Εκείνο που θα προσπαθήσω να εξηγήσω είναι ότι είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων και του «παραβάτη» ανηλίκου μία σχέση ενότητας. Στην οποία «σχέση – ενότητα» δεν θα αξιολογείται η «παραβατική» πράξη μόνο από ποινικής, ηθικής και κοινωνικής πλευράς αλλά θα λαμβάνεται υπόψη η δομή της οικογένειας του ανηλίκου, η σχέση του με το ευρύτερο κοινωνικό και σχολικό του περιβάλλον και η επιστημονική εκτίμηση και αξιολόγηση της προσωπικότητάς του.
Επιβάλλεται οι φορείς που «εμπλέκονται» να πληροφορηθούν τα αίτια που ένας ανήλικος οδηγήθηκε σε «παραβατική» συμπεριφορά, στοιχείο αναγκαίο για την ποινική και κοινωνική εξέλιξή του. Με μία τέτοια αντίληψη ενώ αρχικά η «παραβατική» πράξη μπορεί να φαινόταν άξια τιμωρίας, αν γίνει γνωστή η πραγματική αιτία, η τιμωρία ενδέχεται να χάνει πλέον τη σημασία της.
Όσον αφορά την αντιμετώπιση της «παραβατικής» συμπεριφοράς, στόχος δεν είναι μόνο η τιμωρία αλλά και η πρόληψη του ίδιου του ανηλίκου, πολύ περισσότερο δε, όταν ο τελευταίος «απασχόλησε» για πρώτη φορά τις αρχές.
Δυστυχώς, όμως, η πλήρης έλλειψη υπηρεσιών για την μέριμνα και την πρόληψη ανηλίκων «παραβατών» και ανηλίκων με «παρεκκλίνουσα» συμπεριφορά είναι ένα από τα πιο καίρια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Θέλω, όμως, να επισημάνω ότι η Νομοθεσία που διαθέτουμε, δίνει τη δυνατότητα να προσφερθούν μέτρα μέριμνας αλλά υστερούμε σε δίκτυο υπηρεσιών.
Έτσι, ο δικηγόρος, όταν θ’ αναλάβει την υπεράσπιση ανηλίκου, το πρώτο που πρέπει να έχει υπόψη πέραν των ανωτέρω, είναι ότι η ψυχολογική δομή μιας βίαιης πράξης ανηλίκου είναι απόρροια βίας ή αδικίας που έχει δεχθεί το ίδιο το παιδί στο συναισθηματικό του κόσμο. Π.χ. σε ένα γήπεδο ο διαιτητής ευνοεί το αντίπαλο στρατόπεδο οι θεατές - τα περισσότερα παιδιά - κρίνουν ότι έχουν το δικαίωμα να δρασκελίσουν το κιγκλίδωμα και να πάνε να τον δείρουν. Εδώ, ο ανήλικος θεωρεί ότι έγινε «θύμα» μιας αδικίας, κρίνει ότι έχει το δικαίωμα να ανταποδώσει τη βιαιοπραγία που υπέστη στο συναίσθημα του με άλλη βιαιοπραγία. Η αδικία αυτή, τον προσβάλλει στο πιο γνήσιο και αληθινό κομμάτι του εαυτού του και τον γεμίζει με οργή και θυμό. Συναισθήματα από τα οποία κυριαρχείται ο ανήλικος όταν εμφανίζει «παρεκκλίνουσα» ή «παραβατική συμπεριφορά». Αυτά τα συναισθήματα αντιμετωπίζει και ο δικηγόρος όταν συναντά τον ανήλικο μετά τη σύλληψή του.
Με αυτά τα δεδομένα, κατά πρώτο δεν μπορεί τον ανήλικο παραβάτη να τον αντιμετωπίσει ως «πελάτη» και οφείλει κατά δεύτερο να συνταυτιστεί μαζί του για να νιώσει την πράξη του, προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Ένας άλλος παράγοντας για να αναπτυχθεί σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τον ανήλικο είναι ο τρόπος προσέγγισης του. Πρέπει ο δικηγόρος να λάβει υπόψη του ότι έχει να κάνει με ένα παιδί που ξαφνικά βρίσκεται σε ένα περιβάλλον όπου αισθάνεται ότι όλοι το βλέπουν «σαν οριστικά χαμένο». Η σύλληψη, οι χειροπέδες, το κρατητήριο, η ταπεινωτική συμπεριφορά που υφίσταται, η λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων, οι μειωτικές εκφράσεις που μπορεί να δεχτεί από τους ιθύνοντες, το έχουν αποδιοργανώσει.
Η πορεία μου με τα ανήλικα μου έμαθε ότι τα ίδια τα παιδιά «ομολογούν» πιο εύκολα την πράξη τους και είναι δεκτικά στο να μιλάνε με ειλικρίνεια γι’ αυτή. Η δυσκολία μου, τόσο σε συνεννόηση για την υπερασπιστική γραμμή όσο και στον τρόπο χειρισμού του ανηλίκου ήταν με τους ίδιους τους γονείς οι οποίοι «θεωρώ» ότι πολλές φορές είναι κάκιστοι «συνεργάτες» του παιδιού τους. Συνήθως κανένας γονιός δε δέχεται ότι το παιδί του παρουσιάζει «παρεκκλίνουσα» ή «παραβατική» συμπεριφορά, γι' αυτούς πάντα κάποιος άλλος φταίει! Την «αδυναμία» αυτή των γονιών πολλές φορές ο ανήλικος την εκμεταλλεύεται με σκοπό να κερδίσει την προστασία της οικογένειας.
Αν ο Εισαγγελέας ή το Δικαστήριο Ανηλίκων διαπιστώσουν ότι οι γονείς έχουν «λάθος» αντίληψη της άσκησης του γονεϊκού τους ρόλου και αποφασίσουν να τους «θέσουν» υπό παρακολούθηση συμβουλευτικού προγράμματος σε ειδικό κέντρο προκειμένου να οριοθετήσουν το γονεϊκό τους ρόλο. Τότε ο δικηγόρος οφείλει να υιοθετήσει αυτό το μέτρο και να πείσει και τους γονείς για την αναγκαιότητα του.
Aν o Εισαγγελέας ή το Δικαστήριο Ανηλίκων διαπιστώσουν μέσω κοινωνικής έρευνας ότι ένας ανήλικος «ωθείται» στη κλοπή από τους ίδιους τους γονείς και διατάξουν την απομάκρυνση του από το οικογενειακό περιβάλλον και την αφαίρεση της επιμέλειας από τους γονείς. Τότε ο δικηγόρος εκτός του ότι έχει χρέος να συναινέσει με τις ανωτέρω ενέργειες οφείλει κι αν γνωρίζει το οτιδήποτε σχετικό εις βάρος των γονέων ως προς την άσκηση του γονεϊκού τους ρόλου να το αποκαλύψει.
Κάποτε μου είχαν αναθέσει την υπόθεση ενός ανηλίκου {13} χρονών. Κατηγορείτο για κλοπές. Το παιδί αρνιόταν την κατηγορία, το ίδιο και οι γονείς. Επεδίωξα να μιλήσω μόνη μαζί του. Κατά τη συζήτηση διαπίστωσα ότι χρησιμοποιούσε πολύ άνετα «χυδαίες εκφράσεις» πεζοδρομίου και μου έκανε εντύπωση η αναπτυγμένη ικανότητα που διέθετε στο να γνωρίζει εξαιρετικά καλά την αξία των χρημάτων. Ζήτησα από τους γονείς του να μου προσκομίσουν βεβαίωση της προόδου και συμπεριφοράς του στο σχολείο. Σύντομα διαπιστώθηκε ότι ο ανήλικος κυρίως τις βραδινές ώρες με τη στήριξη και την παρότρυνση των γονιών του, «ζητιάνευε».
Το έτος 1997 ένας μαθητής με άλλους συμμαθητές του είχαν «κλέψει» υλικό από το σχολείο τους (computer, γραφική ύλη κα, συνηθισμένο φαινόμενο εκείνη την εποχή), είχε ασκηθεί δίωξη εις βάρος τους. Όλοι οι συνάδελφοι που είχαμε αναλάβει την υπεράσπιση των παιδιών, αποφασίσαμε να τηρήσουμε κοινή γραμμή: ότι οι ανήλικοι έπρεπε να ομολογήσουν το λάθος τους ενώπιον του δικαστηρίου, να ζητήσουν εγγράφως συγγνώμη από τους καθηγητές τους και να αναλάβουν την ευθύνη για την αποκατάσταση των ζημιών. Με αυτή τη γραμμή συντάχθηκαν και οι γονείς.
Η τιμωρία του Δικαστηρίου για τα παιδιά ήταν αφ' ενός να αποκαταστήσουν όλο το υλικό που αφαίρεσαν με το χαρτζιλίκι που θα ελάμβαναν κάθε μέρα από τους γονείς τους και αφ ετέρου μετά το τέλος του ωραρίου από το μάθημα τους να καθαρίζουν τον περιβάλλοντα χώρο του σχολείου. Οι γονείς στην αρχή «έφεραν» αντίρρηση για το μέτρο του καθαρισμού στη συνέχεια όμως μετά από διεξοδική συζήτηση μαζί τους, το δέχθηκαν και κατάλαβαν ότι δεν έπρεπε να είναι «αρνητικοί».
«Ο καθαρισμός του σχολείου» όπως και «η κοινωφελής εργασία» σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία κατά την άποψη μου είναι πολύ σωστά μέτρα, διότι: «γίνονται το «μέσο» που φωτίζουν καλύτερα απ' όλα την ηθική ανάγκη της ποινής, ώστε ο ανήλικος να συναισθανθεί ότι η τιμωρία είναι δίκαιη εξιλέωση της παραβατικής πράξης και όχι αναγκαία πράξη της κοινωνίας ή του δικαστή».
Οι γονείς από την άλλη πρέπει να γνωρίζουν ότι είναι προτιμότερο το παιδί τους να υποστεί την τιμωρία στο «φυσικό» του χώρο, παρά να αποπεμφθεί απ' αυτόν.
Όλα τα ανωτέρω προσδίδουν στο δικηγόρο εκτός από το ρόλο του υπερασπιστή και ένα άλλο, αυτόν του διαμεσολαβητή, αφού εκ των πραγμάτων υποχρεούται ν’ αμβλύνει, να εξισορροπεί τις διαφορές και να αποκαθιστά τις σχέσεις όλων των εμπλεκομένων, γονιού-παιδιού, θύτη-θύμα.
*Η Νίνα Αικατερίνη Τζέλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Αποφοίτησε από τη Νομική Θεσσαλονίκης και είναι δικηγόρος Αθηνών. Ασχολήθηκε με τον τομέα των ανηλίκων από το έτος 1996 και προσφέρει τις υπηρεσίες της εθελοντικά από το έτος 1997 ως μέλος του Δ.Σ. της Εταιρίας Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου