Τις τελευταίες δεκαετίες η έλευση μεταναστών και προσφύγων υπήρξε μια πραγματικότητα η οποία διαμόρφωσε νέα δεδομένα τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και στη σχολική πραγματικότητα. Η εν λόγω κατάσταση δημιουργεί προβλήματα στην απορρόφηση των μικρών παιδιών στις εκπαιδευτικές δομές, καθώς καλούνται να μάθουν την γλώσσα της κοινωνίας ένταξης, ενώ παράλληλα μιλούν και τη μητρική τους γλώσσα. Πολλοί μάλιστα ακόμα και στο χώρο της εκπαίδευσης ισχυρίζονται πως οι δύο γλώσσες δεν είναι εφικτό να συμβαδίζουν. Η θέση αυτή όμως έχει απορριφθεί, καθώς οι επιστημονικές μελέτες αποδεικνύουν το αντίθετο.
Στην περίπτωση της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης γλώσσας απαιτείται επιμελής σχεδιασμός και προγραμματισμός. Η ελληνική γλώσσα είναι μια πλούσια γλώσσα αλλά και δύσκολη στην εκμάθηση κατά πολλούς, όσον αφορά το λεξιλόγιο της και τα συντακτικά της φαινόμενα. Στηριζόμενη ετυμολογικά στην αρχαία ελληνική είναι αναμενόμενο να δυσκολεύει κάθε μαθητή στα πρώτα σχολικά χρόνια. Μια απαιτητική γλώσσα ακόμα και για τα δικά μας παιδιά και όπως είναι αναμενόμενο ακόμα δυσκολότερη για πρόσφυγες και μετανάστες.
Πέρα όμως από τον ενδελεχή σχεδιασμό, καθοριστικός κρίνεται ο ρόλος του δασκάλου. Καίρια παράμετρος για την επιτυχή εκμάθηση της γλώσσας είναι ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε εκπαιδευτικός θα αξιοποιήσει τα εργαλεία που έχει, ώστε να εντοπίσει και καλλιεργήσει τις δεξιότητες, αλλά και τις ιδιαιτερότητες κάθε μαθητή. Ο ρόλος όμως του δασκάλου δεν περιορίζεται μόνο στην τυπική διδασκαλία αλλά σχετίζεται άμεσα με τη γενικότερη στάση του απέναντι σε μαθητές που η μητρική τους γλώσσα είναι διαφορετική από τη γλώσσα της κοινωνίας ένταξης.
Σε μια πολυπολιτισμική τάξη ο εκπαιδευτικός μπορεί να εφαρμόσει ποικίλες πρακτικές οι οποίες θα στηρίζονται στο διάλογο και την ουσιαστική επικοινωνία τόσο του ίδιου με τους μαθητές του, όσο και μεταξύ των μαθητών. Είναι απαραίτητο να κρατάει μια διαλλακτική θέση και να δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να εκφράζουν τη γνώμη τους σεβόμενοι ο ένας τον άλλο. Βέβαια στην εφαρμογή του διαλόγου ο εκπαιδευτικός καλείται να επέμβει σε περιπτώσεις όπου απαιτείται ισορροπία των επιχειρημάτων. Πίσω από την εκμάθηση μιας γλώσσας κρύβεται η κουλτούρα και ο τρόπος σκέψης κάθε ατόμου. Μόνο προσεγγίζοντας την κουλτούρα του κάθε μαθητή είναι εφικτή η προσαρμογή σωστής διδασκαλίας μιας άλλης γλώσσας.
Ένας εκπαιδευτικός μπορεί να εφαρμόσει ποικίλες πρακτικές προκειμένου να διδάξει με επιτυχία τη γλώσσα. Αρχικά πολύτιμη κρίνεται η χρήση των πολυτροπικών κειμένων αλλά και η χρήση αυθεντικών κειμένων που έχουν αντληθεί από την πολιτιστική δημιουργία της χώρας προέλευσης των μαθητών. Με τη χρήση δίγλωσσων κειμένων μπορεί να γίνουν κατανοητές οι διαφορές στο λεξιλόγιο και στη σύνταξη. Επίσης ο εκπαιδευτικός μπορεί να οργανώσει ομάδες μεταξύ των μαθητών του και να τους αναθέσει «projects» αναφορικά με αμφιλεγόμενα θέματα. Έτσι θα ακουστούν διαφορετικές απόψεις και θα γίνει εφικτή η κατανόησή τους. Είναι σημαντικό οι γηγενείς μαθητές να κατανοήσουν την κουλτούρα των αλλοεθνών και να τεθούν βάσεις συνεργασίας για την γλωσσική επικοινωνία.
Ανακεφαλαιώνοντας η γλωσσική διδασκαλία στα πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα είναι δυσχερής αλλά όχι ανέφικτη. Μέσα από τις ορθές και σωστά μελετημένες πρακτικές μπορούν να τεθούν θεμέλια ουσιαστικά για την εκμάθηση της εκάστοτε γλώσσας και να επιτευχθεί εποικοδομητική επικοινωνία ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέλη.
Η γλώσσα είναι δηλωτικό εργαλείο του πολιτισμού κάθε χώρας. Είναι καίριος λίθος επικοινωνίας αλλά και ομαλής κοινωνικοποίησης του ατόμου. Ένας από τους βασικούς σκοπούς της εκπαίδευσης είναι να διαμορφώσει ολοκληρωμένα άτομα με συνείδηση του κοσμοπολιτισμού και του αλληλοσεβασμού και μέσω της διδασκαλίας της γλώσσας. Ο σκοπός αυτός θα επιτευχθεί όταν θα αξιολογεί τις διαφορετικές γλωσσικές καταβολές των μαθητών και με υπομονή και επιμονή αλλά και σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας θα διδάσκει τη δεύτερη γλώσσα με επιτυχία.
Νίκη Σταματοπούλου, Φιλόλογος/ Ειδική Παιδαγωγός
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου