Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Η συνιδρύτρια και διευθύντρια της Black Light και συνδημιουργός της σειράς podcast της LiFO «Ζούμε ρε» δραστηριοποιείται ώστε οι ΑμεΑ να διαθέτουν ίσες ευκαιρίες και απεριόριστη πρόσβαση, δίχως στιγματισμούς και διακρίσεις. Και είναι η Αθηναία της εβδομάδας.

Γεννήθηκα στο Παλιό Φάληρο και μεγάλωσα μέχρι κάποια ηλικία στη Γλυφάδα, όπου μετακομίσαμε με τους γονείς και τον μεγαλύτερο αδελφό μου. Η μητέρα μου δίδασκε Αγγλικά, ο πατέρας μου υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό και ύστερα προσλήφθηκε σε μια ναυτιλιακή εταιρεία, όπου, λόγω δουλειάς, έκανε πολλά ταξίδια, οπότε τον συνοδεύαμε συχνά για να τον αποχαιρετήσουμε ή για να τον προϋπαντήσουμε στο Ελληνικό, που τότε λειτουργούσε ακόμα. Συνέβαινε κιόλας το σπίτι μας στη Γλυφάδα να είναι πολύ κοντά στο αεροδρόμιο και είχαμε τόσο συνηθίσει τον θόρυβο από τους κινητήρες των αεροπλάνων που απογειώνονταν ώστε, ξέροντας την ώρα, μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ποιας εταιρείας ήταν κάθε πτήση και πού κατευθυνόταν!

Η αγάπη που είχαμε οικογενειακώς για τα ταξίδια πέρασε και σ’ εμένα που ήδη, από πέντε μηνών μωρό, ταξίδευα στο εξωτερικό με τους δικούς μου που αναζητούσαν θεραπεία για μένα, καθώς, εξαιτίας μια γονιδιακής πάθησης, γεννήθηκα τυφλή· όχι εντελώς, μπορώ να διακρίνω το φως από το σκοτάδι και μαζί κάποιες φιγούρες, κάποιες σκιές, όχι όμως λεπτομέρειες. Βελτίωση δεν είδα διότι δεν υπήρχαν ούτε έξω θεραπείες για την περίπτωσή μου, αντιμετώπιζα όμως τα ταξίδια σαν εκδρομές και το διασκέδαζα. Πλέον έχει σημειωθεί ιατρική πρόοδος σε αυτό το πεδίο, αλλά προσωπικά δεν με ενδιαφέρει.

Ξέρω, ακούγεται ίσως λίγο σοκαριστικό να αδιαφορώ για το ενδεχόμενο να βρω την όρασή μου, όμως έχω δομήσει ήδη τη ζωή μου με έναν τρόπο έτσι όπως είμαι και το να ξανακάνω φορμάτ στον εγκέφαλο δεν προεξοφλεί την επιτυχία όπως τη φαντάζεται ο πολύς κόσμος, δηλαδή δεν σημαίνει ότι ένα φλιτζάνι θα το αναγνωρίσω αμέσως ως τέτοιο. Δεν είναι τόσο περίεργο αυτό όσο ίσως φαίνεται καθώς οι αισθήσεις μας στέλνουν μηνύματα στον εγκέφαλο ο οποίος στη συνέχεια τα αποκωδικοποιεί. Αν, λοιπόν, βρει το φως του ένας τυφλός, θα πρέπει ο εγκέφαλος να εκπαιδευτεί εξαρχής στα νέα ερεθίσματα και προσωπικά δεν νιώθω ότι χρειάζομαι κάτι τέτοιο, δεν μου λείπουν οι εμπειρίες και οι χαρές της ζωής ώστε να μπω σε αυτό το τριπ.

• Τα ταξίδια εκείνα για θεραπείες μπορεί να μην καρποφόρησαν, ωστόσο, χάρη σε αυτά, οι γονείς μου έμαθαν πώς θα έπρεπε να συμπεριφέρονται σε ένα τυφλό παιδί σε μια εποχή –αρχές δεκαετίας ’80– που δεν υπήρχε σχεδόν καμία σχετική παιδεία. Για μένα, ξέρεις, είναι φυσικό εκείνο που μπορεί να φρικάρει κάποιον άλλο, δηλαδή το να «βλέπω» τον κόσμο έτσι όπως τον βλέπει ένας τυφλός άνθρωπος, χωρίς αυτό να με προβληματίζει. Μάλιστα, ως παιδάκι αργείς να αντιληφθείς ότι διαφέρεις. Ένα πρώτο σημάδι είναι όταν τα συνομήλικά σου παιδιά, καθώς μεγαλώνουν, σταματούν να τα κρατούν οι γονείς τους από το χεράκι, ενώ αυτό δεν συμβαίνει μ’ εσένα, οπότε αναρωτιέσαι «τι φάση!». Ένα άλλο είναι όταν συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να συμμετάσχεις σε ένα οπτικό παιχνίδι. Δεν λες όμως, ούτε και θα έπρεπε, «ρε γαμώτο, τι μου ’τυχε», απλώς ψάχνεις να δεις πώς μπορείς να διαχειριστείς την κατάστασή σου. Οι δικοί σου –και πολύ σωστά– δεν θα σου υπενθυμίζουν διαρκώς την αναπηρία σου, ανάλογα λοιπόν με τη σχέση που διατηρείτε αρχίζεις να ρωτάς μερικά πράγματα. Προσωπικά. δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω, το κατάλαβα κάποια στιγμή μόνη μου.

• Μεγαλώνοντας πέρασα από δύο σχολεία, το ένα ήταν η ιστορική Σχολή Τυφλών στην Καλλιθέα –εκεί είχε γίνει η περίφημη κατάληψη για τα δικαιώματα των τυφλών τον Μάιο του 1976, όταν ακόμα τη διοικούσε η Εκκλησία και οι παπάδες αποφάσιζαν για την τύχη των τυφλών παιδιών–, το άλλο το Αρσάκειο. Γενικά μιλώντας, τα ειδικά σχολεία δεν είναι η καλύτερη λύση για τα ανάπηρα παιδιά. Πλέον στην Ελλάδα υπάρχει η διαδικασία της παράλληλης στήριξης, δηλαδή εξειδικευμένοι δάσκαλοι που υποστηρίζουν παιδιά ανάπηρα ή με σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες. Τότε, όμως, αυτά δεν υπήρχαν, οπότε οι γονείς μου σκέφτηκαν μετά τη Σχολή Τυφλών να με βάλουν σε ένα πρότυπο ιδιωτικό σχολείο, όπου, εκτός από καλύτερη εκπαίδευση, θα είχα και καλύτερη αντιμετώπιση συγκριτικά με ένα δημόσιο «της σειράς». Πράγματι έτσι ήταν στο Αρσάκειο, έπρεπε ωστόσο κι εκεί να διεκδικήσω ορισμένα πράγματα γιατί τίποτα πουθενά δεν είναι αυτονόητο ούτε δεδομένο. Πώς θα έγραφα, ας πούμε, διαγωνίσματα. αφού οι καθηγητές δεν γνώριζαν τη γραφή Μπράιγ; Όλα αυτά έπρεπε να τα ζητάω. Άλλωστε, ελάχιστα ανάπηρα παιδιά φοιτούσαν τότε σε μη ειδικά σχολεία, ώστε να υπάρχει η τεχνογνωσία.

• Είμαι ξεκάθαρα της άποψης ότι δεν πρέπει να φοιτούν τα ανάπηρα παιδιά σε ειδικά σχολεία. Αυτά θα μπορούσαν να λειτουργούν ως κέντρα που να παρέχουν υποστήριξη σε μαθητές και γονείς. Εκείνο που ονομάζουμε πρώιμη παρέμβαση έγκειται στην παρουσία εκπαιδευτικών που μπορούν να εξηγήσουν στους γονείς τους πώς να τα μεταχειριστούν καλύτερα. Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι ζούμε σε μια κοινωνία που δεν έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο συμπεριληπτικότητας ώστε να εξετάζει ως πιθανότητα τη γέννηση παιδιών που ενδεχομένως να διαφέρουν σωματικά ή οτιδήποτε άλλο, κι όταν αυτό συμβαίνει πολλοί γονείς το βιώνουν τραυματικά. Αλλά η φοίτηση στο γενικό σχολείο χρειάζεται ουσιαστική παράλληλη στήριξη, ώστε να μην έχουμε μια εκπαίδευση διαφορετικών ταχυτήτων. Όταν, βέβαια, έχεις έναν τέτοιο δάσκαλο για 3-4 ανάπηρα παιδιά, όπως συμβαίνει σήμερα, δύσκολο να γίνει ολοκληρωμένη δουλειά.

• Όσον αφορά την κοινωνικοποίηση με τους μη ανάπηρους συμμαθητές μου που ήθελαν την παρέα μου –γιατί, όπως είναι ευνόητο για κάθε άτομο, ούτε όλοι με θέλανε για παρέα ούτε κι εγώ «κολλούσα» με όλους–, πάλι σ’ εμένα λάχαινε να κάνω το πρώτο βήμα, καθώς εκείνοι δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν για να με πλησιάσουν. Βλέπεις, οι άλλοι ήταν πολλοί, εγώ μία! Δεν είναι πολύ δίκαιο αυτό γιατί μπορεί να μη διαθέτεις τον καλύτερο ψυχισμό και την υψηλότερη αυτοπεποίθηση, αλλά έλα που δεν γίνεται αλλιώς αν δεν θες να απομονωθείς! Έκανα, πάντως, κάποιες στενές φιλίες με πολύ αγαπημένους ανθρώπους, που ακόμα διατηρώ.

• Τελειώνοντας τη βασική εκπαίδευση, πέρασα στο Τμήμα Ψυχολογίας στο Πάντειο. Με ενδιέφερε πολύ το γνωστικό αυτό αντικείμενο, που είναι μάλιστα δημοφιλές στα τυφλά άτομα. Με είλκυε όμως από παλιά και η δημοσιογραφία, ειδικά η ερευνητική, ήθελα κιόλας μέσα από αυτήν να αναδείξω ζητήματα σχετικά με την αναπηρία. Αυτό το έκανα πράξη όσο γινόταν, αν και θα απέφευγα τον χαρακτηρισμό της ακτιβίστριας από σεβασμό στο ειδικό βάρος κάποιων όρων. Ξεκινώντας έπειτα να εκπαιδεύομαι για ξεναγός, ήρθα σε επαφή με παιδιά από διάφορα μέρη της Ελλάδας και διαπίστωσα από κοντά πόση ανάγκη εκπαίδευσης υπάρχει σε θέματα αναπηρίας, όχι μόνο αναφορικά με τον απλό κόσμο αλλά και με ανθρώπους σε θέσεις εξουσίας που αύριο μπορεί, ας πούμε, να απορρίψουν λόγω προκατάληψης έναν υποψήφιο εργαζόμενο απλώς εξαιτίας μιας αναπηρίας.

Το 2013 έμαθα για το πρότζεκτ Dialogue in the Dark που έφεραν στην Ελλάδα ο Μιχάλης και η Βανέσα Αδάμ στο Μπάντμιντον. Πρόκειται για μια εγκατάσταση-προσομοίωση του πώς είναι να κυκλοφορείς σε μια πόλη έχοντας όλες τις άλλες αισθήσεις πλην της όρασης, που δείχνει ότι αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο, δηλαδή δεν είναι τελικά τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός. Όταν το πρότζεκτ αυτό έκλεισε τον κύκλο του, μαζευτήκαμε κάποια τυφλά άτομα που είχαμε συμμετάσχει και φτιάξαμε την Κοιν.Σ.Επ. Black Light, η οποία εστιάζει στις εκπαιδεύσεις. Εκεί συνεχίζω να δραστηριοποιούμαι και αγαπώ πολύ αυτό που κάνουμε ως ομάδα. Πηγαίνουμε σε υπηρεσίες, καταστήματα, σχολεία, τσεκάρουμε ιστότοπους και εφαρμογές σόσιαλ μίντια ώστε να διαπιστώσουμε πόσο είναι προσβάσιμες, κ.λπ. Και δεν είναι μόνο αυτά, χρειαζόμαστε σίγουρα περισσότερα θέατρα, κινηματογράφους και κέντρα διασκέδασης με πρόσβαση για ανάπηρα άτομα, χρειάζεται επίσης να υπάρχει μεγαλύτερη πρόσβαση στο περιεχόμενο εικαστικών εκθέσεων και άλλων καλλιτεχνικών δρώμενων.

• Είναι κρίμα κάποιοι άνθρωποι να αποκλείονται από έναν ολόκληρο κόσμο, όπως αυτός της τέχνης, όταν έχουμε την τεχνογνωσία γι’ αυτό. Αυτό με απασχολεί κι εμένα, καθώς αγαπούσα από μικρή το διάβασμα και τις τέχνες – στο σπίτι, εκτός από πολλά βιβλία, είχαμε κάθε μέρα 3-4 εφημερίδες. Οι δικοί μου ήταν επίσης πολύ κινηματογραφόφιλοι. Τα τελευταία χρόνια, είναι αλήθεια, γίνονται πράγματα, υπάρχουν άνθρωποι και οργανισμοί που δουλεύουν σε αυτό το κομμάτι με πολύ καλά αποτελέσματα, δεν επαρκούν όμως σε σχέση με το διαθέσιμο περιεχόμενο, που είναι τεράστιο. Εσύ, ας πούμε, μπορείς να πας σε οποιαδήποτε προβολή στις Νύχτες Πρεμιέρας, ένα τυφλό άτομο μόνο σε 2-3 ταινίες που θα είναι προσβάσιμες, με την προϋπόθεση βέβαια να είναι και η αίθουσα προσβάσιμη, αν κινείται με αμαξίδιο.

• Για το ζήτημα της ονομασίας των ανάπηρων ανθρώπων έχουν γίνει μεγάλοι «καβγάδες»! Προσωπικά, συμφωνώ απόλυτα ότι ο όρος «Άνθρωποι με Αναπηρία» (ΑμεΑ) είναι ο καταλληλότερος. Ούτε «ειδικές ανάγκες» έχουμε, ούτε «ειδικές δεξιότητες» διαθέτουμε. Δεν ακούγονται μόνο ρατσιστικά αυτά, είναι και νοηματικά εσφαλμένα. Το «ανάπηρος» δεν σχετίζεται με την ποιότητα της όρασης, της ακοής ή της κινητικότητάς σου αλλά με το ότι εμποδίζεσαι με διάφορους τρόπους να λειτουργήσεις σε μια κοινωνία που δεν είναι φτιαγμένη ώστε να περιλαμβάνει κι εσένα χωρίς καμία διάκριση ή έλλειψη πρόσβασης.

Αν δεν υπήρχαν αυτά τα εμπόδια, δεν θα διέφερε η καθημερινότητα ενός ΑμεΑ από των άλλων συμπολιτών του. Παρατηρώ, όμως, ειδικά όταν μπαίνω σε συζητήσεις στα σόσιαλ και εκφράζω τέτοιες θέσεις, ότι πολλοί αντιδρούν στο στυλ «οι όροι μάς νοιάζουν τώρα;». Προτιμούν, φαίνεται, μια φρασεολογία που τους διευκολύνει να σε βλέπουν ως κατώτερο ώστε να σου κάνουν τη χάρη να σε λυπηθούν και να νιώσουν ταυτόχρονα ανώτεροι. Αλλά το πώς εκφραζόμαστε σχετίζεται απόλυτα με το πώς σκεφτόμαστε κι αυτό ισχύει αναφορικά με κάθε ευάλωτη κοινωνική ομάδα.

• Είδαμε πρόσφατα να αλλάζει το νομοθετικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της αναπηρίας, ωστόσο ακόμα δεν παρατηρούμε σημαντικές αλλαγές στην πράξη. Στην προσβασιμότητα δημόσιων κτιρίων δίνονται συνέχεια παρατάσεις, ενώ αγνοούμε πόσα ακριβώς ανάπηρα άτομα υπάρχουν στη χώρα, δεν προβλέφθηκε καν στην τελευταία απογραφή. Θεσπίστηκε μεν η κάρτα αναπηρίας, αλλά δεν έχει ακόμα κάποια σημαντική χρησιμότητα. Τα πράγματα οπωσδήποτε έχουν βελτιωθεί συγκριτικά με το παρελθόν, όμως τα ανάπηρα άτομα εξακολουθούν να νιώθουν ότι η πολιτεία δεν τα νοιάζεται πραγματικά.

• Έχω ξεκινήσει να ακούω πόντκαστ απ’ όταν δεν υπήρχαν ακόμα στην Ελλάδα. Με κέντρισε πολύ αυτό το μέσο και όταν ήρθε η πανδημία με τις καραντίνες έπιασα τον Θοδωρή Τσάτσο και του είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Μήπως τώρα που έχουμε μεγαλύτερη άνεση χρόνου να πειραματιστούμε κι εμείς;». Δέχτηκε και κάναμε κάποια τελείως ερασιτεχνικά, πρώτα οι δυο μας και μετά με κάποιους επώνυμους καλεσμένους. Κάποια στιγμή ο Θοδωρής σκέφτηκε να προτείνουμε μια σειρά πόντκαστ γύρω από την αναπηρία στη LiFO, που να έχει μεν σοβαρή θεματολογία αλλά να είναι κάπως ανάλαφρη, με χιούμορ, όχι «διδακτική» ή τύπου μελόδραμα. Δεν θέλαμε να υποδυθούμε τους αστυνόμους της αναπηρίας και τους αστυνόμους γενικά, πράγμα που αποφεύγω και όταν με καλούν για ομιλίες ή συνεντεύξεις. Είπα «μπα, αποκλείεται», όμως η ιδέα άρεσε, υλοποιήθηκε και χαιρόμαστε πολύ που έχει ανταπόκριση. Είναι και για μένα μια παραπάνω ικανοποίηση γιατί ήθελα από παλιά να κάνω ραδιόφωνο, μάλιστα είχα παρακολουθήσει κάποια σεμινάρια σχετικά και με τα πόντκαστ, είχα βρει κάτι αρκετά κοντά σε αυτό.

• Η Αθήνα, σίγουρα, δεν είναι η φιλικότερη πόλη για έναν ανάπηρο άνθρωπο που έχει να αντιμετωπίσει στενά, σπασμένα ή ασυνεχή πεζοδρόμια, ανεπαρκή πρόσβαση και έλλειψη κυκλοφοριακής αγωγής. Οι δυσκολίες είναι πολλές και συχνά απρόβλεπτες, όπως ένα πεζοδρόμιο που ξαφνικά διακόπτεται είτε φράζεται από αντικανονικά παρκαρισμένα αυτοκίνητα ή άλλα εμπόδια. Τι να κάνεις, το παίρνεις απόφαση και προσαρμόζεσαι σε αυτές τις συνθήκες, μάλιστα η Αθήνα, παρόλα της τα προβλήματα, έχει καλύτερες υποδομές από τις περισσότερες επαρχιακές πόλεις. Υπάρχουν όμως κι άλλοι περιορισμοί, θα πρέπει να έχεις ας πούμε σπίτι στο κέντρο κατά προτίμηση γιατί δεν είναι εύκολο για όλους να διαθέτουν αναπηρικό αυτοκίνητο.

Όσο για τα μέσα μαζικής μεταφοράς, το μετρό είναι πιο προσβάσιμο, αλλά με φαντάζεσαι να στριμώχνομαι με το λευκό μου μπαστουνάκι σε ένα ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο ή τρόλεϊ; Πού να χρειαζόμουν και αμαξίδιο. Είναι ευκολότερο να ταξιδέψεις εκτός πόλης παρά να κινείσαι εντός της, όπως διαπιστώνω από τα πολλά ταξίδια που κάνω εδώ και στο εξωτερικό λόγω δουλειάς. Ακόμα κι αν πάω σε μια πόλη ή χώρα που δεν ξέρω καθόλου, θα τη βρω την άκρη. Καμιά φορά πέφτω, έχω πάθει και διαστρέμματα, αλλά αυτό οφείλεται συνήθως στη δική μου βιασύνη, άλλοι προσέχουν περισσότερο!

• Ζω πολλά χρόνια τώρα στο Κουκάκι, όπου έμεναν παλιά οι παππούδες μου. Το αγαπώ πολύ, έχει υπέροχη ενέργεια, βρίσκεις ό,τι θες σε κοντινές αποστάσεις και διατηρεί ακόμα μια αίσθηση γειτονιάς, παρόλη την τουριστικοποίηση που πάει να σαρώσει τα πάντα – το διακρίνεις αυτό και στις σχέσεις των ανθρώπων που μένουν εδώ, στις καλημέρες που ανταλλάσσουν ακόμα και άγνωστοι. Στο τετράγωνο όπου μένω υπάρχει μια ηλικιωμένη που ζει μόνη της και δεν πολυβγαίνει, ακούω λοιπόν συχνά γείτονες να περνούν απέξω ρωτώντας την αν είναι καλά και αν χρειάζεται κάτι.

Βρίσκω συγκινητικό αυτό το ενδιαφέρον σε εποχές που οι περισσότεροι κοιτάνε την πάρτη τους. Τα μόνα μου παράπονα από το Κουκάκι είναι αφενός το άθλιο από πλευράς προσβασιμότητας στενό που μένω –δεν υπάρχουν καν πεζοδρόμια, ο δρόμος έχει λακκούβες, ευτυχώς έχω μάθει να τον διασχίζω με κλειστά μάτια στην κυριολεξία!–, κάτι που δυστυχώς ισχύει για πολλούς ακόμα δρόμους, αφετέρου το ότι είναι πολύ βρόμικο, παρά την τουριστική ανάπτυξη – καμία δημοτική αρχή δεν έχει φροντίσει γι’ αυτό. Εδώ κάνω και τις εξόδους μου πια, παλιότερα σύχναζα Εξάρχεια, πλατεία Καρύτση, Παγκράτι και αλλού, τώρα όμως γίναμε κι εμείς σποτ. Ας είχαμε μόνο λιγότερο θόρυβο τα βράδια, έχει γίνει πρόβλημα αυτό, ούτε το Φαληράκι της Ρόδου να ήμασταν. Δεν λέω να ξαναγίνουμε ερημιά, είμαι με την εξέλιξη, χρειάζεται όμως μια ισορροπία με τον τουρισμό και τα τόσα μαγαζιά που ξενυχτάνε.

• Οι ανάπηροι άνθρωποι δεν διαφέρουμε από τους άλλους αναφορικά με τα ενδιαφέροντα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας. Ο τρόπος αλλάζει. Αν, για παράδειγμα, ένα τυφλό άτομο θέλει να φλερτάρει, προφανώς δεν θα κάνει eye contact, θα ενεργήσει διαφορετικά, σημασία έχει να μπορεί να κοινωνικοποιείται. Πάντως ούτε στερημένοι ούτε ανέραστοι είμαστε, ούτε περιχαρακωμένοι στη δική μας κοινότητα. Όχι, δεν θα έδινα κάποιες κλισέ οδηγίες σε ένα ανάπηρο παιδί που προσπαθεί να βρει τα πατήματά του ούτε είμαι κάποια αυθεντία. Η αποδοχή και ο αποστιγματισμός της αναπηρίας θέλουν χρόνο, αλλά κυρίως ανθρώπους που να τολμούν να βγουν προς τα έξω, να κάνουν φασαρία που λέμε.

Στον χώρο αυτό γνώρισα αρκετούς ανθρώπους είτε πολύ παραιτημένους είτε άλλους που ισχυρίζονται ότι «όλα είναι στο χέρι σου». Το οποίο επίσης είναι ψέμα, καθώς ούτε ζεις μόνος στον κόσμο ούτε είσαι υπεράνθρωπος. Αν θα έλεγα, λοιπόν, κάτι, θα ήταν να μαθαίνει, να ενημερώνεται και να συνδεθεί με άτομα που μοιράζονται την ίδια κατάσταση. Έχουμε ανάγκη να αφήνουμε ο ένας στον άλλο το αποτύπωμά του γιατί είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν για την αναπηρία και λίγα τα άτομα που δύνανται και αντέχουν να εκφέρουν δημόσια λόγο γι’ αυτή. Μόνος σου δεν πας πουθενά, ειδικά αν προέρχεσαι από ένα περιβάλλον που δεν έχει τις γνώσεις, τον τρόπο ή τα μέσα να σε στηρίξει.


Μπορείτε να ακούσετε το δεκαπενθήμερο podcast «Ζούμε, ρε» σε επιμέλεια και παρουσίαση της Χρυσέλλας Λαγαρία και του Θοδωρή Τσάτσου στο lifo.gr, στο Spotify, στα Apple και στα Google podcasts.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Θοδωρής Αντωνόπουλος
Πηγή: LiFO

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου