Στη δουλειά της η Θεώνη Κουφονικολάκου δεν νιώθει ποτέ ότι δεν αντέχει. Από μικρή ήθελε να γίνει δικηγόρος που θα ασχολούνταν με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην πορεία επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και έπειτα από περίπου 12 χρόνια εξάσκησης της δικηγορίας, το 2018 έγινε η βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Τα τελευταία σχεδόν επτά χρόνια, χρόνια στα οποία η παιδική προστασία έρχεται όλο και περισσότερο στο κέντρο του κάδρου στην Ελλάδα, η κ. Κουφονικολάκου έχει κληθεί να χειριστεί χιλιάδες υποθέσεις που αφορούν παιδιά.
Οι πιο δύσκολες ήταν εκείνες στις οποίες ένιωσε ότι το σύστημα απέτυχε. «Υποθέσεις στις οποίες αναγνωρίστηκε η κακοποίηση, κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός και λόγω συστημικών εμποδίων τα παιδιά δεν έλαβαν την προστασία που χρειάζονταν, δηλαδή είτε τοποθετήθηκαν σε ιδρύματα όπου θυματοποιήθηκαν δευτερογενώς είτε διέρρευσαν τα δεδομένα τους στα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να στιγματιστούν και να περιθωριοποιηθούν ακόμη περισσότερο», δηλώνει στην «Κ». Αυτές είναι οι υποθέσεις που έχει βρει σοκαριστικές. «Λόγω της υποχρέωσης του συστήματος να υποστηρίξει τα παιδιά», συμπληρώνει, «και της αποτυχίας του να το πράξει».
Αλλες δύσκολες περιπτώσεις είναι οι υποθέσεις διαζυγίων, στις οποίες οι γονείς συχνά εργαλειοποιούν τα παιδιά. «Είναι περιπέτειες που κρατούν χρόνια και είναι ιδιαίτερα τραυματικές για όλα τα μέλη της οικογένειας, αλλά κυρίως για τα παιδιά – αφανείς, αλλά καθημερινές ιστορίες», σημειώνει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, με τη Συνήγορο του Παιδιού μπορεί να επικοινωνήσουν είτε οι γονείς είτε οι κοινωνικές υπηρεσίες. Ωστόσο, αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό, είναι ότι με τη Συνήγορο επικοινωνούν και τα ίδια τα παιδιά. «Και μάλιστα χωρίς την προϋπόθεση γονικής συναίνεσης», λέει η κ. Κουφονικολάκου. Παρότι οι αναφορές από παιδιά είναι συντριπτικά λιγότερες, το γεγονός ότι διατίθεται σε αυτά η επιλογή ενός μηχανισμού διαχείρισης παραπόνων, είναι από τους λόγους για τους οποίους η Συνήγορος έχει τόση πίστη στον θεσμό που εκπροσωπεί. «Εχει τύχει παιδιά να αναφέρουν περιστατικά εκφοβισμού στο σχολείο τους, να δηλώσουν ότι έχουν κακοποιηθεί».
«Δουλεύουμε με τα παιδιά, όχι μόνο για τα παιδιά», δηλώνει, τονίζοντας πως συχνά συμβουλεύονται ομάδα εφήβων, η οποία συγκροτείται με τρόπο ώστε να εκπροσωπούνται όλες οι πληθυσμιακές ομάδες. «Η γνώμη τους, η αντίληψή τους είναι για εμάς πολύτιμη», συμπληρώνει, και στην ίδια προσωπικά η επαφή με τα παιδιά δίνει αισιοδοξία και νόημα.
Με βάση τη διεθνή σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, εκείνα που στην Ελλάδα καταπατώνται περισσότερο θεωρεί πως είναι αρχικά το δικαίωμα στην προστασία από τη βία κάθε μορφής και κατά δεύτερον το δικαίωμα της συμμετοχής. «Ακόμη αντιλαμβανόμαστε το παιδί ως αντικείμενο προστασίας και όχι ως υποκείμενο δικαιωμάτων», αναφέρει. «Συχνά λέμε, “δικό μου είναι το παιδί, ό,τι θέλω το κάνω”, αντί να λέμε “έχω ένα παιδί και θέλω να το βοηθήσω να αναπτυχθεί πλήρως και να ανακαλύψει τα δικά του μοναδικά ταλέντα και δεξιότητες”», τονίζει στην «Κ».
Το τρίτο που καταπατάται είναι το δικαίωμα του ελεύθερου χρόνου. Ανάμεσα στα φροντιστήρια, στις δραστηριότητες και τη σχολική πρόοδο, το παιδί δεν έχει χρόνο για αναστοχασμό, αλληλεπίδραση και κοινωνικοποίηση, προσθέτει. Αυτό συμπαρασύρει κι άλλα δικαιώματα, όπως αυτό της ελεύθερης έκφρασης και της κοινωνικής συμμετοχής. Το τελευταίο ειδικά απουσιάζει έντονα από την κουλτούρα μας. «Σε άλλες χώρες είναι δεδομένο ότι το υπουργείο Παιδείας θα συνομιλήσει με εκπροσώπους των μαθητικών κοινοτήτων πριν πάρει μια απόφαση για τα ίδια τα παιδιά, γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό να ακουστεί η γνώμη τους», εξηγεί. «Νομίζουμε ότι ξέρουμε ποια είναι η γνώμη των παιδιών, αλλά δεν είναι αλήθεια, δεν τη γνωρίζουμε πραγματικά». Κι έπειτα είναι το δικαίωμα στην προστασία από τις διακρίσεις. «Τα πιο ευάλωτα παιδιά συστηματικά μένουν εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας – πηγαίνουν στο σχολείο, αλλά δεν υπάρχουν εργαλεία διαφοροποιημένης διδασκαλίας ώστε να συμμετέχουν πλήρως», συμπληρώνει. Τη χαροποιεί πολύ όταν ο κόσμος καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχουν επικίνδυνα παιδιά, μόνο παιδιά σε κίνδυνο. Ικανοποίηση αισθάνεται επίσης όταν επιλύονται υποθέσεις και όταν γίνονται ουσιαστικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, όπως το ακαταδίωκτο για τους επαγγελματίες που αναφέρουν περιστατικά βίας.
Επιμορφωτικές δράσεις
Εβδομαδιαία διενεργούν πολλές επιμορφώσεις επαγγελματιών ή συναντήσεις επιμορφωτικού χαρακτήρα, στις οποίες μετέχουν από κοινωνικοί λειτουργοί και φορείς ψυχικής υγείας μέχρι εκπαιδευτικοί. Τους μιλούν για το θεσμικό πλαίσιο, για το τι προβλέπει η διεθνής σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, ο νόμος για την ενδοοικογενειακή βία, για τις υποχρεώσεις των επαγγελματιών και για το πώς να προσεγγίζουν ένα παιδί και την οικογένειά του σε περιπτώσεις παραμέλησης. «Υπάρχουν πολλά κενά, αλλά αν θα έπρεπε να ξεχωρίσω ένα είναι η αδυναμία που εντοπίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις να δημιουργηθεί μια γνήσια σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί», υπογραμμίζει. «Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν δίνει δομικά χρόνο και χώρο στην ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης με τα παιδιά ούτε στη συμμετοχή τους – το άρθρο 12 που προβλέπει την ακρόαση της γνώμης του παιδιού σε όλες τις υποθέσεις που το αφορούν δεν είναι διακοσμητικό», υποστηρίζει. Οι ώρες πολιτικής παιδείας είναι μειωμένες, δεν δίνουμε έμφαση στην τέχνη που συμβάλλει στην ελεύθερη έκφραση, δεν υπάρχει μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης – αυτές τις ελλείψεις τις βρίσκει προβληματικές γιατί χάνεται η ευκαιρία της συμπερίληψης. «Αλλά χάνουμε και πάρα πολλά περιστατικά κακοποίησης – δεν τα βλέπουμε, δεν τα ακούμε», λέει στην «Κ».
Μεταξύ των βασικών αλλαγών που πρέπει να γίνουν θα ήταν, πρώτον, η υιοθέτηση ενιαίας πολιτικής παιδικής προστασίας στη χώρα. «Που θα προβλέπει πώς συνεργάζονται οι υπηρεσίες, πώς συντονίζονται, ποιος κάνει τι, βάσει ποιων πρωτοκόλλων – είναι τρομακτικό ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάτι τέτοιο», αναφέρει. Δεύτερον, χρειάζεται αύξηση του προσωπικού σε κρίσιμες υπηρεσίες, καθώς το υπάρχον δεν επαρκεί. «Υπάρχουν δήμοι που δεν έχουν καθόλου ομάδες προστασίας ανηλίκων ή κοινωνικό λειτουργό να κάνει την έρευνα συνθηκών διαβίωσης ή να αναλάβει μετά την παρακολούθηση ή την υποστήριξη της οικογένειας», υπογραμμίζει. Τρίτον, απαιτείται διοικητικά συντονισμός και παρακολούθηση της υλοποίησης της διεθνούς σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού – «δεν αρκεί ότι κάθε υπουργείο κάνει τις δικές του παρεμβάσεις».
Ασφαλείς χώροι έκφρασης
Θα πρέπει επίσης να δούμε αν είμαστε σε θέση να ακούσουμε προσεκτικά (π.χ. στο σχολείο) τα παιδιά. «Να δημιουργήσουμε ασφαλείς χώρους στους οποίους μπορούν να εκφράζονται», συμπληρώνει, «κι ύστερα είναι το ζήτημα της φιλικής στα παιδιά Δικαιοσύνης – παρατηρούμε με λύπη ότι τα προβλήματα αντιμετωπίζονται με ποινικοποίηση, για εμάς δεν είναι αυτός ο τρόπος, η ποινικοποίηση οδηγεί στην περαιτέρω περιθωριοποίηση των παιδιών».
Σε μια τόσο βίαιη κοινωνία δεν μπορούμε να μιλάμε για βία ανηλίκων, συμπληρώνει. «Πρόκειται για αντανάκλασή μας – αν δεν μας αρέσει, η λύση δεν είναι να σπάσουμε τον καθρέφτη. Η λύση είναι η υποστήριξη, ακρόαση της γνώμης του παιδιού και οριοθέτηση με τον ενδεδειγμένο τρόπο», τονίζει. Κρίσιμη είναι και η υποστήριξη των γονέων. «Δεν υπάρχει εγχειρίδιο για το πώς να είναι κανείς καλός γονιός – πρέπει να ανταποκριθούμε, όχι μόνο οικονομικά, αλλά κοινωνικά, συμβουλευτικά, σε επίπεδο καθοδήγησης, ψυχικής υγείας», εξηγεί η κ. Κουφονικολάκου.
Θα είναι το 2025 καλύτερη χρονιά για τα παιδιά στην Ελλάδα; Χαμογελώντας, απαντά: «Δεν μπορεί κανείς παρά να ελπίζει».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου