Τη δεκαετία 1956-1965 στην Ελλάδα καταγράφηκαν 1,545 εκατομμύρια γεννήσεις. Τη δεκαετία 2016-2025 αναμένονται 835.000 γεννήσεις, λίγο περισσότερες από τις μισές. Ο δείκτης γονιμότητας θα περιοριστεί από 2,25 παιδιά ανά γυναίκα στις γενεές που γεννήθηκαν την περίοδο κοντά στο 1930, σε λιγότερα από 1,5 παιδιά στις εγγονές τους, τις γυναίκες δηλαδή που γεννήθηκαν γύρω στο 1985. Η εκτίμηση αυτή έγινε από τους καθηγητές Δημογραφίας Βύρωνα Κοτζαμάνη και Αναστασία Κωστάκη και ερευνητές του προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Οσο εντυπωσιακοί κι αν είναι οι συνολικοί δείκτες, η συγκεκριμένη ανάλυση των στοιχείων, που αναδεικνύουν οι δύο καθηγητές Δημογραφίας, οδηγεί σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τη χάραξη πολιτικής.
Η προβλεπόμενη μείωση κατά 46% των γεννήσεων ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες περιόδους, αναφέρουν οι δύο ερευνητές, δεν οφείλεται στο μικρότερο πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας το 2016-2025 σε σχέση με την περίοδο 1956-1965 (γύρω στο 1,6 εκατ. γυναίκες ηλικίας 20-44 ετών), αλλά κυρίως στη μείωση της γονιμότητας των γενεών.
«Στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί ένα μεγάλο ποσοστό ατεκνίας, δηλαδή γυναικών που δεν γεννούν. Σήμερα είναι στο 24%. Ενα μέρος αυτών είναι για βιολογικούς λόγους. Μία σημαντική πλευρά που εντοπίσαμε είναι πως πλέον έχει αυξηθεί πολύ η μέση ηλικία γέννησης του πρώτου παιδιού, αγγίζοντας τα 32 έτη, 4-5 έτη υψηλότερη από την αντίστοιχη της περιόδου 1956-1965. Τα επόμενα χρόνια 69 στις 100 γεννήσεις θα προέρχονται από μητέρες μεγαλύτερες των 30 ετών, ενώ το 1956-1965 ήταν μόλις 36 στις 100», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Βύρων Κοτζαμάνης. Αυτό συμβάλλει στο να είναι όλο και λιγότερες οι γυναίκες που κάνουν δεύτερο παιδί και ακόμα λιγότερες τρίτο ή περισσότερα. «Οι τρίτες και άνω γεννήσεις θα αποτελούν στη δεκαετία 2016-2025 μόλις το 13%-14% έναντι του 26% το 1956-1965», συμπληρώνει ο καθηγητής Δημογραφίας.
Επιλογές
Στη σύγχρονη κοινωνία διαμορφώνεται πλήθος διαφορετικών τάσεων και επιλογών. Αυτό αφορά και τη στάση απέναντι στην τεκνοποίηση, η οποία επηρεάζει όλες τις κοινωνίες με τη μια ή την άλλη μορφή. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα που μας αναφέρει ο καθηγητής Κοτζαμάνης, σύμφωνα με τα οποία ο δείκτης γονιμότητας δύο γειτονικών χωρών, της Τουρκίας και της Αλβανίας, έχει πέσει κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια και από τα επίπεδα του 6 που ήταν τη δεκαετία του ’50 προσεγγίζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στο 1,7 και 1,5 αντίστοιχα! Το ζητούμενο δεν είναι μια «σταυροφορία» γενικά υπέρ των γεννήσεων, αλλά η διευκόλυνση και ενίσχυση εκείνων των γυναικών και των ζευγαριών που επιθυμούν να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί και μάλιστα σε νεαρότερη ηλικία.
«Οπως καταγράφεται σε έρευνες, σε κοινωνίες όπως οι ευρωπαϊκές η βασική τάση είναι η επιθυμία για δύο παιδιά. Αυτό το επίπεδο σε μεγάλο βαθμό το έχουν πιάσει στις σκανδιναβικές χώρες και στη Γαλλία, με ένα σύνολο μέτρων στήριξης», συμπληρώνει ο κ. Κοτζαμάνης.
Σύμφωνα με τους δύο ερευνητές, «η σταθεροποίηση και στη συνέχεια η ανόρθωση της γονιμότητας δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, πρώτον, αν το ποσοστό των γυναικών χωρίς παιδιά σταθεροποιηθεί γύρω από το 25% στις νεότερες γενεές (σ.σ. τη δεκαετία του ’50 ήταν 15%), και, δεύτερον αν δεν αυξηθούν οι πιθανότητες όσων έχουν ένα πρώτο παιδί να κάνουν ένα δεύτερο και δευτερευόντως όσων έχουν κάνει ένα δεύτερο να φέρουν στον κόσμο ένα τρίτο». Αυτό φυσικά προϋποθέτει, όπως τονίζουν, τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών και, ειδικότερα, την άρση των ασυμβατοτήτων ανάμεσα στην εργασιακή και οικογενειακή ζωή –αλλά και των υφιστάμενων ακόμη έντονων έμφυλων διακρίσεων σε πλήθος πεδίων–, τη μείωση του επιπλέον κόστους που προκύπτει από την έλευση ενός παιδιού.
Κίνητρα και στατιστικά
Από την άποψη αυτή θεωρούν πως «ακόμη και αν δίνονταν κάποια “εξαιρετικά” κίνητρα στις τρίτεκνες γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω στο 1985 και το ποσοστό αυτών που από τρία θα κάνουν τέσσερα ή περισσότερα διπλασιαζόταν, ο διπλασιασμός αυτός ελάχιστα θα επηρέαζε τον τελικό αριθμό των παιδιών που θα έκαναν κατά μέσον όρο οι γυναίκες των γενεών αυτών, καθώς θα είχαμε μόνον 35 παιδιά επιπλέον (1.485 ανά 1.000 γυναίκες έναντι 1.450 στις γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1985). Η μη κατανόηση από τους πολιτικούς μας των αλλαγών αυτών στη γονιμότητα των μετά το 1960 γενεών οδήγησε στη λήψη μέτρων επικεντρωμένων σχεδόν αποκλειστικά στους πολυτέκνους (τέσσερα παιδιά και άνω), μέτρα που προφανώς δεν απέτρεψαν τις πτωτικές τάσεις της γονιμότητας».
Τάσεις μείωσης
2.300 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες την περίοδο 1956-1965 και 1.450 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες μεταξύ 2016-2025.
69% οι γυναίκες που γίνονται μητέρες άνω των 30 ετών την περίοδο 2016-2025, σε σύγκριση με 36% την περίοδο 1956-1965.
26% των γυναικών είχαν πάνω από τρία παιδιά κατά την περίοδο 1956-1965 σε σύγκριση με μόλις 14% την περίοδο 2016-2025.
Ελλειψη ουσιαστικής στήριξης
Η μείωση των γεννήσεων είναι αποτέλεσμα των αλλαγών των αναπαραγωγικών συμπεριφορών της ελληνικής κοινωνίας, όπως αναπτύχθηκαν μεταπολεμικά, αλλαγών που αποτυπώνονται και σε πλήθος άλλων δημογραφικών δεικτών, επισημαίνουν στη δημοσίευσή τους οι καθηγητές Δημογραφίας Αναστασία Κωστάκη και Βύρωνας Κοτζαμάνης. Πώς καταγράφεται, σύμφωνα με την έρευνα, η ακτινογραφία των γεννήσεων στις δύο διαφορετικές δεκαετίες που εξετάζονται;
Το 64% των γεννήσεων της δεκαετίας 1956-65 έγινε από μητέρες μικρότερες των 30 ετών. Οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας της περιόδου αυτής κυμαίνονταν από 2.100-2.300 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες και η μέση ηλικία της μητέρας στην απόκτηση των παιδιών από 28 έως 29 έτη. Οι πρώτες γεννήσεις αποτελούν το 41% του συνόλου, οι δεύτερες το 33%, οι τρίτες το 14% και οι τέταρτες και άνω το 12% περίπου.
Οσον αφορά τις αναμενόμενες 835.000 γεννήσεις την περίοδο 2016-2025 (710.000 λιγότερες από αυτές της δεκαετίας 1956-1965), θα προέλθουν κυρίως από γυναίκες 30-44 ετών (το 70% έναντι του 35% το 1956-1965), που γεννήθηκαν γύρω από το 1985. Οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας αναμένεται να κυμανθούν σε περίπου 1.400 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες. Οι γεννήσεις από αλλοδαπές μητέρες θα αποτελέσουν σχεδόν το 1/6 του συνόλου, οι εκτός γάμου το 14%-16% (έναντι <1,5% το 1956-1965), ενώ περίπου μία στις δύο γεννήσεις θα προέρχεται από ζευγάρια σε σύμφωνο συμβίωσης. Το 31% των γεννήσεων θα προέρχεται από γυναίκες μικρότερες των 30 ετών (έναντι του 64% έξι δεκαετίες πριν). Οι πρώτες γεννήσεις θα αποτελούν περίπου το 48%-49% του συνόλου, οι δεύτερες το 37%-38%, οι τρίτες το 10% και οι τέταρτες και άνω το 4%-5%. Οι προαναφερθείσες αλλαγές συνέτειναν και στη σημαντική μείωση των γυναικών με τουλάχιστον τρία παιδιά: από 350 στις 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1930, σε 120 στις 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1985.
Η μείωση της γονιμότητας στις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1900 ήταν σχεδόν συνεχής, με μικρές περιόδους σταθεροποίησης γύρω από τα 2,0 παιδιά/γυναίκα στις γενεές 1945-1960, καθώς –όπως επισημαίνουν οι ερευνητές– η Ελλάδα δεν γνώρισε το «baby-boom» που χαρακτήρισε τις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Ετσι, όσες γυναίκες γεννήθηκαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα έκαναν κατά μέσον όρο περισσότερα από 3 παιδιά, αυτές που γεννήθηκαν μια εικοσαετία αργότερα 2,4, όσες γεννήθηκαν την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία 2,0 και οι γεννημένες το 1970-1980 από 1,6 έως 1,5 παιδιά ανά γυναίκα.
Προτάσεις
Οι δύο καθηγητές Δημογραφίας προτείνουν ουσιαστική στήριξη των νέων για να προχωρήσουν στην όποια μορφή οικογένειας θέλουν και την απόκτηση όσων παιδιών επιθυμούν. Μεταξύ αυτών να παρέχονται «σε εργαζόμενους/ες στον ιδιωτικό τομέα που έχουν παιδιά (ή περιμένουν ένα παιδί) τα όποια πλεονεκτήματα έχουν οι αντίστοιχοι εργαζόμενοι/ες στον δημόσιο τομέα. Δυνατότητα στέγασης χωρίς συνταρακτική επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού, μέσω ενός νέου, εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας. Ταχύτατη μείωση των ιδιαίτερα υψηλών ακόμη ποσοστών ανεργίας στους νέους». Πρόκειται για μέτρα ουσιαστικής στήριξης, που θα αίρουν τη διάχυτη για το μέλλον ανασφάλεια των νέων γενεών, βασικό εμπόδιο στις νέες γεννήσεις.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου