Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Μεταρρύθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης

Μετά τη Μεταπολίτευση αναπτύχθηκε μια πολιτική και οικονομική δυναμική για ουσιαστικές εκπαιδευτικές αλλαγές στην Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα χρόνια προβλήματα που είχαν επιταθεί την περίοδο της χούντας. Το 1974 ιδρύεται και η Επιτροπή Παιδείας της ΕΟΚ, που οδηγεί αργά αλλά σταθερά στη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών σε θέματα εκπαίδευσης και στη δημιουργία ενός καταλόγου αρχών για την προώθηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και την προσαρμογή των εθνικών οικονομιών στις αυξανόμενες απαιτήσεις της ενωμένης Ευρώπης.

Οι μεταβολές, πλέον, στηνελληνική εκπαίδευση θα έπρεπε να εναρμονίζονται περισσότερο με τα συστήματα που ίσχυαν στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρώπης. Η ανάγκη για αναδιοργάνωση και εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσής μας, ώστε να μη βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας, προβαλλόταν και ως προϋπόθεση ένταξης στην ΕΟΚ, ώστε η χώρα μας από περιφερειακή και εξαρτημένη να ενσωματωθεί ως ισότιμο μέλος της.

Οι αλλαγές του 1959 και του 1964

Τα παραπάνω οδήγησαν τον Ιανουάριο του 1976 σε εκπαιδευτικές μελέτες και συζητήσεις. Ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα του θέματος και δηλώνοντας ότι «είναι αναγκαίον να δοθεί λύσις εθνική εις το εκπαιδευτικόν θέμα», προήδρευσε σε δύο συσκέψεις στο υπουργείο Παιδείας στις οποίες συμμετείχαν ο υπουργός Γεώργιος Ράλλης, οι υφυπουργοί, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ακαδημαϊκοί, πρυτάνεις, εκπρόσωποι εκπαιδευτικών οργανώσεων, ο Αλέξης Δημαράς κ.ά. Στο επίκεντρο των συζητήσεων ήταν: α) τα πορίσματα της Επιτροπής Παιδείας που είχε συστήσει και πάλι ο Κων. Καραμανλής το 1957 και β) οι πραγματοποιηθείσες αλλαγές στην εκπαίδευση το 1964.

Η Επιτροπή Παιδείας του 1957 από κορυφαίους ειδικούς γενικότερης αποδοχής, μεταξύ των οποίων και ο Ευάγγελος Παπανούτσος, αφού μελέτησε τα προβλήματα της εκπαίδευσης, εισηγήθηκε τρόπους αντιμετώπισής τους, καθώς «άνευ καλής εκπαιδεύσεως δεν είναι δυνατόν ούτε το εθνικόν μας εισόδημα να αυξηθή ούτε να εξασφαλισθή η κοινωνική ευημερία και ευστάθεια». Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Ξενοφώντα Ζολώτα: Το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει «να μεταβάλη προσανατολισμόν, να προσαρμοσθή περισσότερον προς τας πρακτικάς ανάγκας της ζωής και να χρησιμεύση ως αφετηρία διά την προώθησιν της τεχνικής εκπαιδεύσεως».

Ο «θόρυβος» που προκάλεσε η παραπάνω μελέτη, αλλά και τα στελέχη του οικονομικού τομέα που ασχολήθηκαν περισσότερο με τα κύρια σημεία της, επηρέασαν άμεσα τα νομοθετήματα του 1959.

Τα οκτατάξια γυμνάσια αντικαθίστανται από τα εξατάξια, που χωρίζονται σε δύο τριετείς κύκλους σπουδών. Στον δεύτερο κύκλο δημιουργούνται, εκτός από τα υπάρχοντα κλασικά, πρακτικά τμήματα (Τεχνικής, Αγροτικής, Οικονομικής, Ναυτικής, Ξένων Γλωσσών και Οικοκυρικής). Τα απολυτήρια όλων ήταν ισότιμα για την εισαγωγή μαθητών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα έχοντας έναν κοινό πυρήνα μαθημάτων.

Το πνεύμα και φυσικά τα προγράμματα δεν άλλαξαν. Εξακολουθούσαν να στηρίζονται στη λεγομένη «ανθρωπιστική παράδοση», έγινε, όμως μία απόπειρα να δοθεί έμφαση στην τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση.

Τα πορίσματα της παραπάνω επιτροπής αποτέλεσαν ουσιαστικά τους βασικούς άξονες και της μεταρρύθμισης του 1964 με πρωτοστατούντα τον Ευάγγελο Παπανούτσο, γενικό γραμματέα Παιδείας. Κεντρικές κατευθυντήριες ιδέες αποτέλεσαν τα μέτρα εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού της ελληνικής εκπαίδευσης, με έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην ισότητα ευκαιριών. Ενα δεύτερο νομοσχέδιο με στόχο μια συνολική παρέμβαση στην τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση δεν συζητήθηκε, λόγω των τότε γνωστών πολιτικών εξελίξεων.

Στη συνέχεια, όμως, αποσπασματικές ενέργειες και ασυντόνιστες πρωτοβουλίες σχημάτισαν ένα δίκτυο σχολών επαγγελματικής εκπαίδευσης, που αποτελούσαν τον «φτωχό συγγενή» στο γενικό εκπαιδευτικό δίκτυο.

Διπλός ρόλος για το νέο σχολείο

Οι νόμοι και τα διατάγματα του 1976-1977 στηρίχθηκαν, λοιπόν, στις μεταρρυθμίσεις του 1959 και 1964 και στόχευαν στη ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, έχοντας συναίνεση σχεδόν από όλα τα κόμματα. Είναι εμφανής η προσπάθεια των μεταρρυθμιστών να προσδώσουν στο σχολείο έναν διπλό ρόλο: κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομική αποτελεσματικότητα. Μεταρρυθμίσεις που για δεκαετίες αναχαιτίζονταν ή καταργούνταν, θεσμοθετούνται οριστικά, αλλάζουν ριζικά το εκπαιδευτικό τοπίο και γίνονται δεκτές από το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού, παρά τις αντιδράσεις κάποιων κομμάτων και οργανώσεων εκπαιδευτικών.

Ειδικότερα, η οργάνωση και η διοίκηση της Μέσης και Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως επιχειρήθηκε με τον νόμο 576/77. Σκοπός, η στροφή στην τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση για επαρκή στελέχωση του επεκτεινόμενου βιομηχανικού χώρου, αλλά και για να σταματήσει η «συσσώρευση χιλιάδων μαθητών στα γυμνάσια που δεν είχαν κανένα εφόδιο για να ενταχθούν στην παραγωγή, αλλά και τα πανεπιστήμια δεν μπορούσαν να τους απορροφήσουν». Τα τεχνικά-επαγγελματικά σχολεία έπρεπε να μεταδόσουν στους μαθητές τους τις απαιτούμενες γνώσεις και να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους, ώστε να μπορούν να ασχοληθούν με επιτυχία σε ορισμένο τεχνικό ή επαγγελματικό κλάδο.

Γι’ αυτό χρειαζόταν: α) Να συνδεθεί η επαγγελματική εκπαίδευση στενά με το σύστημα απασχόλησης και β) να πλησιάσουν οι εκπαιδευτικές ροές το ευρωπαϊκό πρότυπο, όπου το 50%-70% του μαθητικού δυναμικού στρεφόταν στην επαγγελματική εκπαίδευση, ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό έφθανε μόλις το 20%. Είναι χαρακτηριστικό ότι στους εκατό νέους αυτής της περιόδου φοιτούσαν στο γυμνάσιο 42, σε τεχνικές σχολές 11 και 47 είχαν εγκαταλείψει πρόωρα το σχολείο!

Κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου: «Ελπίζεται μετά βεβαιότητος ότι εντός του αμέσως προσεχούς μέλλοντος θα διπλασιαστεί ο αριθμός των στρεφομένων προς την επαγγελματική εκπαίδευσιν νέων» και θα τεθεί «φραγμός εις την ανεξέλεγκτον παραγωγήν αποφοίτων εξαταξίων γυμνασίων, ο κύριος όγκος των οποίων, έναντι του εμποδίου των εισιτηρίων διά το λύκειον εξετάσεων, θα στραφεί προς τας πρακτικάς και τεχνικάς κατευθύνσεις».

Μέχρι τότε λειτουργούσαν κατώτερες και μέσες σχολές εργοδηγών και άλλα σχήματα διάσπαρτα σε διάφορα υπουργεία και ιδιωτικούς φορείς. Τώρα, δημιουργείται ένα δεύτερο σχολικό δίκτυο, αυτό της τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης (με 12 τομείς και 38 ειδικότητες) και ένα σύστημα αυστηρόν εξετάσεων από το γυμνάσιο στο λύκειο. Σημειώνεται ότι διπλό δίκτυο επιδίωξε και η μεταρρύθμιση επί Ελευθερίου Βενιζέλου το 1929, ώστε να περιορίσει την «υπερτροφία» του μαθητικού δυναμικού των γυμνασίων και «τον τρομακτικώς δυσανάλογον αριθμόν επιστημόνων και μνηστήρων υπαλληλικών θέσεων» με στροφή στα κατώτερα και μέσα επαγγελματικά σχολεία.

Αποτελέσματα κατώτερα των προσδοκιών λόγω υποβάθμισης και κοινωνικής απαρέσκειας

Με τις νέες ρυθμίσεις η μέση (δευτεροβάθμια) εκπαίδευση περιλάμβανε δύο αυτοτελείς κύκλους τριετούς φοίτησης. Ο πρώτος κύκλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης περιλάμβανε το γυμνάσιο (γενικό και τεχνικό) και ο δεύτερος κύκλος τρεις τύπους σχολείων: το γενικό λύκειο, το τεχνικό-επαγγελματικό λύκειο (ΤΕΛ) και τις διετείς τεχνικές-επαγγελματικές σχολές (ΤΕΣ). Στο γυμνάσιο (γενικό και τεχνικό) εγγράφονταν οι απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου χωρίς εξετάσεις, ενώ στους αποφοίτους και των δύο τύπων χορηγούνταν ισότιμοι τίτλοι σπουδών.

Η μεταρρύθμιση του 1976-1977 έγινε δεκτή με ικανοποίηση από το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού. Για πρώτη φορά προδιαγραφόταν μια διαφορετική προοπτική για ένα εγχείρημα που επί πολλές δεκαετίες επιχειρούνταν και αντίστοιχα επί δεκαετίες αναχαιτιζόταν.

Και οι δύο τύποι λυκείου οδηγούσαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δημιουργείται, τώρα το παράλληλο δίκτυο εκπαίδευσης και οι ανάγκες της τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης καλύπτονται σχεδόν αποκλειστικά από το δημόσιο σύστημα. Ενας μεγάλος αριθμός ΤΕΛ και ΤΕΣ εξαπλώνεται σταδιακά σε όλη την Ελλάδα, εξασφαλίζοντας εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό στην αναδυόμενη τότε ελληνική οικονομία.

Παρ’ όλα αυτά, το 1977-1978 έπειτα από εξετάσεις εισήχθησαν στο γενικό λύκειο 65.000 μαθητές, στο ΤΕΛ μόνο 14.500 και στις τεχνικές σχολές περίπου 8.500. Είχαν υπερισχύσει, τελικά, οι σφοδρές συνδικαλιστικές και πολιτικές αντιδράσεις με το αιτιολογικό ότι τα εμπόδια μετά το γυμνάσιο προς το λύκειο (δύσκολες εξετάσεις) διακόπτοντας τη ροή προς τα ΑΕΙ ενισχύουν τις ταξικές διακρίσεις και τις κοινωνικές ανισότητες.

Δυστυχώς, η τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα διαχρονικά χαρακτηρίζεται από στοιχεία έντονης υποβάθμισης και κοινωνικής απαρέσκειας, απόηχος και της προκατάληψης του ελληνικού λαού για τις «βάναυσες τέχνες», που καλά κρατεί από την αρχαιότητα. Η τυπική ανακήρυξη ισότητας ανάμεσα στα δύο δίκτυα των σχολικών μηχανισμών χωρίς να συνοδεύεται από πρακτικό αντίκρισμα διέψευσε τις «βέβαιες ελπίδες» των μεταρρυθμιστών. Αλλά και η δυσπιστία του επιχειρηματικού κόσμου ως προς την «πρακτικότητα» των χορηγούμενων από τα επαγγελματικά σχολεία πτυχίων δυσκόλευε τους αποφοίτους στην εύρεση εργασίας σχετικής με τις σπουδές τους.

Αποτέλεσμα: μόνον ένας στους τρεις νέους που τελειώνει την υποχρεωτική εκπαίδευση επιλέγει τα επαγγελματικά σχολεία (ΕΠΑΛ), σε αντίθεση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου η επαγγελματική εκπαίδευση συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της πλειονότητας των μαθητών. Η χαμηλού κοινωνικού γοήτρου επαγγελματική εκπαίδευση που δεχόταν και δέχεται, συνήθως, μαθητές χαμηλών σχολικών επιδόσεων, καθώς και η μεγάλη ζήτηση πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην οποία, κυρίως, οδηγεί το γενικό λύκειο, αποτελούν βασικούς λόγους αποτυχίας της προσπάθειας αύξησης της στροφής των μαθητών προς τα ΕΠΑΛ.

Σαράντα πέντε χρόνια μετά, το πρόβλημα παραμένει το ίδιο σε ποσοστά: 75% των μαθητών φοιτούν στο γενικό λύκειο και 25%, περίπου, στο ΕΠΑΛ, μολονότι η επαγγελματική εκπαίδευση μεταρρυθμίζεται και αντιμεταρρυθμίζεται. Το ΕΠΑΛ, ισότιμο και σήμερα με το γενικό λύκειο στα χαρτιά, στη συνείδηση πολλών, δυστυχώς, παραμένει σχολείο απαξιωμένο, γι’ αυτό και προσελκύει αισθητά μικρότερο αριθμό μαθητών. Και αυτό για να αντιστραφεί απαιτεί δραστικές αλλαγές με συγκροτημένο σχεδιασμό, ανάλογο με τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας και τις τάσεις κοινωνικής ζήτησης, αξιοπιστία της πολιτείας, συναίνεση της πολιτικής σε βασικές αρχές παιδείας και ενδιαφέρον της κοινωνίας.

Σωτήρης Γκλαβάς, πρώην πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και πρώην πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής.

Επιμέλεια: Ευανθης Χατζηβασιλείου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου