Η πρώτη φορά που η Χρύσα Πομόνη και η Σοφία Πανάγου συνειδητοποίησαν πως θα είχαν «θέμα» με το ελληνικό κράτος ήταν λίγους μήνες αφού γεννήθηκαν τα δίδυμα αγόρια τους. Το ζευγάρι ζει στη Γερμανία. Εκεί γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν, το 2018 παντρεύτηκαν και ένα χρόνο αργότερα απέκτησαν τα δυο τους παιδιά. Η τετραμελής οικογένεια είναι πλήρως αναγνωρισμένη στη χώρα όπου ζουν.
Οταν τα μωρά ήταν 5 μηνών, η Χρύσα πήγε στο ελληνικό προξενείο στο Βερολίνο για να δηλώσει τη γέννησή τους. «Ισως ήμουν αφελής, πάντως είχα άγνοια για το τι με περίμενε», λέει σήμερα στην «Κ». Την ενημέρωσαν πως αυτό που ζητούσε, να δηλωθούν τα παιδιά και με τις δύο μητέρες, δεν γινόταν. Επειδή δεν είχε ολοκληρωθεί τυπικά η υιοθεσία των αγοριών από τη σύζυγό της, δέχτηκε να τα δηλώσει μόνη της, ως αγνώστου πατρός. «Ηταν μια προσωρινή λύση, η οποία όμως δεν μας άρεσε καθόλου», εξηγούν. Δύο χρόνια αργότερα, η Σοφία δέχτηκε μια εξαιρετική επαγγελματική πρόταση από την Ελλάδα. Πριν πάρουν την απόφαση να επιστρέψουν, επικοινώνησαν με την οργάνωση «Οικογένειες Ουράνιο Τόξο» και επιβεβαίωσαν αυτό που φοβούνταν – πως η Σοφία δεν θα αναγνωριζόταν πλέον ως μητέρα των παιδιών. Οικογένειες σαν τη δική τους θεωρούνται αόρατες, αντιμετωπίζοντας πολλά προβλήματα στην καθημερινότητά τους. Αποφάσισαν από κοινού να αποσυρθεί από τη διαδικασία πρόσληψης στη νέα δουλειά. Παρ’ όλα αυτά, επειδή ήθελαν κάποια στιγμή να μπορούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, αποφάσισαν να διεκδικήσουν δικαστικώς να αναγνωριστεί η οικογένειά τους, όπως έχει ήδη γίνει σε μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ο Αλέξανδρος και ο Αμερικανός σύζυγός του αποφάσισαν και εκείνοι να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη. Εκείνος είναι δημόσιος λειτουργός (είναι ο λόγος που δεν επιθυμεί να μιλήσει επώνυμα – το Αλέξανδρος δεν είναι το πραγματικό του όνομα) και παρότι ο ίδιος εκπροσωπεί την Ελλάδα στο εξωτερικό, το ελληνικό κράτος δεν αναγνωρίζει τον γιο του. Τον απέκτησαν, ακολουθώντας όλες τις νόμιμες διαδικασίες, με τη βοήθεια μιας παρένθετης μητέρας, όσο ζούσαν σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε εκείνη τη χώρα, αλλά και στην Αμερική, αναγνωρίστηκαν και οι δύο άνδρες ως γονείς του μωρού. Το ίδιο συνέβη και αργότερα, στην ευρωπαϊκή πρωτεύουσα όπου μετατέθηκε. Οταν έμαθε πως θα επέστρεφε για δουλειά στην Ελλάδα, απευθύνθηκε στο υπουργείο Εσωτερικών ζητώντας κατ’ αρχήν κάτι απλό: να εκδοθεί άδεια παραμονής για τον γιο τους, ως Αμερικανό πολίτη. Ακόμα και αυτό όμως αντιμετωπίστηκε με αμηχανία γιατί στα έγγραφα που είχε προσκομίσει, ο μικρός είχε δύο άνδρες για γονείς.
Φίλοι και γνωστοί τον συμβούλεψαν να κάνει αυτό που είχε κάνει η Χρύσα με τη Σοφία. Να τον δηλώσει δηλαδή μόνος του, με μητέρα την παρένθετη. Εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Είχε, εν τω μεταξύ, ανακαλύψει πως βάσει μιας διάταξης, από τη στιγμή που ο γιος του είχε ασκήσει το δικαίωμα της άδειας παραμονής σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, η διαδικασία στην Ελλάδα έπρεπε να γίνει αυτόματα. Επέμεινε και περίμενε υπομονετικά. Οταν μετακόμισαν στην Ελλάδα και πέρασαν 180 ημέρες με τον γιο του πλέον να θεωρείται παράνομος στη χώρα, αναγκάστηκε να απευθυνθεί σε κάποιον γνωστό του στο υπουργείο και έτσι βγήκε η άδεια που δικαιούτο. «Είμαι άνθρωπος που πάει πάντα με τους κανόνες. Δεν θέλω να τους παρακάμπτω. Ισως από αφέλεια, ή ρομαντισμό είχα πάντα τυφλή εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη. Αποφασίσαμε λοιπόν να κινηθούμε δικαστικά. Δεν το έκανα μόνο για το παιδί μου. Αλλά για όλους τους ανθρώπους που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα, τη γνώση ή τη δύναμη να διεκδικήσουν το δίκαιο και το σωστό», λέει στην «Κ».
Και τα δύο αυτά ζευγάρια απευθύνθηκαν στον δικηγόρο Ηλία Γιαννατσή, ο οποίος έχει κάνει τη διπλωματική του με θέμα τη διασυνοριακή αναγνώριση των οικογενειών ομόφυλων προσώπων μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. και ήταν σε επαφή με το ευρωπαϊκό δίκτυο οργανώσεων για τις ΛΟΑΤΚΙ οικογένειες, προσφέροντας ακόμα και εθελοντικά συμβουλευτικές υπηρεσίες σε όσους ήθελαν να προσφύγουν στα δικαστήρια. Είχε μελετήσει το ευρωπαϊκό δίκαιο και ήταν ενήμερος για τον κανονισμό που συντάσσει αυτό το διάστημα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με «οδηγό» τα λόγια της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πως «εάν είσαι γονιός σε μια χώρα, είσαι γονιός σε κάθε χώρα».
«Δεν είναι μόνο το δικαίωμα της ελευθερίας μετακίνησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ότι δηλαδή δεν γίνεται σε μια χώρα να αναγνωρίζεται ως οικογένεια και στην άλλη όχι, ή τα δικαιώματα αυτών των παιδιών που πλήττονται. Αλλά και το ότι τα ελληνικά δικαστήρια κρίνουν πως οι οικογένειες αυτές δεν μπορούν να αναγνωριστούν, επειδή δεν επιτρέπεται η υιοθεσία, τη στιγμή που το ίδιο το κράτος έχει νομοθετήσει την αναδοχή από ομόφυλα ζευγάρια», σημειώνει ο κ. Γιαννατσής.
Οταν ανέλαβε τον υπόθεση του Αλέξανδρου, εκείνος είχε ήδη στα χέρια του απορριπτικές αποφάσεις από το Πρωτοδικείο και το Εφετείο. Ελεγαν πως δεν μπορεί να αναγνωριστούν οι αποφάσεις του εξωτερικού γιατί αυτό αντίκειται στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη. «Βέβαια, η Εκκλησία, στη δική μου περίπτωση, δεν είχε κανένα πρόβλημα με την οικογένειά μου», τονίζει ο Αλέξανδρος. Παρότι δεν του είχε περάσει από το μυαλό να ζητήσει να βαπτιστεί ο γιος του, αυτό συνέβη έπειτα από πρόταση του ίδιου του μητροπολίτη στη χώρα όπου ζούσαν. Στο πιστοποιητικό βάπτισης από την ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, γράφει και τα δύο ονόματα των μπαμπάδων ως γονέας Α και Β. Αντίστοιχη εμπειρία είχε από μια επαφή με έναν ανώτατο κληρικό όταν τον επισκέφθηκε στο σπίτι του. «Είχα φροντίσει ο γιος μου να πάει στους γείτονές μας, για να μη βρεθεί ο κληρικός σε δύσκολη θέση. Εκείνος όμως είχε μάθει πως είχα αποκτήσει παιδί με τον σύζυγό μου και μου ζήτησε να το φέρω για να το ευλογήσει». Εβγαλαν μια φωτογραφία αγκαλιά με τον μικρό και τους είπε λόγια αγάπης. Τη φωτογραφία αυτή και την ιστορία της μοιράστηκε αργότερα με πολιτικούς με τους οποίους είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει για το θέμα. «Αδίκως φοβάστε τις αντιδράσεις. Η Εκκλησία, στην πραγματικότητα, είναι πολύ πιο μπροστά από ό,τι νομίζουμε», τους είπε.
Τα επόμενα χρόνια, ο Αλέξανδρος είχε μια θετική δικαστική απόφαση στην Ελλάδα – την αναγνώριση από το Ειρηνοδικείο της αίτησης να αποποιηθεί ο γιος του την κληρονομιά του παππού του. «Εμμεση αναγνώριση, όχι όμως αναγνώριση των δικαιωμάτων. Το βιώνεις στα μικρά καθημερινά, από τα πιο απλά, όπως όταν η φαρμακοποιός δεν μπορούσε να εκτελέσει τη συνταγή από ιδιώτη γιατρό για αντιβιοτικό γιατί το παιδί δεν ήταν (και δεν μπορούσε) να είναι ασφαλισμένο σε δημόσιο φορέα στην Ελλάδα. Ή τώρα που μετατέθηκα ξανά στο εξωτερικό και δεν δικαιούμαι τα δίδακτρα για ιδιωτικό σχολείο όπως θα γινόταν εάν ήταν εγγεγραμμένος στη δική μου μερίδα».
«Εξωτικά πουλιά»
Η Χρύσα Πομόνη και η Σοφία Πανάγου αποφάσισαν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα για το πρώτο τους δικαστήριο. «Η αίθουσα ήταν γεμάτη με κόσμο από άλλες, άσχετες υποθέσεις. Νιώθαμε πως μας κοιτούσαν λίγο σαν εξωτικά πουλιά», θυμούνται. Η Σοφία δεν πτοήθηκε. Απευθυνόμενη στην έδρα, μίλησε για τη σχέση αγάπης με τη Χρύσα και τα παιδιά τους. Τη διαδικασία που πέρασαν για να τα αποκτήσουν, αλλά και τη διαδικασία με τους κοινωνικούς λειτουργούς για να εγκριθεί η υιοθεσία. Τη δυσκολία του να μην αναγνωρίζονται στην ίδια τους τη χώρα. «Μπαίνουμε σε ένα αεροπλάνο και αλλάζει το στάτους της οικογένειάς μας. Κυκλοφορούμε με τα χαρτιά μας. Μήπως κάτι μας συμβεί», εξήγησε.
Εφυγαν αισιόδοξες και χαρούμενες που είχαν την ευκαιρία να ακουστούν και που τους έκαναν και μια ερώτηση (εάν είναι σημαντικό για αυτές το να επιστρέψουν στην Ελλάδα. «Πολύ, θέλουμε να είμαστε κοντά στις οικογένειές μας», απάντησε η Σοφία). Οταν βέβαια βγήκε και η δεύτερη αρνητική απόφαση του Εφετείου, δεν έπεσαν από τα σύννεφα. «Δεν αιθεροβατούμε. Ξέρουμε πως δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο». Ο δικηγόρος τους εξήγησε πως η απόφαση είχε αρκετά θετικά σημεία. Οπως ότι τις αναγνωρίζει ως συν-μητέρες. Δεν αμφισβητεί τις ικανότητες ή τον ρόλο τους. «Δεν είναι αναγκαίες παραδοχές. Φάνηκε πως το δικαστήριο δυσκολεύτηκε. Ουσιαστικά λέει πως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως είναι ικανοί γονείς, αλλά πως η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη», τους εξήγησε.
Στην εφετειακή απόφαση των δύο ανδρών δεν υπήρχαν καν αυτές οι παραδοχές. Το δικαστήριο μάλιστα ανέλυσε εκτενώς το πλαίσιο της υιοθεσίας, παρόλο που το ζευγάρι είχε αποκτήσει τον γιο τους μέσω παρένθετης μητέρας και όχι μέσω υιοθεσίας. Ηταν ένας από τους πολλούς λόγους που ζήτησαν αναίρεση. Ηταν ο «εύκολος» λόγος για τον οποίο δέχτηκε την αναίρεση ο Αρειος Πάγος στέλνοντας την απόφαση και πάλι πίσω στο εφετείο. Είναι θεωρητικά μια νίκη. Δείχνει πως η συζήτηση παραμένει ανοιχτή, έχοντας προβληματίσει το ανώτατο δικαστήριο, αλλά ο Αλέξανδρος δεν είναι αισιόδοξος. «Μου δένει τα χέρια. Γιατί το εφετείο μπορεί να πει πως ούτε το να αποκτήσεις παιδί με παρένθετη επιτρέπεται για ένα ομόφυλο ζευγάρι. Που σημαίνει άλλα 2-3 χρόνια, με επιπλέον έξοδα και με συνεχιζόμενη ανασφάλεια. Αντιλαμβάνομαι πως με αντιμετωπίζουν ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Εγώ προφανώς δεν το βλέπω έτσι, είμαι περήφανος για την οικογένειά μου, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν το βάζω κάτω, θα το παλέψω μέχρι τα ευρωπαϊκά δικαστήρια», καταλήγει.
Το εφετείο που προέταξε το συμφέρον του παιδιού
Η «Κ» παρουσιάζει και μια τρίτη υπόθεση, στην οποία ελληνικό δικαστήριο αναγνώρισε απόφαση βρετανικού δικαστηρίου που έχει να κάνει με ομόφυλη γονεϊκότητα. Αφορά την επιμέλεια ενός παιδιού, από μια Ελληνίδα που δεν είναι η βιολογική μητέρα αλλά είχε υιοθετήσει το παιδί που είχε κυοφορήσει η σύζυγός της. Οταν το ζευγάρι χώρισε, τα βρετανικά δικαστήρια έδωσαν σε εκείνη την επιμέλεια και τη δυνατότητα να μετακομίσει με το παιδί στην Ελλάδα. «Παρότι πρωτoδίκως απορρίφθηκε η αίτηση για αναγνώριση της απόφασης (γιατί αντίκειται στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη), το εφετείο εξέδωσε μια εμπνευσμένη απόφαση σε σχέση με το δικαίωμά της να επιμελείται του παιδιού ανεξάρτητα με το εάν θεωρείται άκυρος ο γάμος μεταξύ των δύο γυναικών στην Ελλάδα», εξηγεί ο δικηγόρος Δημήτρης Καβαλιώτης που χειρίστηκε την υπόθεση. «Η διαφορετικότητα δεν μπορεί να αποβεί εις βάρος του πραγματικού συμφέροντος του τέκνου. Η ελληνική κοινωνία τυγχάνει αρκετά προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις, να φιλοξενήσει στους κόλπους της και να ανεχθεί την ύπαρξη μιας ομόφυλης οικογένειας μετά τέκνων», σημειώνει μεταξύ άλλων η δικαστής στην απόφαση σταθμό.
Για τον Ηλία Γιαννατσή που χειρίστηκε τις άλλες δύο υποθέσεις, η απόφαση αυτή είναι σίγουρα σημαντική, δεν μπορεί όμως να μην παρατηρήσει κάτι οξύμωρο: «Οταν έρχεται στο δικαστήριο ένα ζευγάρι χέρι χέρι, ευτυχισμένο, υπάρχει αντίθεση στη δημόσια τάξη. Το δικαστήριο δικαιολογεί την αναγνώριση μόνο όταν υπάρχει ρήξη της σχέσης ή θάνατος της βιολογικής μητέρας», σημειώνει. «Δεν μπορεί να προστατεύεται η παιδική ηλικία από το Σύνταγμα και την ίδια στιγμή το ελληνικό κράτος να μην αναγνωρίζει τα δικαιώματα οικογενειακού δεσμού, πάρα μόνο εάν υπάρχει κάποιο τραγικό γεγονός. Αφήνει έκθετα όλα εκείνα τα παιδιά που ζουν με τις οικογένειές τους», καταλήγει.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου