Όταν έρχεται στην επικαιρότητα το ζήτημα των Βιβλιοθηκών στην Ελλάδα, πραγματικά συγκινούμαι. Γιατί πάνε πολλά χρόνια που ονειρεύομαι την οργάνωση, τη δημιουργία, τη στελέχωση και τον διαρκή εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών – και αναφέρομαι κυρίως στις σχολικές βιβλιοθήκες αφού εκεί ξεκινά η παιδεία και ο πολιτισμός μας. Εδώ και είκοσι χρόνια γράφω, μιλάω, ξαναγράφω, ξαναμιλάω, φωνάζω…, αλλά στου κουφού την πόρτα.
Ανακινώ λοιπόν πάλι το θέμα, διατρέχοντας με λίγα λόγια την ιστορία των Βιβλιοθηκών στη χώρα μας, με την ελπίδα ότι η σημερινή πραγματικότητα με τις τεράστιες ανάγκες της θα υπερβεί τη μέχρι σήμερα ύπνωση του κρατικού μηχανισμού και ότι ίσως έχουμε ακόμα τον χρόνο να αναχαιτίσουμε τις αναμενόμενες άσχημες εξελίξεις – οφειλόμενες σε μια σειρά αιτιών, από επιπόλαιες και πρόχειρες εκτιμήσεις, μέχρι όμως και ψυχική ολιγωρία αλλά και πολιτικό δαλτωνισμό. Σε κάθε περίπτωση, το μερίδιο ευθύνης ατόμων και φορέων θα γίνει καθαρότερο στο μέλλον.
Πάνε εκατόν ογδόντα χρόνια από τότε που ο Οθων δημοσίευσε το πρώτο διάταγμα με θέμα τη σύσταση σχολικών βιβλιοθηκών, και το μόνο που έχουμε ανά χείρας είναι μια ολόκληρη «βιβλιοθήκη» από σχετικές υπουργικές αποφάσεις, καθώς επίσης και μια σειρά από κλειδωμένες, αραχνιασμένες αίθουσες-αποθήκες με σπασμένα θρανία και πεταμένους παλαιούς υπολογιστές όπου στέλνονταν πριν από την πανδημία οι μαθητές για τιμωρία. Σ’ αυτές τις αίθουσες στοιχειώνει και μένει «κτήμα ες αεί» όχι η γνώση αλλά η απουσία σοβαρού σχεδιασμού, η αδιαφάνεια, η λεηλασία και η αδιαφορία.
Οι μέχρι στιγμής Υπουργικές Αποφάσεις, εκτός ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων φυσικά, ήταν ασαφείς και γενικόλογες για ένα θέμα που θα έπρεπε να θεωρείται «καυτό», μια και η σωστή λειτουργία των βιβλιοθηκών θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αναπτυξιακός μοχλός της κοινωνίας μας και να αποτρέψει την πνευματική μας χρεοκοπία· κι όμως, οι αποφάσεις κάθε φορά έρχονταν να θυμίσουν άλλες προηγούμενες, που παρέμειναν κι εκείνες απλώς «αποφάσεις», χωρίς καμία περαιτέρω μέριμνα υλοποίησης.
Για να κατανοήσουμε το εύρος και το βάθος της υπόθεσης «σχολική βιβλιοθήκη» ας πάρουμε λίγο τα πράγματα από την αρχή: Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1996-2000, υπό τον αείμνηστο Γεράσιμο Αρσένη, έφερε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία και τον εμπλουτισμό 765 σχολικών βιβλιοθηκών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι βιβλιοθήκες εμπλουτίστηκαν με 6.001 τίτλους βιβλίων που επιλέχθηκαν με αυστηρά κριτήρια ως τα πλέον κατάλληλα από μια Επιτροπή 60 «ειδικών», οι οποίοι με απόλυτη φιλοτιμία προσπάθησαν να φέρουν εις πέρας το έργο αυτό επιλέγοντας με ποιοτικά κριτήρια τα κατάλληλα βιβλία. Η λίστα των επιλεγμένων τίτλων είναι στη διάθεση καθενός ενδιαφερομένου σε cd. Τα βιβλία αυτά πληρώθηκαν από την Πολιτεία στους εκδοτικούς οίκους και στάλθηκαν με την εθελοντική εργασία κρατικών υπαλλήλων.
Τι γίνεται όμως σήμερα μ’ αυτές τις βιβλιοθήκες;
• Λειτουργούν;
• Κάτω από ποιες συνθήκες;
• Με ποιους υπευθύνους;
• Με ποια βιβλία;
• Εμπλουτίστηκαν έκτοτε;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι άκρως απογοητευτικές:
• Οι σχολικές βιβλιοθήκες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είτε λειτούργησαν για λίγο αποσπασματικά με κάποιον «ανειδίκευτο βιβλιοθηκονομικά» καθηγητή είτε, απουσία υπευθύνου, δεν άνοιξαν ποτέ για τους μαθητές.
• Οσοι βιβλιοθηκονόμοι είχαν προσληφθεί απολύθηκαν στη συνέχεια.
• Στην πραγματικότητα η σχολική βιβλιοθήκη δεν συνδέθηκε ποτέ με τη μαθητική διαδικασία αφού δεν εντάχθηκε οργανικά στο πρόγραμμα σπουδών και δεν έγινε ποτέ κέντρο εξ-ακτίνωσης της μάθησης και της γνώσης όπως είχε σχεδιαστεί να γίνει – έτσι, το ένα και μοναδικό βιβλίο στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα, το «κοράνι της ελληνικής εκπαίδευσης», ακόμη καλά κρατεί.
• Γιατί να διαβάσουν τα παιδιά μας κι άλλα βιβλία; Γιατί να έχουν κι άλλες πηγές γνώσης;
• Γιατί να δημιουργήσουμε ενεργούς πολίτες με κριτική κι όχι σχηματική σκέψη, γνώμη και άποψη;
Οι σχολικές βιβλιοθήκες ήταν και είναι ακόμη, δυστυχώς, μια περιττή πολυτέλεια, η οποία κάτω από τις υπάρχουσες δυσμενείς συνθήκες κυριολεκτικά αχρηστεύτηκε.
Δεν έχει άλλωστε πια κανένα νόημα τόσα χρόνια μετά να αναζητήσουμε τα 70.431.000 ευρώ των ευρωπαϊκών κονδυλίων [«Σχηματική Σκέψη», Γιώργος Δαρδανός (επιμ.), Gutenberg 2015, σ. 66-67], που προορίζονταν αποκλειστικά για τη δημιουργία νέων βιβλιοθηκών και τον εμπλουτισμό των 765. Τα στοιχεία αυτά, πόσα δηλαδή από αυτά τα χρήματα δόθηκαν τελικά σε βιβλιοθήκες και τι απέγιναν τα υπόλοιπα, υπάρχουν στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου (ό.π., σ. 88-89).
Οι ελάχιστες οραματικές προσπάθειες που έγιναν έκτοτε προς την κατεύθυνση της δημιουργίας και της εύρυθμης λειτουργίας τους ακυρώθηκαν με παραπλανητικές και παγιδευτικές διακηρύξεις περί ψηφιακής επανάστασης. Για παράδειγμα, πολλές εκατοντάδες υπολογιστές αγοράστηκαν επί υπουργίας της κυρίας Διαμαντοπούλου για τους μαθητές, οι οποίοι όμως χωρίς τη διασύνδεση με τη βιβλιοθήκη κατέληξαν να τους χρησιμοποιούν για ηλεκτρονικά παιχνίδια και για τη μεταξύ τους διαδικτυακή επικοινωνία.
Αλλά ούτε και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί πήραν ζεστά το θέμα, αφού δεν μπορούσαν να δουν πώς οι βιβλιοθήκες θα συνεισέφεραν στο δύσκολο έργο τους και σίγουρα δεν είχαν εκπαιδευτεί στους τρόπους αξιοποίησής τους με στόχο την προαγωγή της μάθησης και τη δημιουργία ενός πιο ευέλικτου και λυσιτελούς μαθησιακού περιβάλλοντος. Ούτε και οι συνδικαλιστικοί φορείς των διδασκόντων ασχολήθηκαν σοβαρά. Για ποιόν λόγο άλλωστε; Για να φορτώσουν στους εκπαιδευτικούς κι άλλη μία αγγαρεία; Κρίμα που δεν κατανόησαν τη θεμελιώδη παιδαγωγική και πολιτιστική σημασία του έργου.
Φυσικά οι επιλογές της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας διακομματικά δεν συνάδουν με κανέναν τρόπο και σε κανένα επίπεδο με τις παγκόσμιες πρακτικές. Σε όλες τις αναπτυσσόμενες και αναπτυγμένες χώρες η σχολική βιβλιοθήκη αποτελεί ζωντανό κύτταρο του εκάστοτε εκπαιδευτικού ιδρύματος και σημαντικότατο μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Δεν χρειαζόμαστε, λοιπόν, κι άλλους νόμους για το θέμα αυτό – μας φτάνουν οι υπάρχοντες. Μπορούμε να τους θέσουμε σε «ορθή» εφαρμογή;
Τι πρέπει να γίνει άμεσα;
Ας ξεκινήσουμε από την ήδη υπάρχουσα δομή – από τις βιβλιοθήκες της ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ:
Α) Καταγραφή των βιβλιοθηκών που «ζουν» ακόμη και των συνθηκών «διαβίωσής» τους. Δηλαδή πόσες, ποιες, πού και πώς λειτουργούν.
Β) Καταγραφή των βιβλίων που περιέχουν οι υπάρχουσες αυτές βιβλιοθήκες. Πόσα και ποια;
Γ) Καμία αγορά νέων τίτλων πριν ολοκληρωθεί η καταγραφή.
Δ) Σταδιακή πρόσληψη εξειδικευμένων βιβλιοθηκονόμων που θα φροντίσουν για την εύρυθμη λειτουργία τους.
Ε) Σύσταση ειδικής επιτροπής που θα επιλέξει νέους τίτλους βιβλίων, έντυπους και ψηφιακούς, για τον εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών, αγορά και αποστολή των νέων βιβλίων – είναι αυτονόητο ότι χωρίς εμπλουτισμό ο ρόλος των βιβλιοθηκών ακυρώνεται.
ΣΤ) Εύρυθμη λειτουργία των σχολικών βιβλιοθηκών τόσο σε εκπαιδευτικό επίπεδο (ενεργός ρόλος τους στην καθημερινή εκπαιδευτική πράξη για να σταματήσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα να είναι αόμματο και προβληματικό) όσο και άνοιγμά τους στις απομονωμένες τοπικές κοινωνίες. Εχει αναλογιστεί ποτέ κάποιος από τους αρμόδιους κρατικούς λειτουργούς πόσο σημαντική θα ήταν μια διάπλατα ανοιχτή στο ευρύτερο κοινό σχολική βιβλιοθήκη σε ένα ορεινό χωριό ή ακόμη περισσότερο σε κάποιο ακριτικό νησί;
Οσον αφορά τώρα την ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ:
Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ζούμε έναν πραγματικό τραγέλαφο καθώς ακούμε διαρκώς διάφορα περί της «λειτουργίας» ή της «ψηφιοποίησης» και «διασύνδεσης» των εν λόγω βιβλιοθηκών. Ας πει κάποιος στους αρμόδιους των υπουργείων αλλά και στους, υποτίθεται, σχετικούς με το θέμα δημοσιογράφους και λοιπούς «πρωτοπόρους» και επαναστάτες της ψηφιοποίησης ότι δεν γίνεται να λειτουργήσει κάτι το οποίο δεν υφίσταται (ό.π., σ. 65). Πώς θα λειτουργήσουν και μάλιστα θα διασυνδεθούν μεταξύ τους ανύπαρκτες βιβλιοθήκες; Σε κανένα από τα δέκα χιλιάδες και πλέον δημόσια Νηπιαγωγεία και Δημοτικά Σχολεία της χώρας μας δεν υπάρχει ούτε μία οργανωμένη σχολική βιβλιοθήκη.
Επειδή καλά θα ήταν να μην κινδυνέψουν για άλλη μια φορά οι αρμόδιοι με γελοιοποίηση, θα πρέπει να ξέρουν πως οι μεγαλοστομίες δεν αποτελούν στοιχεία εφαρμόσιμων πολιτικών που έχουμε ανάγκη στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Σε κάθε περίπτωση πρέπει πρώτα να δημιουργήσουμε βιβλιοθήκες στα σχολεία μας, μετά να τις στελεχώσουμε, να τις δικτυώσουμε και μετά να τις ψηφιοποιήσουμε, αφού δυστυχώς δεν μπορούμε ακόμη να μετασχηματίσουμε ψηφιακά ανύπαρκτες οντότητες! Τι είναι αυτό που θα μετασχηματίσουμε και θα διασυνδέσουμε χωρίς σχολικές βιβλιοθήκες, χωρίς βιβλιοθηκονόμους και, πρωτίστως, χωρίς βιβλία;
Το υπουργείο θα πρέπει να πάρει γενναίες αποφάσεις και να προβεί σε πολιτικές πράξεις-ορόσημα στην ιστορία του εκπαιδευτικού συστήματος. Να συμπληρώσει ένα έλλειμμα δεκαετιών που στέρησε τη δυνατότητα από το σύγχρονο ελληνικό σχολείο να απαντήσει στις ανάγκες που προέκυψαν από τις μεταβαλλόμενες εξελίξεις στις τεχνολογίες, τις επιστήμες και τις τέχνες.
Οι πνευματικοί ταγοί αυτής της χώρας ας βάλουν πλάτη. Οι εκπαιδευτικοί ας σηκώσουν τα μανίκια. Η κρατική μηχανή ας λειτουργήσει, επιτέλους, για το ευρύτερο καλό εξασφαλίζοντας τα απαιτούμενα κονδύλια. Είναι ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε να εξασφαλίσουμε την πολυφωνία, τη δημοκρατία, την ποικιλία, τη δυνατότητα επιλογής. Κι ας δώσουμε στα παιδιά μας την ευκαιρία να νιώσουν τη χαρά της έρευνας, της αναζήτησης, της δημιουργίας, της ουσιαστικής ανάγνωσης κι ας μην τα καταδικάζουμε να γίνονται τέλειοι τηλεθεατές λειτουργικά αναλφάβητοι. Είναι εθνική μας υποχρέωση.
Οι Βιβλιοθήκες είναι σε αυτήν την προσπάθεια το απαραίτητο και σταθερό πρώτο βήμα.
* Εκδότης
Βιβλιογραφία
• Γιώργος Ε. Δαρδανός [επιμ.], Σχηματική Σκέψη, (Αθ.: Gutenberg, 2015) • [επιμ.], Σελίδες στην Οθόνη ή στο Χαρτί (Το Μέλλον της Ανάγνωσης), 2η συμπληρωμένη έκδοση (Αθ.: Gutenberg, 2019) – Πρόλογος: Προκόπιος Παυλόπουλος • [επιμ.], Οι Παπαγάλοι δεν Διαβάζουν Βιβλία: Κείμενα Πολιτικής Βιβλίου, (Αθ.: Gutenberg, 2005) • Οταν η γάτα γλείφει τη λίμα (Αθ.: Τυπωθήτω, 1999)
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου