Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Mιλώντας με μάνες που ζουν μακριά από τα ασυνόδευτα παιδιά τους

Το 2017, συναντήθηκα στον Σύλλογο Μερίμνης Ανηλίκων και Νέων (ΣMAN) με έναν έφηβο στο πλαίσιο μιας σειράς συνεντεύξεων με παιδιά που είχαν περάσει τον Έβρο.

Ο Τζ. κατάγεται από το Πακιστάν, σήμερα είναι είκοσι ενός ετών, εργάζεται και έχουμε κρατήσει επαφή μέσω των σόσιαλ μίντια. Στις δυο-τρεις συναντήσεις μας έμεινα κυριολεκτικά εμβρόντητη, γιατί ο Τζ. μου αποκάλυψε ότι ο λόγος που φτάνουν στη χώρα μας οι ανήλικοι δεν είναι μόνο οι Ταλιμπάν, η φτώχεια και ο πόλεμος αλλά και η ενδοοικογενειακή βία σε μια κοινωνία με θεσμοθετημένο το πατριαρχικό μοντέλο που διαιωνίζει τη βίαιη συμπεριφορά απέναντι σε γυναίκες, παιδιά και όλο τον οικογενειακό κύκλο.

Λίγο αργότερα γνώρισα τον Ρ., που τότε ήταν δεκαπέντε ετών, και σήμερα ζει στην Ολλανδία και εργάζεται ως οπτικός. Είχε κι εκείνος φτάσει μόνος του στην πόρτα του ξενώνα, γιατί «ο δρόμος δεν ήταν το φυσικό μέρος όπου θα μπορούσε να ζήσει», όπως μου είπε. Έμαθε ελληνικά όχι γιατί ήθελε να μείνει στην Ελλάδα αλλά για να μιλάει τα βράδια με τον τότε φύλακα του ξενώνα, τον κύριο Γιώργο, μια άτυπη φιγούρα «πατέρα».

Και οι δυο μού είχαν μιλήσει για τη μητέρα τους ‒ήταν μια έντονη ανάμνηση, πιο οδυνηρή από τον πόλεμο‒, τις κρυμμένες ανεπούλωτες πληγές, την περιπέτεια μέχρι να φτάσουν στην Ελλάδα και στη συνέχεια στην Ευρώπη.

«Τελευταία φορά που είδα τη μητέρα μου, θυμάμαι ότι βγαίναμε από το σπίτι. Εγώ δεν ήθελα να πάω διακοπές, ήθελα να μείνω μαζί της, κι ας μας έβαζε να διαβάζουμε ‒ τότε λάτρευα το διάβασμα. Θυμάμαι, κατηφορίσαμε στον δρόμο, μπήκαμε στο λεωφορείο, ήταν γελαστή και μας κουνούσε το χέρι. Όταν δούλευα στον πατέρα μου και με έδερνε, αυτό σκεφτόμουν. Το θυμάμαι πολύ συχνά, έτσι τη θυμάμαι. Τον καιρό τον μετράω με τα καλοκαίρια». Αυτό μου είπε τότε ο Τζ. και έκτοτε αυτή την εικόνα της μάνας που το παιδί βλέπει για τελευταία φορά την έχω σκεφτεί όσο καμία άλλη. Αυτή η εικόνα της τελευταίας φοράς που είδε ένα παιδί τη μάνα από κοντά, η σχέση τους, με οδήγησε στην άλλη πλευρά, να μιλήσω με γυναίκες που, αναγκασμένες από τις συνθήκες, ζουν μακριά από τα παιδιά τους με την ελπίδα κάποτε να ξαναβρεθούν μαζί.

Η φίλη μου Δήμητρα Αδαμαντίδου, διευθύντρια του ΣΜΑΝ, υπεύθυνη, μαζί με τους ανθρώπους του συλλόγου, για τη λειτουργία δύο δομών φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων, που φιλοξενεί δεκαεπτά αγόρια ηλικίας δώδεκα έως δεκαοκτώ χρονών, δεκαέξι ασυνόδευτους ανηλίκους από έξι έως έντεκα χρονών και ανήλικες μητέρες με τα παιδιά τους, ένας από τους λίγους ανθρώπους εν ζωή που θαυμάζω για την αφοσίωση, την ψυχραιμία, την ενσυναίσθηση και την αντοχή τους, ένας από τους πιο λειτουργικούς και παραγωγικούς ανθρώπους που έχω δει να εργάζονται σε αυτή την υπόθεση, ήταν ο συνδετικός κρίκος για να μιλήσουμε, με αφορμή τη Γιορτή της Μητέρας, με τρεις γυναίκες, τρεις μάνες, δύο από τις οποίες ζουν μακριά από τα παιδιά τους, που είναι ασυνόδευτοι ανήλικοι: η πρώτη στο Ιράν, η δεύτερη στη Γερμανία και η τρίτη είναι μητέρα, πρώην ασυνόδευτη ανήλικη και η ίδια, με κόρη τεσσάρων χρονών, που φιλοξενούνται σε ελληνική δομή.

«Το “ασυνόδευτοι ανήλικοι” είναι πολύ άγαρμπη έκφραση, ίσως είναι η ελληνική μετάφραση από τα αγγλικά. Τα παιδιά, ευτυχώς, το κατανοούν ως νομικό όρο, όπως ο “αιτών άσυλο” ή ο “πρόσφυγας”. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως δεν φύτρωσαν. Στην τελική, δεν είναι αυτά που ανήκουν σε κάποια ή κάποιον. Η μαμά τους, ο πατέρας τους, η γιαγιά ή η θεία τους, που τα μεγάλωσαν, είναι αυτοί που ανήκουν στα παιδιά, είναι μέσα τους, μαζί τους εδώ, στην Ελλάδα, μαζί τους στο ταξίδι τους και όποιος δεν το βλέπει είναι τυφλός» λέει η Δήμητρα Αδαμαντίδου.

Μιλώντας για ανηλίκους, ασυνόδευτους ανηλίκους, διαβάζουμε συχνά ανάλγητα και σκληρά σχόλια, το «ασυνόδευτος» συνδέεται με την έννοια της ορφάνιας, της εγκατάλειψης και αυτό απέχει από την αλήθεια. Οι περισσότερες μάνες, όταν βρίσκονται στη ζωή, επικοινωνούν με τα παιδιά τους με μεγάλη αγωνία, πολλές φορές είναι αυτές που ενθάρρυναν τη φυγή τους προκειμένου να γλιτώσουν από τον πόλεμο, τη φτώχεια, τη βία, το αδιέξοδο της ατιμώρητης πατρικής βίας.

Για να λυθεί η παρεξήγηση, τα παιδιά που φτάνουν ασυνόδευτα, μόνα, στην Ελλάδα δεν είναι οι ήρωες ενός μυθιστορήματος σαν το «Χωρίς οικογένεια», είναι τα θύματα ενός συλλογικού τραύματος, που φτάνουν στον δυτικό κόσμο με τις πληγές τους ανοιχτές και την ελπίδα κάτι να βελτιωθεί στις συνθήκες διαβίωσής τους.

«Οι οικογένειες των παιδιών είναι σαν να υπάρχουν κι αυτές μες στις δομές. Οι μαμάδες είναι εικονίσματα κρεμασμένα μέσα τους. Οι πιο μεγάλοι καβγάδες, το ξύλο, τα σπασμένα αντικείμενα, οι μεγάλοι θυμοί, συμβαίνουν γιατί κάποιος έβρισε τη μητέρα του άλλου. Όταν υπάρχουν, όταν ζουν οι μαμάδες, μιλάνε με τα παιδιά κάθε μέρα και υπάρχει μεγάλη αγωνία για το αν είναι καλά. Στα αγόρια μας φαίνεται πολύ δύσκολο που δεν μπορούν να δουλέψουν εδώ για να τους στείλουν χρήματα. Έχω γνωρίσει πολύ λίγες μητέρες από κοντά. Πρέπει να πάνε πολύ καλά τα πράγματα για να συμβεί αυτό, για να φτάσει η στιγμή να συναντηθούν. Ντρέπονται πολύ γι’ αυτό που συμβαίνει» λέει η Δήμητρα πριν μου αφηγηθεί τη συνάντηση ενός ανήλικου αγοριού στη δομή με τη μητέρα του.

«Μια φορά ήρθε μια μητέρα που είχε να δει τον γιο της επτά χρόνια. Ο μικρός, την τελευταία φορά που την είδε, ήταν τεσσάρων χρονών. Δεν τη θυμόταν, ούτε φανταζόταν ότι θα την ξανάβλεπε ‒ η γυναίκα είχε φύγει στη Νορβηγία για να σωθεί. Το παιδί της το είχε πάρει η οικογένεια του συζύγου, που του είπε πως η μητέρα του δεν ζούσε πια. Κάποια στιγμή πέθανε ο πατέρας και ο μικρός έφυγε με τα πόδια από το Αφγανιστάν για να πάει στο Ιράν να βρει τη γιαγιά του. Εκείνη πλήρωσε το ταξίδι για να τον στείλει στην κόρη της. Η μαμά του ήταν ένα κορίτσι είκοσι επτά χρονών. Η συνάντηση έγινε στη δομή, σε ένα δωμάτιο, μόνοι τους. Το υπόλοιπο σπίτι, όμως, για μέρες δεν μπορούσε να αναπνεύσει».

Είναι η ώρα να κάνουμε το ραντεβού μας με τη Σεντικέ. Είναι η μητέρα του 17χρονου Φ. που ζει στη δομή. Η Σεντικέ κατάγεται από το Αφγανιστάν και ζει στο Ιράν. Μιλάμε μαζί της στα νταρί μέσω διερμηνέως. Έχει βάλει τα καλά της, μια μπλε φωτεινή μαντίλα και ένα εμπριμέ φόρεμα για την κουβέντα μας. Δίπλα της καθόταν μια μικρή κόρη δεκατριών-δεκατεσσάρων χρονών, που τη χάιδευε όσο μιλούσε. Δεν φαινόταν στην κάμερα, βλέπαμε μόνο το χέρι της.

Η Σεντικέ είναι σαράντα δύο χρονών, έχει τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια, δύο κορίτσια, και ζει στην Τεχεράνη. Είναι εργάτρια σε εργοστάσιο που φτιάχνει καροτσάκια για μικρά παιδιά. Δεν έχει άδεια παραμονής στο Ιράν, κοστίζει πολύ ακριβά η ανανέωσή της και στο εργοστάσιο δουλεύει κρυφά. Ο μισθός της είναι τα μισά χρήματα από αυτά που παίρνουν οι Ιρανές, κάτι που θα συνέβαινε ακόμα και αν είχε χαρτιά. Εδώ και λίγο καιρό έχει ξεκινήσει να δουλεύει στο εργοστάσιο και η μεγάλη της κόρη, που είναι δεκατριών χρονών. Ο σύζυγος δεν δουλεύει, κάποιος τον χτύπησε στη δουλειά στο κεφάλι και από τότε «δεν είναι ο ίδιος».

Τώρα, με την πανδημία του κορωνοϊού, στο εργοστάσιο δεν τους δίνουν μάσκες – φέρνουν τις δικές τους, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Οι γείτονες δίπλα, ένα ζευγάρι, πέθαναν, αλλά δεν είναι και σίγουρη αν ήταν από αυτό.

Γεννήθηκε σε ένα χωριό στο Αφγανιστάν, κοντά στην περιοχή της Μπάμια. Δούλευε εκεί μαζί με την οικογένειά της ως αγρότισσα από έξι χρονών. Δεν πήγε σχολείο. Παντρεύτηκε όταν ήταν μικρή, στα δεκατέσσερα-δεκαπέντε, όμως ο σύζυγος ήταν κακοποιητικός και χώρισε. Το σπίτι της, ευτυχώς, τη δέχτηκε πίσω, αλλά την ξαναπάντρεψαν. Δεν θυμάται καμία περίοδο της ζωής της που να μην υπήρχε πόλεμος και φόβος.

Όταν ήταν είκοσι χρονών δεν μπορούσαν να ζουν πια στο χωριό τους, οι Ταλιμπάν σκότωναν συνεχώς κόσμο, και έφυγαν στο Ιράν μαζί με κάποιες άλλες οικογένειες. Είχαν μαζί τους μια κουβέρτα και έναν άδειο σάκο για το ρύζι, το οποίο χρησιμοποιούσε ως κουβέρτα. Το παιδί της ήταν δύο ετών και εκείνη έγκυος. Όταν πέρασαν τα σύνορα, γέννησε σε ένα νοσοκομείο. Το παιδί, ένα κοριτσάκι, δεν έζησε. «Δεν μου το έδωσαν ούτε να το θάψω» λέει.

Στο Ιράν δούλευαν και έμεναν σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε τσιμέντο. Μετά από δύο χρόνια γέννησε ένα άλλο αγοράκι, τον Φ. Δεν πήγε όμως στο νοσοκομείο, διότι φοβήθηκε μη γίνει κανένα κακό και χάσει το παιδί της. Έξι μέρες αφότου γεννήθηκε ο μικρός, τον τύλιξε σε ένα σεντόνι και τον πήγε στο νοσοκομείο να του κάνουν τα εμβόλιά του. Τη μάλωσαν που δεν πήγε νωρίτερα, έκαναν τα εμβόλια, όμως δεν του έδωσαν πιστοποιητικό γέννησης.

Ύστερα μετακόμισαν στην Τεχεράνη. Δούλευαν ως εργάτες γης. Όταν ο Φ. έγινε έξι-επτά χρονών, άρχισε να δουλεύει κι αυτός. Μετά τη δουλειά πήγαινε στο σχολείο και ήταν πολύ καλός μαθητής. Αργότερα δούλευε σε εργοστάσιο παρασκευής γυαλιού. Μάζεψε χρήματα και έφυγε όταν ήταν δεκαπέντε χρονών. Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα ήταν το ταξίδι. «Δεν μπορούσα να το φανταστώ καν. Κάθε λεπτό κάτι συνέβαινε» λέει ο Φ.

Μόλις τη ρωτάμε γιατί έφυγε ο γιος της, αρχίζει να κλαίει. «Εγώ δεν συμφώνησα, δεν ήθελα να φύγει. Έφυγε χωρίς να πάρει τη συγκατάθεσή μου. Πήγα στη δουλειά εκείνο το πρωί και όταν γύρισα, δεν ήταν εκεί. Του τηλεφώνησα, τον παρακάλεσα να γυρίσει, αλλά ήταν αποφασισμένος, είπε πως δεν γινόταν αλλιώς, θα πέθαινε» λέει.

«Είπε πως δεν γίνεται να μην υπάρχει, πως είναι ένα τίποτα. Δεν είχε κανένα δικαίωμα, καμία ελπίδα. Πώς να σου το εξηγήσω; Μια μέρα περπατούσε στον δρόμο με έναν φίλο του, που φορούσε γυαλιά. Τους σταμάτησαν στα καλά καθούμενα κάποιοι Ιρανοί, πήραν τα γυαλιά του φίλου και τον ρώτησαν “γιατί τα φοράς;”, αυτός απάντησε “γιατί τα χρειάζομαι”, τα έσπασαν, τους χτύπησαν πολύ κι έφυγαν. Αυτό συνέβαινε συνεχώς».

Παρόλο που διαφωνούσε με το ταξίδι, κάποια στιγμή που ο Φ. είχε κολλήσει στην Τουρκία και κινδύνευε πολύ, ενώ είχαν τελειώσει και τα χρήματά του, η Σεντικέ βρήκε τρόπο και του έστειλε κάποια χρήματα για να φύγει.

«Πες μας κάτι αστείο που θυμάσαι από τον Φ. όταν ήταν μικρός» της λέμε.

«Όταν ήμασταν στο Ιράν, ο Φ. ήταν τεσσάρων-πέντε χρονών, έκανα μαθήματα σε ένα σχολείο για γυναίκες. Την ώρα του μαθήματος κρατούσαν τα παιδιά σε έναν χώρο όλα μαζί και τα απασχολούσαν. Κάποια στιγμή έγινε μεγάλη φασαρία και βγήκαν έξω όλοι όσοι βρίσκονταν στο κτίριο. Ακούσαμε μια σφυρίχτρα πολύ δυνατή, σαν συναγερμός, και νομίζαμε πως κάτι έγινε. Τελικά, ήταν ο Φ. στην αυλή με τη σφυρίχτρα, να γελάει, και όλοι εμείς γύρω του».

«Τι σκέφτεσαι για τον γιο σου;» τη ρωτάμε και η απάντηση πνίγεται στα δάκρυα.

«Να είναι καλός και χρήσιμος για τους ανθρώπους. Να σπουδάσει κάτι χρήσιμο, γιατρός ή μηχανικός. Μακάρι (Ινσαλάχ) να ξανανταμώσουμε».

Όταν ανοίγει το Skype και αρχίζει η συζήτηση με τη Nada, που στα λιβανέζικα σημαίνει «Ελπίδα», βλέπουμε μια νέα, όμορφη γυναίκα. Αν τη βλέπαμε στον δρόμο δεν θα πιστεύαμε ότι έχει τόσο μεγάλα παιδιά. Είναι σαράντα ενός ετών. Μιλάμε μαζί της με διερμηνέα στα αραβικά. Είναι μητέρα τριών παιδιών, της 16χρονης Σ., του 14χρονου Χ. και του 10χρονου Ν. που φιλοξενούνται σε δομές στην Ελλάδα. Η ίδια μιλά γερμανικά και αραβικά και ζει στη Γερμανία.

Η Νάντα γεννήθηκε στον Λίβανο το 1980, από πατέρα Σύριο και μητέρα Λιβανέζα. Ο πατέρας της έφυγε από τη Συρία για να μην υπηρετήσει στον στρατό. Παντρεύτηκε στον Λίβανο, έκανε παιδιά, αλλά κάποια στιγμή τον συνέλαβε η αστυνομία και ξαναγύρισαν όλοι μαζί στη Συρία. Η Νάντα τότε ήταν επτά χρονών. Έχει έναν αδερφό που ζει στη Γερμανία και μια αδερφή που είναι παντρεμένη στην Αίγυπτο. Ο πατέρας της έχει μια κόρη ακόμα από νέο γάμο, δεκαέξι χρονών (όσο η έφηβη κόρη της), και ζει στη Συρία με τη μαμά της. Οι γονείς της Νάντα έχουν πεθάνει, ο πατέρας της πριν από οκτώ χρόνια και η μητέρα της πριν από δέκα.

Όταν συνέλαβαν τον πατέρα της, ζούσε με τη μητέρα και τα αδέλφια της στην περιοχή Αντζάρ, που ήταν υπό το καθεστώς του Άσαντ. Όταν ο πατέρας της τελείωσε τη θητεία του, μετακόμισαν όλοι μαζί στη Δαμασκό. Παντρεύτηκε στη Συρία, όταν ήταν είκοσι τεσσάρων χρονών.

Τη ρωτάμε γιατί έφυγε από τη Συρία. «Όταν ξέσπασε ο πόλεμος και αφού γεννήθηκε ο μικρότερος γιος μου, ο άντρας μου με χώρισε» λέει. «Τα παιδιά ήταν με τον παππού τους, την οικογένεια του συζύγου, δεν με άφηναν να τα βλέπω. Ο αδελφός μου έφυγε στη Γερμανία εξαιτίας του πολέμου και κατάφερε να πάρει άσυλο. Ήθελε να πάει και η γυναίκα του εκεί, δεν ήθελε όμως να κάνει το ταξίδι μόνη της και μου είπε να πάω κι εγώ. Σκέφτηκα να πάω και να πάρω και τα παιδιά μου μαζί, να γλιτώσουν από τον πόλεμο. Δεν είχα άγχος αν θα φτάσω τότε, ο αδελφός μου έλεγε πως θα φτάναμε χωρίς αμφιβολία».

Όταν ξεκίνησε το ταξίδι, πέρασαν από πολλές χώρες, άλλοτε παράνομα, άλλοτε νόμιμα: Τουρκία, Ελλάδα, Σερβία. Ο δρόμος τους, όπως μας λέει, ήταν γενικά ομαλός και τους διευκόλυναν γενικά.

Τη ρωτάω για την πιο δύσκολη στιγμή του ταξιδιού. «Μόνο στο φουσκωτό φοβήθηκα, μήπως αναποδογυρίσει και πνιγούμε. Είχα το κινητό και μιλούσα με τα παιδιά και φοβόμουν πολύ γι’ αυτά» θυμάται.

Στη Γερμανία η Νάντα πηγαίνει στο σχολείο ενηλίκων από τότε που έφτασε, έχει μάθει τη γλώσσα και εργάζεται. Ο αδελφός της ζει σε άλλη πόλη. Δεν κάνει παρέα με Άραβες, μόνο με Γερμανούς. Τη ρωτάμε αν θα γύριζε ποτέ στη Συρία. «Θεός φυλάξοι, όχι» μας λέει. Με τα πεθερικά της δεν έχει καμία επαφή, μόνο με κάποιους φίλους που είχαν, όταν ζούσε εκεί.

«Όταν έφυγα, έφυγα γι’ αυτά. Όταν προσπάθησα να τα πάρω, ο πατέρας τους μπλόκαρε τη διαδικασία με κάθε δυνατό τρόπο. Πήγε στην Πρεσβεία της Γερμανίας στη Συρία να μιλήσει προκειμένου να μη έρθουν. Προτού φύγω, είχαμε πολλά προβλήματα (η Νάντα σε αυτό το σημείο κομπιάζει, αργότερα μάθαμε από τον γιο της ότι το σπίτι ήταν επικίνδυνα βίαιο), όμως το είχαμε συζητήσει πως θα μου τα δώσει στη Γερμανία, αλλά μετά άλλαξε γνώμη και με κατέστρεψε» μας λέει πολύ ταραγμένη.

«Θέλω να είμαι με τα παιδιά, να είμαστε κάτω από την ίδια στέγη. Θέλω να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους, να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον». Το όνειρό της είναι η Σ. να γίνει δικηγόρος, ο Χ. δεν είναι πολύ καλός στα μαθήματα, ίσως μηχανικός ή σκηνοθέτης –του αρέσει πολύ η φωτογραφία‒, και ο Ν. να δουλέψει σε τράπεζα.

Η Νάντα οργάνωσε κάποια στιγμή με τη βοήθεια συγγενών και φίλων, κρυφά, τη φυγή των παιδιών της από τη Συρία, με σκοπό την επανένωσή τους. Τα παιδιά έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Αρχίζει να κλαίει, λέγοντας: «Θυμάμαι την πρώτη φορά που πέρασαν τα παιδιά τα σύνορα και ήρθα να τα βρω στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη. Δεν περίμενα ποτέ τα πράγματα να πάρουν τέτοια τροπή, να είμαστε μαζί για λίγο και να μην μπορώ να τα πάρω μαζί μου». (Η Νάντα επιχείρησε να φύγει με τα παιδιά της από τη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν τα κατάφερε). Αναγκάστηκε να γυρίσει μόνη στη Γερμανία και τα παιδιά είναι σε δομές. Κάνει κάθε προσπάθεια να επανενωθούν.

«Τι σκέφτεσαι για τις υπόλοιπες μάνες στη Συρία;» της λέω. «Να πάρουν τα παιδιά τους και να φύγουν» μου απαντά. Το λέει με σιγουριά. Η Νάντα έζησε σε μια χώρα όπου οι γυναίκες δεν έχουν κανένα δικαίωμα, ούτε τα παιδιά τους, οι άντρες βιαιοπραγούν. Δεν έμεινε ούτε λεπτό ήσυχη όσο τα παιδιά ήταν στους παππούδες τους. «Τώρα είμαι ήσυχη που είναι στην Ελλάδα. Ο Ν., που είναι δέκα ετών, σε κάθε τηλεφώνημα μου λέει “μαμά, μου λείπεις”. Έτσι ξεκινάει πάντα, αλλά ύστερα όλο κάποια ιστορία μου λέει για τη μέρα του, η Αγγελική, η Ειρήνη, και λίγο ηρεμώ. Ο Χ. έβγαλε μουστάκι, έχει μεγαλώσει και είναι μακριά. Δεν είναι χαρούμενος εκεί που είναι. Όσο καλά και να τους φροντίζουν, είναι μακριά και με χρειάζονται».

Της θυμίζω ότι πλησιάζει η Γιορτή της Μητέρας ‒ αν θέλει, αν σκέφτεται, να μου πει μια ευχή. Δεν το σκέφτεται καθόλου, μου λέει και για τις άλλες μαμάδες: «Να μην είναι μακριά από τα παιδιά τους».

Τη Ράμπια τη συναντήσαμε στο Ζάππειο. Έχει δεχτεί να φωτογραφηθεί και να μιλήσει, είναι πια ενήλικη και μπορεί να το κάνει. Είναι μια γελαστή κοπέλα που ήρθε στην Ελλάδα ως ανήλικη μητέρα με την κόρη της. Μέχρι να ενηλικιωθεί, έμεινε με την κόρη της στη δομή φιλοξενίας HOUSE2 στην Αθήνα. Είναι δεκαοκτώ χρονών και είναι μητέρα της Α., που είναι τεσσάρων. Γεννήθηκε στο Αφγανιστάν. Μεγάλωσε σε ένα χωριό μαζί με τους τέσσερις αδελφούς και τις τρεις αδελφές της. Πήγε σχολείο για τρία χρόνια (από επτά έως εννέα χρονών). «Πρέπει να πληρώσεις για να πας σχολείο και δεν είχαμε χρήματα» λέει.

Μετά ξεκίνησε να δουλεύει, εργάτρια γης, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Όταν ήταν δεκατριών, την αρραβώνιασαν με τον άντρα της, αυτός ήταν είκοσι τεσσάρων. Δεν τον είχε δει ποτέ, ούτε την ημέρα του αρραβώνα τον είδε, της πέρασαν ένα δαχτυλίδι, μετά από έναν χρόνο θα γινόταν ο γάμος και θα ήταν μαζί. Τους είπε ότι δεν τον ήθελε, αλλά της απάντησαν πως δεν είχε άλλη επιλογή. «Ο εαυτός μου έσπασε» λέει. Ο άντρα της ήταν φτωχός, έκανε κι εκείνος την ίδια δουλειά. Οι γονείς της τον διάλεξαν γιατί προσευχόταν πολύ, πίστευε στον Θεό και ήταν καλός μουσουλμάνος. Μετά από έντεκα μήνες γεννήθηκε η μικρή.

«Δεν είχα καθόλου συναισθήματα. Προσπάθησα πολλές φορές να χωρίσω, πήγαινα στην αστυνομία, παρακαλούσα να με βοηθήσουν, μου έλεγαν “όπως τον παντρεύτηκες, να τον χωρίσεις”. Με χτυπούσε, το μάτι μου ήταν μονίμως μαύρο, μαλώναμε κάθε μέρα. Πήγαινα έτσι στην αστυνομία και με έδιωχναν, και οι γονείς μου με έδιωχναν» λέει.

Οι γονείς της ζούσαν σε πιο αξιοπρεπείς συνθήκες. Στο σπίτι όπου ζούσε με τον άντρα της δεν είχε τουαλέτα, τρεχούμενο νερό. Ήταν χωμάτινο, με ένα δωμάτιο. «Το σπίτι του άντρα μου δεν είχε τίποτα, ούτε τουαλέτα, ούτε νερό, κοιμόμασταν στο χώμα, δουλεύαμε στα χωράφια». Μια μέρα τής έσπασε το χέρι. Της είπε πως αν το έλεγε πουθενά θα της έκοβε το κεφάλι. Οι γονείς στο μεταξύ είχαν φύγει στη Γερμανία. Ξεκίνησε να φύγει κι εκείνη, να πάει εκεί. Οι συγγενείς του άντρα της την κυνήγησαν μέχρι την Τουρκία. Πήγαν στην αστυνομία, εκεί τους είπαν πως μόνο ο ίδιος ο άντρας της έχει δικαιώματα πάνω της.

Η Ράμπια πέρασε από τη Λέσβο. Εκεί έμαθε αγγλικά. Μας λέει ότι έχει βρει τον εαυτό της, είναι ελεύθερη. Τώρα ζει σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο, από το πρόγραμμα Εστία. Είναι δεκατέσσερις άνθρωποι στο σπίτι. Αύριο δεν ξέρει τι θα κάνει, ψάχνει για δουλειά και θέλει να πάει στη Γερμανία. Είναι πολύ μπερδεμένη και συχνά λυπημένη. «Όλα είναι κλειστά και δεν μπορώ να πάω πουθενά».

Όταν μιλάει για την εμπειρία της τα πρώτα χρόνια στη δομή, χαμογελώντας, εξομολογείται πως «δεν ήμουν ποτέ παιδί, δεν μπόρεσα ποτέ πιο πριν να είμαι παιδί. Εκεί έκανα όλο βλακείες, σαν να ήμουν παιδί. Ήταν δύσκολο να υπακούω σε κανόνες, να γυρίζω συγκεκριμένη ώρα π.χ., αλλά είχα τα πάντα δωρεάν και όλοι αγαπούσαν και φρόντιζαν τη μικρή. Είχα χρόνο για μένα. Βέβαια, πάντα ήθελα να κάνω το επόμενο βήμα, να είμαι ελεύθερη».

«Τι σημαίνει για σένα να έχεις τη μικρή μαζί σου;» τη ρωτάω. «Δεν μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Όταν διαλέγω κάτι, σκέφτομαι αυτήν. Τι θα φάει, τι θα φορέσει. Σκέφτομαι όλη την ώρα πώς νιώθει, αν είναι καλά, αν είναι λυπημένη. Όπου και να πάω, ό.τι και να κάνω, σκέφτομαι πρώτα αυτήν. Η ζωή μου είναι αυτή κι εγώ είμαι η ζωή της. Δεν μπορεί να κοιμηθεί χωρίς εμένα. Όταν είναι όλα δύσκολα και τη αγκαλιάζω, όλα περνάνε. Είναι η αγάπη μου. Δεν θέλω πολλά, μια απλή ζωή με την κόρη μου».

Κοιτάζουμε τη μικρή που τρέχει χαρούμενη. Τη ρωτάω πώς φαντάζεται το μέλλον της. «Ήρεμο, χωρίς φασαρία, χωρίς καβγάδες. Να έχω μια δουλειά, ένα σπίτι, η κόρη μου να έχει φίλους» λέει χαμογελώντας. Όσο για μένα, αν συμβεί ποτέ να έχω κάποιον άλλο άντρα, θα πρέπει να αγαπάει πρώτα εκείνη και μετά εμένα».

Η Δήμητρα Αδαμαντίδου ξεκίνησε να δουλεύει με ασυνόδευτους ανηλίκους το 2015 με αφορμή ένα μικρό έργο των EEA Grants, το Εργαστήρι Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που υλοποιούσε ο ΣΜΑΝ. «Το είχαμε σχεδιάσει τον Ιανουάριο, προτού ξεκινήσουν οι τεράστιες προσφυγικές ροές, και τον Απρίλιο, όταν αρχίσαμε να το υλοποιούμε, η Μόρια είχε αρχίσει να γίνεται διεθνές σύμβολο και ο κόσμος να μαθαίνει τι σημαίνει “ασυνόδευτος ανήλικος”» θυμάται.

«Πολλά από τα αγόρια που έμεναν τότε στο σπίτι του ΣΜΑΝ ήταν στην Ελλάδα περισσότερο από έξι χρόνια, μιλούσαν τέλεια ελληνικά, είχαν φίλους από το σχολείο, άκουγαν δυνατά ραπ στον δρόμο. Έφευγαν συνήθως από τη δομή όταν ενηλικιώνονταν. Μετά άρχισαν να έρχονται παιδιά από τη Συρία, που τα φυγάδευαν οι γονείς τους προκειμένου να μην εμπλακούν σε πολεμικές συρράξεις, είτε με τη μία πλευρά είτε με την άλλη. Αγόρια που σου μιλούσαν με μεγάλη φυσικότητα για εκείνη τη φορά που έπεσε μια οβίδα στο σπίτι τους και το διέλυσε και ο μικρός αδελφός πληγώθηκε στο ένα χέρι, αλλά δεν άφησε από το άλλο την μπάλα που κρατούσε.

Πολλά αγόρια είχαν χέρια με σημάδια από αυτοτραυματισμούς με ξυράφια, όσοι είχαν χρήματα από τις οικογένειές τους συνέχιζαν το ταξίδι, οι άλλοι ένιωθαν απελπισμένοι που δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. Εμείς, λίγο πιο ανέμελοι –εγώ μάλλον γιατί ήμουν καινούργια‒, προσπαθούσαμε να τους πάμε σε συναυλίες, βόλτες στη θάλασσα, στο Μουσείο της Ακρόπολης, κάπως να μπει λίγο χρώμα σε αυτό που συνέβαινε, κάπως να θυμηθούν, να καταλάβουν τι είναι αυτό που υπάρχει εκεί έξω ξανά, το όμορφο, το ελεύθερο.

Τον Ιούλιο, τελευταίο βράδυ πριν φύγουν δυο αδέρφια για τη Σουηδία, για να επανενωθούν με τη μαμά τους που είχαν να δουν δυο-τρία χρόνια και να ζήσουν πάλι μαζί της μετά από έξι-επτά χρόνια, πήγαμε όλοι μαζί στην Τεχνόπολη, στη συναυλία “Αγάπη Ρε”. Θέλαμε η τελευταία βραδιά στην Ελλάδα να είναι λίγο διαφορετική. Ο τρίτος αδελφός θα έμενε πίσω γιατί είχε γίνει πια δεκαοκτώ χρονών και δεν δέχτηκαν το αίτημά του. Αυτοί που έφευγαν μετά από τόσα χρόνια ήταν τρομοκρατημένοι εν όψει της νέας τους ζωής, είχαν ξεχάσει πώς να μένουν με τη μαμά τους, ο τρίτος αδελφός φοβόταν μήπως μείνει πίσω μόνος τους. Εμείς, απλώς αμήχανοι, το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τους θυμίσουμε τι υπέροχα και δυνατά πλάσματα ήταν που τα κατάφεραν ως εδώ και πως κάπως έτσι, τώρα, ίσως θα ήταν λίγο πιο έτοιμοι για τα καινούργια. Από τότε που απέκτησαν διαβατήριο στη Σουηδία, έρχονται και μας επισκέπτονται συχνά».

Η Δήμητρα, δυστυχώς, μου μιλάει με αριθμούς. «Το 2015 πέρασαν από τη δομή που είναι για δεκαεπτά παιδιά, πενήντα δύο, και από το 2016 και μετά γύρω στα είκοσι οκτώ κάθε χρόνο. Πλέον, κατά μέσο όρο κάθονται πια τουλάχιστον έναν χρόνο. Τα τελευταία δύο χρόνια σχεδόν τα μισά παιδιά είναι κακοποιημένα, τις περισσότερες φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Υπήρξε περίοδος που όποιος βρισκόταν σε πιο άσχημη ψυχολογική κατάσταση έπαιρνε προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους ως προς την εύρεση ασφαλούς κατοικίας (δομής). Οπότε, οι αυτοτραυματισμοί και οι απόπειρες αυτοκτονίας ήταν ένας τρόπος να φύγει κάποιος πιο γρήγορα από το camp».

Όταν τη ρωτάω τι αισθάνεται γι’ αυτά τα παιδιά, μου απαντά με έναν εφιάλτη από τα εφηβικά της χρόνια. «Όταν ήμουν έφηβη, στην ηλικία τους, είχα έναν εφιάλτη. Πως είμαι στη θάλασσα μαζί με τους φίλους μου, μόνοι μας, κολυμπάμε, παίζουμε και κάποιος από ’μας πνίγεται. Είμαι στην παραλία και πρέπει να τηλεφωνήσω στη μαμά του, να της πω τι συνέβη. Πιο πολύ απ’ όλα φοβόμουν αυτό το τηλεφώνημα.

Ο ενήλικος εαυτός μου είναι σαν να βλέπει αυτά τα παιδιά να παίζουν στη θάλασσα. Υπάρχει μεγάλη χαρά στο νερό, στην παραλία, όμως πρέπει να προσέχεις μην πνιγούν, γιατί κάπου υπάρχει κάποιος ή κάποια που τα νοιάζεται και δεν θέλεις με τίποτα να τους κάνεις αυτό το τηλεφώνημα. Το συζητάμε συχνά με τους ανθρώπους που δουλεύουμε μαζί. Δεν υπάρχει κανείς δικός τους εδώ, να τους δώσει κάτι. Οπότε είμαστε μόνο εμείς, εμείς έχουμε την ευθύνη για όλα, για το λίγο, το πολύ, το αστείο το σοβαρό. Τα γαριδάκια, το φρούτο, το φάρμακο, το παιχνίδι, τα ακουστικά, την κουβέρτα. Αν σου πέσει κάτι, αν μας πέσει κάτι, δεν υπάρχει κάνεις άλλος να το πιάσει».

Ο μέσος όρος παραμονής των εργαζομένων στη δομή που διευθύνει (κυρίως στην Ομάδα Παιδικής Προστασίας), εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, είναι ένας χρόνος. Δεν υπάρχουν αρκετοί μηχανισμοί υποστήριξής τους. Πρέπει να βρεθούν ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις για εποπτεία και αυτό δεν προτεραιοποιείται ποτέ ως ανάγκη από τους περισσότερους χρηματοδότες. Όσοι εργάζονται το κάνουν με κόπο, δοκιμάζεται η αντοχή τους, η ενσυναίσθησή τους και η αντίληψη των ορίων.

«Νομίζω πως το πιο βίαιο πράγμα, αυτό που είναι πιο δύσκολο απ’ όλα, είναι η βία της “αφροντισιάς” και της μοναξιάς. Έρχονται παιδιά που είναι πραγματικά μόνα τους. Δεν υπήρξε σε αυτήν τη σύντομη πορεία της ζωής τους κανείς, ούτε γονιός ούτε συγγενής, που λίγο να τους έχει φροντίσει. Απλά πράγματα. Να τους έχει αγκαλιάσει, να τους έχει ετοιμάσει ένα γεύμα, να έχει κρατήσει το μπουφάν τους όταν ζεστάθηκαν και ίδρωσαν πάνω στο παιχνίδι. Αυτά τα παιδιά δεν έχουν μνήμη του πώς είναι να σε αγαπάει κάποιος, έχουν παγώσει πολλά από τα συναισθήματά τους και δυσκολεύονται και στη χαρά ακόμη. Ευτυχώς, δεν είναι πολλά. Σκέφτομαι πως ίσως είναι κοινότοπο να το λέω, είναι όμως αλήθεια» λέει η Δήμητρα.

Όποιος έχει συναντηθεί μέσα σε δομές με παιδιά, έχει αντιμετωπίσει το παράδοξο: τα άτομα που είναι τόσο ευάλωτα είναι ταυτόχρονα και τα πιο δυνατά. Είναι επιζήσαντες μιας τραγωδίας και στις περισσότερες περιπτώσεις συνεχίζουν να είναι λειτουργικά, προσπαθούν κάθε μέρα για κάτι καλύτερο.

«Προσπαθούμε πολύ να τους το θυμίζουμε αυτό» λέει η Δήμητρα. «Ήταν ένα αγόρι δεκαπέντε χρονών που έμενε στον δρόμο, μπαινόβγαινε σε δομές φιλοξενίας, αλλά, επειδή ήταν πολλά χρόνια άστεγος, δεν μπορούσε με τίποτα να κοιμηθεί σε σπίτι. Όσο έμενε σ’ εμάς, το πρωί τον βρίσκαμε να κοιμάται κάτω από τον καναπέ. Έφευγε, τελικά, μετά από μερικά βράδια. Μετά ερχόταν να μας επισκεφτεί, για να μην ανησυχούμε μας έλεγε ψέματα πως μένει κάπου αλλού.

Μια μέρα περπατούσαμε μαζί, δεν το έπιανες από πουθενά. Πήγαμε να χωριστούμε, τον ρώτησα αν υπάρχει κάτι που θέλει να κάνουμε γι’ αυτόν. Περνούσαμε μπροστά από ένα μανάβικο, μου ζήτησε έναν ανανά. “Έχω πολύ καιρό να φάω τέτοιο πράγμα και μου αρέσει πολύ”. Σκεφτόμουν μετά, αν είναι σε κάποιο παγκάκι μόνος τους πάλι, πού θα έβρισκε ένα μαχαίρι να το καθαρίσει; ,Όμως, αυτή η ικανότητα να νοσταλγεί τη γεύση από κάτι όμορφο, αυτή η επιθυμία για λίγη ευτυχία, η προσπάθεια για κάτι καλύτερο, αυτό είναι το πιο συγκινητικό σε αυτά τα παιδιά, αυτό είναι κιόλας που μαθαίνουμε κι εμείς από αυτά».

Σήμερα υπάρχει πολύ μεγάλη βελτίωση όσον αφορά τις δομές φιλοξενίας και τα θέματα της παιδικής προστασίας γενικότερα. Έχουν αυξηθεί οι θέσεις φιλοξενίας, υπάρχουν συγκεκριμένες προδιάγραφες για την ποιότητα των υπηρεσιών και ως έναν βαθμό, για αρκετό χρονικό διάστημα (δύο-τριών χρόνων), δεν υπήρχαν κενά στις χρηματοδοτήσεις. Ακόμα και το γεγονός ότι έχει οριστεί Ειδική Γραμματεία για την Προστασία των Ασυνόδευτων Ανήλικων δείχνει την εξέλιξη που υπάρχει σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα, και ως προς την ουσία τη ύπαρξής της αλλά και ως προς τον συμβολισμό της.

Υπάρχει συνομιλητής, που ακούει πιο πολύ και δεν λέει πολλά, ο οποίος ‒η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση‒ έχει τη διάθεση και προσπαθεί να υπερασπιστεί αυτά τα παιδιά μέσα σε αυτό το θεσμικό παράλογο. Το οποίο προφανώς και είναι παράλογο. Ο αστυνομικός που πρέπει να συνοδεύσει το παιδί στο νοσοκομείο, όταν υπάρχει αίτημα για ακούσια νοσηλεία, αφού πρώτα αντιμετωπίσει ίσως μια κρίση θυμού του, συνήθως δεν έχει ιδέα πώς να το κάνει αυτό, το νοσοκομείο, που συχνά δεν έχει διερμηνέα ή κρεβάτια για ασθενείς με νοσήματα ψυχικής υγείας, ο ΕΟΔΥ, που δεν κάνει covid-test σε παιδιά χωρίς ΑΜΚΑ, τα παιδιά χωρίς ΑΜΚΑ, τα σχολεία που κάνουν αρχαία ελληνικά σε παιδιά που δεν ξέρουν να μετράνε καν στα ελληνικά.

«Συνήθως χάνουμε, όταν αντιμετωπίζουμε το τέρας αυτό, κυρίως διότι επιτρέπει σε ανθρώπους να κακομεταχειρίζονται τα παιδιά αλλά και εμάς. Η πιο πρόσφατη τραυματική εμπειρία ήταν αυτό που μου είπε ένας ψυχίατρος εν μέσω καραντίνας, 4 η ώρα το πρωί, με το παιδί να κοιμάται εξουθενωμένο από την αναμονή πάνω σε μια καρέκλα του νοσοκομείου, με το κεφάλι στα πόδια του διερμηνέα της δομής, διότι περίμενε για ψυχιατρική εξέταση τουλάχιστο δέκα ώρες: “Το έχετε σκεφτεί πως ίσως το τζάκετ που φοράτε (ήταν πορτοκαλί) ίσως τον ερεθίζει και ενεργοποιεί τον θυμό του;”. Μου πήρε καιρό να το ξαναφορέσω ‒ ένιωθα πως το είχε λερώσει» λέει η Δήμητρα.

Το μέλλον των ασυνόδευτων ανηλίκων είναι τρομακτικό, όπου κι αν είναι αυτό, στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη. Όταν τους ρωτάς, σου λένε πως θέλουν να σπουδάσουν ή να βρουν μια δουλειά. Οι πιο μικροί περιγράφουν ένα μέλλον πολύ μακρινό. «Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω εισαγγελέας, να κάνω παιδιά και να έχω ένα μεγάλο αυτοκίνητο».

Πολλοί από τους μεγαλύτερους θεωρούν πως το αύριο θα είναι σε μια πόλη της Ευρώπης. Εκεί θα αρχίσουν να ζουν τη ζωή τους. Υπάρχουν και πολλοί που ζουν εδώ, είναι δεκαοκτώ χρονών πια, είναι εκεί έξω και προσπαθούν πάρα πολύ για να επιβιώσουν. Υπάρχει και ένα αισιόδοξο κομμάτι σε όλο αυτό, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που νοιάζονται γι’ αυτά τα παιδιά, εθελοντές που δίνουν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους. Οι εργαζόμενοι στις δομές νιώθουν μεγάλη ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς.

«Υπάρχει μια γιαγιά ογδόντα χρονών που έρχεται με το μπαστούνι της στο HOUSE2 και λέει ιστορίες στα μικρά αγόρια. Θέλω να πιστεύω πως αυτό που παίρνουν από τα παιδιά είναι εξίσου σημαντικό με αυτό που δίνουν» λέει η Δήμητρα Αδαμαντίδου.

Οι συνεντεύξεις έγιναν με τη βοήθεια και την υποστήριξη των ανθρώπων του «Σταθμού Εφήβων», όπου κατοικούν δεκαεπτά ασυνόδευτα αγόρια ηλικίας δώδεκα έως δεκαοκτώ χρονών και υλοποιείται με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του Εθνικού Προγράμματος Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και του HOUSE2 - Σπίτι2 που φιλοξενεί δεκαέξι ασυνόδευτους ανηλίκους από έξι έως έντεκα χρονών και ανήλικες μητέρες με τα παιδιά τους.

Το HOUSE2 χρηματοδοτείται από τα EEA and Norway Grants, με διαχειριστή επιχορήγησης τις ΣΟΛ Crowe και HumanRights360.

Πηγή: LIFO

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου