Χοντρός; Ασχημος; Κτηνώδης; Στα βιβλία του δημοφιλούς Βρετανού συγγραφέα Ρόαλντ Νταλ (1916-1990) στο εξωτερικό τέτοιες λέξεις αντικαθίστανται πλέον από ηπιότερες, συμβατές με τις σύγχρονες αξίες. Εχουν όμως ήδη προκληθεί έντονες αντιπαραθέσεις· η σχετική συζήτηση επέσυρε την κριτική όχι μόνο του έργου του Νταλ αλλά και της προσωπικότητας και των ιδεών του. Οι εναντίον του κατηγορίες εκκινούν από τον αντισημιτισμό και φτάνουν μέχρι τη συγγραφική ανεπάρκεια. Οι εκδόσεις Ψυχογιός, από τις οποίες κυκλοφορούν στα ελληνικά τα βιβλία του, δεν έχουν προβεί για την ώρα σε κάποια διόρθωση. Με αυτή την αφορμή θυμόμαστε ξανά πέντε από τα πιο γνωστά βιβλία του Νταλ, που καλύπτουν το μεγαλύτερο φάσμα της συγγραφικής του δραστηριότητας: «Ο Τζίμης και το γιγαντοροδάκινο» (1961), «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας» (1964), «Ο μεγάλος φιλικός γίγαντας» (1983), «Οι μάγισσες» (1983), «Ματίλντα» (1988).
Πρώτο στη σειρά μας είναι «Ο Τζίμης και το γιγαντοροδάκινο». Οσα θα ακολουθήσουν είναι ήδη εκεί, έτοιμα να ξεχυθούν σαν χείμαρρος από σοκολάτα – ρευστή, λαχταριστή, λιγωτική. Δεν αναφερόμαστε τυχαία στο ποτάμι της σοκολάτας: στην αρχή του ταξιδιού του, το γιγαντοροδάκινο περνάει μέσα από ένα κτίριο, την τοπική σοκολατοβιομηχανία, προκαλώντας διαρροή ρευστής σοκολάτας στους δρόμους του χωριού. Φαίνεται πως ο Νταλ ξεκινά να οικοδομεί τον κόσμο των παραμυθιών του. Το εργοστάσιο της σοκολάτας επανέρχεται δυναμικά ως ένα από τα πιο διάσημα και εμβληματικά έργα του λίγα χρόνια αργότερα, εκπληρώνοντας το κοινό όνειρο των παιδιών για μια επίσκεψη σε έναν κόσμο μαγικά απολαυστικό.
Στον «Τζίμη», μαζί με το εργοστάσιο, το οποίο προσπερνάμε, στο επίκεντρο έχουμε ένα μικρό, θαυμαστό παιδί, μια περιπέτεια, κινδύνους και την απόδραση από τον κόσμο των μεγάλων – μέσα σε ένα γιγάντιο ροδάκινο. Τι ρόδινη εικόνα: ένα ροδάκινο-πλωτό! Ρόδινη και λιγάκι τρομακτική, μέσα στην αστάθειά της. Την εικονογράφηση του βιβλίου αναλαμβάνει ο Κουεντίν Μπλέικ, που θα ταυτιστεί στο εξής με τον Νταλ. Οι εικόνες δεν αποτυπώνουν ακόμη το ιδιαίτερο, λιτό, πονηρό στυλ του Μπλέικ. Μοιάζουν να ψάχνουν να βρουν την ταυτότητά τους. Οπως άλλωστε και η γραφή του Νταλ σε αυτό το πρώτο βιβλίο.
Τι ήταν, αλήθεια, στην αρχή; O χαμένος παράδεισος του μικρού Τζίμη. Ο Νταλ σοφά τον περιγράφει και τον διαλύει μέσα σε δύο σελίδες. Σε αυτό το πρώτο του βιβλίο για παιδιά υπάρχει μια γλυκύτητα, που στα επόμενα απουσιάζει. Υπάρχουν οι δύο κακές και βασανιστικές θείες, αλλά θυμίζουν περισσότερο καρικατούρες των κακών του Ντίκενς. Και έχουν προϋπάρξει, έστω για λίγο, δυο υπέροχοι γονείς και μια ξένοιαστη ζωή με πολλά παιδιά και παιχνίδια πλάι στο κύμα. Για όποιον αγαπά τη λογοτεχνία του φανταστικού, ακολουθεί μπόλικη περιπέτεια και φαντασία. Η ιδέα της παρέας των εντόμων και του σκουληκιού και ο τρόπος που αποδίδονται οι εικόνες και οι χαρακτήρες, οι απαίσιοι αλλά πολύ θεαματικοί συννεφάνθρωποι, το ταξίδι πάνω από τον ωκεανό, η προσάραξη στην κορυφή του ουρανοξύστη – όλα με κέφι και με χιούμορ, μας κερδίζουν.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους απανωτούς κανιβαλισμούς στον «ΜΦΓ» ή με τον βασανισμό των εύσωμων και λαίμαργων παιδιών στη «Ματίλντα» και στον «Τσάρλι». Αυτή η διαρκής ανάδυση της αγριότητας, της βίας και της κακίας που, ιδίως στις πολύ μεγάλες του επιτυχίες συμβαίνει κατά κόρον, στον «Τζίμη» απουσιάζει. Επικρατεί η δροσιά του ροδάκινου. Ας κάνουμε όμως ένα άλμα στον χρόνο, παρακάμπτοντας για λίγο τη «Ματίλντα» και τον «Τσάρλι», όπου η σκιά του μιούζικαλ και των ταινιών είναι βαριά. Ας δούμε τι συμβαίνει με τις «Μάγισσες».
Αντισημιτικός λόγος
Οι «Μάγισσες» (1983) είναι ένα μείγμα τρυφερότητας και αγριότητας. Εδώ ο Νταλ μιλάει για τα πράγματα που δεν είναι όπως φαίνονται και για τον τρόπο που ο κόσμος του παραμυθιού εισέρχεται στον πραγματικό. Εχουμε όμως δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, οι μάγισσες παρουσιάζονται ως μέλη ενός παγκόσμιου δικτύου, δαιμονικές και μυημένες· ακολουθούν τυφλά τις οδηγίες της αρχηγού, διαχειρίζονται πλούτο, βρίσκονται παντού – πολλαπλασιασμένες, αθόρυβες, άσχημες, προσωποποίηση του απόλυτου κακού. Αυτή η αφήγηση, όμως, θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο παραδοσιακά αντισημιτικός λόγος και αργότερα ο ναζιστικός παρουσιάζει τον Εβραίο: άπληστο, με μεγάλη σουβλερή μύτη, να κλέβει παιδιά για να τους πιει το αίμα. Επιπλέον, το απόλυτο κακό εκφράζει η μοχθηρή γυναίκα, που «πατάει» προφανώς στη μακρά παράδοση της μάγισσας, η οποία διώχθηκε άδικα και άγρια. Η χρήση του όρου «κυνηγός μάγισσας» τόσο φυσικά και νομιμοποιημένα σε ένα παιδικό βιβλίο είναι κάτι που μας κλόνισε. Η μάχη ενάντια στο κακό δεν γίνεται εδώ με τα ευγενή όπλα της καταπιεσμένης, που μεταχειρίζεται η Ματίλντα, αλλά με ωμή βία. Βία δίκαιη αφού στρέφεται στον (τέλεια κατασκευασμένο) εχθρό.
Η δεύτερη επισήμανση φαντάζει σχεδόν παράδοξη μετά τα παραπάνω. Αφορά την υφέρπουσα τρυφερότητα και την αποδοχή του διαφορετικού παιδιού. Η γιαγιά αποδέχεται τη μεταμόρφωση του εγγονιού της. Ενθαρρύνει με χάδια και γλυκές κουβέντες την υβριδική του ταυτότητα ως ποντικανθρώπου. Αντίθετα, οι ορθολογιστές γονείς ενός άλλου μεταμορφωμένου αγοριού (αξίζει να σημειωθεί πως και αυτό το παιδί τιμωρείται για τη λαιμαργία του!) αντιδρούν με υστερία και θρήνο. Οι διαφορετικές αντιδράσεις αντικατοπτρίζουν τους δύο κόσμους, παραμυθένιο και πραγματικό. Ο Νταλ μοιάζει να συνηγορεί υπέρ της παραμυθένιας αντίληψης, που φαντάζει απροσδόκητα queer. Η –ανακουφιστική– αποδοχή της μεταμόρφωσης και της νέας ταυτότητας του παιδιού γίνεται και από το ίδιο, όταν διαπιστώνει τα απελευθερωτικά στοιχεία που αυτή του προσφέρει.
Μήπως όμως διαβάζουμε τις «Μάγισσες» με τα γυαλιά του παρόντος; Τα «γυαλιά του παρόντος» είναι το αναφαίρετο δικαίωμα της εκάστοτε αναγνώστριας/τη. Αλλιώς μιλάμε για απολιθωμένες αναγνώσεις, δηλαδή νεκρές. Από την άλλη, και έχοντας ήδη απλώσει το τόξο της ανάγνωσής μας από τον πρώιμο Νταλ του «Ροδάκινου» μέχρι τον όψιμο των «Μαγισσών», διακρίνουμε σημάδια κατασταλάγματος. Τα αρχέτυπα του κακού Εβραίου και της κακιάς μάγισσας παραείναι, θεωρούμε, σύνθετα και παλιά για να του τα χρεώσουμε. Αυτό δεν αθωώνει τον αντισημίτη Νταλ – γνωρίζουμε από τη βιογραφία ότι υπήρξε τέτοιος. Επιβεβαιώνεται ότι ο άνθρωπος ήταν φοβερός παραμυθάς, ακόμη και όταν διαπιστώνουμε χρήση στερεοτύπων που μας ενοχλούν.
Η γλυκύτητα που υπάρχει στο πρώτο του βιβλίο, «Ο Τζίμης και το γιγαντοροδάκινο», απουσιάζει από τα επόμενα, στα οποία παρατηρείται μια σταδιακή ανάδυση της αγριότητας, της βίας και της κακίας.
Κανιβαλική βία
Στον «ΜΦΓ», τώρα, που χρονολογικά (1982) βρίσκεται λίγο πριν από τις «Μάγισσες», πιο κοντά στη «δύση» του συγγραφέα, γίνεται πάρτι κανιβαλικής βίας. Οσο καλός και αν είναι ο πρωταγωνιστής Γίγαντας, ο Φιλικός, αποβαίνει φύλλο συκής που δεν κρύβει τη σκοτεινή μέθη.
Για τον «Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας» οι εικόνες της ταινίας κυριαρχούν. Ο γραπτός «Τσάρλι» σχεδόν χάνεται πίσω από τον Τζόνι Ντεπ, ο οποίος υποδύθηκε τον εκκεντρικό κύριο Βόνκα. Μιλάμε για ένα γνήσια βρετανικό βιβλίο: κάτι στους τρόπους, στο χιούμορ, στις λέξεις, στις περιγραφές της απόλυτης φτώχειας που βιώνει η οικογένεια του Τσάρλι, συνομιλεί με αυτή την παράδοση. Δεν είναι σκοτεινό με τον τρόπο του «ΜΦΓ» ή των «Μαγισσών», δεν είναι λαμπερό με τον τρόπο της «Ματίλντας». Ισως είναι πιο κοντά στον «Τζίμη»: παραμυθένιο και γευστικό, με ποτάμια σοκολάτας και μεθυστικούς χυμούς, με αναπάντεχα ταξίδια και συναντήσεις με πλάσματα αλλόκοτα. Ωστόσο, υπάρχει κάτι το ενοχλητικό εκεί που μια φωνή ενήλικου αφηγητή κοροϊδεύει τα παιδιά. Τα παιδιά «βασανίζονται λίγο» και σχεδόν με τη θέλησή τους, αλλά αυτές οι περιγραφές και οι χαρακτηρισμοί δίνουν τα εργαλεία για μια σκληρή κοροϊδία του διαφορετικού που, αντίθετα με την περίπτωση της «Ματίλντας», δεν εκφράζεται συλλογικά από την παιδική ματιά προς τους ενηλίκους, αλλά στρέφεται εναντίον παιδιών (κακομαθημένων και εκνευριστικών βέβαια, αλλά παιδιών).
Οι σκλάβοι του Βόνκα
Υπάρχει και κάτι ακόμη ενοχλητικό. Το εργοστάσιο δεν έχει πραγματικούς εργάτες, αλλά μια ολόκληρη φυλή μικροσκοπικών ανθρώπων, τους οποίους ο Βόνκα εξαγόρασε και μετέφερε από τη μακρινή και εξωτική χώρα τους μέσα στο εργοστάσιο, με την υπόσχεση να έχουν όσο κακάο θέλουν. Η περιγραφή αυτών των ανθρώπων και της εξαγοράς τους αντανακλά τόσο έντονα την ιστορία της αποικιοκρατίας και του εμπορίου των σκλάβων, που δεν διορθώνεται από πουθενά. Ο πανέξυπνος Βόνκα πείθει τους αφελείς και εξαθλιωμένους Ούμπα-Λούμπα να τον ακολουθήσουν κι εκείνοι ζουν ευτυχισμένοι στο εργοστάσιο δουλεύοντας ασταμάτητα αλλά πάντα με κέφι!
Η αλλαγή επίμαχων λέξεων στα βιβλία του Νταλ συντάσσεται με τους sensitivity readers. Η καινούργια γενιά αναγνωστριών και αναγνωστών μάλλον δεν χρειάζεται το σκοτάδι, την ειρωνεία και τη σκληρότητα αυτών των κειμένων. Αν και μάλλον χρειάζεται μια ηρωίδα αναφοράς με το θάρρος και τη γενναιότητα της Ματίλντας, την αγάπη της για τα βιβλία και το ταλέντο της να αντιστέκεται.
Είναι βλαβερά και επικίνδυνα τα βιβλία του Ρόαλντ Νταλ; Με τίποτα. Δεν είναι ανόητα, βίαια και γεμάτα κακία όπως συμβαίνει π.χ. στον Λέμονι Σνίκετ. Πρέπει να διορθωθούν; Με τα λόγια της Μάργκαρετ Ατγουντ: «Αν δεν σας αρέσουν, μην τα διαβάζετε». Ή όπως θα έλεγε και ο Πούλμαν, «αν δεν σας αρέσουν μην τα εκδίδετε». Ας μην εκβιάζουμε τη μακροβιότητα. Αν ο Νταλ δεν σώζεται, ας τον αποχαιρετήσουμε. Ή ας μείνουν μόνον οι ταινίες και τα μιούζικαλ.
Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού & Μαρία Τοπάλη
* Η κ. Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού και η κ. Μαρία Τοπάλη διατηρούν εβδομαδιαία στήλη διαλογικής συζήτησης βιβλίων για παιδιά και εφήβους στην βιβλιοφιλική ιστοσελίδα dimartblog.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου