Τρίτη 17 Απριλίου 2018

Χώρος ανάμνησης και χώρος αντίληψης

Οι αναμνήσεις της προσωπικής μας ζωής συγκροτούν την αυτοβιογραφική μας ιστορία, ένα είδος ατομικής μας ταυτότητας. Πολύτιμο κεφάλαιο της ιστορίας αυτής είναι η παιδική μας ηλικία και ειδικότερα οι δραστηριότητες, οι χαρές δηλαδή και τα παιχνίδια. Εκείνο όμως που με παραξένεψε, και όχι μόνο εμένα, είναι η διαφορά στην αντίληψη του χώρου του παιχνιδιού όπως τον θυμόμουν σε σχέση με αυτό που αντιλαμβάνομαι τώρα, πολλά χρονιά μετά. Θυμάμαι τον χώρο του παιχνιδιού πολύ μεγαλύτερο, ευρύτερο σε σχέση με τον ίδιο περίπου χώρο που αντιλαμβάνομαι τώρα ως ενήλικος. Πώς οργανώνεται, πώς παράγεται αυτή η διαφορά;

Η σύγκριση έρχεται σχεδόν αυτόματα. Περπατώ στην παλιά μου γειτονιά, να επισκεφτώ το πατρικό μου σπίτι, και νιώθω ότι ο χώρος αυτός που μικρός έπαιζα και μου φαινόταν τεράστιος είναι τώρα ένας απλός δρόμος συνήθους πλάτους 6-8 μέτρων. Αρα, η ανάμνηση των χωρικών μεγεθών, όπως αυτά ήρθαν στη μνήμη από την αντίληψη, οργανώθηκαν έτσι ώστε τελικά να φαίνονται μεγαλύτερα όταν για κάποιον λόγο τα ανασύρουμε και τα φέρνουμε στο παρόν. Ειδικά η «παραμόρφωση» αυτή αφορά την απόσταση μεταξύ αντικειμένων ή/και τον όγκο τους.

Πώς διαμορφώνεται η αντίληψη/μνήμη του χώρου στην παιδική ηλικία; Ηδη στην ηλικία των 6-12 ετών το παιδί έχει διαμορφώσει όλα τα απαραίτητα γνωσιακά στοιχεία για την αντίληψη του χώρου και την πλοήγηση/κίνηση μέσα σε αυτόν. Η εγωκεντρική αντίληψη του χώρου (η θέαση/αντίληψη και γνώση του χώρου με βάση το σώμα μου) έχει εμπλουτισθεί και με την αλλοκεντρική αντίληψη με την οποία μπορούμε να υπολογίζουμε τη θέση των αντικειμένων ανεξάρτητα από τη θέση του σώματός μου (κάτι σαν χάρτης στο μυαλό μου). Παράλληλα έχουν διαμορφωθεί τα τοπόσημα και οι χωρικές σχέσεις μεταξύ τους, τα σημαντικά δηλαδή για το άτομο σημεία, όπως είναι το σπίτι, το σχολείο, η παιδική χαρά, το γήπεδο, η πλατεία κ.λπ. Η αντίληψη του χώρου, σύμφωνα με πολλές πλέον έρευνες, προέρχεται, διαμορφώνεται από δύο τουλάχιστον πηγές. Η μία αναφέρεται στις ποικίλες εισερχόμενες πληροφορίες οι οποίες γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας από το νευρικό σύστημα του ατόμου και συγκεκριμένα τις οπτικές, αισθητικο-κινητικές, οσφρητικές, ακουστικές πληροφορίες που καταγράφει στη διάρκεια της μετακίνησής του το άτομο στον χώρο του παιχνιδιού. Η διαδικασία αυτή αντιστοιχεί στη μετάβαση από την επεισοδιακή στη σημασιολογική μνήμη. Η δεύτερη αφορά τα συναισθηματικά συνακόλουθα που συνοδεύουν τη δραστηριότητα στη διάρκεια του παιχνιδιού.

Οσον αφορά την 1η κατηγορία, και πιο συγκεκριμένα, στη διάρκεια του παιχνιδιού το άτομο υποδέχεται πληθώρα μεταβαλλόμενων και ποικίλων πληροφοριών αν σκεφτεί κανείς το τρέξιμο, το κυνηγητό, τις φωνές, τους ελιγμούς, τον ιδρώτα και τις ατέλειωτες ώρες που όλα αυτά τα κουραστικά και ευχάριστα συμβαίνουν. Η κίνηση του ατόμου προκαλεί απειρία εναλλασσόμενων εικόνων στον αμφιβληστροειδή (optic flow). Οι κιναισθητικές πληροφορίες από το αιθουσαίο/λαβυρινθικό σύστημα αποτυπώνουν στις τρεις διαστάσεις τη μεταβολή της θέσης του σώματος στον χώρο. Εχει παρατηρηθεί ότι τα άτομα υπερεκτιμούν μια δεδομένη απόσταση αν τη διατρέξουν με πολλά ζιγκ-ζαγκ σε σχέση με την εκτίμηση που διαμορφώνουν αν την ίδια απόσταση τη διατρέξουν σε ευθεία γραμμή. Επίσης, η αυξημένη προσπάθεια που μπορεί να καταβάλουμε για να διατρέξουμε μια απόσταση οδηγεί σε υπερεκτίμηση της απόστασης, η οποία μας φαίνεται έτσι πιο μακριά. Το είδος της δραστηριότητας (ελιγμοί, εμπόδια, έντονη κίνηση, δυσκολίες) προσδιορίζει και την εκτίμηση της διανυθείσας απόστασης. Οι συσχετίσεις αυτές οδήγησαν ορισμένους ερευνητές να προτείνουν ως φυσικό ισοδύναμο της εκτίμησης του χώρου και της απόστασης την κατανάλωση θερμίδων που είναι απαραίτητες για την επίτευξη του στόχου. 

Οσον αφορά τα συναισθηματικά συνακόλουθα είναι γνωστό πως μια δυσάρεστη διαδρομή μάς φαίνεται πολύ μακρύτερη. Είναι επίσης γνωστό, βιβλιογραφικά, πως οι ακροφοβικοί υπερεκτιμούν συνήθως το ύψος, γεγονός που επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την ακροφοβία τους. Το φαινόμενο της «ασυμμετρίας του ταξιδιού», η εκτίμηση πως ο πηγαιμός διαρκεί περισσότερο από την επιστροφή, έχει και συναισθηματικές συνιστώσες, με την έννοια ότι το ένα από τα δύο σκέλη του ταξιδιού έχει περισσότερο ενδιαφέρον, παρά το δεύτερο που είναι η βαρετή επιστροφή. Και σε αυτή την περίπτωση η εκτίμηση της απόστασης, η εκτίμηση των χωρικών δεδομένων συμπλέκεται με την αντίληψη του χρόνου. Η θετική, συναισθηματικά, εξοικείωση με κάποιον συγκεκριμένο χώρο έχει αναφερθεί ότι διευρύνει την αίσθηση/εκτίμηση του χώρου. Η «γειτονιά» αποτελούσε τον προνομιακό χώρο δραστηριοτήτων της παιδικής ηλικίας, ιδιαίτερα των αγοριών, σε αντίθεση με τα κορίτσια τα οποία δραστηριοποιούνταν κυρίως στο σπίτι. Ετσι, όταν ήμασταν παιδιά η «γειτονιά» ήταν όχι μόνο οικεία αλλά και λεπτομερώς καταγραμμένη στην αντίληψη και στη μνήμη. Σειρά ερευνών, ήδη από τη δεκαετία του '70, είχαν εξετάσει τη σχέση της πληρότητας του χώρου με την αντίληψη του μεγέθους του. Ενα άδειο δωμάτιο εκλαμβάνεται άραγε ως μεγαλύτερο σε σχέση με ένα ίσου μεγέθους αλλά γεμάτο με έπιπλα; Οχι. Ο γεμάτος χώρος μάς φαίνεται συνήθως μεγαλύτερος, ανεξάρτητα από το με τι είναι γεμάτος (ανθρώπους, αντικείμενα). Και σε αυτή την περίπτωση η αντίληψη του χώρου μοιάζει να ακολουθεί κανόνες παρόμοιους με αυτήν της αντίληψης του χρόνου. Φαίνεται πως η συσσώρευση συμβάντων μάς κάνει να αισθανόμαστε πως ο χρόνος, όπως και ο χώρος, επιμηκύνονται.

Υποθέτουμε, επομένως, ότι καθώς οι πληροφορίες από τον αντικειμενικό χώρο διέρχονται το σύμπλεγμα αντίληψη/μνήμη θα παραμείνει κάπου, με κάποιον τρόπο, μια ισοδύναμη «εικόνα» η οποία και θα ανασυρθεί μετά από πολλά χρόνια για να συγκριθεί με την παρούσα αντίληψη. Γενικώς η διατήρηση στη μνήμη (consolidation) συνοδεύεται από ένα είδος έκπτωσης (decay) της απομνημονευμένης πληροφορίας. Συχνά όμως παρατηρείται όχι μόνο έκπτωση αλλά διόγκωση, με τα ενδεχόμενα κενά να «συμπληρώνονται» ώστε να διατηρηθεί αλώβητο το κεντρικό νόημα, «σχήμα» της πληροφορίας, ανάλογα με τις ανάγκες του παρόντος. Ειδικά για τις πληροφορίες/αναμνήσεις αυτοβιογραφικού ενδιαφέροντος η έκπτωση δεν φαίνεται να ισχύει και επιπλέον έχει αναφερθεί και το φαινόμενο της διόγκωσης, επαύξησής τους (reminiscence bump). Αρα η πλούσια παιδική αντίληψη/μνήμη μπορεί να διατηρηθεί και στη μνήμη.

Συμπερασματικά, ο χώρος στην παιδική ηλικία ήταν γεμάτος τόσο από κιναισθητικά όσο και από συναισθηματικά ερεθίσματα και για αυτό ήταν πολύ πιο πλούσιος από τον σημερινό «φτωχό» χώρο τον οποίο διανύω συνήθως κουρασμένος, από τον συντομότερο δρόμο, χωρίς παρεκκλίσεις και στροφές, για να επισκεφθώ το πατρικό μου σπίτι. Το σώμα μου είναι περίπου 30% μεγαλύτερο, ογκωδέστερο από εκείνο του παιδιού των 10 ετών και τα κινητικά μου προγράμματα πολύ πιο περιορισμένα. Τον «σημερινό» χώρο τον εκλαμβάνω με βάση τις σημερινές δυνατότητες του σώματός μου και αντίστοιχα εκείνο της παιδικής ηλικίας με τις τότε σωματικές δυνατότητες. Η ενσώματος αντίληψη, πρόσληψη του χώρου μπορεί να συνοψισθεί στο «ο μικρός άνθρωπος αντιλαμβάνεται μεγάλο τον χώρο και ο μεγάλος μικρό».

Ιωάννης Θ. Ευδοκιμίδης, ομότιμος καθηγητής Νευρολογίας στο ΕΚΠΑ.
Πηγή: Βήμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου