Χαρτί ή οθόνη; Σε ποιο μέσο προτιμάμε να διαβάζουμε; Πότε νιώθουμε ότι κατανοούμε καλύτερα ένα κείμενο; Συμβαίνει το ίδιο εάν διαβάζουμε ειδήσεις, λογοτεχνία ή το μάθημα για το πτυχίο; Σε μια εποχή που οι μεγαλύτεροι τυπώνουν τους λογαριασμούς της κινητής για να τους μελετήσουν με την ησυχία τους, τα μωρά χειρίζονται με επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού το τάμπλετ και οι υπόλοιποι πατάμε καθημερινά και στις δύο βάρκες, ενίοτε με κωμικοτραγικά αποτελέσματα, δεν υπάρχει κοινός τόπος. Η ανάγνωση παραμένει βαθιά προσωπική υπόθεση και ως τέτοια διέπεται από διαφορετικές συνήθειες και κανόνες.
Μια έρευνα όμως που εκπονήθηκε πέρυσι έρχεται να ρίξει φως στις αναγνωστικές συνήθειες ενός ιδιαίτερου και απαιτητικού αναγνωστικού κοινού, των φοιτητών. Η Κατερίνα Χρυσανθοπούλου, συγγραφέας και υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, κατέγραψε στο πλαίσιο διδακτορικής διατριβής που εκπόνησε υπό την επίβλεψη του αναπληρωτή καθηγητή Νίκου Παναγιώτου την «προτίμηση μορφής» και τη «μαθησιακή δέσμευση» κατά την ανάγνωση σε δείγμα 1.300 προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης – δηλαδή, ερεύνησε αν προτιμούν να διαβάζουν από οθόνη ή από χαρτί και πώς κατανοούν και μαθαίνουν καλύτερα αυτό που διαβάζουν.
«Σε σχέση με την ανάγνωση, πρόκειται για ιδιαίτερα αξιόπιστο δείγμα επειδή ακριβώς αφορά την ανάγκη για παραγωγική και αποτελεσματική μάθηση. Οι φοιτητές πανεπιστημίου είναι οι πιο expert αναγνώστες», σχολιάζει η κ. Χρυσανθοπούλου. Οι φοιτητές, όπως και οι μαθητές, διαβάζουν με στόχο την κατανόηση περιεχομένου. Το ίδιο κάνουμε και οι υπόλοιποι όταν καταναλώνουμε ειδησεογραφικό περιεχόμενο.
Οσον αφορά τις προτιμήσεις ανάγνωσης των ειδήσεων, οι περισσότεροι φοιτητές (59%) δηλώνουν ότι προτιμούν να τις διαβάζουν σε ηλεκτρονική μορφή, ενώ το 45% διαβάζει πάντα ή σχεδόν πάντα τις ειδήσεις online. Από την άλλη, όταν πρόκειται για την ανάγνωση συγγραμμάτων για το πανεπιστήμιο, το 52% δηλώνει ότι δεν προτιμά τα ηλεκτρονικά εγχειρίδια από τα έντυπα βιβλία. Μάλιστα, μόνο το 16% είναι υπέρ της ανάγνωσης από οθόνη για τον συγκεκριμένο σκοπό.
Οσον αφορά την παράμετρο της κατανόησης, περίπου 3 στους 4 (73%) αναφέρουν ότι κατανοούν τις πληροφορίες καλύτερα όταν τις διαβάζουν από χαρτί παρά από οθόνη, με το 51% των φοιτητών να είναι κατηγορηματικά υπέρ του χαρτιού και μόνο το 17% να δηλώνει ότι κατανοεί καλύτερα το υλικό όταν διαβάζει από ηλεκτρονικό μέσο. Σχετικά με το κριτήριο της εστίασης και της διάσπασης προσοχής κατά την ανάγνωση ειδήσεων, οι περισσότεροι (53%) δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να εστιάσουν στην ανάγνωση ειδήσεων από οθόνη λόγω εξωτερικών περισπασμών.
Σχετικά με την ικανότητα ανάκλησης πληροφοριών, οι περισσότεροι προτιμούν το χαρτί αντί της οθόνης. Μάλιστα το 53% είναι κατηγορηματικό ότι ανακαλεί καλύτερα τις πληροφορίες διαβάζοντας μαθήματα από το χαρτί, ενώ μόνο το 11% δηλώνει ότι θυμάται καλύτερα τις πληροφορίες όταν τις διαβάζει στην οθόνη. Το 61% επίσης αναφέρει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει καλύτερα τις πληροφορίες που έχει διαβάσει στο χαρτί παρά στην οθόνη. Από την άλλη, μόνο ένα 15% δηλώνει ότι τυπώνει συχνά πολύπλοκα έγγραφα με οικονομικές ή άλλες πληροφορίες, «γιατί τα έντυπα είναι πιο ασφαλή». Γενικώς όταν μελετούν για τις εξετάσεις ή για ένα θέμα που τους ενδιαφέρει, σε ποσοστό 75% δηλώνουν ότι μαθαίνουν λιγότερο αποτελεσματικά όταν διαβάζουν από οθόνη παρά από έντυπο υλικό.
Συμπερασματικά, οι φοιτητές διαβάζουν τις ειδήσεις ηλεκτρονικά, αλλά για το πανεπιστήμιο προτιμούν το χαρτί, αφού οι πληροφορίες γίνονται έτσι καλύτερα κατανοητές και πιο εύχρηστες.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί η ανάγνωση ως υποκειμενική εμπειρία διαφέρει τόσο ανάλογα με το μέσο; Η κ. Χρυσανθοπούλου έχει μελετήσει το θέμα ενδελεχώς. Οπως εξηγεί στην «Κ», «σε ψηφιακή οθόνη, οι αναγνώστες συνήθως εφαρμόζουν “μη γραμμική” ανάγνωση, με τα μάτια να πηγαινοέρχονται σε διάφορα σημεία της οθόνης, ή διαβάζουν επιλεκτικά ή και αποσπασματικά πληροφορίες από διάφορα σημεία του κειμενικού “τοπίου” που είναι μπροστά τους. Το “τοπίο” του βιβλίου διαφέρει. Ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται τα γράμματα και τις λέξεις ως φυσικά αντικείμενα. Κατά την ανάγνωση, φαίνεται ότι δημιουργείται μια νοητική αναπαράσταση του κειμένου, όπου το νόημα συνδέεται με τη μορφή των συμβόλων που το μεταδίδουν, σαν ένας “χάρτης”». Αυτό λειτουργεί, όπως υποστηρίζει η ίδια, σαν ένα μνημονικό τέχνασμα: ο νοητικός χάρτης που σχηματίζεται κατά την ανάγνωση εντάσσει συγκεκριμένα αποσπάσματα σε συγκεκριμένα σημεία του χάρτη με βάση την οπτική εικόνα του σημείου στη σελίδα όπου βρίσκονται, αλλά και τη «χωροθέτησή» τους στην πλοκή του κειμένου.
Κάπως έτσι, φαίνεται ότι αναδύεται μια καινούργια δεξιότητα όταν χρησιμοποιούμε ψηφιακά μέσα. «Για να είναι αποτελεσματικός ο σύγχρονος εγκέφαλος πρέπει να είναι “δι-εγγράμματος”», όπως λέει η Μάριαν Γουλφ, συγγραφέας του βιβλίου «Proust and the Squid: The Story and Science of the Reading Brain» (2007, HarperCollins). «Να είναι σε θέση να εναλλάσσει την τροπικότητα της μη γραμμικής, διάσπαρτης και αποσπασματικής ανάγνωσης στην οθόνη με την πιο βαθιά, αργή, γραμμική ανάγνωση από χαρτί, που επιφέρει τη συγκέντρωση που χρειαζόμαστε για την ανάγνωση λογοτεχνίας ή απαιτητικών κειμένων, ούτως ώστε να μπορεί να αφομοιώνει, να κατανοεί, να ανακαλεί και να χρησιμοποιεί την πληροφορία που προσλαμβάνει και με τα δύο μέσα». Οι ειδικοί αναφέρουν ότι στη βαθιά ανάγνωση ενεργοποιείται η αναλογική σκέψη και η κριτική ανάλυση, ενώ η ανάγνωση από ψηφιακή οθόνη τείνει να είναι γρήγορη, η προσοχή αποσπασματική και ο εγκέφαλος να βρίσκεται σε μεγαλύτερη διέγερση.
Αλλες εμπειρίες
Σε κάθε περίπτωση, μήπως δεν πρέπει να συγκρίνουμε την ανάγνωση σε ψηφιακές οθόνες με την εμπειρία της ανάγνωσης στο χαρτί; «Γιατί να μην είναι η πρόσληψη γνώσης από την οθόνη κάτι εντελώς διαφορετικό; Οι εμπειρίες που προσφέρει μια οθόνη δεν αναπαράγονται από το χαρτί. Η οπτικοποίηση, η κύλιση, τα διαδραστικά γραφήματα, οι δυνατότητες αλληλεπίδρασης ή οι εφαρμογές επαυξημένης πραγματικότητας, οι κινούμενες εικόνες, τα βίντεο και ο ήχος δεν μπορούν να παρουσιαστούν σε χαρτί με οποιονδήποτε πρακτικό τρόπο». Χρειάζεται απλώς να μάθουμε να επιτυγχάνουμε βαθιά ανάγνωση στο νέο περιβάλλον.
«Τα πλεονεκτήματα του ψηφιακού είναι πολλά, το μέλλον είναι εκεί»
Αν κάποιος ρωτήσει τον καθηγητή του ΕΜΠ Νικόλαο Μήτρου τη θέση του στο ερώτημα «ψηφιακά ή έντυπα συγγράμματα» για τα πανεπιστημιακά μαθήματα, δεν διστάζει στιγμή: «Ψηφιακά».
Δεν είναι μόνο ότι ως επιστημονικός υπεύθυνος του έργου «Κάλλιπος» παρακολουθεί από μέσα την εξέλιξη της πρώτης ολοκληρωμένης προσπάθειας για εισαγωγή του ηλεκτρονικού, διαδραστικού, πολυμεσικού βιβλίου στην ανώτατη εκπαίδευση. Είναι και ότι ο μικρός του γιος μόλις αποφοίτησε. «Τον έβλεπα. Από την οθόνη διάβαζε.
Η νέα γενιά είναι συνηθισμένη στη χρήση ψηφιακών μέσων», λέει στην «Κ». Στο Αποθετήριο «Κάλλιπος» (repository.kallipos.gr/), την ψηφιακή βιβλιοθήκη που «κτίζει» η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα με τη φροντίδα του Συνδέσμου Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, πρόκειται να προστεθούν το επόμενο διάστημα συνολικά 720 νέα, ψηφιακά, ανοικτά συγγράμματα πάνω σε θεματικές όπως τα Μαθηματικά, η Πληροφορική, η Ιατρική, το Δίκαιο, οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες και οι Τέχνες, τα οποία θα είναι ελεύθερα προς χρήση από φοιτητές, ερευνητές, πανεπιστημιακούς, την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα γενικότερα, καθώς και το ευρύ κοινό. Πρόκειται για τις προτάσεις που υποβλήθηκαν έπειτα από ανοιχτή πρόκληση το 2020, αξιολογήθηκαν (με βάση τη διδακτική εμπειρία των συγγραφέων, το ερευνητικό έργο, τα μαθήματα στα οποία θα προταθεί το βιβλίο ως σύγγραμμα, την επάρκεια στην περιγραφή, την ωριμότητα του εγχειρήματος), τελικά εγκρίθηκαν από τις επιστημονικές επιτροπές και βρίσκονται σήμερα στη φάση της συγγραφής ή της επιμέλειας (160 από αυτά έχουν ήδη αναρτηθεί). Το Αποθετήριο περιλαμβάνει ήδη 520 –αξιολογημένα και υψηλής ποιότητας– επιστημονικά συγγράμματα από την πρώτη φάση της δράσης, το 2013-2015 (υπήρξε ένα κενό ανάμεσα στις δύο φάσεις του έργου λόγω έλλειψης προϋπολογισμού). Μετά την ολοκλήρωση της τρέχουσας φάσης, το Αποθετήριο θα διαθέτει περισσότερα από 1.200 συγγράμματα, γεγονός που θα το κατατάσσει στα πλουσιότερα του είδους του παγκοσμίως, σύμφωνα με τον κ. Μήτρου.
Προφανώς τα συγγράμματα βγαίνουν και σε εκτυπώσιμη μορφή (PDF) μέσω διαδικασίας Print on Demand (PoD, η παραγγελία και εκτύπωση ενός αντιτύπου από τον επισκέπτη της σελίδας), καθώς πολλοί φοιτητές επιμένουν στο έντυπο. «Τα πλεονεκτήματα του ψηφιακού, όμως, είναι πάρα πολλά. Μέσω hyperlinks πας απευθείας στις πηγές και διαβάζεις τα σχετικά άρθρα. Εχει πολυμεσικά στοιχεία, διαδραστικούς πίνακες, χάρτες. Το μέλλον είναι εκεί».
Εκτυπώσεις Αλλα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας δίνουν τη δική τους διάσταση στο ντιμπέιτ. «Η πλειονότητα των φοιτητών θέλει χαρτί. Θέλει, αλλά δεν μπορεί». Η Δέσποινα Παπαγεωργίου, ιδιοκτήτρια του καταστήματος «Το Φωτοτυπικό» στην πανεπιστημιούπολη Γαιόπολις του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, έχει δει πτώση της ζήτησης για τις υπηρεσίες της. «Από την πανδημία και μετά, τα παιδιά έρχονται και ρωτούν πόσο κάνουν οι εκτυπώσεις συγγραμμάτων και όταν τους λες την τιμή λένε ότι θα τα διαβάσουν από τον υπολογιστή». Οταν καθηγητές ανεβάζουν 10 αρχεία των 250 σελίδων έκαστο, το κόστος είναι απαγορευτικό. «Τι κάνουν μερικοί; Σμίκρυνση και χωράνε 10 σελίδες σε μία. Και πάλι, όμως, το σκέφτονται. Ο υπολογιστής πάντως δεν τους βολεύει. Οι πιο μεγάλοι κουράζονται στην οθόνη και προτιμούν να δώσουν κάτι παραπάνω για να τυπώσουν. Οι πιο μικροί, που τα μάτια τους είναι ακόμη καλά, επιλέγουν οθόνη. Οι πιο καλοί μας πελάτες είναι οι άνω των 35».
Οι αριθμοί
59% προτιμούν να διαβάζουν ειδήσεις σε ηλεκτρονική μορφή
16% προτιμούν την οθόνη όταν διαβάζουν για το πανεπιστήμιο
84% κατανοούν καλύτερα το υλικό όταν διαβάζουν από χαρτί
53% θεωρούν ότι η προσοχή τους αποσπάται όταν διαβάζουν ειδήσεις από οθόνη
53% ανακαλούν καλύτερα τις πληροφορίες όταν διαβάζουν από χαρτί
61% χρησιμοποιούν καλύτερα πληροφορίες όταν διαβάζουν από χαρτί
75% μελετούν πιο αποτελεσματικά για τις εξετάσεις μέσω έντυπου υλικού
12% δηλώνουν ότι μαθαίνουν καλύτερα όταν διαβάζουν από οθόνη
Λίνα Γιάνναρου
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου