενο προσεκτικά από όλες τις πλευρές, πλησιάζοντάς το. Άλλοι αμφισβητούσαν το κατά πόσο θα έπρεπε το άτομο να ξέρει από πριν ότι το ένα αντικείμενο είναι κύβος και το άλλο σφαίρα (Degenaar, Marjolein and Lokhorst, Gert-Jan, 2011). 

Η συζήτηση για το πρόβλημα του Molyneux απέκτησε τελείως διαφορετικό χαρακτήρα όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα πειραματικά δεδομένα. 

Το 1728 ο Άγγλος χειρούργος και ανατόμος William Cheselden δημοσίευσε μια μελέτη, κατά την οποία περιέγραφε την περίπτωση ενός εκ γενετής τυφλού ατόμου που απέκτησε όραση μετά από εγχείρηση αφαίρεσης καταρράκτη. Σύμφωνα με τον Cheselden, το αγόρι μόλις απέκτησε ικανότητα όρασης, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τα αντικείμενα που έβλεπε, ούτε να διακρίνει δύο τελείως διαφορετικά – ως προς το σχήμα ή το μέγεθος- αντικείμενα μεταξύ τους. Κάποιοι φιλόσοφοι (Voltaire, Camper, Condillac) ερμήνευσαν τα ευρήματα του Cheselden ως κατηγορηματική απόδειξη της ορθότητας της άποψης του Barkeley ότι το τυφλό άτομο θα πρέπει να «μάθει» να βλέπει (Degenaar, Marjolein and Lokhorst, Gert-Jan, 2011). 

Άλλοι φιλόσοφοι (όπως οι La Mettrie, ο Diderot) θεώρησαν ότι τα ευρήματα ήταν ασαφή και αμφισβητήσιμα. Η έλλειψη χρήσης του οπτικού συστήματος για πολλά χρόνια, το μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην εγχείρηση και το πείραμα, η πιθανώς χαμηλή νοημοσύνη του ατόμου και οι ερωτήσεις του ερευνητή ευθύνονταν κατά τη γνώμη τους για την αποτυχία του αγοριού να αναγνωρίσει οπτικά τα αντικείμενα. Άλλοι ερευνητές αμφισβήτησαν τα αποτελέσματα του πειράματος, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο καταρράκτης δεν προκαλεί ολική τυφλότητα όπως απαιτεί το πρόβλημα του Molyneux (Degenaar, Marjolein and Lokhorst, Gert-Jan, 2011). 

Παρόμοια πειράματα με ασθενείς με καταρράκτη άρχισαν να πραγματοποιούνται τον 19ο με πιο αυστηρές πειραματικές συνθήκες. Τα αποτελέσματα ήταν αντιφατικά. Κάποιοι ερευνητές κατέληγαν στα ίδια συμπεράσματα με τον Cheselden, ενώ άλλοι στο συμπέρασμα ότι οι ασθενείς ήταν αμέσως σε θέση να δουν μορφές, μεγέθη και να υπολογίσουν αποστάσεις. 

Οι διαφορές στα δείγματα και τις μεθόδους που ακολουθήθηκαν δεν επέτρεπε την σύγκριση των αποτελεσμάτων. Το ερώτημα του Molyneux παρέμενε αναπάντητο. 

Σε παρόμοια συμπεράσματα με αυτά του Cheselden, κατέληξαν δύο ακόμα ερενητές: ο Sacks και ο Gregory, μετά από μελέτη 2 εκ γενετής τυφλών ατόμων που απέκτησαν όραση μετά από εγχείριση καταρράκτη. Οι ασθενείς παρουσίαζαν (Sacks,1993): 

- Σύγχυση και αμηχανία (το πρώτο διάστημα). 

- Δυσκολίες στην οπτική αναγνώριση ακόμα και των πιο απλών αντικειμένων. Τα άτομα δεν μπορούν να καταλάβουν τι ακριβώς έβλεπαν αποκλειστικά και μόνο μέσω της όρασης. Μπορούσαν να αναγνωρίσουν λεπτομέρειες του αντικειμένου, αλλά δεν μπορούσαν να συνδυάσουν τα μέρη αυτά για να συνθέσουν το όλο. 

- Αδυναμία να κατανοήσουν την έννοια της απόστασης, του μεγέθους και του χώρου. 

- Μεγάλη δυσκολία στην κατανόηση εικόνων (δυσδιάστατη απεικόνιση της πραγματικότητας) και στα άγνωστα/ μη οικεία αντικείμενα, τα οποία δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν χωρίς να τα αγγίξουν. 

- Σταδιακή, με αργούς ρυθμούς, ανάπτυξη της ικανότητας σύνδεσης των οπτικών και απτικών εμπειριών, μέσω της εξάσκησης. 

Διάφορες ερμηνείες προτάθηκαν για τις δυσκολίες των ασθενών αυτών. Σύμφωνα με τον Valvo (στο Sacks, 1993) τα άτομα ήταν σε θέση να αντιλαμβάνονται τα επιμέρους στοιχεία και όχι το σύνολο, επειδή δεν είχαν συνηθίσει να καταφεύγουν σε ταυτόχρονη επεξεργασία των πληροφοριών (που κυριαρχεί στις οπτικές πληροφορίες). Κατέφευγαν στη διαδοχική επεξεργασία των απτικών και ακουστικών ερεθισμάτων που δέχονταν (λόγω της φύσης των ερεθισμάτων). Η ταυτόχρονη όμως επεξεργασία είναι αναγκαία κατά την παρουσίαση των οπτικών ερεθισμάτων. 

Σύμφωνα με τον Gregory (στο Sacks, 1993) οι τυφλοί που αποκτούν όραση δεν ανοίγουν τα μάτια τους και αναγνωρίζουν τον κόσμο, καθώς δεν έχουν καθοριστεί οι νευρωνικές συνδέσεις από τις εισερχόμενες οπτικές πληροφορίες. Οι βλέποντες αναγνωρίζουν ένα βιβλίο επειδή μπορεί να συνδέσουν την έννοια του βιβλίου που έχουν σχηματίσει με την οπτική αντίληψη, με αυτό που ο εγκέφαλος τους λέει ότι είδαν. 

Στην προσπάθειά τους να δώσουν απαντήσεις, κάποιοι επιστήμονες (Smith, Mueller) άρχισαν να μελετούν τις οπτικές ικανότητες νεογέννητων ζώων και βρεφών, θεωρώντας ότι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν και αντιλαμβάνονται τα όσα βλέπουν, ομοιάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται οπτικά τον κόσμο ένα άτομο εκ γενετής τυφλό που αποκτά ικανότητα όρασης. Ωστόσο, ούτε και με αυτόν τον τρόπο δόθηκε απάντησε στο ερώτημα του Molyneux (Degenaar, Marjolein and Lokhorst, Gert-Jan, 2011). 

Τον 20ο αιώνα, το πρόβλημα του Molyneux άρχισε να εμφανίζεται σε βιβλία φιλοσοφίας, ψυχολογίας, οφθαλμολογίας και νευροψυχολογίας, προκαλώντας προβληματισμό σε επιστήμονες από διαφορετικούς κλάδους. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει μεγάλο ενδιαφέρον από νευροψυχολογική άποψη καθώς αφορά την σύνδεση μεταξύ των διαφορετικών αισθήσεων για την αναγνώριση των ερεθισμάτων. Συγκεκριμένα αφορά την πιθανή εγγενή σύνδεση μεταξύ οπτικών και απτικών ερεθισμάτων. 

Μια σύγχρονη προσέγγιση του ερωτήματος περιλαμβάνει την χρήση συσκευών αισθητηριακής αντικατάστασης (sensory substitution devices). Οι πληροφορίες, αντί να παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται αντιληπτές μέσω της τυπικής αίσθησης (πχ όραση), παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται αντιληπτές από άλλο αισθητηριακό σύστημα (συνήθως ακοή ή αφή), χρησιμοποιώντας μη οικείες μορφές κωδικοποίησης από τον χρήστη. Τέτοιου είδους προβλήματα απέδειξαν ότι τα άτομα χρειάζονται κάποιο χρόνο προκειμένου να μάθουν να διακρίνουν και να αναγνωρίζουν τα αντικείμενα που τους παρουσιάζονται με άλλο τρόπο. Τα αποτελέσματα αυτά ερμηνεύτηκαν σαν επιβεβαίωση των απόψεων του Molyneux και του Locke. Ωστόσο, πολλοί ειδικοί αμφισβητούν όλη τη μεθοδολογία, καθώς υποστηρίζουν ότι ο νέος τρόπος αντίληψης με την χρήση αυτών των συσκευών δεν είναι ίδια με την ολοκληρωτική απουσία μιας αίσθησης από την αρχή της ζωης του ατόμου (Degenaar, Marjolein and Lokhorst, Gert-Jan, 2011). 

Μια άλλη προσέγγιση του ερωτήματος προτάθηκε από το 1985 από τον Evans. Ο ερευνητής διερεύνησε πειραματικά την δυνατότητα ηλεκτρικής διέγερσης του οπτικού φλοιού ατόμων με εκ γενετή τύφλωση με τέτοιο τρόπο ώστε ο ασθενής να βιώνει ένα μοτίβο από φώτα που αναβόσβηναν σχηματίζοντας το σχήμα ενός κύκλου ή ενός τετραγώνου. Τα αποτελέσματα ωστόσο δεν μπόρεσαν να δώσουν μια σαφή απάντηση στο ερώτημα του Molyneux (Degenaar, Marjolein and Lokhorst, Gert-Jan, 2011). 

Η οριστική απάντηση στο ερώτημα του Molyneux φαίνεται να δίνεται πλέον, το 2011, από την ερευνητική ομάδα των Richard Held, Pawan Sinha και των συνεργατών τους (καθηγητών του ΜΙΤ στη Βοστώνη) και ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα αποκατάστασης της όρασης στο Νέο Δελχί της Ινδίας (Project Prakash). Το 2003 η ερευνητική ομάδα έθεσε και διερεύνησε το ερώτημα σχετικά με το αν οι διαφορετικές αισθήσεις σχηματίζουν την ίδια κοινή αναπαράσταση ή αν πρόκειται για ανεξάρτητες αναπαραστάσεις στις οποίες δε μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση παρόλο που έχουν σχηματιστεί από μια άλλη αίσθηση. Πρόσφατες έρευνες είχαν προτείνει ότι οι νοητικές εικόνες που αποκτούμε μέσω της όρασης και της αφής δημιουργούν στην πραγματικότητα μια κοινή δεξαμενή από εντυπώσεις που μπορούν να ενεργοποιηθούν και να ανακτηθούν από τη μία ή την άλλη αίσθηση, χωρίς ωστόσο να υπάρχει πειραματική απόδειξη. 

Προκειμένου να ελεγχθεί η υπόθεση αυτή πειραματικά με ορθό επιστημονικό τρόπο, θα έπρεπε εκ γενετής τυφλά άτομα σχετικά μεγάλης ηλικίας (μετά την λεγόμενη κρίσιμη περίοδο για την ανάπτυξη της συγκεκριμένης βιολογικής λειτουργίας) να ανακτήσουν την όρασή τους. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν άτομα που να πληρούσαν τα παραπάνω κριτήρια στις δυτικές αναπτυγμένες κοινωνίες, καθώς οι εγχειρίσεις αποκατάστασης της όρασης πραγματοποιούνται σε πολύ μικρή ηλικία. Αντιθέτως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου δεν υπάρχουν οι κατάλληλες ιατρικές υπηρεσίες. (Ostrovsky, Andalman, Sinha, 2006) 

Το 2003 ο Sinha μέσω του προγράμματος αποκατάστασης της όρασης Project Prakash, εντόπισε και μελέτησε ένα δείγμα 5 ατόμων (4 αγοριών και 1 κοριτσιού, ηλικίας 8- 17 ετών) που πληρούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις. 48 ώρες μετά από την πραγματοποίηση της εγχείρισης και την αφαίρεση των επιδέσμων οι ερευνητές του ΜΙΤ εξέτασαν την ικανότητα όρασης των ατόμων, χρησιμοποιώντας αντικείμενα που έμοιαζαν με τουβλάκια τύπου Lego. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές κατασκεύασαν 20 ζεύγη από τρισδιάστατα σχήματα φτιαγμένα “τουβλάκια” τύπου Lego και τα έδειξαν στα παιδιά με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Στην μία περίπτωση τους έδωσαν ένα σχήμα για να το επεξεργαστούν μέσω της αφής, χωρίς να το κοιτάνε. Στη συνέχεια τους έδωσαν να πιάσουν δύο άλλα σχήματα και να πουν πoιο από τα δύο σχήματα ήταν ίδιο με το αρχικό. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα παιδιά είχαν εξαιρετικά υψηλά ποσοστά επιτυχίας (98%) . Το πείραμα επαναλήφθηκε με τα ερεθίσματα να δίνονται συνεχώς και αποκλειστικά με οπτικό τρόπο. Τα παιδιά κατάφεραν και πάλι να αναγνωρίσουν σωστά τα σχήματα με πολύ υψηλά ποσοστά επιτυχίας (92%). Στο τρίτο και πιο σημαντικό πείραμα τα παιδιά άγγιξαν το αρχικό σχήμα και αργότερα έπρεπε να επιλέξουν το σωστό σχήμα από μια σειρά από σχήματα τα οποία έβλεπαν, αλλά δεν μπορούσαν να αγγίξουν. Τα αποτελέσματα ήταν σχεδόν απογοητευτικά, μόλις καλύτερα από τα αποτελέσματα που θα είχαν τα παιδιά αν είχαν μαντέψει στην τύχη (58%). Τα παιδιά δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν οπτικά το αντικείμενο το οποίο μόλις είχαν αγγίξει. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η αποτυχία των παιδιών οφειλόταν στο ότι δεν μπορούσαν να σχηματίσουν σύνδεση, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν φαίνεται να υπάρχει διαθέσιμη κάποια δια-αισθητική (δηλαδή από τη μία αίσθηση στην άλλη) αναπαράσταση για να κάνει το έργο της διάκρισης. Μετά από 5 μέρες ωστόσο, τα ίδια παιδιά στο ίδιο πείραμα είχαν υψηλό ποσοστό επιτυχίας (μέχρι και το 80%), μολονότι δεν είχε μεσολαβήσει κανένα είδος εκπαίδευσης (τα παιδιά απλά εκτίθονταν οπτικά ερεθίσματα του πραγματικού κόσμου) (Held, Ostovsky, deGender, Gandhi, Ganesh, Mathur & Sinha 2011). 

Σύμφωνα με επιπλέον πειράματα που έγιναν από την ερευνητική ομάδα του ΜΙΤ με την βοήθεια ενός υπολογιστή, διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά που είχαν σημαντικές δυσκολίες στην αναγνώριση των αντικειμένων που παρουσιάζονταν στην οθόνη για 3 μήνες περίπου. Τα παιδιά μπορούσαν να αναγνωρίσουν μεμονωμένες δυσδιάστατες εικόνες (πχ τρίγωνο, κύκλο), αλλά όταν κάποια τμήματα των σχημάτων συνέπιπταν, το άτομο αντιμετώπιζε πολύ μεγάλα προβλήματα, καθώς θεωρούσε ότι υπήρχε και τρίτο σχήμα. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόταν τα δύο σχήματα ήταν πολύ διαφορετικός από τον τρόπο παρουσίασής τους. Ταυτόχρονα, η κίνηση φάνηκε να βοηθάει τα άτομα στην οπτική αντίληψη των ερεθισμάτων. Για παράδειγμα, όταν υπήρχε ένα τρίγωνο στατικό ανάμεσα σε γραμμές πλάγιες, το άτομο δυσκολευόταν πολύ να το εντοπίσει και να το αναγνωρίσει. Αντιθέτως, όταν το τρίγωνο κινούνταν συνέχεια, το άτομο το αναγνώριζε πολύ πιο εύκολα. Μελετώντας τα αντικείμενα που αναγνώριζαν τα άτομα τους πρώτους 3 μήνες μετά την αποκατάσταση της όρασης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι από τα 50 καθημερινά αντικείμενα που τους έδειχναν, αυτά αναγνώριζαν μόνο τα 13, τα περισσότερα από τα οποία είχαν το στοιχείο της κίνησης. 10 με 18 μήνες αργότερα, παρουσιάστηκαν στα άτομα τα ίδια καθημερινά αντικείμενα. Αυτή την φορά τα αποτελέσματα ήταν πολύ καλύτερα, δείχνοντας ότι ο εγκέφαλος είχε μάθει να αναγνωρίζει οπτικά τα αντικείμενα (Thomas) 

Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά φαίνεται πώς η απάντηση στο ερώτημα του Molyneux είναι αρνητική. Οι απτικές πληροφορίες που συλλέγουν οι τυφλοί και που τους επιτρέπουν να διακρίνουν ένα αντικείμενο από ένα άλλο, δεν είναι προσβάσιμες με την όραση για ένα χρονικό διάστημα. Επομένως, η απευθείας αναγνώριση ενός αντικειμένου αποκλειστικά και μόνο με την όραση λίγο μετά την εγχείριση, είναι αδύνατη. (Held, Ostovsky, deGender, Gandhi, Ganesh, Mathur & Sinha 2011). 

Ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, περίπου μιας εβδομάδας, η αδυναμία οπτικής αναγνώρισης αντισταθμίστηκε και παρουσιάστηκε μια σύνδεση των οπτικών και απτικών ερεθισμάτων, γεγονός που παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από νευροψυχολογική άποψη. Αν και αρχικά η σύνδεση ανάμεσα στην όραση και την αφή δεν είναι επαρκής για την εναρμόνιση των αναπαραστάσεων των δύο διαφορετικών αισθήσεων, η ικανότητα αυτή μπορεί να αποκτηθεί μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα έκθεσης του ατόμου σε εμπειρίες του πραγματικού κόσμου. Μια εναλλακτική εξήγηση της ανάπτυξης της σύνδεσης μεταξύ οπτικών και απτικών ερεθισμάτων είναι η ταχύτατη αύξηση της οπτικής ικανότητας του ατόμου να δημιουργεί τρισδιάστατες αναπαραστάσεις, έτσι ώστε να επιτρέπει μια πιο ακριβή χαρτογράφηση ανάμεσα στις απτικές και οπτικές δομές. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τα αποτελέσματα των μελετών που έχουν γίνει στο παρελθόν και αναφέρουν οτι απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα (μήνες) για μια ουσιαστική αλλαγή στην ικανότητα οπτικής αντίληψης των τυφλών ατόμων. Η ταχύτατη αλλαγή της οπτικής ικανότητας δείχνει ότι το νευρωνικό υπόστρωμα που είναι υπεύθυνο για την αντίληψη που περιλαμβάνει την αλληλεπίδραση μεταξύ των 2 διαφορετικών αισθήσεων (όρασης και αφής) υπάρχει ήδη πριν την εκδήλωση της συμπεριφοράς. Αυτή η διαπίστωση είναι σύμφωνη με τα σύγχρονα νευρολογικά ευρήματα, σύμφωνα με τα οποία οι νευρώνες είναι σε θέση να ανταποκρίνονται σε 2 ή περισσότερες αισθήσεις, ακόμα και στις περιοχές τους εγκεφαλικού φλοιού που είναι αφιερωμένες αποκλειστικά σε μια μορφή αίσθησης. Είναι ενδιαφέρουσες οι υποθέσεις σχετικά με την πιθανή σημασία της μαθημένης παρά της εγγενούς χαρτογράφησης ανάμεσα στην όραση και την αφή. Η άποψη για μια δυναμική χαρτογράφηση που βασίζεται στην εμπειρία είναι πολύ ελκυστική. Η αναπαράσταση των απτικών χαρακτηριστικών μπορεί να μεταβάλλεται, καθώς το σώμα του ατόμου αναπτύσσεται. Στην όραση, η βελτίωση στην ακρίβεια και οι στρατηγικές που αναπτύσσει το βρέφος κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του, ίσως επιτρέπει στο άτομο να έχει πρόσβαση σε αναπαραστάσεις που δεν είχε προηγουμένως. Ακόμα και κατά την ενήλικη ζωή φαίνεται να διατηρείται η δυναμικότητα του συστήματος (Held, Ostovsky, deGender, Gandhi, Ganesh, Mathur & Sinha 2011). 

Εν κατακλείδει, φαίνεται ότι οι αισθήσεις μας διδάσκουν στον εγκέφαλο να μοιράζει τις πληροφορίες. Όμως, δεν μοιράζουν πληροφορίες μέχρι να ενεργοποιηθούν. (Thomas). 

Τα συνολικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τους ερευνητές, υποδηλώνουν αρχικά ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος παρουσιάζει μεγαλύτερη πλαστικότητα, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, θέτουν υπο αμφισβήτηση τη θεωρία της κρίσιμης περιόδου για τη βιολογική λειτουργία της όρασης, καθώς φαίνεται να μην ισχύει η αρχική πεποίθηση ότι αν ένα παιδί στερηθεί τα οπτικά ερεθίσματα (την αίσθηση της όρασης) τα 3-4 πρώτα χρόνια της ζωής του δεν θα μπορέσει στη συνέχεια να ανακτήσει την όραση και την ικανότητα να αντιλαμβάνεται ερεθίσματα μέσω της οπτικής οδού (Held, Ostovsky, deGender, Gandhi, Ganesh, Mathur & Sinha 2011). 

Ωστόσο, είναι δύσκολο να εξηγήσει κάποιος τα αποτελέσματα των πειραμάτων αυτών με απόλυτη βεβαιότητα, δίνοντας οριστική και αδιαμφισβήτητη απάντηση στο ερώτημα του Molyneux. Εκφράζεται η άποψη ότι η ερμηνεία των αποτελεσμάτων μπορεί να γίνει με δύο τρόπους, καταλήγοντας σε ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα. Στη μια περίπτωση, που εκφράζει και τις απόψεις της ερευνητικής ομάδας του ΜΙΤ, αναγνωρίζεται η μεγάλη πλαστικότητα του εγκεφάλου. Φαίνεται πως αρχικά ο εγκέφαλος προσπαθεί να γνωρίσει τον κόσμο μέσα από την νέα αίσθηση της όρασης. Με την πάροδο των ημερών και καθώς τα παιδιά έρχονταν σε επαφή με όλο και περισσότερα ερεθίσματα, οπτικά και απτικά, ο εγκέφαλος άρχισε να προσαρμόζεται και να αναδιοργανώνεται. Στην άλλη περίπτωση, όμως, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το διάστημα των λίγων ημερών μεταξύ της εγχείρισης και των επιτυχημένων πειραμάτων είναι πολύ σύντομο για μια αναδιοργάνωση του εγκεφάλου, οπότε η εναλλακτική εξήγηση είναι μια γενετικά προκαθορισμένη προδιάθεση “συνεργασίας” μεταξύ των αισθήσεων (Αγοραστός, 2011). 


Βιβλιογραφία 

Ιωάννα Αγγέλου, 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου